Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Δημήτρης Ζημιανίτης: «Το Σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα»

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Ζημιανίτης: «Το Σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα»

(Ι) Εισαγωγικά

Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας που οδεύει προς αντικατάσταση, είναι νομοθέτημα, στο οποίο αποδίδουν ισορροπία, σύνεση και φιλελεύθερο πνεύμα. Εφαρμόστηκε σε μια εποχή εντάσεων, ανακατατάξεων και ταχείας προόδου. Αναγκαστικά ρύθμισε πολλά από τα φαινόμενα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής –αποτελεσματικά, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι.

Αναλύει ο Αντεισαγγελέας Εφετών Δημήτρης Ζημιανίτης

Οι εποχές και το προς αντιμετώπιση εγκληματικό φαινόμενο μοιραία άλλαξαν στη διαδρομή αυτή. Ο νομοθέτης, επιδεικνύοντας διστακτικότητα όχι άγνωστη στα καθ’ ημάς, δεν προχώρησε σε τομές και ευρείας έκτασης παρεμβάσεις στο κείμενο του ΠΚ. Αντίθετα, ακολουθώντας την πεπατημένη, αλλά κακή νομοτεχνική πρακτική, ιδίως διότι επρόκειτο για παρέμβαση σε κείμενο της περιωπής Κωδίκων, επί δεκαετίες πολύ συχνά προσέθετε, καταργούσε ή τροποποιούσε άρθρα αποσπασματικά, εμβαλωματικά, με τρόπο ώστε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό τη δογματική, νοηματική και συστηματική εσωτερική συνέπεια και συνέχεια του κειμένου.

Το Σχέδιο του ΠΚ που έχει ήδη τεθεί σε διαβούλευση μέχρι την 14-4-2019, είναι το αποτέλεσμα –η σύνθεση μάλλον- των επίπονων προσπαθειών περισσότερων Επιτροπών, να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, με τρόπο νομοτεχνικά και δογματικά προσήκοντα. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια πρόταση που συνεπάγεται ευρείας έκτασης τροποποιήσεις, ανατροπές και ανακατατάξεις προκάλεσε και προκαλεί αντιδράσεις, αλλά και θετικά σχόλια.

Θα κάνουμε γενική αναφορά σε πεδία αλλαγών που επιφέρει το ΣχΠΚ, σε σύνδεση με τη νέα οπτική που ακολουθεί ο νομοθέτης :

(ΙΙ) Γενικές-θεματικές παρατηρήσεις

 Συνολικά στο ΣχΠΚ 170 άρθρα από τα 363 του ισχύοντος ΠΚ καταργούνται, ενώ προστίθενται 30 νέα. Η έκταση των τροποποιήσεων δικαιολογείται, δεδομένου ότι πρόκειται για συνολική αναθεώρηση των Κωδίκων.

 (Α.) Ο νομοθέτης φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του μια σειρά εμπεδωμένων αντιλήψεων της σύγχρονης αντεγκληματικής πολιτικής. Ειδικότερα :

  • (α) Προβλέπεται αποποινικοποίηση των πταισμάτων.
  • (β) Η στερητική της ελευθερίας ποινή παραμένει η κύρια απειλούμενη ποινή, αλλά μια σειρά συνοδευτικών ή εναλλακτικών της μέτρων κάνουν φανερό ότι ενδιαφέρει πρωτίστως η αποφυγή του εγκλεισμού. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, ιδίως, τη λειτουργία της προσφοράς κοινωφελούς εργασίας που –παρά τα προβλήματα που τη συνοδεύουν- αναδεικνύεται κατ’ αρχήν σε κύρια ποινή, στην οποία μετατρέπεται μετά πάροδο χρόνου, η στερητική της ελευθερίας ποινή (άρθρο 50, 104 Α ΣχΠΚ).
  • (γ) Το σύστημα των προβλεπόμενων ποινών και, ιδίως, ο τρόπος έκτισής τους, φαίνεται να αποδίδει την αντίληψη του «sharp short sock», που υποτίθεται ότι μπορεί να επιτύχει κάποιο σωφρονιστικό αποτέλεσμα σε πλείστες περιπτώσεις (100 ΣχΠΚ-αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής 10 ημ-3 μ), να οδηγείται δε σε εκλογίκευση και αποδραματοποίηση.

Τούτο, ενόψει του ότι μέχρι τούδε το σύστημα των ποινών επιφυλάσσει επιβολή καταχρηστικά υψηλών ποινών και μηδαμινή πραγματική έκτισή τους, παρά την υπερβολή που συνοδεύει την επιμέτρησή τους. 

  • (δ) Κάνοντας λόγο για την επιμέτρηση της ποινής, θα πρέπει να αναφερθεί το νέο άρθρο (79 ΣχΠΚ), στο οποίο έχουν εισαχθεί ενδιαφέρουσες προβλέψεις [αναφορά στην ανάλογη και δίκαιη τιμωρία, ως κριτηρίων καθορισμού της βαρύτητας της ποινής, συμπερίληψη στοιχείων που λειτουργούν υπέρ του υπαίτιου, όπως η ουσιώδης διευκόλυνση της εξιχνίασης του εγκλήματος (§ 4), αλλά και κατά του υπαίτιου, όπως η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, ή ο ιθύνων ρόλος του δράστη (§ 5)].
  • (ε) Οι απειλούμενες ποινές μειώνονται, ιδίως όσον αφορά στα απώτατα ανώτερα όρια τους (λ.χ. κύρια ποινή κάθειρξης εκείνη ως 15 έτη, 52 § 2 ΣχΠΚ).

Αντίστοιχα μειώνονται τα όρια, σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων και σχηματισμού συνολικής ποινής, η οποία δε μπορεί να ξεπερνά τα 20 έτη πρόσκαιρης κάθειρξης και τα 8 έτη φυλάκισης (έναντι 25 και 10 που ισχύουν σήμερα, αντίστοιχα).

  • (στ) Παράλληλα, και σε μεσαίας βαρύτητας (έως 3 ετών φ) ή ελαφρά πλημμελήματα (φ έως 2 ή 1 έτος ή 6 μ και/ή χπ) καταγράφεται τάση αναθεώρησης των πλαισίων της απειλούμενης ποινής, ενίοτε, μάλιστα, κάποια από τα αδικήματα αυτά απεγκληματοποιούνται (καθίστανται ανέγκλητα), για λόγους ενδεχομένως συνδεόμενους με μια διαφορετική προσέγγιση μορφών αντικοινωνικής συμπεριφοράς (λ.χ. παροχή οδηγιών κατασκευής εκρηκτικών υλών).
  • (ζ) Κάποια κακουργήματα, επιπλέον, υποβαθμίζονται σε πλημμελήματα, για λόγους που είτε αποδίδουν μια γενικότερη, διαφορετική αντίληψη του εγκληματικού φαινομένου (λ.χ. παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας, κατ’ επάγγελμα τοκογλυφία, δεκασμός πολιτικών προσώπων, ενεργητική δωροδοκία, δωροληψία υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα, κατάχρηση εξουσίας για πλημμέλημα,), είτε πιθανώς υποδηλώνουν μια διαφορετική ιδεολογική προσέγγισή του (λ.χ. κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη με κοινό κίνδυνο για ξένα πράγματα).
  •  (η) Προβλέπεται, επίσης, περαιτέρω ελάττωση του κατώτατου ορίου της ήδη μειωμένης ποινής σε περίπτωση συρροής περισσότερων λόγων μείωσης της ποινής (85 ΣχΠΚ).

(Β) Μια άλλη αντίληψη εντοπίζεται σε σύνδεση :

  • (i) με την αντιμετώπιση ορισμένων μορφών οικονομικού εγκλήματος (κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων), στα οποία περιλαμβάνονται και εκείνα που μέχρι σήμερα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν 1608/1950, καθώς και
  • (ii) με τη διευθέτηση σχετικών υποθέσεων (κλοπή, διακεκριμένη κλοπή, υπεξαίρεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απάτη, απάτη με υπολογιστή, απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις, απατηλή πρόκληση βλάβης, απιστία, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, καταδολίευση δανειστών, τοκογλυφία κ.λπ.), δηλαδή τη λήξη της διαδικασίας ή την απαλλαγή του δράστη, μέσω ενός σχήματος πλήρους ικανοποίησης του παθόντος πριν την αμετάκλητη παραπομπή του δράστη (381 § 3, 405 § 2 ΣχΠΚ).

Στην πρώτη περίπτωση (i), θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση της επέκτασης της κατ’ έγκληση δίωξης πολλών εγκλημάτων κατά των περιουσιακών αγαθών ή της ιδιοκτησίας, πλημμεληματικής, αλλά και κακουργηματικής μορφής.

Και είναι κατανοητή, μεν, η τάση αποφόρτισης του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης με την ανάδειξη της έγκλησης ως του κατ’ εξοχήν τρόπου κίνησης της ποινικής διαδικασίας, αλλά δεν θα πρέπει να δίδεται η εντύπωση οπισθοχώρησης της αδιαφορίας της Πολιτείας να παρέμβει, ενώπιον καταστάσεων που θέτουν, εν τέλει, σε αμφισβήτηση το κύρος της. Αρκετά από τα αδικήματα αυτά, όχι μόνο συνέχονται με την ομαλή κοινωνική ζωή, την οικονομική δραστηριότητα και την εμπέδωση της έννομης τάξης, ώστε δε μπορεί οι αρχές επιβολής του νόμου να αναμένουν την πρωτοβουλία του πολίτη για να παρέμβουν (λ.χ. κλοπές, 381 § 1 ΣχΠΚ), αλλά, επιπλέον, έχουν βαρύτητα τέτοια, που απαιτείται μεγαλύτερη ετοιμότητα παρέμβασης από την Πολιτεία, που φέρει την αυθεντία της κρατικής καταστολής.

Αντίθετα, σε θετική κατεύθυνση εγγράφεται κατ’ αρχήν, η κατάργηση του Ν 1608/1950 περί Καταχραστών του Δημοσίου και η εισαγωγή, ως διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος, της τέλεσης των αντίστοιχων εγκλημάτων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, νπδδ ή ΟΤΑ, με προκληθείσα (και όχι πλέον απειληθείσα) ζημία έως 120.000 ευρώ. Ο περιορισμός των εγκλημάτων, στα οποία διατηρείται, σε σχέση με το άρθρο 1 § 1 Ν 1608/1950, η επιβαρυντική αυτή περίσταση (λ.χ. δεν διατηρήθηκαν τα εγκλήματα των άρθρων 235, 236, 237 ΠΚ), ίσως αποτελεί ζήτημα που πρέπει να επανεξετασθεί.

Στη δεύτερη περίπτωση (ii), θα πρέπει μεν να εξαρθεί η τάση στους νέους Κώδικες να παρακάμψουν το δυσκίνητο και οχληρό Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, με διατάξεις που εξυπηρετούν γενικά τις κατά παρέκκλιση, τις εναλλακτικές διαδικασίες ή τη λογική της αποκαταστατικής Δικαιοσύνης, πλην όμως, θα πρέπει να αποφευχθεί η εκτροπή των τάσεων αυτών σε ένα μηχανιστικό, αυτοματοποιημένο μοντέλο τέλεσης των εγκλημάτων και, εν συνεχεία, απαλλαγής αφού κανείς απλώς θα πληρώσει τη ζημία που προκάλεσε. Εάν εμπεδωθεί μια τέτοια απλουστευτική αντίληψη, που αδιαφορεί για το ηθικό στίγμα των συγκεκριμένων εγκλημάτων, αυτά θα αντιμετωπίζονται εν είδει αστικών διαφορών και θα απαλείφεται το ποινικό τμήμα τους που αποτελεί, όμως, εγγενές τμήμα της οικείας συμπεριφοράς.

  • (Γ.) Τέλος, μια τρίτη ομάδα παρατηρήσεων, αφορά σε ρυθμίσεις που δεν συνέχονται μεταξύ τους μεν, αλλά δημιουργούν κάποια ερωτηματικά, όσον αφορά στις προθέσεις του νομοθέτη και το τελικό αντεγκληματικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνουν.

Εδώ μπορούν να αναφερθούν :

  • (α) η κατάργηση του άρθρου 381 Α ΠΚ (φθορά ηλεκτρονικών δεδομένων) που εισήχθη με Ν 4411/2016 σε συμμόρφωση με ενωσιακή νομοθεσία (Οδηγία 2013/40/ΕΕ για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών),
  • (β) η υποβάθμιση σε πλημμελήματα (φ τουλάχιστον 3 ετών και χπ αντί για κάθειρξη έως 10 ετών) μιας σειράς κακουργημάτων που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους (463 § 2 ΣχΠΚ), από τα οποία σταχυολογώ  τα εξής :
  • (i) η ψευδής υπεύθυνη δήλωση με όφελος ή βλάβη άνω των 73.000 ευρώ (22 § 6 Ν 1599/1986),
  • (ii) το ντόπινγκ κατ’ επάγγελμα ή με σκοπό περιουσιακού οφέλους (128 Θ § 1 Ν 2725/1999),
  • (iii) τα αδικήματα του νόμου περί αρχαιοτήτων, όπως η κλοπή, υπεξαίρεση ή φθορά μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας στο πλαίσιο οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, παράνομη ανασκαφή, παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών (53, 54, 56 § 2, 61 § 1, 63 § 1 Ν 3028/2002),
  • (iv) οι αξιόποινες πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και χειραγώγησης της αγοράς (28 § 3, 31 § 2 Ν 4443/2016),
  • (v) η πρόκληση και διαφήμιση χρήσης ναρκωτικών κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό το κέρδος, οδήγηση μεταφορικών μέσων υπό την επίδραση ναρκωτικών με αποτέλεσμα το θάνατο (24 § 2, 25 § 1 Ν 4139/2013),
  • (vi) η απάτη σε βάρος των συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με βλάβη άνω των 73.000 ευρώ (4 § 2 Ν 2803/2000),
  • (vii) το έγκλημα του άρθρου 39 § 1 Ν 4557/2018 (βασική μορφή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες),
  • (viii) τα εγκλήματα των άρθρων 29 § 5 και 30 § 1 Ν 4251/2014 (διευκόλυνση εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή εξόδου από αυτό χωρίς έλεγχο, βασική μεταφορά πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα από το εξωτερικό),
  •  (ix) η παράλειψη εμπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με συνολική αποκρυπτόμενη αξία άνω των 300.000 ευρώ (6 § 3 Ν 3213/2003),
  • (x) η ρύπανση ή υποβάθμιση περιβάλλοντος από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οικονομικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ (28 § 3 β’ Ν 1650/1986)  κ.λπ.].
  • (γ) Επίσης, διατάξεις όπως το ατιμώρητο της απρόσφορης απόπειρας,
  • (δ) Η ελαφρυντική περίσταση της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, πράγμα που αποσυνδέει τη μεταχείρισή του από στοιχεία που ανάγονται αμιγώς στην προσωπικότητα και στη συμπεριφορά του και που λειτουργεί τελικά, κατά τρόπο αυτόματο, εν είδει επιβράβευσής του. Εν προκειμένω ορθότερος φαίνεται εδώ ο μηχανισμός της πρόβλεψης ειδικού ενδίκου βοηθήματος που θα οδηγεί σε ικανοποίηση των προσφευγόντων, όπως το ΕΔΔΑ υπέδειξε όσον αφορά στην ποινική διαδικασία, με πιλοτική δίκη (Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος, 3-4-2012).
  • (ε) η απουσία διατάξεων σχετικά με σύγχρονα αδικήματα και συμπεριφορές που λαμβάνουν λ.χ. χώρα το διαδίκτυο, πράγμα για το οποίο έχει ασκηθεί κριτική.

(ΙΙΙ). Καταληκτικές παρατηρήσεις

Συνολικά αποτιμώμενη η προσπάθεια αναμόρφωσης των Κωδίκων ήταν όχι μόνο αναμενόμενη, αλλά αναγκαία, δεδομένου ότι οι συνθήκες της κοινωνικής συμβίωσης έχουν μεταβληθεί άρδην από τη δεκαετία του 1950, το δε εγκληματικό φαινόμενο έχει λάβει μορφές, που ήσαν άλλοτε άγνωστες, και για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται ο εμπλουτισμός του ποινικού οπλοστασίου με νέα μέσα, θεσμούς και δυνατότητες.

Ιδίως στο πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου –στο οποίο η δογματική τεκμηρίωση υποχωρεί μερικώς προς χάριν της αποτελεσματικότητας και της διαχείρισης του δυσκίνητου Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης- οι σχετικές ευχέρειες είναι περισσότερες, πολλές δε από αυτές πρέπει να αποδοθούν στη σχετική δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τα 20 περίπου τελευταία χρόνια.

Το Ποινικό Δίκαιο είναι ένα ζων εργαλείο διαχείρισης μιας επίσης ζώσας πραγματικότητας, όπως είναι η κοινωνική συμβίωση με τη συνθετότητα των σχέσεών της. Εγγενής, συστημική δυσλειτουργία αυτής αποτελεί και το εγκληματικό φαινόμενο.

Η αντίδραση στο έγκλημα δεν θα πρέπει να ακολουθεί αποκλειστικά ή κυρίως ιδεολογικές τοποθετήσεις ή απόψεις, που διατρέχουν τον κίνδυνο να αφίστανται κάποτε από την πραγματικότητα αυτού του εγκληματικού φαινομένου (τη βαρύτητα, την ηθική και κοινωνική του απαξία, την προκαλούμενη βλάβη στο κοινωνικό σύνολο κ.λπ.).

Αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπίζει με τρόπο αποτελεσματικό το έγκλημα και, παράλληλα, να διαφυλάσσει την ηθική αυθεντία της Πολιτείας, που αποτελεί, δυνάμει κοινωνικού συμβολαίου, τον φορέα της αναγκαίας επίσημης, αποδεκτής καταστολής, ώστε να διασφαλίζονται έννομα αγαθά ευρύτερου κύκλου προσώπων, διατηρώντας όμως τη συστηματική συνέχεια, τη συνέπεια  την ισορροπία και τη δογματική θεμελίωση των κανόνων που εφαρμόζει.

Η άποψή μας είναι ότι το εγχείρημα του Σχεδίου του νέου ΠΚ επιτυγχάνει, κατ’ αρχήν, αυτή την ισορροπία, μεταξύ (α) της ανάγκης να ανταποκριθεί με τρόπο πρακτικό στις απαιτήσεις μιας εντελώς νέας εποχής και (β) της ανάγκης σεβασμού, παράλληλα, του ποινικού δόγματος.

Προφανώς, η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης που παρατάθηκε, και τα όσα αυτή αναμένεται να εισφέρει, θα συνδράμει τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, ώστε να εντοπίσει μη ηθελημένες –είμαι βέβαιος- αστοχίες, που υπάρχουν στο Σχέδιο και να τις αντιμετωπίσει με το δέοντα τρόπο.

Ασφαλώς η αναγκαιότητα επικαιροποίησης και αναμόρφωσης των Κωδίκων δεν θα πρέπει να συνδεθεί με λύσεις χρονικής βίας και ελλιπούς επεξεργασίας τους, που αφήνουν περιθώριο να θεωρηθεί –εσφαλμένα- η εργώδης αυτή προσπάθεια, ως υπαγορευόμενη από τη συγκυρία.

*Αντεισαγγελέας Εφετών

*Εισήγηση στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου στις 27.3.2019.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ