Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Εκδήλωση στον ΔΣΑ για την αναγκαιότητα ψήφισης των νέων Κωδίκων  

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Εκδήλωση στον ΔΣΑ για την αναγκαιότητα ψήφισης των νέων Κωδίκων  

Ως τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη και το σύγχρονο κράτος Δικαίου των τελευταίων πολλών δεκαετιών περιέγραψε το σύνολο του δικηγορικού κόσμου την επικείμενη ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα ο ΔΣΑ, διοργάνωσε εκδήλωση για τους νέους κώδικες, στην οποία συμμετείχαν ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχ. Καλογήρου, ο πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής επιτροπής Χρ. Αργυρόπουλος και το μέλος της επιτροπής Γιάννης Γιαννίδης, επιφανείς καθηγητές, εκπρόσωποι του ΔΣΑ (ο αντιπρόεδρος Θέμης Σοφός και το μέλος ΔΣ, Δημ. Αναστασόπουλος) ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο πρώην πρόεδρος του ΔΣΑ, Βασ. Αλεξανδρής.

Παρέμβαση έκανε και ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημ. Βερβεσός. Το συμπέρασμα της εκδήλωσης ήταν πως το νομοθετικό εγχείρημα απολαμβάνει καθολικής αποδοχής καθώς  πρόκειται για μια πολύ μεγάλη μεταρρύθμιση, που άργησε πάρα πολύ.

Μάλιστα με τις επιμέρους παρατηρήσεις για λίγα άρθρα των σχεδίων, καθίσταται σαφές πως οι κώδικες (η ψήφιση των οποίων τοποθετείται χρονικά τις επόμενες μέρες κι αφού λήξη η δημόσια διαβούλευση στις 14 Απριλίου) είναι ένα από τα κορυφαία νομοθετικά έργα.

Ο υπουργός

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχ. Καλογήρου στην ομιλία του στοιχειοθέτησε γιατί είναι τόσο σημαντική και απαραίτητη η μεταρρύθμιση, αναφερόμενος παράλληλα και σε επιμέρους τεχνικά που αφορούν τους δικηγόρος (πχ τι είδους δικαστήριο πρέπει να δικάζει ποιο έγκλημα).

Ο καθηγητής Άρης Χαραλαμπάκης αφού είπε πως:

«…ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είμαι», σημείωσε , πως «είναι σοβαρό νομοθέτημα Είδαμε πολλές φορές να γίνεται προσπάθεια χρόνων και να βγαίνει ένα ανεύθυνο δημοσίευμα κι οι υπουργοί να παίρνουν πίσω τους κώδικες. Είναι πολύ θετικό ότι προχωρά επειδή είναι απολύτως αναγκαίο. Έχουμε καταντήσει κακουργήματα τα πάντα. Το ν/σ προσπαθεί να τα εξορθολογήσει. Δεν έπρεπε να φτάσει στα κανάλια η υπόθεση της καθαρίστριας για να εμπεδώσουμε ότι είναι ακραίες κάποιες ποινές Κι οι δικαστες δεν παύει να είναι άνθρωποι και αντιδρούν σπασμωδικά μη απονέμοντας δικαιοσύνη. Πρέπει να σηματοδοτήσει κάτι η πολιτεία κι αυτό κάνει ο νέος κώδικες. Ευτυχής συγκυρία ότι προχωρά. Οφείλω να απολογισω μια μονομέρεια επιστημονική πχ στην δικονομική πλάνη, αλλά δεν είναι θέμα για οξεία αντιπαράθεση».

Ο πρόεδρος της επιτροπής Χριστόφορος Αργυρόπουλος χαρακτήρισε «αδιανόητο σε ευρωπαϊκή χώρα να επιζεί τόσα χρόνια ένας νόμος που δημιουργήθηκε για ειδικές συνθήκες(ο περίφημος δρακόντειος νόμος 1608/50 που έστειλε στη φυλακή την καθαρίστρια)».

Ο πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός

Παρέμβαση πραγματοποίησε και ο πρόεδρος του ΔΣΑ, ο οποίος ανέφερε:

«Από την πρώτη στιγμή που δόθηκαν στη δημοσιότητα οι νέοι Κώδικες Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας το δικηγορικό σώμα, δια των συλλογικών του οργάνων, πήρε θέση και συμμετείχε ενεργά στον δημόσιο διάλογο. Τα νέα σχέδια συζητήθηκαν εκτενώς, τόσο στην Συντονιστική Επιτροπή των δικηγορικών συλλόγων, όσο και στο ΔΣ του ΔΣΑ, τη επικουρία εκλεκτών συναδέλφων που συμμετείχαν στις δύο νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, και ελήφθησαν σχετικές αποφάσεις επί της αρχής. Ήδη το ΔΣ του ΔΣΑ συγκρότησε ειδική επιτροπή για την εκπόνηση κατ’ άρθρον παρατηρήσεων, που θα αποσταλούν στον Υπουργείο στο πλαίσιο της τρέχουσας διαβούλευσης. 

Σήμερα φιλοξενούμε στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ανοικτή δημόσια εκδήλωση, προκειμένου να γίνουν όλοι οι συνάδελφοι κοινωνοί του σχετικού προβληματισμού.

Μας τιμούν με την παρουσία τους εκλεκτοί συνάδελφοι, με ξεχωριστή παρουσία στην ακαδημαϊκή ζωή και την ποινική δικηγορία, οι οποίοι θα μοιραστούν μαζί μας σκέψεις και προβληματισμούς, σχετικά με ένα κεφαλαιώδες -αν όχι το πιο κεφαλαιώδες σήμερα- ζήτημα που άπτεται της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. 

Με το σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα επιχειρείται η αντικατάσταση, και ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός του Ποινικού Κώδικα του 1951. Ένα πρωτοποριακό έργο για την εποχή του, που είχε την σφραγίδα του αείμνηστου Ν. Χωραφά. Εκείνος ο Κώδικας θεωρείται δικαίως σημαντικό επίτευγμα της νομικής επιστήμης. Στη διαδρομή των εξήντα οκτώ ετών, όμως, ο Ποινικός Κώδικας τροποποιήθηκε πολλές φορές, και στο γενικό μέρος και στο ειδικό, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τρόπο αποσπασματικό, προκαλώντας ρήγμα στη συστηματική και αξιολογική συνοχή του Κώδικα.

Τα σχέδια νέων Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας νομοπαραγωγικής διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της νομικής επιστήμης και της δικαιοσύνης. Συνιστούν σημαντική παρέμβαση στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και τέμνουν στην ορθή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση πλήθος ζητημάτων που έχει θέσει η θεωρία, ή έχουν αναφυεί στην πράξη. 

Κάθε προσπάθεια κριτικής αποτίμησης της νέας, εν εξελίξει, νομοθέτησης, προϋποθέτει γνώση και συνεκτίμηση των βασικών μεγεθών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.  Τόσο των εξελίξεων στην ελληνική, ενωσιακή και διεθνή έννομη τάξη, όσο και των οβιδιακών μεταμορφώσεων της τυπολογίας και μορφολογίας του εγκλήματος, που καλείται να αντιμετωπίσει η ποινική νομοθεσία. Ο ποινικός κώδικας, όπως και ο κώδικας ποινικής δικονομίας, πρέπει μεν να βρίσκονται σε διάλογο με το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, συγχρόνως όμως οφείλουν να διαφυλάσσουν, καθ’ ημάς, τις συνταγματικές αρχές και τις θεμελιώδεις σταθερές του ποινικού δόγματος. Η τήρηση των θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων συνιστά άλλωστε αυτονόητη υποχρέωση κάθε ευνομούμενης Πολιτείας.  

Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες προκαταρκτικές διαπιστώσεις είναι αναγκαίες:

Πρώτον, το ποινικό μας σύστημα πάσχει. Πολυνομία, κακονομία, αναποτελεσματικότητα και καθυστερήσεις, συχνά σε βαθμό αρνησιδικίας, συνθέτουν εικόνα δυστοπίας που δεν ποιεί τιμή στον νομικό μας πολιτισμό. 

Δεύτερον, η ποινική νομοθέτηση έχει καταστεί πληθωρική, ιδίως στο επίπεδο των ειδικών ποινικών νόμων. Η παραδοσιακή αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen, nulla poena sine lege, έχει υποστεί διαστροφική μετάλλαξη. Ο κανόνας πλέον είναι nulla lex  sine poena. Δεν υπάρχει πλέον σχεδόν κανένα νομοθέτημα που να μην συνοδεύεται από ειδικές ποινικές διατάξεις. Η ποινικοποίηση επιχειρείται συχνά άκριτα, κατά τρόπο που διαρρηγνύει την αξιολογική συνοχή του ποινικού συστήματος και οδηγεί σε υπέρμετρη διεύρυνση του αξιόποινου ακόμη και σε συμπεριφορές που δεν δικαιολογούν ποινική αντιμετώπιση.

Τρίτον, βιώνουμε μια προϊούσα, δραστική αυστηροποίηση των ποινών και ενίσχυση της ποινικής καταστολής σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, χωρίς αντίστοιχη εξισορρόπηση με τα επιμέρους δικαιώματα υπεράσπισης. Λ.χ. Για τη δίωξη της οργανωμένης εγκληματικότητας, της φοροδιαφυγής, της νομιμοποίησης εσόδων αίρονται οι δικονομικές εγγυήσεις και υφίσταται πλήγμα το κράτος δικαίου. 

Τέταρτον, αποτελεί κοινή διαπίστωση, ότι το ισχύον σύστημα ποινικής καταστολής και έκτισης των ποινών στη χώρα μας, μετά τις αλλεπάλληλες, εμβαλωματικές, τροποποιήσεις του, εγείρει μείζονα ζητήματα που δοκιμάζουν την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης αντεγκληματικής πολιτικής και υπονομεύουν την βασική της τελεολογία, ήτοι την γενική και ειδική πρόληψη. 

Πέμπτον, σε ποινικοδικονομικό επίπεδο, οι πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές θέτουν σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα υπερασπίσεως, προσβάλλοντας ακόμη και τον ίδιο τον πυρήνα του, όπως κατέστη φανερό με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 340 ΚΠΔ. 

Το πλαίσιο αυτό απαιτεί κατάλληλη νομοθετική αντίδραση ώστε οι νέοι Κώδικες να λειτουργήσουν ως θεσμικό αντίβαρο στην προϊούσα απίσχναση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων και να μετατραπούν σε «τεχνική ελευθερίας», για να δανειστώ την προσφυά  διατύπωση του Αριστόβουλου Μάνεση. 

Οι νέοι Κώδικες θα πρέπει να ακολουθούν τις ακόλουθες βασικές αρχές νομοθετικής πολιτικής, και νομίζω ότι σε έναν σημαντικό βαθμό το επιτυγχάνουν:

  • Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της ulitma ratio, τόσο κατά την ποινικοποίηση συμπεριφορών όσο και κατά τον κατά τον καθορισμό των ποινών.
  • Επαρκής θεσμική θωράκιση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου όπως αποτυπώνονται στο Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή δικαιοταξία.
  • Σαφήνεια, ακριβολογία και αυστηρότητα στην διατύπωση προκειμένου να αποφεύγεται η υπέρμετρη διεύρυνση του αξιόποινου και να αποτρέπεται η δικαστική αυθαιρεσία. 

Όταν γίνονται, ανάλογης εμβέλειας, ρηξικέλευθες τροποποιήσεις στην ποινική νομοθεσία δεν νοείται να  επηρεάζεται η νομοθέτηση ούτε από την εν γένει πολιτική συγκυρία, ούτε από την μακρά προεκλογική διελκυστίνδα που διέρχεται ο τόπος, ούτε από τυχόν εκκρεμείς δίκες, που άλλωστε κάθε φορά θα υπάρχουν. 

Επί της ουσίας των προωθούμενων ρυθμίσεων επισημαίνονται τα εξής: 

  • Η λελογισμένη μείωση των ποινών κρίνεται, κατ’ αρχήν, θεμιτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα αναπροσαρμόζονταν αναλόγως τα όρια της υφ’ όρων απόλυσης, ώστε να εξασφαλίζονται οι σκοποί γενικής και ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων και η ποινή που επιβάλλεται να εκτίεται ουσιαστικά. 
  • Ο περιορισμός της δυνατότητας εξαγοράς των ποινών στα σοβαρά πλημμελήματα (με πλαίσιο ποινής 3 έως 5 έτη) και η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας ως τρόπου έκτισης της ποινής, ενισχύει την ειδικοπροληπτική λειτουργία της και αποτελεί σοβαρή τομή στο υφιστάμενο σύστημα. Αυτονόητο είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν οι αναγκαίες υποδομές και να ληφθούν τα απαιτούμενα οργανωτικά μέτρα για την εξασφάλιση της δυνατότητας πραγματοποίησης κοινωφελούς εργασίας, ως εναλλακτικού τρόπου έκτισης των ποινών. 
  • Ενόψει ενδεχόμενων αξιολογικών αντινομιών πρέπει να επαναξεταστεί το απειλούμενο ύψος ποινής και ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας, σε ορισμένα αδικήματα, όπως ενδεικτικά η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης, και η κλοπή, προς το σκοπό όπως διώκεται αυτεπαγγέλτως.  
  • Αποτελεί πάγια θέση του δικηγορικού σώματος ότι δεν νοείται η διενέργεια ποινικών δικών χωρίς την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης. Υπό το πρίσμα αυτό, απαιτείται επανεξέταση των διατάξεων των άρθρων 93 και 340 σχΚΠΔ προς τον σκοπό όπως αποτραπεί το ενδεχόμενο αποστέρησης του δικαιώματος παράστασης με συνήγορο στους κατηγορουμένους. 

Επιτρέψτε μου δύο ακόμη παρατηρήσεις που σχετίζονται με την διαπλοκή του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης, με την τέταρτη εξουσία, τα ΜΜΕ:

  • Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά τα δια του τύπου τελούμενα αδικήματα, όπου θεωρώ ότι υφίσταται ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης, στην οποία δεν προβαίνει -με την τόλμη που θα έπρεπε- το σχέδιο του νέου ΠΚ. Η δημοσιογραφική γραφίδα και η τηλεοπτική κάμερα δεν μπορούν να λειτουργούν ασύδοτα και ανέλεγκτα. Όριο στη δράση τους, και εν ταυτώ όριο της ελευθερίας της έκφρασης, είναι η προστασία του απαραβίαστου πυρήνα της προσωπικότητος, της τιμής και της υπόληψης, κάθε προσώπου, που έχει ισόκυρη συνταγματική θεμελίωση με εκείνη της ελευθερίας της έκφρασης. Άλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος –που δυστυχώς πολλές φορές έχουμε ζήσει- η δημοσιογραφική λειτουργία να εκτρέπεται σε δολοφονία χαρακτήρων και ανθρωποφαγία. Δυστυχώς, η ποινική προστασία που παρέχεται σήμερα στους θιγόμενους είναι κόλουρη, όχι μόνον μετά τον πρόσφατο περιορισμό -μέχρις εξαφανίσεως- της αυτόφωρης διαδικασίας, αλλά και διότι οι πλημμεληματικές ποινές, ακόμη και όταν καταγιγνώσκονται,  επιβάλλονται στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με το «ευεργέτημα» της αναστολής, δηλαδή δεν εκτίονται. Οι υβριστές και συκοφάντες ασφαλώς γνωρίζουν αυτήν την οιονεί ασυλία και αισθάνονται συχνά άτρωτοι και αδέσμευτοι στην εξαπόλυση επιθέσεων έναντι των αντιπάλων τους. Προκειμένου λοιπόν η προστασία που το ποινικό δίκαιο παρέχει να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα και να μην καθίσταται γράμμα κενό, πρέπει να αναμορφωθεί ο κυρωτικός μηχανισμός, κατά τρόπον ώστε στις περιπτώσεις που διαπιστώνοναι αποδεδειγμένες παραβιάσεις του ποινικού νόμου να επιβάλλονται πραγματικές κυρώσεις, που θα έχουν αρκούντως αποτρεπτικό, γενικοπροληπτικό και ειδικοπροληπτικό, χαρακτήρα. Άλλως, ο δημόσιος λόγος και η δημόσια σφαίρα θα διολισθαίνουν ολοένα σε μεγαλύτερο βαθμό νοσηρότητος.
  • Έπειτα, παρά τη θεμελιώδη σημασία της αρχής της μυστικότητας της προδικασίας στην ποινική δικονομική τάξη, διαπιστώνουμε τη συστηματική της καταπάτηση, και μάλιστα πολλές φορές πριν ακόμη οι δικογραφίες φθάσουν εις χείρας των συνηγόρων, που είναι οι συνήθεις και «εύκολοι» ύποπτοι των διαρροών στα ΜΜΕ. Οι συστηματικές παραβιάσεις, που παρατηρούνται διαχρονικά, και φαίνεται να εντείνονται εσχάτως, καταδεικνύουν ότι δεν αρκεί πλέον η φραστική καταδίκη, αλλά προσαπαιτείται η πρόβλεψη και κυρίως η επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων στους υπαιτίους. Η παρούσα χρονική συγκυρία, ριζικής αναμορφώσεως της ποινικής μας νομοθεσίας, αποτελεί ευκαιρία πάταξης, ή πάντως δραστικού περιορισμού, ενός νοσηρού φαινομένου, που υπονομεύει την ποινική διαδικασία και το κύρος της Δικαιοσύνης.  

Όλα αυτά τα ζητήματα, και πολλά ακόμη που θα αναδειχθούν στον δημόσιο διάλογο, πρέπει να τεθούν υπ’ όψιν των Επιτροπών, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες προσθήκες και βελτιώσεις στα σχέδια των Κωδίκων.

Γι’ αυτό το λόγο επισημάναμε, ως δικηγορικό σώμα, ότι ο αρχικός χρόνος της διαβούλευσης που εξαγγέλθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ανεπαρκής και αναντίστοιχος με την σπουδαιότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Είναι, λοιπόν, ευπρόσδεκτη η παράταση που δόθηκε έως την Κυριακή 14 Απριλίου 2019, αν και φρονούμε ότι θα πρέπει να δοθεί επιπλέον χρόνος ώστε η νομική κοινότητα να διατυπώσει τις θέσεις της με την απαιτούμενη τεκμηρίωση και εμβρίθεια.

Εξάλλου, προκειμένου να είναι δυνατή η ανάπτυξη ευρέως και αποτελεσματικού δημοσίου διαλόγου, θα έπρεπε να δοθούν στην δημοσιότητα και προς διαβούλευση, μαζί με τα κείμενα των Κωδίκων, εκείνα των αιτιολογικών εκθέσεων, που επιτρέπουν την αποκρυπτογράφηση της τελεολογίας των νέων διατάξεων, και άρα την ορθή κριτική τους αποτίμηση. 

Εξίσου σημαντικό, τέλος, είναι το έργο που πρέπει να ακολουθήσει την ψήφιση των νέων Κωδίκων: 

  • Κατ’ αρχάς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αξιολογική και συστηματική συνοχή του ποινικού δικαίου, ως συνολικού συστήματος, πρέπει άμεσα να συσταθεί ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που θα επανεξετάσει την αναγκαιότητα και το ύψος των απειλούμενων ποινών στους ειδικούς ποινικούς νόμους. Οι οριζόντιες λύσεις -όπως η συλλήβδην μετατροπή της κάθειρξης σε φυλάκιση κατ’ άρθρο 463 σχΠΚ- μοιραία δεν λαμβάνουν επαρκώς υπ’ όψιν την ιδιαίτερη απαξία των επιμέρους εγκλημάτων, που τυποποιούνται στην ειδική ποινική νομοθεσία, όπως επί παραδείγματι, οι υποκλοπές του ν. 3917/2011, η χειραγώγηση μετοχών του ν. 4443/2016, τα παράνομα τυχερά παίγνια του ν. 4261/2014, η αφαίρεση μνημείων του ν. 3028/2002 και η ρύπανση του περιβάλλοντος κατά τον ν. 4042/2012. 
  • Έπειτα, πρέπει να παύσει επιτέλους η πολύ συχνή, αλλά δυστυχώς συγκυριακή, νομοθέτηση των λεγόμενων «αποσυμφορητικών διατάξεων», που εισάγονται για σκοπούς ξένους με την τελεολογία της ποινικής καταστολής. Διότι ο εγκληματίας που γνωρίζει ότι, ανεξαρτήτως υποκειμενικών μεγεθών, θα αφεθεί ελεύθερος σε χρόνο πολύ συντομότερο της καταγνωσθείσας ποινής, κινούμενος με την «λογική του εγκληματία» έχει κάθε λόγο να καλλιεργήσει τη ροπή του στο έγκλημα και να επαναλάβει τις πράξεις του. Ιδίως μάλιστα, όταν στο χώρο των εγκλημάτων του «λευκού περιλαιμίου» η προσδοκώμενη ωφέλεια είναι μεγαλύτερη από το απειλούμενο «κακό» για τον δράστη. 

Αποτελεί εμπειρική διαπίστωση, που δεν πρέπει να παροράται, ότι ο φόβος του κολασμού, εφόσον υπακούει σε σταθερούς κανόνες,  είναι που κυρίως αποτρέπει από την παρανομία. Όπως προσφυώς αναφέρει ο Πρωταγόρας :

«ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται ―οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη― ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα». [= εκείνος που έχει έγνοια να τιμωρήσει με νουνεχή τρόπο, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έγινε ―γιατί ό,τι έγινε δεν αναιρείται― αλλά προνοώντας για το μέλλον, για να μην αδικήσει άλλη φορά ούτε ο ίδιος ο υπαίτιος, ούτε άλλος κανείς από όσους είδαν την τιμωρία του]. 

Η παρούσα ημερίδα, επ’ αφορμή των νέων Κωδίκων, δίδει ταυτόχρονα την ευκαιρία για αναστοχασμό πάνω στα βασικά μεγέθη της ποινικής καταστολής: την ποινική αξίωση της πολιτείας, την ποινή ως τιμωρία του δράστη, τους δικαιολογητικούς της λόγους και την δυνατότητα περιορισμού της. 

Είμαι βέβαιος ότι οι εισηγήσεις των διακεκριμένων ομιλητών, υπό την καθοδήγηση και τον συντονισμό του αγαπητού τ. Προέδρου του Συλλόγου μας, Βασίλη Αλεξανδρή, καθώς και οι παρεμβάσεις που θα ακολουθήσουν αποτελούν εγγύηση για μια ουσιαστική και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων και διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων de lege ferenda».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ