Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Παρέμβαση του προέδρου Δημήτρη Βερβεσού για τον νόμο περί καταχραστών Δημοσίου και την ποινή της ισοβίου καθείρξεως

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Παρέμβαση του προέδρου Δημήτρη Βερβεσού για τον νόμο περί καταχραστών Δημοσίου και την ποινή της ισοβίου καθείρξεως

«Είναι ιδιαίτερη τιμή να χαιρετίζω την κοινή εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων  με θέμα την κριτική προσέγγιση και τις αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις στον Ν.1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου».

Παρέμβαση Προέδρου του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσού

Είναι ευτυχής συγκυρία ότι ο νομικός κόσμος, ενσκήπτει σήμερα σε ένα από τα μείζονα δικαιοπολιτικά ζητήματα, που ταλάνισαν την νεότερη Ελλάδα, τουλάχιστον από το 1924 (έτος θεσπίσεως του Ψηφίσματος της 16/29 Δεκεμβρίου 1924 “περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων τινών υπό των Εφετών”, πρόδρομου του ν. 1608/1950).

Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει απασχολήσει έντονα τη νομική κοινότητα de lege ferenda. Εσχάτως, το ζήτημα ανυφύη με μεγαλύτερη ένταση, επ’ αφορμή τόσο της επεξεργασίας και σταδιακής ολοκλήρωσης των νέων Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, στο πλαίσιο των οποίων συζητείται η κατάργηση του ν. 1608/1950, όσο και της πάνδημης αγανάκτησης απέναντι στην ανεπιεική εφαρμογή του από πρόσφατη δικαστική απόφαση επί δημοσίου υπαλλήλου που έκανε χρήση πλαστού απολυτηρίου δημοτικού για να προσληφθεί στο δημόσιο.

Το δικηγορικό σώμα με την υπευθυνότητα που διαχρονικά το διακρίνει, επιδιώκει με τη σημερινή ημερίδα να συμβάλει ουσιαστικά, και με επιστημονική εμβρίθεια στην αντιμετώπιση του εξόχως επίκαιρου αυτού ζητήματος. Οι εκλεκτοί ομιλητές που ακολουθούν εγγυώνται αναντίλεκτα την επιτυχία της ημερίδας.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός της μαρξιστικής ανάλυσης για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η νομοθεσία, ιδίως δε η ποινική νομοθεσία, κάθε εποχής αντανακλά τα ιστορικά και πολιτικά συγκείμενα,  συμπυκνώνει τις ιδεολογικοπολιτικές προτεραιότητες της εκάστοτε κυρίαρχης πολιτικής βούλησης και οριοθετεί τον αξιολογικό της ορίζοντα.

Στην Εισηγητική Έκθεση του πρώτου νομοθετήματος για την ποινική καταστολή του φαινομένου της κατάχρησης της δημόσιας περιουσίας (Ψηφίσματος 16/29  Δεκ. 1924),  απαντώνται οι εξής μεταξύ άλλων σκέψεις: «Η αθρόα από τινος χρόνου διάπραξις ιταμών και ασύστολων καταχρήσεων σε βάρος του δημοσίου πλούτου δικαίως διήγειρε πανταχού την αγάνκτησιν σύμπασης της κοινωνίας και των κυβερνητών της Χώρας… Αληθώς, όταν ο ελληνικός Λαός καλείται καθ’ εκάστην υπό της Πολιτείας εις τας οικονομικός θυσίας προς ανακούφισιν των βαρών αυτής και εκπλήρωσιν των αναποφεύκτων του Κράτους αναγκών, βαθμιαίαν δε κατά το εφικτόν ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού και αποκατάστασιν της κοινής ευημερίας, αισθάνεται τις ανέκφραστον αποτροπιασμόν, βλέπων τινάς των εντεταλμένων την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου μετά τοσαύτης αναίδειας επιδιδομένους τον ίλιγγον, διασπαθίζοντας δε και κατασωτεύοντας τούτο εν τη ιδία χλιδή και ακολασία…».

Η επικαιρότητα της εκπεφρασμένης βούλησης του ιστορικού νομοθέτη είναι εντυπωσιακή. Τα μέτρα λιτότητας για την «ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού» -το διαχρονικά άπιαστο όνειρο της σύγχρονης Ελλάδας-, αποτέλεσαν το τελεολογικό έρεισμα για την αυστηρότερη ποινικοδικονομική μεταχείριση των καταχραστών του Δημοσίου.

Η αποτίμηση μιας νομοθετικής επιλογής δεν μπορεί όμως να εξαντλείται στην μεγαλόστομη διακήρυξη του εκάστοτε πολιτικού εμπνευστή -και ενίοτε «πονηρού πολιτευτή»-, αλλά στην πρακτική της εφαρμογή, στην τύρβη της δικαστηριακής πράξης.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τη επικλήσει της παραπάνω διάταξης με το υπ’ αριθμ. 2652/1952 Βούλευμα παραπέμφθηκαν σε δίκη από Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μεταξύ άλλων τα τότε ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ:  Νίκος Ζαχαριάδης, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Μάρκος Βαφειάδης, Νίκος Πλουμπίδης και Πέτρος Κόκκαλης (…)».

Μετά την πάροδο εικοσιπενταετούς περίπου εφαρμογής του  ψηφίσματος 16/29 Δεκεμβρίου 1924, και πάλι σε μεταπολεμική περίοδο, τέθηκε εκ νέου σε συζήτηση το θέμα της ποινικής καταστολής των καταχρήσεων του δημοσίου χρήματος. Η Αιτιολογική Έκθεση του νέου ν. 1608/1950 είναι χαρακτηριστική:

«(…) νέαι δε καταχρήσεις αποκαλυπτόμεναι συνταράσσουν την κοινήν γνώμην… Αδίστακτοι εγκληματίαι, παρακινούμενοι από τον ασήμαντον επαγγελματικόν κίνδυνον τον οποίον συνιστούν αι ποιναί αύται, επιδίδονται εις πράξεις λεηλασίας του δημοσίου πλούτου. (…) Ενώ τόσον αθώον αίμα εχύθη κατά την τελευταίαν δεκαετίαν εις τον μαρτυρικόν μας τόπον, δεν νομίζομεν ότι πρέπει να υπάρξει οίκτος διά τους μέλλοντας να καταδικασθούν εις την εσχάτην των ποινών καταχραστάς».

Το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής αποτυπώνεται στις συζητήσεις στην Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου: από του βήματος της Βουλής οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος χαρακτηρίστηκαν «τροφοδόται του Κομμουνισμού» και «συμμορίται των πόλεων», οι οποίοι, «θα πρέπει επί τριήμερον μετά την εκτέλεσιν να μένουν εκτεθειμένοι εις την κοινήν θέαν προς παραδειγματισμόν».

Η νέα διάταξη σε αντίθεση με την προγενέστερη, έχει συνέπειες (και) στο επίπεδο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Για τα αναφερόμενα, περιουσιακά ως επί το πλείστον, εγκλήματα, κατά του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου απειλείται αυξημένη ποινική κύρωση (: κάθειρξη)• επιπλέον δε διαπλάθονται, ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις (: εξακολούθηση τελέσεως του εγκλήματος επί μακρό χρόνο – ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου της πράξεως), για τις οποίες προβλέπεται ποινή ισόβιας καθείρξεως ή θανάτου (κατά την αρχική νομοθετική διατύπωση). Είναι φανερό ότι με το συγκεκριμένο νομοθέτημα επιδιώχθηκε, και μάλιστα κατά τρόπο δρακόντειο, η οξεία ποινική καταστολή των προσβολών της περιουσίας του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

Ο ν. 1608/1950 από τη θέση του σε εφαρμογή (: 1-1-1951) μέχρι σήμερα υπέστη αλλεπάλληλες τροποποιήσεις (βλ. ενδ. τους νόμους 1738/1987, 1877/1990, 2172/1993, 2298/1995 και 2408/1996), με αποτέλεσμα, όπως όλοι γνωρίζουμε,  η σημερινή του μορφή να είναι ουσιωδώς διαφορετική -αλλά όχι απαραιτήτως καλύτερη- σε σχέση με την αντίστοιχη αρχική.

Πριν διατυπώσουμε συγκεκριμένη, και ως οφείλουμε τεκμηριωμένη, επί του θέματος κριτική, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η αρχή της ισότητας έναντι του νόμου και της ίσης εφαρμογής του νόμου έναντι πάντων αποτελεί λυδία λίθο της ευθυδικίας και του κράτους δικαίου.

Σε συνέχεια των όσων αρχικώς παρετήρησα, η περίπτωση της καθαρίστριας, -που δεν είναι μοναδική- λόγω της δημοσιότητας που έλαβε, ανέδειξε ανάγλυφα τα προβλήματα της ανεπιεικούς νομοθέτησης.  Η καταδίκη αυτή ήταν όχι μόνον άδικη αλλά και αντίθετη στην βασική αρχή του εργατικού δικαίου ότι ακόμη και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος που παρείχε τις υπηρεσίες του δικαιούται των αντίστοιχων αποδοχών, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο δεν υπέστη ζημία, καθώς καρπωνόταν όλα αυτά τα χρόνια τις υπηρεσίες που προσηκόντως παρείχε η εργαζόμενη, και τα χρήματα αυτά θα τα είχε δώσει σε άλλη καθαρίστρια εγκύρως προσληφθείσα με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

Τα πολλά προβλήματα που εντοπίζονται στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής επιτρέπουν την συναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων για τις κρίσιμες διατάξεις του ν. 1608:

  • Πρώτον, ο νόμος περί καταχραστών δημοσίου εισάγει προκλητικό ρήγμα στην αξιολογική συνοχή του ποινικοδικαϊκού συστήματος και στην εγγυητική λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας. Ο Ποινικός μας Κώδικας επιφυλάσσει, ως γνωστόν, την ισόβια κάθειρξη, είτε απόλυτα είτε διαζευκτικά (: με πρόσκαιρη ή τουλάχιστον δέκα ετών κάθειρξη) απειλούμενη, για τις περιπτώσεις προσβολής υψίστης σπουδαιότητας εννόμων αγαθών (: πολίτευμα – ακεραιότητα της χώρας – ανθρώπινη ζωή). Δεν την επιφυλάσσει όμως ποτέ για προσβολή μόνον περιουσιακών εννόμων αγαθών. Αντιθέτως, ο ν. 1608/1950 προβλέπει την ποινή της ισόβιας καθείρξεως όταν συντρέχουν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις που αναφέρθηκαν. Η σαφής ανάδειξη της περιουσίας από το ν. 1608/1950 σε υπέρτατο έννομο αγαθό, προσκρούει στην συνταγματικής περιωπής αρχή της αναγκαίας αναλογίας μεταξύ εγκλήματος και ποινής και θίγει την συνταγματική ιεράρχηση των εννόμων αγαθών. 

Και από απόψεως συγκριτικού δικαίου αξίζει να επισημανθεί ότι στον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο διεκδικούμε το πρωτείο της αυστηρότητας σε επίπεδο απειλουμένης και ακολούθως καταγνωσθείσας ποινής για τους καταχραστές του Δημοσίου. Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν απαντά στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις που σέβονται την αρχή του κράτους δικαίου.

Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο δεν ορίζει ως απειλουμένη ποινή για τις αντίστοιχες προσβολές των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ την ισόβια κάθειρξη, αλλά σαφώς ηπιότερο και ανάλογο προς την εγκληματική συμπεριφορά πλαίσιο ποινών.

  • Δεύτερον, οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608, ήτοι η «επί μακρό χρόνο» εξακολούθηση της τελέσεως του εγκλήματος και η «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» του αντικειμένου του εγκλήματος, σε συνδυασμό με τον ανελαστικό -μη δεκτικό επιμετρήσεως- χαρακτήρα της απειλούμενης ποινής (ισόβια), είναι προδήλως αόριστες και αντίκεινται στην βασική αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa, που έχει ευθεία συνταγματική αναγωγή  (άρθρο 7 § 1 του Συντάγματος).
  • Τρίτον, στο μέτρο που δεν υπάρχει δυνατότητα κλιμάκωσης της επιβλητέας ποινής (συντρεχουσών των ιδιαζόντως επιβαρυντικών περιστάσεων) με βάση το ύψος της περιουσιακής προσβολής, αλλά αυτή επιβάλλεται ανελαστικώς χωρίς να είναι πρακτικά δυνατή η αναλογική διαβάθμισή της, προσβάλλεται και η συνταγματική αρχή της ισότητας (όταν επί παραδείγματι επιβάλλεται η αυτή ποινή αν η βλάβη του Δημοσίου είναι 200.000 € ή 1 δισεκατομμυρίου €).
  • Τέταρτον, ενώ τελεολογική αφετηρία της αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης υπήρξε η ανάγκη αυξημένης προστασίας της δημόσιας περιουσίας, η διεύρυνση των αποδεκτών της εγκληματικής προσβολής, έχει ως αποτέλεσμα να παρέχεται εν τέλει  αυξημένη προστασία σε μια εκτεταμένη ομάδα ιδιωτικών περιουσιών (όπως οι τράπεζες και τα NΠΙΔ στα οποία μπορούν να διατεθούν επιχορηγήσεις), κατά πλήρη «παραμόρφωση» -όπως σωστά επισημαίνεται στη θεωρία- των εννοιών του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας.
  • Πέμπτον, η διαρκής όξυνση της οικονομικής παραβατικότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατάχρησης δημοσίου χρήματος, καταδεικνύει, ότι ο ν. 1608/50 εκτός από υπέρμετρα αυστηρός και συχνά άδικος, υπήρξε και αναποτελεσματικός. 

Συνεπώς, ο ν. 1608 βασίζεται σε μια δικαιοπολιτικά εσφαλμένη αντιμετώπιση των προσβολών της περιουσίας του Δημοσίου.

Η δημόσια συζήτηση που γίνεται με αφορμή και τις ανωτέρω επισημάνσεις για τα συνταγματικά ζητήματα και την αντινομική εφαρμογή της νομοθεσίας περί καταχραστών δημοσίου, μπορεί φρονούμε, αν αξιοποιηθεί κατάλληλα από τον νομοθέτη, να έχει μία σημαντική ωφέλεια: την αναθεώρηση των ποινικά αξιόλογων συμπεριφορών και τον επαναπροσδιορισμό της ποινικής τους μεταχείρισης, με βάση την αρχή της νομιμότητας και της αναλογικότητας των ποινών.

Μια καταληκτική επισήμανση:

Η ποινική νομοθέτηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής, ούτε βεβαίως να επηρεάζεται από την εκάστοτε συγκυρία, ή από πολιτικούς ή επικοινωνιακούς τακτικισμούς. Απαιτεί νηφάλια προσέγγιση με βάση τις θεμελιώδεις αρχές της συνταγματικής δικαιοταξίας και του ποινικού δόγματος.

Φιλοδοξώ ότι η νομική κοινότητα και ο νομοθέτης θα αποκομίσουν πολλά από τη σημερινή συζήτηση.

*Ομιλία στην εκδήλωση για το νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου (ν. 1608/50) που έγινε στις 16/01/19 στον δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ