Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Βασίλης Χειρδάρης: Το ελαφρυντικό του «σύννομου» βίου. Διαστάσεις, προβληματισμοί και η υποχρέωση του δικαστή

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Βασίλης Χειρδάρης: Το ελαφρυντικό του «σύννομου» βίου. Διαστάσεις, προβληματισμοί και η υποχρέωση του δικαστή

Αυτές τις μέρες  έχει ξεσηκωθεί μια πολύ μεγάλη και έντονη συζήτηση για μια απλή νομική έννοια, αυτή του «σύννομου βίου». Άρθρα, δηλώσεις, αναλύσεις (δημοσιογραφικές, νομικές, πολιτικές, σχετικές και άσχετες), συσχετισμοί με μία ευαίσθητη υπόθεση που απασχολεί το πανελλήνιο και μέσα σε όλα ανακατεμένο και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»! Και όλα αυτά για ένα ελαφρυντικό!  

Αναλύει ο ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης

Σε ειδικό υποκεφάλαιο ο ΠΚ προβλέπει περί μείωσης της απειλουμένης ποινής. Τα πλαίσια της επαπειλούμενης κύριας ποινής καθορίζονται ρητά από τον Ποινικό Κώδικα και για κάθε έγκλημα χωριστά. Ο συνηθέστερος τρόπος μείωσης των ποινών είναι αυτός της αναγνώρισης ελαφρυντικών.

Με τον τρόπο αυτό το απειλούμενο πλαίσιο ποινής διαρρηγνύεται και διαμορφώνεται ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο πλαίσιο εντός του οποίου  υποχρεούται ο δικαστής να επιμετρήσει την τελική ποινή που θα επιβάλει και η οποία πρέπει να είναι δίκαιη και αναλογική. Ουσιαστικά δημιουργείται άλλο διαφορετικό πλαίσιο ποινής σαφώς επιεικέστερο. Π.χ.

Αντί απειλούμενης ποινής ισοβίων με το ελαφρυντικό αλλάζει το πλαίσιο απειλούμενης ποινής και διαμορφώνεται σε 5-15 χρόνια κάθειρξη, αντί αρχικής ποινής 10-15 χρόνια κάθειρξης το πλαίσιο διαμορφώνεται από 2-8 χρόνια και αντί 5-10 χρόνια κάθειρξης διαμορφώνεται σε 1-6 χρόνια κ.ο.κ.. Εάν δε αναγνωριστεί και δεύτερο ελαφρυντικό το κατώτερο όριο του νέου πλαισίου μειώνεται ακόμα περισσότερο και τα πλαίσια διαμορφώνονται αντίστοιχα  3-15, 1-8 και 6 μήνες- 6 χρόνια.

Με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ο νομοθέτης επέλεξε να δώσει ένα σημαντικό μπόνους επιείκειας στον κατηγορούμενο που ανεξάρτητα από την παρανομία  που διέπραξε  είχε επιδείξει είτε πριν από την διάπραξη του εγκλήματος μια μη παραβατική συμπεριφορά, μη παραβιάζοντας το νόμο είτε συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη πράξη, είτε γιατί επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης του κ.α.

Πριν εισέλθομε όμως στην ανάλυση του εδώ ενδιαφερομένου πρώτου ελαφρυντικού του προτέρου σύννομου βίου χρήσιμο θα ήταν να τονιστεί ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις  όταν αναγνωρίζονται δικαστικά  σχηματίζουν ένα έκτακτο πλαίσιο επιεικέστερης ποινής και δεν έχουν ούτε άμεση σχέση με την ενοχή του δράστη ούτε και με τα είδος της πράξης.

Η αναγνώριση δηλαδή του ελαφρυντικού βασίζεται στην εκτίμηση της συμπεριφοράς του δράστη εκτός του πεδίου δράσης του κατά την διάπραξη του εγκλήματος. Δηλαδή το ελαφρυντικό έχει σχέση με το βίο και την  συμπεριφορά του δράστη  είτε πριν είτε μετά την παράνομη πράξη και δεν συνδέεται με το τι συνέβη και την συμπεριφορά του κατά την διάπραξη του αδικήματος. Αξιολογείται δηλαδή ο δράστης εκτός του χρονικού πλαισίου της διάπραξης του αδικήματος, του είδους του εγκλήματος αλλά και του τρόπου που ενήργησε. Αφαιρείται δηλαδή το εγκληματικό γεγονός και κρίνεται ο δράστης για ολόκληρο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα.

Η νομολογία εσφαλμένα συνέδεε (έμμεσα μεν αλλά αυτό συνέβαινε στην πράξη) την αναγνώριση ελαφρυντικού με το είδος και τη βαρύτητα του εγκλήματος με αποτέλεσμα να αρνείτο (μέχρι 30.6.19) στις περισσότερες των υποθέσεων ιδίως τη χορήγηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, ερμηνεύοντας εξαιρετικά συσταλτικά τον έντιμο βίο ως θετική ενεργητική κοινωνική πράξη.

Δεν αρκείτο δηλ. στο αντικειμενικό στοιχείο του λευκού ποινικού μητρώου αλλά ζητούσε και απόδειξη υλοποίησης απροσδιόριστων «ηθικών καθηκόντων» που διέθεταν «φυσικοδικαιϊκό χαρακτήρα, ασυµβίβαστο µε τη θετικότητα του ποινικού δικαίου», όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ.

Για την αναγνώρισή του «εντίμου» βίου «ανάγκαζε» τον κατηγορούμενο να συγκεντρώνει αποδεικτικά μέσα για ηθικές συμπεριφορές που δεν είχε καμία νομική υποχρέωση να πραγματοποιεί (π.χ. βεβαιώσεις περί φιλανθρωπικού έργου, περί βοήθειας στο έργο της εκκλησίας, συμμετοχή σε αιμοδοσία, εθελοντική εργασία σε ιδρύματα, δωρεές σε κέντρα βοηθείας παιδιών κ.α.), εντάσσοντας τη νομολογία σε μεταφυσική σφαίρα, άσχετη με το θετικό δίκαιο και υποχρεώνοντας έμμεσα τον δράστη να λειτουργεί στα πλαίσια μιας υποκειμενικής ηθικής που προσδιορίζετο από τοπικές κοινωνικές, εθιμικές ή θρησκευτικές αντιλήψεις.

Ο νέος ΠΚ θέλησε αυτό να το εξορθολογήσει και να το εντάξει στο ασφαλές θετικό δίκαιο. Έτσι ενέταξε τον «σύννομο» βίο στις περιπτώσεις των επώνυμων ελαφρυντικών που προσδιορίζονται στον ΠΚ. Να σημειωθεί τα αναφερόμενα ελαφρυντικά στο άρθρο 84 ΠΚ αναφέρονται ενδεικτικά, έτσι ο δικαστής έχει δικαίωμα να αναγνωρίσει και άλλα ελαφρυντικά (ανώνυμα) που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα.

Κατά την άποψή μου ο «έντιμος» βίος δεν αντικαταστάθηκε ούτε καταργήθηκε από τα ελαφρυντικά ,αλλά απεγκαταστάθηκε από τα επώνυμα και μεταφέρθηκε στα ανώνυμα της ενδεικτικής αρίθμησης του άρθρου 84 ΠΚ και έτσι εξακολουθεί  ο δικαστής να δύναται να αναγνωρίσει τον έντιμο βίο ως ελαφρυντική περίσταση.

Εξάλλου εφόσον ακολουθείται στα ελαφρυντικά η ενδεικτική αρίθμηση δεν μπορεί να καταργηθεί κανένα ελαφρυντικό. Θα μπορούσε ο νομοθέτης να προσθέσει απλά και τον «σύννομο» ως επι πλέον ελαφρυντικό στα επώνυμα ελαφρυντικά  και να μην προβεί σε αφαίρεση του «έντιμου» αλλά το έκανε για να δώσει έμφαση στο θετικό δίκαιο και στην αντικειμενικοποίηση του ελαφρυντικού αυτού εκδηλώνοντας την δυσαρέσκειά του στη νομολογιακή πρακτική των δικαστηρίων που προσέθεταν παραπάνω προϋποθέσεις για να αναγνωρίσουν  τον «έντιμο» βίο ουσιαστικά αλλοιώνοντας τον πυρήνα του ελαφρυντικού και μεταμορφώνοντάς το σε υποκειμενικό ηθικοπλαστικό εργαλείο .

Μετά την θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ και με αφορμή μία συγκεκριμένη υπόθεση που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη, στην οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε στον κατηγορούμενο την ελαφρυντική  περίσταση του «σύννομου» βίου, λόγω της ύπαρξης λευκού ποινικού μητρώου, δημιουργήθηκε μια μεγάλη συζήτηση κατά πόσον το ελαφρυντικό αυτό είναι υποχρεωτικό ή όχι για το δικαστή, όταν ο κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο και εάν μπορεί παρ΄όλ΄αυτά ο  δικαστής να μην το χορηγήσει. Υπάρχει ισχυρισμός ότι ο δικαστής δεν δεσμεύεται από την ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου και ότι εφόσον αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν ζούσε σύννομα (π.χ. παραβίαζε νόμους χωρίς να παραπεμφθεί σε ποινική δίκη, είτε καταδικάστηκε σε σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα) μπορεί να μην χορηγήσει το ελαφρυντικό αυτό.

Ας μου επιτραπεί μια μικρή συμβολή στη συζήτηση αυτή με τη δική μου θέση και ανάλυση.

Η πρώτη αυθεντική πηγή για να ερμηνευθεί μία διάταξη είναι η αιτιολογική έκθεση που την ακολουθεί. Εν προκειμένω αυτή είναι σαφής όσον αφορά το ελαφρυντικό του σύννομου βίου.

Αναφέρει: «Αντί του κριτηρίου της προηγούµενης «έντιµης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόµιµης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειµενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νοµικώς κρίσιµο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο µόνο, να συµµορφώνεται στο νόµο… αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιµης» ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της «νόµιµης» ζωής.

Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πληµµέληµα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγµα … «απαραβίαστη» προηγούµενη ατοµική και οικογενειακή του ζωή. Το δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει µόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης».

Ξεκαθαρίζεται λοιπόν :

  • α) ότι ο «σύννομος» τέθηκε για λόγους αντικειμενικούς ώστε να αποφεύγεται η υποκειμενικότητα μέσω του απροσδιόριστου «έντιμου»,
  • β) ο «σύννομος» διαπιστώνεται εκτός από αντικειμενικά και με ασφάλεια και
  • γ) ο βίος αυτός είναι «δεκτικός βεβαίωσης», δηλαδή ο «σύννομος» είναι ο μόνος βίος που  μπορεί να αποδειχθεί και βεβαιωθεί.

Ο νομοθέτης λοιπόν εξαιτίας «της διάστασης απόψεων κατά την ερµηνεία του άρθρου 84, που υπονοµεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου» επέλεξε ένα ελαφρυντικό που δεν χρειάζεται ερμηνεία αλλά είναι ασφαλές αφού αποδεικνύεται με σαφή τρόπο, μέσω ενός αδιαμφισβήτητου  εγκύρου δημοσίου εγγράφου του ποινικού μητρώου.

Είναι ο μόνος αντικειμενικός και ασφαλής τρόπος διαπίστωσης και βεβαίωσης του σύννομου βίου. Η ακύρωση αυτής της αντικειμενικής βεβαιότητας με ανασφαλείς πληροφορίες για τον νόμιμο τρόπο διαβίωσης που δεν έχουν αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση όχι μόνον παράγουν ανασφάλεια δικαίου, αλλά παραβιάζουν ευθέως και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο αποδίδεται σε οποιονδήποτε πολίτη δεν έχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Στον ποινικό χώρο σύννομη ζωή εννοείται μόνον η μη διάπραξη ποινικών αδικημάτων και όχι η ελάσσονος σημασίας παραβίαση πειθαρχικών κανόνων, η αντισυμβατική συμπεριφορά, η παραβίαση αστικών νόμων, η αντιεθιμική ή άλλη συμπεριφορά.

Το επιχείρημα για παραβιάσεις άλλες που δεν αποτυπώνονται με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις  στο ποινικό μητρώο καταρρίπτεται από το ίδιο το άρθρο 84 ΠΚ στο οποίο ο νομοθέτης με ρητό τρόπο θέλησε να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του «σύννομου» βίου και για όσους έχουν καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα. Συγχωρεί δηλαδή και τους καταδικασθέντες για ελαφριά πλημμελήματα.

Εφόσον επιτρέπει όμως ο νομοθέτης την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού για αποδεδειγμένη αμετακλήτως παραβατική συμπεριφορά μικρότερων αδικημάτων πως είναι δυνατόν να αποκλειστεί η αναγνώριση  του σε περιπτώσεις μη καταδίκης σε ποινικό αδίκημα και καταδίκης σε πειθαρχικά παραπτώματα ή άλλα μη ποινικής μορφής, που όλα αυτά αντικειμενικά δεν ισοδυναμούν με ποινικές καταδίκες σοβαρών αδικημάτων που αποκλείεται η εφαρμογή του ελαφρυντικού.

Εξ άλλου αν ήθελε κάτι τέτοιο ο νομοθέτης θα το είχε προβλέψει στη διάταξη. Θα μπορούσε να είχε προσθέσει την λέξη «καλή» συμπεριφορά στο «σύννομο» που θα δικαιολογούσε τις εκφρασθείσες απόψεις για μη νόμιμη συμπεριφορά πέραν του ποινικού χώρου. Όμως δεν το έκανε αυτό, όπως το έχει κάνει στην ελαφρυντική περίσταση της διαγωγής μετά την πράξη όπου απαιτεί καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα. Όχι μόνον δε το έκανε αλλά στην αιτιολογική έκθεση καθορίζει ρητά την αντικειμενικότητα, την ασφαλή διαπίστωση του ελαφρυντικού και την δεικτικότητα βεβαίωσής του ΚΑΙ αναφέρει ότι το δικαστήριο μπορεί να ελέγξει ΜΟΝΟΝ της περιστάσεις τέλεσης της πράξης, υπονοώντας την μη δικαστική δυνατότητα διερεύνησης σε περίπτωση λευκού ποινικού μητρώου.

Συμπερασματικά:

  • α) Το δικαστήριο για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου σύννομου βίου εφόσον υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο έχει μονόδρομο: την αναγνώρισή του. Δεν έχει δυνατότητα απόρριψης  της αναγνώρισης αυτού του ελαφρυντικού αλλά μόνον στην περίπτωση προγενέστερης καταδίκης για αδίκημα ελαφρού πλημμελήματος, όπου σ΄αυτή την περίπτωση θα απαιτηθεί  ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία,
  • β) Το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού για τυχόν άλλες παραβιάσεις αστικής, πειθαρχικής ή άλλης μορφής, εκτός των ποινικών νόμων,
  • γ) οποιαδήποτε άλλη εκδοχή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα της νέας διάταξης, την αυθεντική ερμηνευτική προσέγγιση της αιτιολογικής έκθεσης, το τεκμήριο της αθωότητας, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και την αξιολογική ιεραρχία των παραβιάσεων των ποινικών νόμων.

Δυστυχώς ήδη πληροφορήθηκα ότι μερικά δικαστήρια  άρχισαν μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση απορρίπτοντας την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού.  Είναι μια εσφαλμένη προσέγγιση με θύμα τον δικαιούμενο το ελαφρυντικό κατηγορούμενο και τη καθαρότητα της διάταξης. Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει ο δικαστής να νομοθετεί αλλά να δικάζει μέσα στα πλαίσια της δικής του δικαιοδοτικής και θεσμικής εξουσίας. Όπως και να έχει κλειστά τα μάτια σε όλα τα άλλα και ανοικτά μόνο στο νόμο και στην εφαρμογή του και όχι στον περιρρέον λαϊκό αίσθημα δικαίου που διαμορφώνεται από την πρόσκαιρη επικαιρότητα και από εξωθεσμικούς παράγοντες και καταστάσεις.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ