Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Ολόκληρο το σκεπτικό των αποφάσεων του ΣτΕ για τον Νόμο Κατρούγκαλου

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ολόκληρο το σκεπτικό των αποφάσεων του ΣτΕ για τον Νόμο Κατρούγκαλου

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2017,  με την εξής σύνθεση: Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ε. Σαρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Α. Σκούφαλος, Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Χαμάκος και Β. Πλαπούτα καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 21ης Οκτωβρίου 2016 αίτηση:

των: 1. Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος –  Ο.Τ.Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Βησσαρίωνος 9), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α. Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381), β. Γεωργία Φιλιπποπούλου (Α.Μ. 22327) και γ. Χρήστο Καστορίνη (Α.Μ. 7897), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 2. Δευτεροβάθμιας Οργάνωσης με την επωνυμία «Ομοσπονδία Συνταξιουχικών Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Σ.Τ.Ο.Ε.)», που εδρεύει στην Αθήνα (Ιπποκράτους 1 και Πανεπιστημίου 34), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α. Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381) και β. Νικόλαο Φιλιππόπουλο (Α.Μ. 2935), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 3. Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Σύλλογος Προσωπικού ALPHABANK», που εδρεύει στην Αθήνα (Ιπποκράτους 23), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 4. Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Ενωτικός Αγωνιστικός Σύλλογος Εργαζομένων ALPHABANK – ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ (ΕΝ.Α.Σ.)», που εδρεύει στην Αθήνα (Ευπόλιδος 8), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Δήμα (Α.Μ. 16733), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 5. Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Πειραιώς», που εδρεύει στην Αθήνα (Καρ. Σερβίας 2), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α. Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381) και β. Γεωργία Φιλιπποπούλου (Α.Μ. 22327), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 6. Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Αγροτικής Πειραιώς», που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 10), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Δήμα (Α.Μ. 16733), που τον διόρισε με πληρεξούσιο 7. Πρωτοβάθμιας  Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Σύλλογος Υπαλλήλων Τραπέζης Πειραιώς – πρώην ΕΤΒΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Συγγρού 87), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 8. Σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Συνταξιούχων ALPHABANK», που εδρεύει στην Αθήνα (Ιπποκράτους 8), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Φιλιππόπουλο (Α.Μ. 2935), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 9. Σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (3ης Σεπτεμβρίου 8), 10. Σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Συνταξιούχων Υπαλλήλων ΕΤΒΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 16), τα οποία παρέστησαν με τον δικηγόρο Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381), που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 11. Βασιλείου Νικολάου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Πολυγώνου Αττικής (Κ. Τσαλδάρη 6), 12. Άννας Καλλιάφα του Αλεξάνδρου, κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής (Ικονίου 62), 13. Ελένης Μαργαρίτου του Γεωργίου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Β. Όλγας 164), 14. Δημητρίου – Άλκη Μιχαλιτσιάνου του Γεωργίου, κατοίκου Κηφισιάς (Διονύσου 60), 15. Χρήστου Καρασερίδη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αλεξανδρούπολης (οδός Μαΐστρου), 16. Ελένης Μωραΐτη του Νικολάου, κατοίκου Ν. Φιλαδέλφειας (Κηφισσού 40), 17. Αριστείδη Μαρατσίνου του Ιωάννη, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Ειρήνης 31), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Νικόλαο Φιλιππόπουλο (Α.Μ. 2935), που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 18. Νικολάου Καφαρατζή του Αθανασίου, κατοίκου Χαλανδρίου (Μάνου Χατζηδάκη 10), 19. Ιωσήφ Κυριακάκη του Νικολάου, κατοίκου Βέροιας (Ξενοφώντος 35), οι οποίοι δεν παρέστησαν, 20. Ιωάννη Συρογιάννη – Συρογιαννόπουλου του Θεοδώρου, κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής (Αυρηλιανής 5), 21. Αλεξίου Αντωνόπουλου του Σπυρίδωνα, κατοίκου Αμαρουσίου (Ελ. Βενιζέλου 42), 22. Γεωργίου Αποστολόπουλου του Αποστόλου, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (Καζαντζάκη 71), 23. Ιωάννη Τσιτσιμπάκου του Βασιλείου, κατοίκου Αθηνών (Προαιρεσίου 14Α), 24. Παναγούλας Συνοδινού του Γεωργίου, κατοίκου Αθηνών (Αστυδάμαντος 40) και 25. Σωτηρίου Σωτηρόπουλου του Σπήλιου, κατοίκου Ν. Ψυχικού (Αγγέλου Γκίνη 8), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ξενοφώντα Κοντιάδη (Α.Μ. 16381), που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος παρέστη με τους: α. Γεώργιο Ανδρέου και β. Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους,

και κατά του παρεμβαίνοντος Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν των από 15ης Δεκεμβρίου 2016 και 7ης Απριλίου 2017 πράξεων του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδαφ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989 και το άρθρο 8 παρ. 4 και 5 του ν. 4205/2013.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α. η υπ’ αριθμ. οικ. 25909/470/7.6.2016 (ΦΕΚ Β΄ 1605/7.6.2016) και β. η υπ’ αριθμ. οικ.23123/785/7.6.2016 (ΦΕΚ Β΄ 1604/7.6.2016) αποφάσεις του  Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Α. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των αιτούντων που παρέστησαν, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του παρεμβαίνοντος ασφαλιστικού ταμείου και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

  1. Eπειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1419090, 2553065, 3090084/2016 ειδικά έντυπα παραβόλου).
  2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της οικ. 25909/470/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄ 1605/7.6.2016, διόρθωση σφάλματος Β΄ 1623/8.6.2016) και β) της οικ. 23123/785/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄ 1604/7.6.2016).
  3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σε μείζονα σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας με τις από 15.12.2016 και από 7.4.2017 πράξεις του Προέδρου του (άρθρο 14 παρ. 2 εδαφ. γ’ του π.δ. 18/1989 -Α΄ 8, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013-Α΄242).
  4. Επειδή, ως προς τους Νικόλαο Καφαρατζή και Ιωσήφ Κυριακάκη (18ο και 19ο από τους αιτούντες, αντιστοίχως) δεν υπάρχει στη δικογραφία πληρεξούσιο προς τους δικηγόρους που υπογράφουν την υπό κρίση αίτηση ούτε προσκομίστηκε σχετικό πληρεξούσιο μέσα στην προθεσμία που χορηγήθηκε προς τούτο, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ύστερα από σχετικό αίτημα των δικηγόρων αυτών, ούτε οι αιτούντες αυτοί παρέστησαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει, κατ’ άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (67 Α΄), να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους ανωτέρω αιτούντες.
  5. Επειδή, η δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση ακυρώθηκε με την ΣτΕ 1889/2019. Συνεπώς, ως προς την απόφαση αυτή η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, η δε υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξετασθεί εν συνεχεία μόνο κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως.
  6. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), όπως μετονομάστηκε, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που προσέθεσε παρ. 3 στο άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41), το συσταθέν με την παρ. 1 του άρθρου  35  του ν. 4052/2012, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ο κλάδος επικουρικής ασφαλίσεως του οποίου (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), από 1.1.2017, σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 4387/2016, παρέχει επικουρική σύνταξη στους υπαγόμενους στην ασφάλισή του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου  35 του ν. 4052/2012, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ανωτέρω άρθρο 74 του ν. 4387/2016, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιούχοι τέως τραπεζοϋπάλληλοι.
  7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά στον επανυπολογισμό-αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων από το Ε.Τ.Ε.Α. κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) επικουρικών συντάξεων (άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και άρθρο 2 παρ. 1 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως). Περαιτέρω, η διαδικασία επανυπολογισμού-αναπροσαρμογής των επικουρικών συντάξεων, που προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση, αφορά και τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως που έχουν κατατεθεί μέχρι τις 31.12.2014 (άρθρο 6 παρ. 5 της αποφάσεως σε συνδυασμό με το άρθρο άρθρο 96 παρ. 3 του ν. 4387/2016). Mε τα δεδομένα αυτά, η    προσβαλλόμενη απόφαση αφορά στον επανυπολογισμό-αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων, κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, επικουρικών συντάξεων αλλά και στις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως που έχουν υποβληθεί μέχρι 31.12.2014 (άρθρα 2 παρ. 1 και 6 παρ. 5 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως). Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν αφορά  στον τρόπο υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων των εργαζομένων  κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, ούτε πρόκειται να εφαρμοσθεί σε αυτούς όταν αυτοί γίνουν στο μέλλον συνταξιούχοι. Οι επικουρικές συντάξεις των εργαζομένων αυτών, όταν αυτοί θα γίνουν στο μέλλον συνταξιούχοι, θα υπολογισθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στη  δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, ως προς την οποία η δίκη καταργείται, κατά τα προεκτεθέντα, και ειδικότερα βάσει των τεχνικών παραμέτρων που θεσπίζει η υπουργική αυτή απόφαση    (άρθρα 1, 2 και 5 της δεύτερης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως). Ενόψει αυτού, από τους αιτούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως  η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος  (Ο.Τ.Ο.Ε.), η οποία έχει ως μέλη της πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις τραπεζοϋπαλλήλων, δηλαδή εργαζομένων (άρθρο 1 του καταστατικού της), και σκοπό, μεταξύ άλλων, “την μελέτη, προστασία και προώθηση των επαγγελματικών, οικονομικών, ασφαλιστικών… συμφερόντων των εργαζομένων στις Τράπεζες” (άρθρο 2 του καταστατικού της), καθώς και πέντε πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις τραπεζοϋπαλλήλων με καταστατικούς σκοπούς παρόμοιους, σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις των σωματείων αυτών, με τους σκοπούς της Ο.Τ.Ο.Ε., και συγκεκριμένα: i. τo σωματείο “Σύλλογος Προσωπικού Alpha Bank”, με τακτικά μέλη, σύμφωνα με το καταστατικό του, όλους τους εργαζόμενους στην Αlpha Bank, ii. το σωματείο “Ενωτικός Αγωνιστικός Σύλλογος Εργαζομένων Alpha Bank- Εμπορικής (ΕΝ.ΑΣ.)”, με  μέλη, κατά το καταστατικό του, εργαζόμενους  με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με την Alpha Bank, καθώς και όλους τους  εργαζόμενους  της Εμπορικής Τράπεζας που συγχωνεύθηκε με την  Alpha Bank, iii. το σωματείο “Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Πειραιώς”, με  τακτικά μέλη  τους  εργαζόμενους στην Τράπεζα Πειραιώς (άρθρο 5 του καταστατικού), iv. το σωματείο “Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Αγροτικής Πειραιώς” -ΣΕΤΑΠ-, με μέλη πρώην εργαζόμενους της Αγροτικής Τράπεζας, οι οποίοι  παρέχουν πλέον τις υπηρεσίες τους στην Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και όλους τους  εργαζόμενους  στην Τράπεζα Πειραιώς (άρθρο 8 του καταστατικού) και v. το σωματείο “Σύλλογος Υπαλλήλων Τραπέζης Πειραιώς πρώην ΕΤΒΑ”, με  μέλη όλους τους εργαζόμενους  που συνδέονται με οποιαδήποτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την Τράπεζα Πειραιώς (άρθρο 3 του καταστατικού).      Περαιτέρω, τα  ως άνω  πρωτοβάθμια σωματεία δεν επικαλέστηκαν ούτε απέδειξαν  προαποδεικτικώς  ότι έχουν ως μέλη ασφαλισμένους οι οποίοι είχαν υποβάλει στο Ε.Τ.Ε.Α. αιτήσεις  συνταξιοδοτήσεως έως τις 31.12.2014, οι οποίες ήταν εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016,  αντιστοίχως δε  ούτε η ΟΤΟΕ επικαλέστηκε ούτε απέδειξε  ότι τα πρωτοβάθμια σωματεία- μέλη της έχουν ως μέλη ασφαλισμένους που έχουν υποβάλει στο Ε.Τ.Ε.Α. αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως έως τις 31.12.2014 οι οποίες ήταν εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Συνεπώς, ως προς τους ως άνω αιτούντες η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης  υπουργικής αποφάσεως, ως προς την οποία και μόνον η δίκη συνεχίζεται,  πρέπει να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Αντιθέτως, η υπό κρίση αίτηση με έννομο συμφέρον ασκείται από την Ομοσπονδία Συνταξιουχικών Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Σ.Τ.Ο.Ε.), η οποία  έχει ως μέλη της σωματεία συνταξιούχων τραπεζικών (άρθρο 1 του καταστατικού της) και σκοπό, μεταξύ άλλων, “τη μελέτη, προστασία και προώθηση των οικονομικών, ασφαλιστικών… συμφερόντων των συνταξιούχων των τραπεζών” (άρθρο 2 του καταστατικού της), καθώς και από τρία σωματεία συνταξιούχων, τέως τραπεζοϋπαλλήλων και ειδικότερα από: i. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων ΑLPHA  BANK”, με  τακτικά μέλη  πρώην εργαζόμενους  στην ALPHA BANK που συνταξιοδοτούνται ήδη από το ΕΤΕΑ (ΕΤΕΑΕΠ), ii. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος” με μέλη του συνταξιούχους που λαμβάνουν  σύνταξη από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας (ΤΕΑΠΕΤΕ) (άρθρο 5 του καταστατικού) και ήδη από το ΕΤΕΑ (ΕΤΕΑΕΠ) και iii. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων Υπαλλήλων Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ)” με τακτικά   μέλη τους δικαιούμενους σύνταξη από το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ-ΕΤΒΑ), οι οποίοι,  ως προς την επικουρική τους σύνταξη, συνταξιοδοτούντο από τον Κλάδο Επικουρικής Συντάξεως του Ταμείου  Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ-ΕΤΒΑ) και ακολούθως από τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΕΑΠ- ΕΤΒΑ) του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ), ο οποίος συγχωνεύθηκε στο ΕΤΕΑ, και ήδη λαμβάνουν επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΕΠ. Τέλος, η κρινόμενη αίτηση με έννομο συμφέρον ασκείται από φυσικά πρόσωπα- συνταξιούχους, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία, του πρώην Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως -ALPHA BANK (ΤΑΠΤΠ) (11ο έως 17ο από τους αιτούντες), συνταξιούχους του πρώην Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος (20ο και 21ο από τους αιτούντες), καθώς και από συνταξιούχους του πρώην Κλάδου Επικουρικής Συντάξεως του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ-ΕΤΒΑ) και ακολούθως του Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΕΑΠ- ΕΤΒΑ) του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) (22ο έως 25ο από τους αιτούντες), οι οποίοι συνταξιοδοτούνται ήδη από το ΕΤΕΑ (ΕΤΕΑΕΠ) και των οποίων η επικουρική σύνταξη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, μειώνεται,    λόγω του επανυπολογισμού – αναπροσαρμογής της βάσει της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως. Συνεπώς, ως προς  την πρώτη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, ως προς την οποία η δίκη συνεχίζεται, η υπό κρίση αίτηση, ασκηθείσα εμπροθέσμως και εν γένει κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς τους ως άνω αιτούντες.
  8. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι: «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»∙ στο άρθρο 25 ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους…Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1) και ότι:«Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας, κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του,   δεν πρέπει, όμως,  ο  υπολογισμός της παροχής  να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος  της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 2690, 2692/1993 Ολομ., 3096-3101/2001 Ολομ. 2287/2015 Ολομ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων και  την παροχή των προβλεπόμενων ασφαλιστικών παροχών υπό την εγγύηση του Κράτους. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών, ευθύνεται δε για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Σε περιπτώσεις δε εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, όταν προκύπτει αιτιολογημένως ότι το Κράτος δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των λειτουργούντων ασφαλιστικών φορέων με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), επιβάλλεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη προκειμένου να εξακολουθήσει να λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα χάριν τόσο των ήδη συνταξιούχων, όσο και των ασφαλισμένων και μελλοντικών συνταξιούχων. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να επέμβει  θεσπίζοντας για την περιστολή των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της δυνατότητας άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η επέμβαση αυτή είναι δυνατόν  να λάβει και τη μορφή νέου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο μπορεί να καταλαμβάνει τόσο τους ήδη συνταξιούχους, προβλέποντας, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης, τον επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων σε αυτούς συντάξεων, όσο και τους μελλοντικούς συνταξιούχους, με τη θέσπιση νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων που θα απονεμηθούν σε αυτούς στο μέλλον.  Η εφαρμογή δε του συστήματος αυτού δύναται   να οδηγεί σε μείωση τόσο  των ήδη καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών όσο και των παροχών που θα απονέμονται στο μέλλον σε σχέση με τις ήδη καταβαλλόμενες ή σε σχέση με αυτές που θα καταβάλλονταν επί τη βάσει του προϊσχύοντος συστήματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η εφαρμογή του οποίου να οδηγεί στην απονομή μικρότερων συνταξιοδοτικών παροχών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ.). Σε κάθε δε περίπτωση, ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση του νέου αυτού συστήματος, το οποίο μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, να οδηγεί και σε  περικοπή των ήδη απονεμόμενων συντάξεων αλλά και σε μείωση των μελλοντικών συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς, τελεί υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές συνταγματικές διατάξεις και τις εγγυήσεις που αυτές καθιερώνουν (βλ. 1-4/2018 αποφάσεις Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος) και δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφαλίσεώς του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287-8/2015, πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135), οι παροχές δε αυτές  τελούν  πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους. Κατά την γνώμη, όμως, του Συμβούλου Κ. Κουσούλη, από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος συνάγεται ότι για τη, με βάση τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές, συνολική διαμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εκτίμησης. Δεδομένου δε ότι οι σχετικές επιλογές γίνονται με βάση πολύπλοκες εκτιμήσεις, προβλέψεις και υποθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνονται υπόψη πλείστες τεχνικές παράμετροι, ο δικαστικός έλεγχος των σχετικών νομoθετικών επιλογών περιορίζεται στη διαπίστωση της χρήσης προδήλως ακατάλληλων ή αυθαίρετων παραμέτρων (βλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 11.11.2008 (1 ΒvL 3/05), σκέψη 84, με αντικείμενο τη συνταγματικότητα νομοθετικών μεταβολών ως προς το ειδικό ποσοστό αναπλήρωσης με βάση την ηλικία που επέφεραν μειώσεις έως και 18% σε θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, πρβλ. ανωτέρω απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, με αντικείμενο τη συνταγματικότητα προσδιορισμού επιδόματος πρόνοιας). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα δέσμευε υπέρμετρα και θα παρακώλυε τον νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, εγείροντας ζήτημα παραβίασης της κατοχυρούμενης στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς και της δημοκρατικής αρχής (άρθρο 1 του Συντάγματος), καθόσον η απαίτηση, μέσω ενός εντατικού ελέγχου συνταγματικότητας, ο οποίος λαμβάνει τη μορφή νομολογιακής αναγνώρισης ουσιωδών τύπων της νομοθετικής διαδικασίας μη προβλεπόμενων ευθέως στο Σύνταγμα, για πλήρη τεκμηρίωση των νομοθετικών επιλογών, προϋποθέτει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται, κατά την ενάσκηση της σχετικής συνταγματικής του ευρύτατης αρμοδιότητας, να υιοθετεί μόνο πολιτικές με εξαρχής μετρήσιμα και προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα και μη επηρεαζόμενες από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Σύμφωνα εξάλλου με την ίδια γνώμη, η επάρκεια των  χορηγούμενων συντάξεων κρίνεται, πλέον των ανωτέρω μνημονευομένων κριτηρίων, και σε αναφορά με σειρά άλλων προσφόρων κριτηρίων, όπως το επίπεδο διαβίωσης του ενεργού πληθυσμού, τις επικρατούσες συνθήκες  απασχόλησης, το μέσο όρο ύψους συντάξεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  9. Επειδή, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσεως στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος καταρρεύσεως της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από το Δημόσιο και από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του Δημοσίου και  των οργανισμών κύριας ασφαλίσεως [ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 140), άρθρο τρίτο παρ. 6, 10-14 του ν. 3845/2010 – Α΄ 65,  άρθρο μόνο του ν. 3847/2010 (Α΄67), αντιστοίχως ], συνεχίσθηκαν δε με τη θέσπιση της  εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου και των λοιπών συνταξιούχων οργανισμών κύριας ασφαλίσεως (άρθρο 11 του ν. 3865/2010 -Α΄120 και άρθρο 38 του ν. 3863/2010-Α΄ 115, αντιστοίχως), την αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της και στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011- Α΄ 152, άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011- Α΄ 180), καθώς και με τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων κατά 40%, για το πέραν των  1000 ευρώ ποσό αυτών, περαιτέρω δε με μειώσεις  στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 1 παρ. 10 και άρθρο 2 παρ. 1-5 και 14 του ν. 4024/2011 – Α΄ 226). Ακολούθως, ο ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40) προέβλεψε νέες περικοπές για τις συντάξεις του Δημοσίου και για τις κύριες συντάξεις  των φορέων  κοινωνικής ασφαλίσεως  που υπερέβαιναν τα 1300 ευρώ (άρθρα 1 παρ. 1 και 6 παρ. 1, αντιστοίχως) καθώς και για τις  επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ (άρθρο 6 παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ περ. 5 και 6 εδαφ. 3 και παρ. Β περ. 3 και 4  του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222), προβλέφθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερέβαιναν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό, καθώς και κατάργηση των δώρων εορτών και των επιδομάτων αδείας όλων των συνταξιούχων.
  10. Επειδή, οι τελευταίες περικοπές των συντάξεων που επήλθαν, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012), με τους ανωτέρω ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω προηγούμενων περικοπών των συντάξεων – οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές – και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως,  η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Προκειμένου δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρεώσεώς του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις ότι οι επίδικες διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, όπως και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε, νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
  11. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 4334/2015 «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α΄ 80/16.7.2015), στον οποίο παρατίθεται, εν είδει προοιμίου, η Ανακοίνωση του Συμβουλίου Κορυφής («Eurosummit»), που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 12.7.2015, σχετικά με τις δεσμεύσεις της Ελλάδας ενόψει μελλοντικής συμφωνίας με τον Ε.Μ.Σ., μεταξύ δε των δεσμεύσεων αυτών αναφέρεται και η λήψη εμπροσθοβαρών μέτρων για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος ως μέρος ενός προγράμματος συνολικής αναμορφώσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ειδικότερα, στην εν λόγω ανακοίνωση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «Η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει, ιδίως, σε συμφωνία με τους Θεσμούς: να πραγματοποιήσει φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα και να καθορίσει πολιτικές προκειμένου να αντισταθμίσει πλήρως τη δημοσιονομική επίπτωση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικράτειας για την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2012 και να εφαρμόσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος ή αμοιβαία συμφωνηθέντων εναλλακτικών μέτρων μέχρι τον Οκτώβριο του 2015». Περαιτέρω, με την παρ. 28 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εντάχθηκαν στο Ε.Τ.Ε.Α. διάφοροι φορείς, κλάδοι και τομείς επικουρικής ασφαλίσεως που έως τότε απολάμβαναν οργανική και λειτουργική αυτοτέλεια και με την παρ. 29 του ίδιου άρθρου 1 διατηρήθηκαν στα επίπεδα της 31.7.2015 και μέχρι την 31.12.2021 τα προβλεπόμενα στις οικείες καταστατικές και γενικές διατάξεις κατώτατα όρια συντάξεως λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των οργανισμών κύριας ή επικουρικής ασφαλίσεως  (όπως η πρώτη από τις διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκε και η δεύτερη αναριθμήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 υποπαρ. Ε.2 του ν. 4336/2015, Α΄ 94).
  12. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94/14.8.2015) θεσπίστηκε σειρά ρυθμίσεων που αφορούν προεχόντως το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, με κυριότερη την αύξηση των ορίων ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (67ο έτος της ηλικίας), ενώ αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέχονται στην υποπαρ. Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του ίδιου νόμου για τους ασφαλισμένους των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως. Εξάλλου, στην παρ. Γ΄ του άρθρου 3 του ν. 4336/2015, η οποία έχει τον τίτλο «Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων», παρατίθεται το «Μνημόνιο Συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του ΕΜΣ» για την Ελλάδα (τρίτο «Μνημόνιο Συνεννόησης»), στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι δεσμεύσεις της Χώρας για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Στις δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνονται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, η δημιουργία αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση, η καθιέρωση στενότερης συνδέσεως  μεταξύ εισφορών και παροχών, η καθιέρωση του πραγματικού εισοδήματος ως βάσεως υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολουμένους, η ενοποίηση όλων των ταμείων κοινωνικής ασφαλίσεως  σε μία ενιαία οντότητα, η εναρμόνιση των κανόνων επιβολής εισφορών και χορηγήσεως συντάξεων κ.λπ. Ειδικότερα, στην  ανωτέρω παρ. Γ΄ του άρθρου 3 αναφέρονται, μεταξύ άλλων: «Στη στρατηγική ανάκαμψης λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, μεταξύ και εντός των γενεών. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επιβάλει δύσκολες επιλογές και συνεπώς είναι σημαντικό το βάρος της προσαρμογής να μοιραστεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας πληρωμής….  Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις έχουν επικεντρωθεί σε μέτρα για την κατάργηση των εξαιρέσεων και τον τερματισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων…. Η εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει τη βάση για βιώσιμη ανάκαμψη. Οι σχετικές πολιτικές είναι δομημένες γύρω από τέσσερις πυλώνες: · Αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας (ενότητα 2): Η Ελλάδα θα θέσει ως στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, μέσω ενός συνδυασμού εμπροσθοβαρών παραμετρικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων του συστήματος ΦΠΑ και του συνταξιοδοτικού συστήματός της, υποστηριζόμενου από ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται η επαρκής προστασία των ευπαθών ομάδων…. Προκειμένου να αποδείξει τη δέσμευσή της για την εφαρμογή αξιόπιστων δημοσιονομικών πολιτικών, η κυβέρνηση θα εγκρίνει (Βασικό παραδοτέο), τον Οκτώβριο του 2015, συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2015 εφόσον κριθεί αναγκαίο, το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2016 και μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική για την περίοδο 2016-19, η οποία θα υποστηρίζεται από μεγάλη και αξιόπιστη δέσμη παραμετρικών μέτρων και διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων: α) δεύτερης φάσης μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος, βλ. ενότητα 2.5.1…. 2.5 Βιώσιμο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. 2.5.1 Συντάξεις: Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012, εάν εφαρμοστούν πλήρως, θα βελτιώσουν σημαντικά τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του συνολικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Ωστόσο, το συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει κατακερματισμένο και δαπανηρό και απαιτεί σημαντικές ετήσιες μεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Ως εκ τούτου, απαιτούνται πολύ πιο φιλόδοξα μέτρα για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαρθρωτικών προκλήσεων, καθώς και των πρόσθετων πιέσεων στο σύστημα λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι εισφορές έχουν μειωθεί λόγω των υψηλών επιπέδων ανεργίας καθ’ ην στιγμήν οι πιέσεις στις δαπάνες κορυφώθηκαν, καθώς πολλοί επέλεξαν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, οι αρχές δεσμεύονται να εφαρμόσουν πλήρως τις υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις και επίσης θα προβούν σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας με στόχο την επίτευξη εξοικονόμησης της τάξης του 1/4% του ΑΕΠ το 2015 και της τάξης του 1% του ΑΕΠ έως το 2016. Μεταξύ άλλων, η δέσμη αποσκοπεί στη δημιουργία ισχυρών αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση αυξάνοντας τις κυρώσεις για την πρόωρη συνταξιοδότηση και καταργώντας σταδιακά τα κεκτημένα δικαιώματα συνταξιοδότησης πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης…. i….ii. Έως τον Οκτώβριο του 2015 (βασικό παραδοτέο) οι αρχές θα θεσπίσουν νομοθετικά περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που θα αρχίσουν να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2016: α) το συγκεκριμένο σχεδιασμό και τις παραμετρικές βελτιώσεις για την καθιέρωση στενότερης σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών· β) τη διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό της βάσης εισφορών και συντάξεων για όλα τα αυτοαπασχολούμενα άτομα, μεταξύ άλλων με μετάβαση από το ονομαστικό στο πραγματικό εισόδημα, υπό τον όρο της τήρησης των κανόνων για τις ελάχιστες απαιτούμενες εισφορές· γ) την αναθεώρηση και τον εξορθολογισμό όλων των διαφορετικών συστημάτων των βασικών συνιστωσών των συντάξεων που είναι εγγυημένες με βάση τις εισφορές και βάσει ελέγχου των πόρων, λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα για εργασία και για καταβολή εισφορών· δ) τα βασικά στοιχεία της καθολικής ενοποίησης των ταμείων κοινωνικών ασφαλίσεων, μεταξύ άλλων μέσω της εναπομένουσας εναρμόνισης των διαδικασιών για την καταβολή των εισφορών και των παροχών σε όλο το φάσμα των ταμείων· ε) την κατάργηση εντός τριών ετών όλων των εξαιρέσεων που χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους και την εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις εισφορές σε όλα τα ταμεία συντάξεων προς τη δομή των εισφορών στο κύριο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων υπαλλήλων (ΙΚΑ)· στ) την κατάργηση, από την 31η Οκτωβρίου 2015, όλων των περιττών επιβαρύνσεων κατά τη χρηματοδότηση των συντάξεων και την αντιστάθμισή τους με μείωση των παροχών ή αύξηση των εισφορών υπέρ των συγκεκριμένων ταμείων· ζ) τη σταδιακή εναρμόνιση των κανόνων για τις συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλει ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) προς το υπόλοιπο συνταξιοδοτικό σύστημα κατ’ αναλογία («pro rata»)· η) οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις θα επιβαρύνονται με ποινή για όσους θίγονται από την παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης, που ισοδυναμεί με 10% επιπλέον της τρέχουσας ετήσιας ποινής του 6%· θ) τη βελτίωση της στόχευσης των κοινωνικών συντάξεων αυξάνοντας τις συντάξεις του ΟΓΑ για τους ανασφάλιστους· ι) τη σταδιακή κατάργηση του επιδόματος αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) για όλους τους συνταξιούχους έως τα τέλη Δεκεμβρίου του 2019, αρχίζοντας με το ανώτερο 20% των δικαιούχων το Μάρτιο του 2016· ια) αποκατάσταση του παράγοντα διατηρησιμότητας της μεταρρύθμισης του 2012 ή εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών εναλλακτικών μέτρων στο συνταξιοδοτικό σύστημα· ιβ) η ελληνική κυβέρνηση θα προσδιορίσει και θα θεσπίσει νομοθετικά έως τον Οκτώβριο του 2015 ισοδύναμα μέτρα για την πλήρη αντιστάθμιση των επιπτώσεων της εφαρμογής της δικαστικής απόφασης σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012 και θα καταργήσει τις τροποποιήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα που εισήγαγαν οι νόμοι 4325/2015 και 4331/2015, σε συμφωνία με τους θεσμούς. iii. Έως το Δεκέμβριο του 2015, (βασικό παραδοτέο) η κυβέρνηση θα ενοποιήσει όλα τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης σε μια ενιαία οντότητα, θα προβεί σε κατάργηση όλων των υφιστάμενων ρυθμίσεων για τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση, θα συγκροτήσει νέο διοικητικό συμβούλιο και ομάδα διαχείρισης χρησιμοποιώντας την υποδομή και οργάνωση του ΙΚΑ, θα εφαρμόσει κεντρικό μητρώο  συνεισφερόντων και θα δημιουργήσει κοινές υπηρεσίες. Θα εγκρίνει επίσης πρόγραμμα για τη δημιουργία κοινού συνόλου κεφαλαίων που θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2016. Οι αρχές θα κινηθούν προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης της δήλωσης, της πληρωμής και της είσπραξης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στη φορολογική διοίκηση πριν από τα τέλη του 2017….».   Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4336/2015, η οποία αναφέρεται μόνο στο μέρος Β΄ του εν λόγω νόμου, που αφορά στην “Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης”, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως προς την ένταξη στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) ότι: “με  την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται η υποχρεωτική ένταξη στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), από 1.9.2015, όλων των Ταμείων, Τομέων και Κλάδων επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθώς και των Τομέων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Τ.Ε.Α.Π.Α.Σ.Α. αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, που δεν έχουν ενταχθεί σε αυτό μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία. Στόχος της εν λόγω ρύθμισης είναι η ενοποίηση όλων των υφιστάμενων τομέων και κλάδων επικουρικής ασφάλισης – ν.π.δ.δ. και η δημιουργία μιας στέρεης και ευρύτερης βάσης, προκειμένου αφενός να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα των επικουρικών συνταξιοδοτικών ταμείων, μέσα από μία αυστηρή διασύνδεση εισφορών- παροχών και αφετέρου να διασφαλιστεί η μελλοντική συνέχιση της καταβολής της επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους….”.
  13. Επειδή, σε συνέχεια των ανωτέρω δεσμεύσεων, τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.5.2016). Το πρώτο μέρος του νόμου αυτού (άρθρα 1-111) φέρει τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Ασφαλιστικού -Συνταξιοδοτικού Συστήματος». Με τον ανωτέρω νόμο συστήθηκε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στο Κεφάλαιο Ε΄ του ν. 4387/2016, (άρθρα 51-73Α), με τίτλο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», με το οποίο ρυθμίζονται τα ζητήματα οργανώσεως και λειτουργίας του. Ειδικότερα, στο άρθρο 51 (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Σύσταση – Σκοπός) ορίζονται τα εξής: «1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών…. Ειδικά ως προς το Δημόσιο, περιέρχονται στον Ε.Φ.Κ.Α. οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου,…  2. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α. μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη της οικογενείας τους, β. η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών στους συνταξιούχους…  γ…. δ….ε….». Περαιτέρω, στο άρθρο 53 ρυθμίζονται τα των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών ως εξής: «1. Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από ένα (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 51 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους, πλην των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο Στ΄, ως εξής:…. 2. Στον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών περιέρχονται και οι εν γένει συνταξιοδοτικές αρμοδιότητες, οι οποίες ασκούνται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου από τη Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών,…  3…. ».  Εξ άλλου, στο  άρθρο 55 παρ. 1, με τίτλο «Ασφαλιστέα πρόσωπα», ορίζεται ότι: «Στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. υπάγονται υποχρεωτικά: α. Οι μέχρι την ένταξη ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, καθώς και οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Δημοσίου και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών, οι οποίοι καθίστανται αντιστοίχως ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α.. β. Όσοι για πρώτη φορά από την κατά τα ανωτέρω ένταξη των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα βάσει των γενικών ή ειδικών καταστατικών διατάξεων αυτών καθώς και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών αυτών.” και στο  άρθρο 56, με τίτλο “Πόροι”, ορίζονται τα εξής: “1. Πόρους του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελούν: α. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και εργοδοτών, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που θεσμοθετείται υπέρ αυτού. β. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται από διάταξη νόμου. γ. Η επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 2 (όπως η περίπτωση γ΄ προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4455/2017, Α΄22/23.2.2017, με ισχύ από 1.1.2017). 2. Εισφορές και πάσης φύσεως πόροι που εισπράττονταν από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς του άρθρου 53 του παρόντος και αποδίδονταν σε τρίτους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, εξακολουθούν να εισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και να αποδίδονται από αυτόν στους δικαιούχους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία”. Ακολούθως, στο άρθρο 57 ρυθμίζονται τα της Διοίκησης του ΕΦΚΑ, στο δε άρθρο 70 παρ. 1 ορίζεται ότι “1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχό τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών”. Περαιτέρω, με το κεφάλαιο Α΄ του ανωτέρω νόμου (άρθρα 1-3), με τίτλο: “Αρχές και όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας”, θεσπίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ρυθμίσεις: Στο άρθρο 1, με τίτλο «Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας», προβλέπεται ότι οι κοινωνικές παροχές παρέχονται από Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας ως εξής: «1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας,   κοινωνικής δικαιοσύνης,  αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό σύστημα Υγείας για  τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται στο νόμο αυτόν. 2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. 3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α.”. Στο άρθρο 2, με τίτλο «Εννοιολογικοί προσδιορισμοί», ορίζεται, ότι η κύρια σύνταξη υπολογίζεται εφεξής ως άθροισμα δύο τμημάτων, της εθνικής συντάξεως και της ανταποδοτικής. Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται, ειδικότερα, ότι: «1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας και εκ μεταβιβάσεως υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος. 2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. 3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. 4. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω παραγράφου 1 σύνταξης καταβάλλεται ανά μήνα. 5. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται.». Ακολουθεί το κεφάλαιο Β΄ του νόμου με τίτλο: “Συντάξεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών”, στο οποίο εντάσσονται τα άρθρα 4 έως 26 του νόμου. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κεφαλαίου Γ΄ του νόμου, με τίτλο ” Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του Ιδιωτικού Τομέα” και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, δηλαδή, στους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα (άρθρα 27 έως 37 του  κεφαλαίου Γ΄ του νόμου). Θεσπίζονται, δηλαδή, με τον ανωτέρω νόμο ενιαίοι κανόνες υπολογισμού των παροχών (κύριων συντάξεων) για τους ασφαλισμένους τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα,  για το σύνολο, δηλαδή,  των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του νόμου προβλέπεται η υπαγωγή στον Ε.Φ.Κ.Α. των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, της Βουλής, των νπδδ, των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, των ιερέων και υπαλλήλων των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς επίσης και η μεταφορά των καταβαλλόμενων από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία ενάρξεως λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., συντάξεων του Ε.Φ.Κ.Α. Περαιτέρω, στο άρθρο 7 του νόμου προβλέπονται τα της εθνικής συντάξεως. Η εθνική σύνταξη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα παρ. 2 του άρθρου 2 του νόμου,  δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, προσδιορίζεται δε, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 7 του νόμου, για την πρώτη εφαρμογή του, σε 384 ευρώ μηνιαίως, στο ύψος, δηλαδή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, του 60% του διάμεσου εισοδήματος, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και καταβάλλεται ακέραια, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφαλίσεως, μειούμενη κατά 2% για κάθε έτος ασφαλίσεως  που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τα 15 έτη, εφόσον θεμελιώνεται  δικαίωμα σε κύρια σύνταξη με χρόνο ασφαλίσεως κατώτερο των 20 ετών (βλ. την παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 4387/2016, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4488/2017 -Α΄ 137/13.9.2017). Η ανταποδοτική σύνταξη (άρθρα 2 παρ. 3 και 8 του ν. 4387/2016) υπολογίζεται επί τη βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές, του χρόνου ασφαλίσεως και των  ποσοστών αναπληρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου. Eιδικότερα, στο άρθρο 8, με τίτλο «Ανταποδοτική σύνταξη», ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Οι υπάλληλοι – λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαιώματα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 4, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων. 2.α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου…. 3. (όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4488/2017) Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 [ προσώπων, δηλαδή, τα οποία είτε έχουν  αποχωρήσει από την υπηρεσία μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και  δεν πληρούν, κατά το χρόνο αυτό, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της συντάξεώς τους είτε  θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία από τη δημοσίευση  του ανωτέρω νόμου  και εφεξής ], για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών  λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού…4. … 5. [όπως αναριθμήθηκε η παράγραφος 4 με το άρθρο 94 παρ. 2 του ν. 4461/2017, Α΄ 38/28.3.2017] Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα:

Το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως αυτό προκύπτει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3. [Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4488/2017]…6…7…». Το ανταποδοτικό, δηλαδή, μέρος της συντάξεως προκύπτει, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, δηλαδή το μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου, οι οποίες υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, του χρόνου ασφαλίσεως και των κατ’ έτος ποσοστών αναπληρώσεως, όπως αυτά προκύπτουν από τον ανωτέρω πίνακα.  Περαιτέρω, με το άρθρο 13 θεσπίσθηκε προσωρινό ανώτατο όριο στο ύψος των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου και των στρατιωτικών, ως εξής: «1. Μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ…. 2. Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ…. 3. Από 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με [το] ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους».

  1. Επειδή, περαιτέρω, στο πλαίσιο εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του ΕΦΚΑ, προβλέπεται στο ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές σε άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής συντάξεως από 1.1.2019. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο “Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων”, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Β΄ αυτού (” Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών”), ορίζονται τα εξής: “1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις…. β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα. 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 (ήδη από την 1.1.2023, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017-Α΄74 και του άρθρου τρίτου του ν. 4475/2017-Α΄ 83, οι οποίες αντικατέστησαν διαδοχικώς τη διάταξη του εδαφ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016) κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009”. Στο δε άρθρο 33 του νόμου με τίτλο “Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλομένων συντάξεων”, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Γ΄ αυτού (” Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα”), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων  συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή της διατάξεως  του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των  άρθρων 7, 8, 27 και 28 του νόμου, παρέχεται δε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της διατάξεως  αυτής.
  2. Επειδή, με τον ν. 4472/2017, “Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις” (Α΄74/19.5.2017), προβλέφθηκε σειρά ρυθμίσεων που, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, συναρτώνται άμεσα με την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης αυτού. Μεταξύ των ρυθμίσεων αυτών περιλαμβάνεται και η τροποποίηση του ν. 4387/2016. Ειδικότερα, στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής: “2. Η περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/ 2016 αντικαθίσταται ως εξής: «β. Από την 1.1.2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται. Το ποσό που περικόπτεται κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Αν, μετά την εφαρμογή της ρύθμισης του ανωτέρω εδαφίου, το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3.». 3. Στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 προστίθενται περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ως εξής: «γ. Αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται, από την 1.1.2019, κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε (5) ετών. δ. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.».
  3. Επειδή, περαιτέρω, στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του ν. 4387/2016, στα άρθρα 74 έως 85 ρυθμίζονται ζητήματα επικουρικής ασφαλίσεως και εφάπαξ παροχών. Ειδικότερα, στο άρθρο 74 προβλέπεται η μετονομασία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως (Ε.Τ.Ε.Α.), το οποίο είχε συσταθεί με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄41) και στο οποίο είχαν ενταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 36 του ίδιου νόμου, οι υφιστάμενοι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως, σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Το Ταμείο αυτό αποτελείται από δύο κλάδους που λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια: Τον κλάδο επικουρικής συντάξεως, σε σχέση με συνταξιούχους που χορηγεί μηνιαία επικουρική σύνταξη γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, και τον κλάδο εφάπαξ παροχών,στον οποίο  εντάσσονται με τον ανωτέρω νόμο τα ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας. Στο άρθρο 36 του ν. 4052/2012 ορίζονταν τα εξής: ” 1. Στο ΕΤΕΑ εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), β) οι τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), γ) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και οι τομείς αυτού “ΤΕΑΠΟΚΑ” και “ΤΑΔΚΥ”, δ) Το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ), στ) ο Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ ως προς τους κατ΄ επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του….2…”. Με το άρθρο 76 του ν. 4387/2016 αντικαθίσταται  το άρθρο   37 του ν. 4052/2012, που αφορούσε στα ασφαλιστέα στο Ε.Τ.Ε.Α. πρόσωπα, και ορίζεται ειδικότερα  ότι: “1. Στην ασφάλιση του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά: α. Οι ήδη ασφαλισμένοι των ταμείων, κλάδων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). β. Όσοι αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία – απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κύριας ασφάλισης και δεν υπάγονται για την εργασία – απασχόληση τους αυτή ή την ιδιότητά τους στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης ή επαγγελματικής υποχρεωτικής ασφάλισης,…2….3….4….” και με το άρθρο 77 προβλέπονται οι πόροι του νέου φορέα, ύστερα από αντικατάσταση του άρθρου 38 του ν. 4052/212, ως εξής: “…1. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων ή/και εργοδοτών, όπως αυτά προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία που διέπει τον κάθε κλάδο. 2. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή άλλες διατάξεις νόμων.» Στο άρθρο 78 του ν. 4387/2016 ρυθμίζεται το ειδικότερο ζήτημα του οικονομικού συστήματος λειτουργίας του Ταμείου, ύστερα από αντικατάσταση   του άρθρου 39 του ν. 4052/2012, ως εξής: “1. Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. λειτουργεί για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Το ίδιο σύστημα εφαρμόζεται: α) για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης για το χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής και β)… 2. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο των κατηγοριών αυτών, ανά κλάδο, τηρούνται σε ατομικές μερίδες από 1.1.2014”. Περαιτέρω,  στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, που ανήκει στο Κεφάλαιο Η΄ του νόμου, με τίτλο “Διαχρονικό Δίκαιο”, ορίζονται τα εξής:  “1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος το άρθρο 42 του Ν. 4052/2012 αντικαθίσταται ως εξής: “Στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, η επικουρική σύνταξη των ασφαλισμένων στο Ε.Τ.Ε.Α. καθορίζεται ως εξής: 1. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης διαμορφώνεται με βάση: α) τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους πίνακες θνησιμότητας και β) το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων. 2. (όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. αυτής διαμορφώθηκε με το εδάφιο α΄ της παρ. 11 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016- Α΄ 106) Σε περίπτωση ελλειμμάτων λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης, ο οποίος αποκλείει κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση της παρ. 4 του παρόντος. Κατά τη χρονική περίοδο αυξημένων εισφορών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 97, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται στην περίπτωση που, εάν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα του Ταμείου, το αποτέλεσμα είναι είτε αρνητικό είτε μικρότερο από το 0,5% των εισφορών, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης. 3. Μετά την προαναφερόμενη περίοδο οι συντάξεις δεν θα αναπροσαρμόζονται σε περίπτωση που αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα θα προκύπτει αρνητικό. Περαιτέρω της προαναφερόμενης διαδικασίας και μόνο στην περίπτωση δημιουργίας ελλειμμάτων, θα γίνεται χρήση περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου της Επικουρικής ασφάλισης. 4. (όπως διαμορφώθηκε με το εδάφιο β΄ της παρ. 11 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016) Μέχρι την 1.6.2016 εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, με την οποία καθορίζονται οι τεχνικές παράμετροι, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή  του άρθρου αυτού. 5. α. Για τους ασφαλισμένους από την 1.1.2014 και εφεξής το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού. β. Για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εφεξής, το ποσό της επικουρικής σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων: βα. το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,45% υπολογιζομένου επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται και για την έκδοση της κύριας σύνταξης. ββ. το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού”. 2… 3… 4. (όπως διαμορφώθηκε με το εδάφιο α΄ της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016) Οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επικουρικές συντάξεις αναπροσαρμόζονται με εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου υπερβαίνει το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) ευρώ. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα. Για την εφαρμογή του ορίου αυτού, λαμβάνεται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (Α΄115), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Α΄ 152), όπως ισχύει. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται, μετά την αναπροσαρμογή, το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης να μειωθεί πέραν του ανωτέρω ορίου των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ, του υπερβάλλοντος ποσού καταβαλλομένου ως προσωπική διαφορά…. 5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ΕΤΕΑ χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, όπως ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος οι διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων καταργούνται και η χορήγηση της επικουρικής σύνταξης γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του παρόντος. 6. (όπως η παρ. αυτή  ισχύει μετά την αντικατάστασή της, από τότε που ίσχυσε, με την παρ. 2 του  άρθρου 56 του ν. 4445/2016- Α΄  236/19.12.2016) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ο επανυπολογισμός και η αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων ή καταβλητέων συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α. με τις προϊσχύουσες του παρόντος νόμου διατάξεις, ο τρόπος προσδιορισμού του ετήσιου ή μέσου ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης των καταβαλλόμενων συντάξεων με τις προϊσχύουσες του παρόντος νόμου διατάξεις, η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο υλοποίησής τους, ο χρόνος αναπροσαρμογής των συντάξεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για το θέμα αυτό. Με ίδια απόφαση καθορίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ορίζεται η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία καταβάλλεται η μηνιαία σύνταξη του Ε.Τ.Ε.Α.”. Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως   εκδόθηκε  η   προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά στον τρόπο επανυπολογισμού-αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων από το Ε.Τ.Ε.Α.. Τέλος, στο άρθρο  97 του ν. 4387/2016, και προς το σκοπό αντιμετωπίσεως  των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α. σε συνδυασμό με το μηχανισμό αναπροσαρμογής του προηγούμενου άρθρου 96, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική  έκθεση ως προς το εν λόγω άρθρο 97, εισάγεται για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως 31.5.2022 μεταβατική αύξηση του ποσού της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α., η οποία, αποβλέποντας στην ίση μεταχείριση των ασφαλισμένων, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική έκθεση,  αφορά τόσο τους ασφαλισμένους πριν από την  1.1.1993 όσο και τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993, ως εξής: “1. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις 31.12.2015….  2. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο Ε.Τ.Ε.Α. και στα εντασσόμενα σε αυτό ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 98. Από 1.6.2019 και μέχρι τις 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο ΕΤΕΑ υπολογίζεται σε ποσοστό 6,5% επί του εισοδήματος όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 39 και 98. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις 31.12.2015. 3…”. Εξάλλου, στο άρθρο 2  παρ. 2 του ν. 4472/2017 ορίζονται τα εξής: “Στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε, παράγραφος 7 ως εξής: «7. Από 1.1.2019 και εντεύθεν, η καταβαλλόμενη κατά την ημερομηνία αυτή επικουρική σύνταξη, εφόσον υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό της σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 4 και της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 6 του παρόντος, αναπροσαρμόζεται στο ύψος της επανυπολογισθείσας. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται μετά την ως άνω αναπροσαρμογή το ποσό της επικουρικής σύνταξης να μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) του καταβαλλόμενου κατά την έναρξη ισχύος του  παρόντος ποσού επικουρικής σύνταξης.».
  4. Επειδή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016, σκοπός του νόμου είναι «η πλήρης αναµόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, του οποίου οι γενικές αρχές ορίζονται στο νόμο ως εξής: εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών». Στην αιτιολογική αυτή έκθεση αναφέρεται ότι: «το υφιστάµενο σύστηµα κοινωνικής προστασίας είναι άναρχο, κοινωνικά άδικο, αναποτελεσματικό και µη βιώσιµο… χαρακτηρίζεται από έντονο κατακερµατισµό, που αντανακλά την εν γένει πελατειακή λειτουργία του πολιτικού συστήματος πριν από την κρίση…εκτεταµένη πολυνοµία, η οποία δηµιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιµετωπίζει όµοιες περιπτώσεις πολιτών µε διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντες ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηµατοδότηση διαφέρουν τόσο µεταξύ των ταµείων όσο και µεταξύ ασφαλισµένων στο ίδιο ταµείο… Αυτό δεν σημαίνει ότι το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι πιο γενναιόδωρο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Πρίν από το 2010, σύμφωνα με σύστημα στατιστικών κοινωνικής προστασίας ESSPROSS, το σύνολο του κοινωνικού προϋπολογισμού αντιστοιχούσε μόνο στο 81% του μέσου όρου του προϋπολογισμού της Ευρώπης των 15 και από τότε, λόγω της κρίσης και των μέτρων λιτότητας, καταποντίστηκε σε πολύ κατώτερα επίπεδα. Όπως προκύπτει, πάντως, από τις ίδιες στατιστικές υφίσταται  µια ανισορροπία των κοινωνικών δαπανών µε υπερδιόγκωση των δαπανών για τις συντάξεις σε βάρος των άλλων κατηγοριών κοινωνικών δαπανών, µε σηµαντικότερη την πολύ µικρή προστασία σε αδύναµες κοινωνικές οµάδες µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα τους ανέργους. Ενόψει όλων αυτών, το σύστηµα κοινωνικής προστασίας έχει ιδιαίτερα µειωµένη αποτελεσµατικότητα και λειτουργεί αναδιανεµητικά σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών οµάδων…. Το σύστημα επίσης δεν είναι βιώσιμο. Εξαρχής οι παροχές δεν υπολογίζονταν βάσει αναλογιστικών μελετών, αλλά με τον άναρχο και πελατειακό τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω. Τα αποθεματικά των ταμείων διασπαθίσθηκαν αρχικά με την υποχρέωση κατάθεσης τους στην Τράπεζα της Ελλάδος με μηδενικά ή ελάχιστα επιτόκια, στη συνέχεια εξανεμίσθηκαν από το PSI. Η κρίση επιδείνωσε έτι περαιτέρω την κατάσταση, γιατί δεν υπάρχει ασφαλιστικό σύστημα που να μπορεί να αντέξει οικονομικές συνθήκες στις οποίες το 1/4 του πληθυσμού να είναι άνεργο και το 50% των αυτοπασχολουμένων να αδυνατούν να πληρώσουν τις εισφορές τους. Τα συνολικά έσοδα των ασφαλιστικών φορέων κατέγραψαν σημαντική μείωση την περίοδο της κρίσης από 12% στο Ν.Α.Τ. (το οποίο όμως χρηματοδοτείται κατά 92% από τον κρατικό προϋπολογισμό) έως και 48,9% στο Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. Επίσης, κατά την διάρκεια της κρίσης ο αριθμός των ασφαλισμένων μειώθηκε, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων αυξήθηκε σημαντικά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες αμοιβές των μισθωτών, επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές υπονομεύει περισσότερο την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος. Ενόψει της κατάστασης αυτής, το κράτος επεμβαίνει, όπως έχει συνταγματική υποχρέωση, για να καλύψει τα εκρηκτικά ελλείμματα που αναπόφευκτα προκύπτουν, επιπλέον της συμμετοχής του στο πλαίσιο της ισχύουσας σήμερα τριμερούς κρατικής χρηματοδότησης. Ενδεικτικά, στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. η κρατική επιχορήγηση αποτελεί το 39% των εσόδων του ταμείου, στον Ο.Γ.Α. το 90% και στο Ν.Α.Τ. το 92%…Τα μέτρα που ελήφθησαν μέχρι σήμερα κατά τη διάρκεια της κρίσης επιδείνωσαν αντί να θεραπεύσουν τις δομικές αυτές αδυναμίες. Οι σημαντικές περικοπές των συντάξεων αλλοίωσαν σημαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Οι περικοπές, περαιτέρω, υπονόμευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήματος. Το μέσο εισόδημα από συντάξεις μειώθηκε από 1200 ευρώ περίπου το 2010 σε  833 ευρώ περίπου  σήμερα.  Στην ουσία έχει τεθεί σε λειτουργία μια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δημοσιονομικά θέματα οδηγούν σε προσαρμογές συντάξεων που υποτιμούν ακόμη περισσότερο το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, οδηγώντας σε τάσεις απεμπλοκής, κυρίως εκ μέρους των νεότερων…». Κατά την ίδια αιτιολογική έκθεση η προτεινόμενη μεταρρύθμιση «επιχειρεί για πρώτη φορά την αντιμετώπιση όλων των δομικών αυτών παθογενειών του συστήματος, σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και πρόσθετων μνημονιακών υποχρεώσεων. Το νομοσχέδιο ενσωματώνει όλες τις προβλέψεις του νόμου 4336/2015 (Μνημονίου) εντάσσοντας τις όμως στο πλαίσιο ενός εντελώς νέου θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει κανόνες ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης». Όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση «Οι δύο θεμελιώδεις αρχές της μεταρρύθμισης είναι η ισονομία και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ισονομία, γιατί για πρώτη φορά θεσπίζονται όμοιοι κανόνες για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους. Κοινωνική δικαιοσύνη, γιατί με το νέο θεσμό της εθνικής σύνταξης επιτυγχάνεται αναδιανομή, αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και εξασφαλίζεται επαρκής σύνταξη και για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες». Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική έκθεση, «η μεταρρύθμιση · επιτυγχάνει τη διοικητική αποτελεσµατικότητα του συστήµατος, για τον σκοπό δε αυτό θεσπίζεται ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης µε ένταξη σε αυτόν όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, χωρίς εξαίρεση,… · καθιερώνει πλήρη ισονοµία, µέσω της ουσιαστικής ενοποίησης του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης µε θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισµένους και ανακαθορισµό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισµένοι να απολαµβάνουν τον ίδιο βαθµό εθνικής/κοινωνικής αλληλεγγύης…. Όσον αφορά στις εισφορές προβλέπονται ενιαία ποσοστά εισφορών με βάση υπολογισμού τους το πραγματικό εισόδημα. Όσον αφορά στις παροχές, καθιερώνεται ενιαίος τρόπου υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλιούς και νέους ασφαλισμένους, με βάση το μέσο εργασιακό εισόδημα και ίδια ποσοστά αναπλήρωσης για όλους. Η συμμετοχή του συνταξιοδοτικού συστήματος στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας οριοθετείται από το σεβασμό της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5  Συντάγματος). Δεν πρέπει οι συνταξιούχοι να αναλάβουν ένα δυσανάλογο μέρος του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής… · Θεσπίζει την εθνική σύνταξη, ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής αναπλήρωση εισοδήματος και για τους μακροχρόνια ανέργους, όσους εργάζονται με ατυπικές μορφές εργασίας ή αμείβονται με χαμηλούς μισθούς. Η πρόληψη της φτώχειας με την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τον κάθε ηλικιωμένο είναι  ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής ασφάλισης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους η προστασία κατά της φτώχειας των ηλικιωμένων αποκτά διάσταση απόλυτης προτεραιότητας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη Eurostat (SILC 2014), το 23,1% των ατόμων άνω των 65 ετών ζούν στο όριο της φτώχειας. Ο προσδιορισμός του επιπέδου της Εθνικής σύνταξης σε 384 ευρώ έγινε με βάση το 60% του διάμεσου εισοδήματος, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. · Διασφαλίζει τη  βιωσιμότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανομή των θυσιών… Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους… υπηρετεί το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεμητικού συστήματος. Με το ισχύον σύστημα η σημερινή γενεά εργαζομένων θα πλήρωνε περισσότερα απ’ όσα θα λάβει. Με τη μεταρρύθμιση η αναλογικότητα αποκαθίσταται πλήρως. Μόνον οι πιο αδύναμοι θα λάβουν περισσότερα από όσα έχουν δώσει μέσω των εισφορών τους στο σύστημα, λόγω της ύπαρξης της εθνικής σύνταξης και άλλων ειδικών προβλέψεων για αυτούς. Για τον προσδιορισμό των ποσοστών αναπλήρωσης εισοδήματος της αναλογικής/ανταποδοτικής σύνταξης, επί του πραγματικού εισοδήματος, όπως και εν γένει για τον προσδιορισμό της οικονομικής ισορροπίας και βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος ελήφθησαν υπόψη, πέραν των υφιστάμενων κανονιστικών ρυθμίσεων, αναλογιστικές μελέτες-προβολές της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, οι οποίες συντάχθηκαν με επιστημονική βοήθεια από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή… · Εγγυάται τη διαβίωση των συνταξιούχων με αξιοπρέπεια και διατηρεί, στο βαθμό του δυνατού, την εγγύτητα με το κεκτημένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής. Το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος) όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία (Ολομ. του ΣτΕ 2287-2290/2015), εγγυάται τη διαβίωση του συνταξιούχου με αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από δημοσιονομικές προτεραιότητες και σκοπιμότητες. Βάσει των ειδικών μελετών που έχουν ήδη καταρτισθεί, σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας και θα κατατεθούν στη Βουλή κατά τη ψήφιση του νόμου, ορίζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων που επιτρέπει η οικονομική κατάσταση της χώρας, χωρίς οριζόντιες περικοπές, που υποσκάπτουν την ασφαλιστική συνείδηση, δημιουργούν κίνητρο για εισφοροδιαφυγή και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ανακαθορισμός, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους. Παράλληλα όμως εξασφαλίζεται πλήρης προστασία των κυρίων συντάξεων, με πρόβλεψη προσωπικής διαφοράς, και προστασία του συντριπτικά μεγαλύτερου πληθυσμού των επικουρικών συνταξιούχων…».
  5. Επειδή, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016, όπως εξετέθη ανωτέρω, το ήδη συσταθέν με το άρθρο 35 ν. 4052/2012 Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), στο οποίο είχαν ενταχθεί, από την έναρξη της λειτουργίας του, μεταξύ άλλων, το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Ε.Α.Δ.Υ.), το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.), ως προς την επικουρική ασφάλιση, και οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), μετονομάσθηκε σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχής (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), αποτελούμενο από τον Κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως και από τον κλάδο εφάπαξ παροχών. Με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016, το οποίο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αντικατέστησε το άρθρο 42 του ν. 4052/2012, θεσπίζεται νέο σύστημα υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, σε σχέση με το ισχύον για τους ήδη συνταξιούχους, ειδικώς για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας από 1.1. 2014 και εφεξής καθώς και για όσους έχουν υπαχθεί στην αγορά εργασίας μέχρι 31.12.2013 και υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως από 1.1.2015 για τον χρόνο από 1.1.2015 και εφεξής. Με το νέο νόμο θεσπίζεται, όπως, άλλωστε, είχε θεσπισθεί και με το άρθρο 39 του ν. 4052/2012,  για τις ανωτέρω κατηγορίες ασφαλισμένων,  σύστημα νοητής κεφαλαιοποιήσεως  προκαθορισμένων εισφορών, εν αντιθέσει με το ισχύον για τους ήδη συνταξιούχους σύστημα  προκαθορισμένων παροχών.  Στην αιτιολογική  έκθεση του ν. 4387/2016 αναφέρεται ότι ” Κύριος σκοπός του άρθρου 96 είναι η αντιμετώπιση των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του ΕΤΕΑ και ο καθορισμός των συνταξιοδοτικών παροχών του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές του ασφαλισμένου. Προς το σκοπό αυτό, εισάγεται μηχανισμός εξισορρόπησης   για την αντιμετώπιση πιθανών ελλειμμάτων που θα δίνει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής των συντάξεων και χρήσης των περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης. Ο ως άνω μηχανισμός εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ΕΤΕΑ και εγκαθιδρύει αντιστοιχία μεταξύ εισφορών και παροχών. Παράλληλα, προβλέπεται αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων συντάξεων με γνώμονα την προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων συντάξεων αλλά και την αποκατάσταση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών – παροχών, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο ποσοστό επικουρικών συντάξεων υπολογίστηκε βάσει ποσοστών αναπλήρωσης  που παραβίαζαν βασικές αναλογιστικές αρχές ισορροπίας μεταξύ τους.”.  Ειδικότερα, σύμφωνα με  την ως άνω αιτιολογική έκθεση, η απονεμόμενη στους μελλοντικούς συνταξιούχους επικουρική σύνταξη καθορίζεται βάσει δύο παραγόντων: αφενός των δημογραφικών δεδομένων που προκύπτουν από εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας  και αφετέρου του πλασματικού ποσοστού επιστροφής, το οποίο θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές, υπολογιζόμενο  βάσει της ποσοστιαίας μεταβολής των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων. Επίσης, στην ίδια αιτιολογική  έκθεση αναφέρεται ότι οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις, κατά τη δημοσίευση του νόμου, αναπροσαρμόζονται, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, ότι σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται μετά την  αναπροσαρμογή, το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως  του αυτού προσώπου να είναι κατώτερο των 1300 ευρώ, προσμετρούμενης για τον καθορισμό του κατώτατου αυτού ορίου της εισφοράς αλληλεγγύης και της εισφοράς υγειονομικής περιθάλψεως. Περαιτέρω, στην ίδια αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι, με το άρθρο 97 του νόμου εισάγεται, για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως 31.5.2022, μεταβατική αύξηση του ποσού της μηνιαίας εισφοράς στο ΕΤΕΑ, για το σύνολο των ασφαλισμένων του, τόσο, δηλαδή, των πριν από την 1.1.1993 όσο και των μετά την ως άνω ημερομηνία ασφαλισμένων, προς αντιμετώπιση των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του ΕΤΕΑ, σε συνδυασμό με τον μηχανισμό αναπροσαρμογής του άρθρου 96.
  6. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4387/2016, την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει και τις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες θεσπίσεώς του (βλ. και Πρακτ. Συζητ. Βουλής και Πρακτ. Συνεδρ. των Διαρκών Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής) προκύπτουν τα εξής: Με το σύστημα ρυθμίσεων του νόμου αυτού επιχειρείται μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με την υπογραφή της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως του Ελληνικού Κράτους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (άρθρο 3Γ του ν. 4336/2015) προς αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, ειδικότερα, προς αντιμετώπιση της αδυναμίας περιορισμού των συσσωρευμένων υψηλών ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για την, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία απειλείται εξαιτίας της ανάγκης συνεχούς καλύψεως από τον κρατικό προϋπολογισμό των διαρκώς παραγόμενων ελλειμμάτων των ασφαλιστικών φορέων, με όλες τις εντεύθεν δυσμενείς επιπτώσεις στην ισόρροπη κατανομή των περιορισμένων, λόγω της διογκώσεως του δημοσίου χρέους, κρατικών πόρων και στην προσπάθεια ανακάμψεως της εθνικής οικονομίας. Ειδικότερα, με την θέσπιση του νέου  ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, το οποίο αποτελεί πυλώνα του νέου εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας που καθιερώνεται με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, ο νομοθέτης αποβλέπει, αφ’ ενός μεν στον περιορισμό της καταβαλλόμενης από το κράτος συνταξιοδοτικής δαπάνης (ανερχομένης σε ποσοστό άνω του 9% του ΑΕΠ, το οποίο υπερβαίνει το 35% των ετησίως εισπραττομένων φορολογικών εσόδων σύμφωνα με το οικ.20263/121/4.5.2016 ενημερωτικό σημείωμα της Προϊσταμένης της  Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σελ. 16, 17) και την, μέσω αυτού, προοδευτική αποκατάσταση της ισορροπίας του κρατικού προϋπολογισμού (αποδέσμευση πόρων προς  πραγματοποίηση και των λοιπών κρατικών σκοπών και δημιουργία αναπτυξιακών προϋποθέσεων προς αντιμετώπιση της κρίσεως) και αφ’ ετέρου στη δίκαιη κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την εξασφάλιση επαρκούς συντάξεως για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες. Οι σκοποί αυτοί, οι οποίοι συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ανάγονται σε ανέλεγκτες δικαστικά πολιτικές εκτιμήσεις και επιλογές,  επιτυγχάνονται, κατά την κρίση του νομοθέτη, μέσω των διατάξεων που συνθέτουν τον πυρήνα της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, ο οποίος συνίσταται στην εγκατάλειψη του μέχρι σήμερα κρατούντος στην Ελλάδα συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως σε περισσότερους του ενός φορείς, για τους οποίους ίσχυαν διαφορετικές προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση και θεμελιώσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος, και στην υιοθέτηση ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Οι ενιαίοι αυτοί κανόνες που εφαρμόζονται για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, αφορούν σε ζητήματα τόσο οργανωτικά, με κυριότερο τη δημιουργία ενός φορέα κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως για όλους τους ασφαλισμένους (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται όλοι οι υφιστάμενοι αντίστοιχοι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, όσο και ουσιαστικά, με κυριότερο τον ενιαίο τρόπο υπολογισμού των εισφορών και των παροχών, μέσω της θεσπίσεως του ανταποδοτικού μέρους της συντάξεως, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την εθνική σύνταξη, αθροίζεται με αυτήν και συνδέεται με τις καταβληθείσες εισφορές, καθόσον, ως ενιαία βάση υπολογισμού του, καθιερώνεται το εισόδημα των ασφαλισμένων από την ασφαλιστέα δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Με τις ανωτέρω διαρθρωτικές και τις λοιπές δημοσιονομικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 ο νομοθέτης επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής, έως το έτος 2060, της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης, σε εναρμόνιση με τον μακροπρόθεσμο κοινό ευρωπαϊκό στόχο της εξασφαλίσεως της βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, και, συγκεκριμένα, την παγίωσή της σε ποσοστό  του ΑΕΠ του έτους 2009 και, περαιτέρω, τη δυνατότητα αυξήσεώς  της έως το έτος 2060 μόλις κατά 2,5% του ΑΕΠ του ίδιου έτους (άρθρο 14 παρ. 4 ν. 4387/2016).
  7. Επειδή, ειδικότερα, όσον αφορά τις συντάξεις, με τον ν. 4387/2016 μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού και αναπροσαρμογής των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, η ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη) για όλους τους ασφαλισμένους του νέου φορέα, μισθωτούς και μη, προκύπτει από το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής συντάξεως, η πρώτη των οποίων χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και η δεύτερη, κατ’ αρχήν, από τις ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικότερα, η εθνική σύνταξη καθορίζεται, κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, στο ποσό των 384 ευρώ υπό την προϋπόθεση της πραγματοποιήσεως χρόνου ασφαλίσεως τουλάχιστον 20 ετών (ή ακόμη και 15 ετών, οπότε παρέχεται μειούμενη κατά 2% για κάθε έτος ασφαλίσεως που υπολείπεται των 20 ετών) και καταβάλλεται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, για την καταβολή της δε απαιτείται η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η ανταποδοτική σύνταξη προκύπτει από τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφαλίσεως και τα οριζόμενα στο νόμο κατ’ έτος ποσοστά αναπληρώσεως, κοινά για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους, συντάξιμες αποδοχές είναι ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, δηλαδή το πηλίκον της διαιρέσεως του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, ως σύνολο δε μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, ως συντάξιμες αποδοχές νοείται το εισόδημα το οποίο υπόκειται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Υπό το καθεστώς του νέου νόμου, η αναπροσαρμογή των συντάξεων καθορίζεται ανάλογα με την εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και των ετήσιων μεταβολών του δείκτη τιμών καταναλωτή. Εκτός από τη μεταβολή του συστήματος αυτού, που αφορά τον υπολογισμό των μελλοντικών συντάξεων και οδηγεί σε μείωση των εφεξής καταβαλλομένων συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, προβλέφθηκε επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, των συντάξεων, δηλαδή, που καταβάλλονταν σε συνταξιούχους που είχαν αποχωρήσει από την υπηρεσία τους πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Οι χορηγούμενες στους παλαιούς αυτούς συνταξιούχους συντάξεις διαμορφώνονται υπό την ισχύ του ν. 4387/2016 και αποτελούνται πλέον και αυτές από το τμήμα της εθνικής και το τμήμα της ανταποδοτικής συντάξεως. Η τελευταία υπολογίζεται επί τη βάσει του συντάξιμου μισθού επί του οποίου κανονίσθηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη και επί του οποίου εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπληρώσεως του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 αναλόγως των ετών ασφαλίσεως βάσει των οποίων κανονίσθηκε η επανυπολογισθείσα σύνταξη. Για την αντιμετώπιση, εξάλλου, των αυξομειώσεων που ανακύπτουν, λόγω του ανακαθορισμού των συντάξεων σε σχέση με τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, προβλέπεται για μεν την περίπτωση της αυξήσεως η τμηματική καταβολή της στο μέλλον (εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής αναπροσαρμογής), για δε την περίπτωση της μειώσεως η διατήρηση, υπό μορφή προσωπικής διαφοράς, της παλαιάς συντάξεως μέχρι 31.12.2018 (οπότε ολοκληρώνεται, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής). [Εξάλλου, για το μεταγενέστερο της μεταβατικής αυτής περιόδου χρονικό διάστημα -από 1.1.2019 και εφεξής- ο νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα διατηρήσεως, ως προσωπικής διαφοράς, τμήματος της παλαιάς συντάξεως. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, αν το καταβαλλόμενο, από 1.1.2019, ποσό συντάξεως είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον επανυπολογισμό του, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται, η περικοπή, εντούτοις, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 18% της καταβαλλόμενης, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, κύριας συντάξεως του δικαιούχου. Στην περίπτωση, εξάλλου, αυτή, το τυχόν επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο, ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την μελλοντική αναπροσαρμογή των συντάξεων βάσει των πάγιων ρυθμίσεων του νέου νόμου (άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 του ν. 4472/2017)]. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις ο νομοθέτης, προκειμένου να επιτύχει, εν μέσω της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσεως και υπό συνθήκες έντονων δημοσιονομικών πιέσεων, τον στόχο της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος – βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα – αλλά και να διασφαλίσει την ευχερή παρακολούθηση του στόχου αυξήσεως της συνταξιοδοτικής δαπάνης το πολύ κατά 2,5% του ΑΕΠ του έτους 2009 μέχρι το έτος 2060, προκρίνει, κατ’ εφαρμογή των αρχών της διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, την άμεση εφαρμογή των νέων, ενιαίων κανόνων υπολογισμού των συντάξεων τόσο στους εξερχόμενους από την αγορά εργασίας μετά  την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 όσο και στους ήδη συνταξιούχους μέσω του επανυπολογισμού των συντάξεών τους. Σε σχέση με τους τελευταίους, με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 και της  26083/887/7.6.2016 κοινής αποφάσεως  του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο “Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων- Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων” (Β΄1605/7.6.2016), ως βάση για τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων, λαμβάνεται το ύψος των συντάξεων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, με τις επελθούσες  δηλαδή  περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012. Ο επανυπολογισμός, επομένως, των κύριων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, δεν αποβλέπει σε άμεσα δημοσιονομικά οφέλη, καθόσον διατηρείται, κατ’ αρχήν, ως προσωπική διαφορά, το ποσό της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 συντάξεως που υπερβαίνει το συνολικό ποσό της επανυπολογισθείσας, αλλά μόνο σε έμμεσα, μέσω της κατ’ ουσίαν διατηρήσεως των περικοπών των ανωτέρω ν. 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, ο επανυπολογισμός των επικουρικών συντάξεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως (25909/470/7.6.2016 αποφάσεως  του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης”), έχει ως βάση τις επικουρικές συντάξεις  που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, στο ύψος, δηλαδή, που αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, με τις επελθούσες και κριθείσες ομοίως ως αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012. Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης επιρρίπτει το βάρος του στόχου εξασφαλίσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος όχι μόνον στους ασφαλισμένους και στους νέους συνταξιούχους, αλλά και στους παλαιούς συνταξιούχους, μειώνοντας την προσωπική διαφορά, ως προς τις κύριες συντάξεις, μειώνοντας δε, συγχρόνως, και τις επικουρικές συντάξεις μέσω του επανυπολογισμού και της αναπροσαρμογής τους με βάση επανυπολογισμού τους τη σύνταξη, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις 31.12.2014, και επιφέροντας με τον τρόπο αυτό -ουσιαστικά- νέες περικοπές στις συγκεκριμένες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, αντίστοιχες σε ύψος προς εκείνες που είχαν επέλθει με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 και είχαν κριθεί, κατά τα ανωτέρω, αντισυνταγματικές, υλοποιώντας, παράλληλα, τη δέσμευση που η Ελληνική Κυβέρνηση  ανέλαβε στο πλαίσιο του Μνημονίου του ΕΜΣ για υιοθέτηση πολιτικών -και όχι απλώς μέτρων- που αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των ως άνω αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, αλλά και των αιτίων που αναφέρονται, κατά τα  προεκτιθέμενα, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και θέτουν σε διακινδύνευση τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος (σοβαρή και διαρκής επιδείνωση της αναλογίας εργαζομένων/συνταξιούχων λόγω του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, διαρκής μείωση των θέσεων απασχολήσεως και αύξηση των θέσεων μερικής απασχολήσεως λόγω της υψηλής ανεργίας,  δραστική μείωση των αποδοχών, υφιστάμενες παθογένειες του συστήματος κ.λπ), αιτιολογείται κατ’ αρχήν εν προκειμένω, τόσο, γενικώς, η ανάγκη μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου ασφαλιστικού συστήματος, η οποία δεν κωλύεται από την υποχρέωση συμμορφώσεως στις προαναφερόμενες 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και, ειδικώς, ο επανυπολογισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, ώστε να επωμισθούν και αυτοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την αύξηση των εισφορών και την μείωση των μελλοντικών συντάξεων, λόγω τροποποιήσεως των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής  δικαιοσύνης και  διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης∙ δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Εξάλλου, όπως έχει εκτεθεί (σκέψη 10), με τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας του, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας των περικοπών των ν. 4052/2012 και 4093/2012 για το λόγο ότι, ελλείψει εμπεριστατωμένης μελέτης με το ειδικότερο περιεχόμενο που αναλυτικώς εκτίθεται στις αποφάσεις αυτές, δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθεί από το Δικαστήριο αν οι μειώσεις που επιβλήθηκαν με τις περικοπές αυτές στις συντάξεις ήταν σύμφωνες με τις συνταγματικές αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας. Δεν κρίθηκε, επομένως, με τις αποφάσεις αυτές ότι οι επιβληθείσες μειώσεις υπερέβαιναν τα όρια που θέτουν οι εν λόγω συνταγματικές αρχές. Συνεπώς, δεν εκωλύετο ο νομοθέτης από τις εν λόγω αποφάσεις να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων κατά τον επανυπολογισμό των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν προκειμένω δε, η επίμαχη ρύθμιση -η  επιλογή δηλαδή από το νομοθέτη, ως βάσεως επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις κατά τα ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές- η οποία δεν παρίσταται μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, με τα οποία δεν επέρχονται απλώς οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, όπως με τους προηγούμενους νόμους (βλ. σκέψη 9), αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές  του συστήματος [ενιαίος φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως, ενιαίοι κανόνες εισφορών και παροχών, επανυπολογισμός των ήδη απονεμηθεισών συντάξεων βάσει ενιαίων κανόνων για το σύνολο των συνταξιούχων, ειδική πρόνοια για την προστασία των ήδη συνταξιούχων μέσω του θεσμού της διατηρήσεως της προσωπικής διαφοράς κ.λπ.] προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού διασφαλίσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αιτιολογείται επαρκώς,  λόγω της συμβολής της εν λόγω ρυθμίσεως στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού και ενόψει των ανωτέρω δημοσιονομικών και νομικών συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκε. Καθόσον, πέραν των όσων εκτέθηκαν σχετικώς με την αιτιολόγηση της ρυθμίσεως αυτής από τις αρχές της κοινωνικής  δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, η εν λόγω ρύθμιση συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση -βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα- των οικονομικών του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και στην επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου διατηρήσεως σταθερής της συνταξιοδοτικής δαπάνης, όπως τούτο προκύπτει από το οικ.20263/121/4.5.2016 ενημερωτικό σημείωμα της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προς τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας, (με θέμα «Αποτίμηση επιπτώσεων της προτεινόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης»), στο οποίο, υπό τον τίτλο «Εξέλιξη συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριων και επικουρικών συντάξεων)», αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σύμφωνα με τα στοιχεία εξέλιξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, διαπιστώνεται σημαντική μείωση σε απόλυτα μεγέθη, τα έτη 2010 και 2013, λόγω της εφαρμογής των διαδοχικών νόμων περιορισμού της (Ν.4024/11, Ν.4051/12, Ν.4093/2012), ενώ ως % του ΑΕΠ παρατηρείται αύξηση, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Οι προβολές του βασικού σεναρίου έως το 2019 (πριν δηλαδή τη σύνταξη του σχεδίου νόμου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση), παρουσιάζουν τη σταδιακή αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε απόλυτα μεγέθη (32,06 δις το 2019) για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, αύξηση της μέσης σύνταξης των νέων συνταξιούχων). Στο βασικό αυτό σενάριο το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης το έτος 2019 αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ (το υψηλό ποσοστό οφείλεται στο μειωμένο κατά 17% ΑΕΠ 2019 έναντι του ΑΕΠ 2009). Επισημαίνεται ότι στις προβολές αυτές έχει συμπεριληφθεί η δημοσιονομική επίπτωση των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, η οποία αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Αν εξαιρεθεί η δημοσιονομική επίπτωση των προαναφερθέντων νόμων, η συνταξιοδοτική δαπάνη το έτος 2019 θα φθάσει το 18,5% του ΑΕΠ (ποσοστό εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους Ευρωπαϊκούς Δείκτες)”. Ενόψει δε του ότι, αναγκαίως, χωρίς τη θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως,  η εν λόγω δαπάνη, θα επιβαρυνθεί αναλόγως και κατά τα επόμενα έτη, η δημοσιονομική επίπτωση της ρυθμίσεως αυτής στο ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης είναι σημαντική. Επομένως, εκτιμωμένου και του συνολικού δημοσιονομικού οφέλους της και της ουσιαστικής συνεισφοράς της στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη – βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα – του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, η εν λόγω ρύθμιση, τελούσα σε άμεση συνάφεια προς τον σκοπό του νομοθέτη και ενόψει του γενικότερου κανονιστικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, παρίσταται επαρκώς δικαιολογημένη∙ δεδομένου, μάλιστα, ότι ο διακηρυσσόμενος από τον νομοθέτη σκοπός της περιστολής των δημοσιονομικών, εν γένει, και των συνταξιοδοτικών, ειδικότερα, δαπανών προς το σκοπό της διασφαλίσεως της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και της συνεχίσεως της καταβολής ασφαλιστικών παροχών, προς όφελος όλων των συνταξιούχων, παλαιών και νέων, δεν εξυπηρετεί απλώς το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά αποτελεί πράγματι σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, τη λήψη των ανωτέρω μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, τα οποία αποβλέπουν στον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών παροχών προς όλους τους συνταξιούχους, παλαιούς και νέους, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής  δικαιοσύνης   και  της  αξιώσεως του νομοθέτη για την εκπλήρωση από όλους του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα ότι, κατά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων  με τις διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο νομοθέτης διατήρησε τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές (με τις 2287, 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας) περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012, χωρίς να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, η εν λόγω επιλογή αιτιολογείται επαρκώς στο πλαίσιο της επιχειρούμενης από αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως. Τέλος, τα προβαλλόμενα ότι η διάταξη  του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016, την οποία εφαρμόζει η, κατ΄ επίκληση του άρθρου 96 παρ. 6 του εν λόγω νόμου εκδοθείσα, προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, έχει θεσπιστεί κατά παράβαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει του ότι με τη διάταξη αυτή (άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016) ως βάση για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων λαμβάνεται υπόψη το ύψος αυτών, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τις εισαχθείσες με τις διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 περικοπές, οι οποίες κρίθηκαν, όμως, με τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικές, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ταυτότητα διαδίκων (βλ. άρθρο 197 παρ. 3 Κ.Δ.Δ., πρβ. άρθρο 50 παρ. 5 π.δ. 18/1989), προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε, άλλωστε, ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι είχαν την ιδιότητα του διαδίκου στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις.
  8. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου, οι Αντιπρόεδροι Ειρ. Σαρπ, Ι. Γράβαρης και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου (ήδη Αντιπρόεδρος κατά το χρόνο των διασκέψεων), Αικ. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Ε. Παπαδημητρίου και Μ. Σωτηροπούλου με την άποψη των οποίων συνετάχθησαν και οι Πάρεδροι Α. Σκούφαλος και Σ. Παπακωνσταντίνου. Σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας, ναι μεν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος ο νομοθέτης μπορεί να προβεί και σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων προκειμένου να επιτύχει θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους συνταξιούχους στο όνομα των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, του εξορθολογισμού και της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Όταν όμως το νέο ασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες στο μέλλον συντάξεις στους ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του συνταξιούχους, λαμβάνει, στο πλαίσιο  επανυπολογισμού τους, ως αφετηρία το ύψος των συντάξεων, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά από τις περικοπές, οι οποίες είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 και είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι, καίτοι είχαν επιβληθεί σε συνέχεια αλλεπάλληλων διαδοχικών προηγούμενων περικοπών, οι οποίες είχαν κριθεί συνταγματικώς ανεκτές για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής οικονομικής συγκυρίας, και είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως, οι σχετικές διατάξεις που τις προέβλεπαν δεν συνοδεύονταν από την ειδική επιστημονική μελέτη που περιγράφεται στις εν λόγω αποφάσεις που να δικαιολογεί την αναγκαιότητά τους, ο νομοθέτης οφείλει να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, παραθέτοντας τα ειδικότερα εκείνα δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι χωρίς τη διατήρηση των ως άνω αντισυνταγματικών περικοπών το ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Η αιτιολογία αυτή είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία ενόψει του ότι, ανεξαρτήτως των κριθέντων με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην αιτιολογική έκθεση του ίδιου του ν. 4387/2016 επισημαίνονται οι δυσμενείς συνέπειες που επέφεραν στο ασφαλιστικό σύστημα τα μέτρα που είχαν ληφθεί με βάση τους προγενέστερους νόμους, μεταξύ των οποίων προφανώς περιλαμβάνονται και οι θεσπισθείσες με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 περικοπές. Ειδικότερα, όπως εξετέθη ανωτέρω στη σκέψη 17, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016 αναφέρονται τα εξής: «Τα μέτρα που ελήφθησαν έως σήμερα κατά την διάρκεια της κρίσης επιδείνωσαν αντί να θεραπεύσουν τις δομικές … αδυναμίες [του ασφαλιστικού συστήματος]. Οι σημαντικές περικοπές των συντάξεων αλλοίωσαν σημαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Οι περικοπές, περαιτέρω, υπονόμευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήματος. Το μέσο εισόδημα από συντάξεις μειώθηκε από 1200 ευρώ περίπου το 2010 σε 833 ευρώ περίπου σήμερα. Στην ουσία, έχει τεθεί σε λειτουργία μια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δημοσιονομικά θέματα οδηγούν σε προσαρμογές συντάξεων που υποτιμούν ακόμη περισσότερο το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, οδηγώντας σε τάσεις απεμπλοκής, κυρίως εκ μέρους των νεότερων». Εν προκειμένω, από τα κείμενα που επικαλείται η Διοίκηση για την τεκμηρίωση του ν. 4387/2016, η μόνη ειδική αναφορά στην ανάγκη υιοθετήσεως των κριθεισών ως αντισυνταγματικών περικοπών για να καθορισθεί το ύψος των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (παλαιών συνταξιούχων), που θα ληφθεί ως βάση για τον επανυπολογισμό αυτών με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, γίνεται στο ανωτέρω οικ.20263/121/4.5.2016 «ενημερωτικό σημείωμα» της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 9 του σημειώματος αυτού υπό τον τίτλο: “Εξέλιξη συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριων και επικουρικών συντάξεων)” αναφέρονται τα εξής: “Στο συνημμένο πίνακα 2, παρουσιάζεται η εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κύριων και επικουρικών συντάξεων για την περίοδο 2009-2015 και οι αντίστοιχες προβολές του βασικού σεναρίου για την περίοδο 2016-2019, χωρίς τη δαπάνη για τις παροχές του ΕΚΑΣ.  Σύμφωνα με τα στοιχεία εξέλιξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, διαπιστώνεται σημαντική μείωση σε απόλυτα μεγέθη, τα έτη 2010 και 2013, λόγω της εφαρμογής των διαδοχικών νόμων περιορισμού της (ν. 4024/2011, ν. 4051/2012, ν. 4093/2012), ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ παρατηρείται αύξηση, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Οι προβολές του βασικού σεναρίου έως το 2019 (πριν δηλαδή  τη σύνταξη του σχεδίου νόμου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση), παρουσιάζουν τη σταδιακή αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε απόλυτα μεγέθη (32,06 δις το 2019) για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, αύξηση της μέσης σύνταξης των νέων συνταξιούχων). Στο βασικό αυτό σενάριο το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης το έτος 2019 αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ (το υψηλό ποσοστό οφείλεται στο μειωμένο κατά 17% ΑΕΠ 2019  έναντι  του ΑΕΠ 2009). Επισημαίνεται ότι στις προβολές αυτές έχει συμπεριληφθεί η δημοσιονομική επίπτωση των ν. 4051/2012 και 4093/2012, η οποία αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση της τάξης 2% του ΑΕΠ. Αν εξαιρεθεί η δημοσιονομική επίπτωση των προαναφερθέντων νόμων, η συνταξιοδοτική δαπάνη το έτος 2019 θα φθάσει το 18,5% του ΑΕΠ (ποσοστό εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους Ευρωπαϊκούς  Δείκτες).”  Ακολουθεί δε ο πίνακας 2 στη σελίδα 10 του ως άνω σημειώματος με την εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά τα έτη 2009-2019. Από το παρατεθέν ανωτέρω περιεχόμενο του προαναφερθέντος σημειώματος, το οποίο συνετάγη μετά την κατάθεση του σχεδίου του ν. 4387/2016 στη Βουλή, συνάγεται ότι  μόνη αιτιολογία για την υιοθέτηση από το νέο ασφαλιστικό σύστημα ως αφετηρίας, για τον υπολογισμό του ύψους των χορηγούμενων από αυτό παροχών στους ήδη συνταξιούχους, των παροχών, κύριων και επικουρικών, όπως είχαν διαμορφωθεί ύστερα από την επιβολή των περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι ότι με τις εν λόγω περικοπές επέρχεται εξοικονόμηση της τάξεως του 2% του ΑΕΠ και ότι, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι περικοπές αυτές, η συνταξιοδοτική δαπάνη θα έφθανε το έτος 2019 το 18,5% του ΑΕΠ. Από την αιτιολογία αυτή συνάγεται ότι η διατήρηση των επιβληθεισών με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 περικοπών αποσκοπούσε στην επίτευξη δημοσιονομικού και μόνον σκοπού – τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ – και μάλιστα βραχυπροθέσμου έως και το έτος 2019 και δεν εντασσόταν στο πλαίσιο μέτρων προς εξασφάλιση της βιωσιμότητας του θεσπιζομένου με τον ν. 4387/2016 ασφαλιστικού συστήματος, η βιωσιμότητα του οποίου εξετάζεται, και μάλιστα μόνον ως προς τον φορέα κύριας ασφάλισης (ΕΦΚΑ), κατ’ αρχήν έως το έτος 2060, όπως προκύπτει από το από Απριλίου 2016 έγγραφο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά την μειοψηφούσα  άποψη, ο προβαλλόμενος λόγος ότι εν προκειμένω, κατά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων με τις διατάξεις του  άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο νομοθέτης διατήρησε τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές (με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας) περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 χωρίς να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, θα έπρεπε να γίνει δεκτός.
  9. Επειδή, μετά τη διάσκεψη της 11.5.2018, κατά την οποία λύθηκαν από την Ολομέλεια τα ανωτέρω νομικά ζητήματα και απερρίφθησαν οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως, υπέβαλε παραίτηση από την υπηρεσία ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου που μετείχε στη σύνθεση. Κατόπιν της εν λόγω παραιτήσεως, η οποία συνιστά κώλυμα κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), την προεδρία της συνθέσεως, για τη συνέχιση της διασκέψεως, αναλαμβάνει η αρχαιότερη αντιπρόεδρος Ειρ. Σαρπ, επίσης μέλος της συνθέσεως, προς συμπλήρωση της οποίας λαμβάνει μέρος στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Π. Χαμάκος, αναπληρωματικό μέχρι τότε μέλος αυτής (73Α/18.5.2018 πρακτικό διασκέψεως Ολομέλειας).
  10. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι η απαγόρευση χρηματοδοτήσεως των επικουρικών συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό και η πρόβλεψη χρηματοδοτήσεώς τους μόνο από πόρους που προέρχονται από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, από την απόδοση των κεφαλαίων του Ε.Τ.Ε.ΑΕ.Π. (από προφανή παραδρομή γίνεται αναφορά στα κεφάλαια του ΕΦΚΑ) και από τον αυτόματο μηχανισμό εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., που προβλέπεται στο άρθρο  96 του ν. 4387/2016, καθιστά αντισυνταγματική τη διάταξη αυτή αλλά και την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, διότι παραβιάζουν την  συνταγματική υποχρέωση του Κράτους να χρηματοδοτεί το ασφαλιστικό σύστημα, να καλύπτει, δηλαδή, τα ελλείμματα των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως όταν η χρηματοδότηση αυτή καθίσταται αναγκαία ακόμη και σε δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο δεν αποδίδεται πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, αλλά, κατ΄ ουσίαν, αποδίδεται πλημμέλεια στην ανωτέρω διάταξη του ν. 4387/2016, προβάλλεται παραδεκτώς, διότι τυχόν ανίσχυρο των θεσπιζομένων με το νόμο αυτό ρυθμίσεων, στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη  υπουργική απόφαση, κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως αυτή ισχύει, η οποία, εντασσόμενη στο νέο ασφαλιστικό σύστημα που θεσπίζει ο εν λόγω νόμος, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος αυτού, θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθ’ όσον δεν νοείται ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής νόμου που προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 2151/2015 Ολομ., σκ. 15, 1033/2015 επτ., σκ. 7, 350/2011 επτ., σκ. 7, 2470/2008 Ολομ., σκ. 8, κ.ά.). Περαιτέρω, όμως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως, όπως προβάλλεται, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4387/2016, στο οποίο ορίζεται, όπως εξετέθη ανωτέρω, ότι το κράτος έχει «υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσους πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις», το Κράτος έχει εγγυητική ευθύνη και σε σχέση με την επικουρική ασφάλιση, υπό την έννοια ότι, εάν δεν καταστεί δυνατόν να καλυφθούν ελλείμματα, που ενδεχομένως θα δημιουργηθούν στο μέλλον στον κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, με την ενεργοποίηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 42 παρ. 2 του ν. 4052/2012, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και διαμορφώθηκε τελικώς με το το άρθρο δεύτερο παρ. 11  εδάφιο α΄ του ν. 4393/2016, αυτόματου μηχανισμού εξισορροπήσεως  και την εξάντληση των παρεχομένων από αυτό δυνατοτήτων, το Κράτος πρέπει να τα καλύψει,  εφόσον, και στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίζει ο ανωτέρω νόμος, η επικουρική ασφάλιση προβλέπεται,  όπως και η κύρια ασφάλιση, ως υποχρεωτική και  όχι ως προαιρετική (πρβ. ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 24).  Άλλωστε, ο ν. 4387/2016 δεν απαγορεύει ρητά, όπως το έκανε ο προηγούμενος νόμος (άρθρο 42 του ν. 4052/2012, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016) την κρατική χρηματοδότηση του ΕΤΕΑΕΠ.
  11. Επειδή, περαιτέρω, όπως εκτέθηκε ήδη (σκέψη 8), σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές, είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν είναι απεριόριστη, αλλά, εκτός του ότι τελεί υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές συνταγματικές διατάξεις, οριοθετείται από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, ο νομοθέτης με τη θέσπιση του νέου αυτού συστήματος, το οποίο μπορεί να οδηγεί σε περικοπή των ήδη απονεμόμενων συντάξεων αλλά και σε μείωση των μελλοντικών συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς, δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως, αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Προκειμένου, εξάλλου, να ανταποκριθεί στις ανωτέρω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν θεσπίζει νέο ασφαλιστικό σύστημα όπως είναι το σύστημα του ν. 4387/2016, στο πλαίσιο του οποίου αφενός μεν ιδρύεται νέος, ενιαίος ασφαλιστικός φορέας παροχής κύριας συντάξεως, ύστερα από συγχώνευση σε αυτόν όλων των υπαρχόντων φορέων κύριας ασφαλίσεως, αφετέρου δε προβλέπεται: α) νέος τρόπος  υπολογισμού των εφεξής απονεμόμενων από το νέο αυτό φορέα κύριων συνταξιοδοτικών παροχών αλλά και των εφεξής απονεμόμενων επικουρικών παροχών από υπάρχοντα φορέα επικουρικής ασφαλίσεως,  με συνέπεια τη μείωση αυτών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα και β) επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων κύριων και επικουρικών συντάξεων που μπορεί να οδηγεί και στη μείωσή τους, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρεώσεώς του  για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), πριν από την ψήφιση  του σχετικού νόμου, να τεκμηριώσει αφενός μεν τη βιωσιμότητα του φορέα ή των φορέων που θα απονέμουν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές), αφετέρου δε  την επάρκεια των απονεμόμενων από το εν λόγω σύστημα παροχών υπό την ανωτέρω έννοια της μη παραβιάσεως  του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος. Προκειμένου, ειδικότερα, ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα  των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές)-υποχρέωση που  απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, (ερμηνευομένου ενόψει και του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος), με το οποίο ο νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (ΣτΕ Ολομ. 2200/2010, 2180/2004)-οφείλει, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς τούτο αρχή [πρβλ. ΠΕ 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.· ως προς την αναγκαιότητα των αναλογιστικών μελετών βλ. ανωτέρω στη σκέψη 17 την επισήμανση στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016 ότι το μη βιώσιμο του προϊσχύσαντος ασφαλιστικού συστήματος οφειλόταν, μεταξύ άλλων, και στο ότι «εξαρχής οι παροχές δεν υπολογίζονταν βάσει αναλογιστικών μελετών»], η οποία να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄160). Είναι δε απολύτως αναγκαίο να προκύπτει η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι  θα λειτουργούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα και θα χορηγούν τις ασφαλιστικές παροχές, ιδίως στην περίπτωση της εκ βάθρων μεταβολής του ισχύοντος μη βιώσιμου, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να προκύπτει ότι η επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα είναι πράγματι λυσιτελής, υπό την έννοια ότι είναι ικανή να εξασφαλίσει, πράγματι, την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας όχι μόνον βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η υπάρχουσα Εθνική Αναλογιστική Αρχή έχει, κατά νόμον, αρμοδιότητες προσαρμοσμένες στο ισχύον, κατά το χρόνο ιδρύσεώς της, ασφαλιστικό σύστημα και ότι δεν ρυθμίζεται ειδικώς από την υφιστάμενη νομοθεσία το περιεχόμενο της αναλογιστικής μελέτης που πρέπει να εκπονείται σε περίπτωση θεσπίσεως νέου ασφαλιστικού συστήματος, δεν αίρει την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, πριν από την αντικατάσταση του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος με νέο, να συντάσσεται αναλογιστική μελέτη από όργανο το οποίο να διαθέτει εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις είτε αυτό είναι η ανωτέρω Εθνική Αναλογιστική Αρχή είτε άλλο όργανο με τις εν λόγω εξειδικευμένες  γνώσεις [βλ., άλλωστε, το μνημονευόμενο κατωτέρω στη σκέψη 26 υπ’ αριθμ. 1 κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το οποίο περιέχει αναλογιστικές προβολές που αφορούν τις κύριες συντάξεις].
  12. Επειδή, ως προς το ανωτέρω ζήτημα διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες: Α) Κατά την γνώμη των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, Ευαγγ. Νίκα, Γ. Τσιμέκα, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Π. Μπραΐμη, με την οποία συντάχθηκε ο Πάρεδρος Ανδρ. Σκούφαλος, για την τεκμηρίωση της βιωσιμότητας του φορέα ή των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, με το οποίο επέρχονται μεταβολές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεων, δεν απαιτείται αποκλειστικά η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης αλλά αρκεί η σύνταξη ειδικής οικονομικής μελέτης ή μελετών οικονομικού περιεχομένου, στις οποίες να απεικονίζονται αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα δεδομένα της συνολικής οικονομικής καταστάσεως  των ανωτέρω φορέων και η εξ αυτής συναγόμενη εξέλιξη της πορείας των εσόδων έναντι των δαπανών τους, από την οποία να προκύπτει η δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Β) Κατά την γνώμη του Συμβούλου Κ. Κουσούλη, από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος μπορεί να συναχθεί ότι επιβάλλεται να υφίσταται τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της προσφορότητας των νομοθετικών μέτρων που συνεπάγονται μείζονα μεταβολή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η μεταβολή αυτή συνίσταται σε μετάβαση από ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε άλλο. Ωστόσο, από την ίδια συνταγματική διάταξη ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι επιβάλλεται στον νομοθέτη η τεκμηρίωση αυτή να περιβάλλεται τον τύπο της αναλογιστικής μελέτης, της οποίας το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές δεν έχουν συνταγματική αναγωγή, αλλά καθορίζονται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 15 του ν. 3029/2002, από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και αποτελούν περιεχόμενο υπουργικής απόφασης (ήδη ισχύει η οικ. 21533/293/12.9.2006 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, «Προδιαγραφές εκπόνησης αναλογιστικών μελετών», Β΄1432/28.9.2006). Ο ίδιος, μάλιστα, ν. 3029/2002 διακρίνει, αφενός, μεταξύ αναλογιστικής μελέτης, με τις περιλαμβανόμενες στην ως άνω υπουργική απόφαση προδιαγραφές, και, αφετέρου, αναλογιστικής έκθεσης, η οποία εκπονείται από την ίδια την Εθνική Αναλογιστική Αρχή «στα πλαίσια του μακροχρόνιου οικονομικού και χρηματοδοτικού σχεδιασμού για την εξασφάλιση της κοινωνικής ανταποδοτικότητας και της βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης». Στην ίδια δε παρ. 15 του άρθρου 9 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «ο σχεδιασμός αυτός λαμβάνει υπόψη τα υπάρχοντα και τα πιθανολογούμενα δεδομένα που αφορούν στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και τις εξελίξεις και τάσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και αποσκοπεί: i) στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, ii) στην εξασφάλιση της κοινωνικής ανταποδοτικότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο μακροχρόνιος αυτός σχεδιασμός αναφέρεται στις τάσεις και στις προϋποθέσεις βιωσιμότητας και κοινωνικής αποδοτικότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης την επόμενη πενταετία και δεκαετία, και τροποποιείται ή αναθεωρείται κάθε έτος, ώστε να ενσωματωθούν τυχόν αναγκαίες μεταβολές». Από την ανωτέρω διάκριση προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις αναλογιστική μελέτη αποτελεί, πρωτίστως, μηχανισμό παρακολούθησης και πρόγνωσης της εξέλιξης των επιμέρους παραμέτρων που επιδρούν στην οικονομική πορεία και ισορροπία ενός φορέα κοινωνικής ασφάλισης και βασίζεται σε πραγματικά και αριθμητικά δεδομένα και όχι σε εκτιμήσεις, στο μέτρο που δεν διερευνά τις τάσεις, αλλά τις πραγματικές συνέπειες μιας πρότασης για αύξηση παροχών ή για άλλη μεταβολή των όρων χρηματοδότησης του συστήματος. Περιορίζεται, επομένως, στην παρακολούθηση των αναλογιστικών δεδομένων ενός συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέα και στην αναλογιστική αποτίμηση των συνεπειών που επέρχονται στα δεδομένα αυτά από σχεδιαζόμενες παραμετρικές ρυθμίσεις στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών του φορέα. Στην περίπτωση αυτή, η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης είναι αναγκαία αλλά και λυσιτελής, στο μέτρο που προσεγγίζει την πρόγνωση, διότι στηρίζεται σε περισσότερα και συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Για τους ανωτέρω λόγους, η σχετική επιταγή απευθύνεται προς τους ασφαλιστικούς φορείς και, δι’ αυτών, στον κανονιστικό νομοθέτη, όταν δρα εντός δεδομένου συστήματος, δυνάμενος να το τροποποιήσει μόνο σημειακά. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται, τόσο από το άρθρο 59 του α.ν. της 11 Νοεμβρίου 1935 «περί οργανισμού του υπουργείου Εργασίας» (Α΄543), όσο και από το άρθρο 71 του ν. 2084/1992 (Α΄65), διατάξεις με τις οποίες αναγνωρίστηκαν ως φορείς της γενικής υποχρέωσης εκπόνησης αναλογιστικών μελετών τα κατ’ ιδίαν ασφαλιστικά ταμεία κατά τον σχεδιασμό κανονιστικών ρυθμίσεων που επιδρούν στα οικονομικά τους μεγέθη, όπως η αυξομείωση των παροχών και των εισφορών, το πλήθος των ασφαλισμένων και συνταξιούχων, η ανακατανομή πόρων εντός του ασφαλιστικού φορέα κ.ο.κ. Εξ άλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, γνωμοδοτώντας επί σχεδίων προεδρικών διαταγμάτων, έχει κρίνει παγίως ότι η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας θέσπισης κανονιστικών ρυθμίσεων με αντικείμενο μεταβολές στο ύψος των παροχών και των εισφορών μεμονωμένων και λειτουργούντων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα διατήρησης της αναλογιστικής ισορροπίας των συγκεκριμένων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, η οποία μπορεί να διαγνωσθεί μόνο μέσω της μελέτης, η δε τήρησή του τύπου είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΠΕ ΣτΕ 119/1996, 300/1999 κ.ά.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα αναλογιστική μελέτη, όπως προβλέπεται στις ως άνω διατάξεις, δεν συνιστά εργαλείο εποπτείας και αξιολόγησης, πολλώ δε μάλλον συνολικού ανασχεδιασμού, του εν γένει συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η μεταρρύθμιση του οποίου χωρεί σε μεγάλη κλίμακα, με συνέπεια να μην είναι απαραίτητο, ούτε όμως και εφικτό, να συνοδεύεται από την προηγούμενη εκτίμηση όλων των δεδομένων και παραμέτρων που παρατίθενται στην απόφαση περί προδιαγραφών των αναλογιστικών μελετών. Και τούτο, διότι στην περίπτωση μετάβασης σε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, οπότε και λαμβάνει χώρα ριζική και καθολική μεταβολή των δεδομένων και παραμέτρων, στις οποίες στηρίζεται το σύστημα (αλλαγή βάσης υπολογισμού εισφορών και παροχών, μεταβολή αντιλήψεων ως προς την ιδιότητα του ασφαλισμένου, ως προς τη χρηματοδότηση του συστήματος κ.ά.), η απόδειξη της βιωσιμότητας του τελευταίου δεν είναι δυνατή στη βάση της προβλεπόμενης από τις ως άνω διατάξεις αναλογιστικής μελέτης, ελλείψει συγκριτικών δεδομένων και άλλων κρίσιμων στοιχείων. Από όλα τα ανωτέρω παρέπεται ότι η κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δέσμευση του νομοθέτη για καταρχήν τεκμηρίωση των μεταρρυθμιστικών του επιλογών στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, εξαντλείται στην παράθεση, στην αιτιολογική έκθεση ή σε άλλα κείμενα, στα οποία αυτή ή προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου παραπέμπουν, των σκοπών της μεταρρύθμισης και των λόγων που την επιβάλλουν, καθώς και των βασικών εκείνων οικονομικών στοιχείων και αναλογιστικών δεδομένων, από τα οποία προκύπτει η βιωσιμότητα του νέου συστήματος (εκτιμώμενο πλήθος ασφαλισμένων και συνταξιούχων, εκτιμώμενα έσοδα και δαπάνες ανά κατηγορία παροχών). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα δέσμευε υπέρμετρα και θα παρακώλυε τον νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, και μάλιστα επί αντικειμένου εγείροντος ζήτημα παραβίασης της κατοχυρούμενης στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διάκρισης των λειτουργιών και της δημοκρατικής αρχής. Και τούτο, διότι η άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση της Βουλής, αλλά και της Κυβέρνησης, στην οποία κατά πρώτο λόγο ανήκει το δικαίωμα πρότασης νόμων κατ’ άρθρο 73 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιστούν την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας καταρχήν αδέσμευτη και απεριόριστη, υποκείμενη ως προς μεν το περιεχόμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων στις δεσμεύσεις που επιβάλλουν οι συνταγματικές διατάξεις, με κυριότερες εκείνες περί προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ως προς δε τη νομοπαραγωγική διαδικασία στους προβλεπόμενους και πάλι στο Σύνταγμα τύπους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, η κατ’ άρθρο 74 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση εκπόνησης αιτιολογικής έκθεσης για κάθε νομοσχέδιο και πρόταση νόμου, αλλά και η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατ’ άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος, όταν από τις ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου προκαλούνται δαπάνες εις βάρος του προϋπολογισμού. Επομένως, η απορρέουσα από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση τεκμηρίωσης των νομοθετικών επιλογών στην κοινωνική ασφάλιση εκπληρώνεται επαρκώς με την τήρηση των προαναφερθέντων συνταγματικών τύπων. Γ) Κατά την γνώμη των Συμβούλων Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου και Αγ. Γαλεντιανού- Χαλκιαδάκη, η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (μεταξύ των οποίων γήρας, θάνατος) με γνώμονα αφενός την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή η προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών, και αφετέρου τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης όσο το δυνατό εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει στη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους για αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος καθώς και τη διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμα και την περικοπή των ασφαλιστικών παροχών είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, καταρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για τη διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο νομοθέτης θεσπίζει ένα νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την μείωση και ήδη απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών προς χάριν της βιωσιμότητας, επιβάλλεται οι σχετικές ρυθμίσεις να αιτιολογούνται, από την άποψη της αναγκαιότητας και προσφορότητας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος, πρέπει δε να σέβονται και τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρέωσης για κοινωνική αλληλεγγύη και πάντως όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, δηλαδή εισοδήματος ικανού να διασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υπόστασης αλλά και τη δυνατότητα συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή. Επομένως, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων οι οποίες προκύπτουν από το Σύνταγμα και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί, όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης, επιλέγει θεμιτώς την άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και δη προηγούμενη εκπόνηση αναλογιστικών μελετών προερχομένων από αρμόδια προς τούτο Αρχή. Και τούτο διότι όταν ο νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του τη λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων κλπ.) και αύξηση των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων κλπ), η πτώση του προ της κρίσης βιοτικού επιπέδου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη. Όταν δε στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα την περικοπή ήδη απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών, ο νομοθέτης πρέπει να αιτιολογεί τις ρυθμίσεις με μελέτες, στοιχεία και δεδομένα που τεκμηριώνουν τα προβλήματα βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα τη συνολική οικονομική κατάσταση του συστήματος με την εξέλιξη της πορείας των εσόδων έναντι των δαπανών από την οποία να προκύπτει η δυνατότητά των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Η τεκμηρίωση αφορά ιδίως κρίσιμες πτυχές της βιωσιμότητας του συστήματος, μεταξύ των οποίων: α) Η δημογραφική γήρανση και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής που έχουν συνέπεια να αυξάνει ο αριθμός των συνταξιούχων και να μειώνεται ο αριθμός των ασφαλισμένων που αποτελούν τον ενεργό πληθυσμό της χώρας επί του οποίου βασίζονται οι εισροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, β) Ο λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους ο οποίος επηρεάζεται όχι μόνο από την προεκτεθείσα  δημογραφική γήρανση αλλά και από τις ήδη υφιστάμενες παθογένειες του ασφαλιστικού συστήματος που συνίστανται στη συνταξιοδότηση μεγάλου αριθμού ασφαλισμένων σε ηλικίες κάτω των πενήντα ετών, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι ασφαλιστικές εκροές, γ) Η οικονομική ύφεση και ανεργία που επιδρά αρνητικά στις ασφαλιστικές εισροές λόγω της μείωσης του αριθμού των ασφαλισμένων που συμβάλλουν στη δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Επί τη βάσει των μελετών, των δεδομένων και των στοιχείων αυτών είναι εφικτός στη συνέχεια ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας και των λοιπών συνταγματικών διατάξεων, στο πλαίσιο του οποίου η Διοίκηση μπορεί να επικαλεσθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου, και στοιχεία που είναι μεν μεταγενέστερα της ψήφισης του νόμου αλλά επιβεβαιώνουν τις επιλογές του νομοθέτη, καθότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες εξελίσσονται ραγδαία και τα δεδομένα μεταβάλλονται ιδίως εν μέσω περιόδου οικονομικής κρίσης. Με τα δεδομένα αυτά δεν απαιτείται η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, η οποία, εκτός του ότι δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα κατά τα προαναφερθέντα, δεν θα είχε να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο που ασκείται επ’ ευκαιρία προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων με τις οποίες τίθενται γενικοί και αφηρημένοι κανόνες δικαίου, δεδομένου ότι ναι μεν η περικοπή των απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών είναι αυτονόητο ότι έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου, πλην ο βαθμός των επιπτώσεων ποικίλλει αναλόγως της οικονομικής κατάστασης των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών προ της κρίσης.
  13. Επειδή, με το 12191/495/24.3.2017 έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προς το Δικαστήριο, με θέμα: “Σχετικά με αιτήσεις ακύρωσης στο ΣτΕ κατά των υπουργικών αποφάσεων για την αναπροσαρμογή κύριων, επικουρικών συντάξεων και καθορισμού τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του ΕΤΕΑ”, το οποίο εστάλη στο Δικαστήριο ως έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως, διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο “σε ηλεκτρονική μορφή, το υλικό τεκμηρίωσης για την ψήφιση του ν. 4387/2016” και, ειδικότερα, διαβιβάσθηκαν τα εξής στοιχεία: “1. Χρηματοοικονομική εξέλιξη του Συνταξιοδοτικού Συστήματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και Δημόσιο (Προβολές 2015-2060) από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. 2. Οικονομική μελέτη του ασφαλιστικού συστήματος για την περίοδο 2016- 2020 (από την ΓΔΟΥ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης). 3. Μελέτη του ΚΕΠΕ “Διοικητική Μεταρρύθμιση και λειτουργικός εκσυγχρονισμός των ασφαλιστικών δομών”, Αθήνα, 2014. 4.  Μελέτη του ΚΕΠΕ ” Επίκαιρα θέματα του ασφαλιστικού συστήματος”, Αθήνα, 2016. 5. Πόρισμα της Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος, Οκτώβριος 2015 (ΥΑ 37564/Δ9. 10327/21.8.2015) [Με το  πόρισμα αυτό η ανωτέρω Επιτροπή είχε προτείνει διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα σε σχέση με το σύστημα που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016]. 6.Χρήση των ορίων για το ασφαλιστικό σύστημα, Αθήνα, 2016 (Σώμα Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Υπ. Οικονομικών). 7. Την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ έτους 2014 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2013).”.
  14. Επειδή, το υπ’ αριθμ. 1 κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το οποίο λαμβάνει υπόψη στοιχεία αφορώντα το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και το Δημόσιο, περιέχει αναλογιστικές προβολές της εν λόγω Αρχής, οι οποίες αφορούν τη συνταξιοδοτική δαπάνη για τις κύριες συντάξεις που θα απονέμει ο ιδρυόμενος με το ν. 4387/2016 Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και επιδιώκουν να αποδείξουν τη βιωσιμότητα του  ΕΦΚΑ ενόψει των ρυθμίσεων που ήδη περιέχονται στο σχέδιο νόμου που ετέθη υπόψη της Αρχής και αποτελούν το περιεχόμενο  του ψηφισθέντος στη συνέχεια από τη Βουλή ν. 4387/2016. Δεν περιέχονται στο ανωτέρω κείμενο αναλογιστικές προβολές που να αφορούν τις επικουρικές συντάξεις. Από τα υπόλοιπα  στοιχεία που αναφέρονται στην προηγούμενη  σκέψη  και  διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο αναφορά στις επικουρικές συντάξεις γίνεται μόνον στο υπ’ αριθμ. 2 κείμενο. Το κείμενο αυτό αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως ως “οικονομική μελέτη”, όπως όμως προκύπτει από το περιεχόμενό του, πρόκειται για το ήδη μνημονευθέν έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου οικ. 20263/121/4.5.2016,  της  Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με θέμα: ” Αποτίμηση επιπτώσεων της προτεινόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης”, το οποίο επιγράφεται “ενημερωτικό σημείωμα”. Το σημείωμα αυτό έχει συνταχθεί μετά την κατάθεση στις 22.4.2016 του σχεδίου νόμου στη Βουλή και με αυτό ” επιχειρείται η αποτύπωση των βασικών αρχών της μεταρρύθμισης του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτές προβλέπονται στο προταθέν σχέδιο νόμου…” (σελ. 1 του σημειώματος). Ειδικότερα, στη σελίδα 10 του σημειώματος αυτού υπάρχει πίνακας (Πίνακας 2), στον οποίο απεικονίζεται, κατά τα αναφερόμενα στη σελίδα 9 του σημειώματος, η εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κύριων και επικουρικών συντάξεων για την περίοδο 2009 έως 2015 και οι αντίστοιχες προβολές για την περίοδο 2016 έως 2019, εάν εξακολουθούσε να εφαρμόζεται το ισχύον έως το ν. 4387/2016 ασφαλιστικό σύστημα, καθώς και η εμφάνιση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ. Επίσης, στη σελίδα 21 του ιδίου σημειώματος υπάρχει άλλος πίνακας (Πίνακας 6), με αντίστοιχες προβολές,  στον οποίο απεικονίζεται η εξέλιξη της ως άνω συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης για την ίδια χρονική περίοδο (2009 έως 2019) εάν εφαρμοζόταν (από το έτος 2016 και εφεξής) η θεσπιζόμενη με το νέο νόμο μεταρρύθμιση. Στα υπ’ αριθμ. 3 και 4 κείμενα που αναφέρονται στην προηγούμενη   σκέψη επισημαίνονται και αναλύονται τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το ασφαλιστικό σύστημα, με το υπ’ αριθμ. 5 δε έγγραφο (πόρισμα) προτείνεται διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα σε σχέση με το σύστημα που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016, ενώ τα κείμενα υπ’ αριθμ. 6 και 7 αναφέρονται στις εύλογες δαπάνες που εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως. Δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο ως στοιχείο του φακέλου της υποθέσεως καμία αναλογιστική μελέτη, η οποία να προέρχεται από αρμόδια προς τούτο αρχή και να αφορά τη   βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ. Ειδικότερα, δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο  αναλογιστική μελέτη, από την οποία να προκύπτει ότι εξετάσθηκε και τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ και ότι τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής ελήφθησαν υπόψη κατά την ψήφιση των ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 που αφορούν το νέο τρόπο υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων για τους μελλοντικούς συνταξιούχους και τον αυτόματο μηχανισμό εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του ΕΤΕΑΕΠ, τον επανυπολογισμό – αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, επικουρικών συντάξεων και την μεταβατική αύξηση των εισφορών για την εξαετία 2016 έως 2022. Εξάλλου, στο προαναφερθέν 12191/495/24.3.2017 έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης  προς το Δικαστήριο, με θέμα: “Σχετικά με αιτήσεις ακύρωσης στο ΣτΕ κατά των υπουργικών αποφάσεων για την αναπροσαρμογή κύριων, επικουρικών συντάξεων και καθορισμού τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του ΕΤΕΑ”, το οποίο εστάλη στο Δικαστήριο ως έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως, παρατίθενται τρεις πίνακες με προβολές που φέρονται ότι είχαν συνταχθεί από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή τον Απρίλιο του έτους 2016, ενόψει των περιεχομένων στο σχέδιο νόμου ρυθμίσεων,  σύμφωνα με τις οποίες, με την εφαρμογή του συνόλου των ανωτέρω ρυθμίσεων για τις επικουρικές συντάξεις φαίνεται ότι από το έτος 2024 και εφεξής δεν θα υπάρχουν ελλείμματα στον Κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως  του ΕΤΕΑΕΠ. Ειδικότερα, στον πίνακα 1 εμφανίζονται προβολές της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, όπου απεικονίζονται τα  ετήσια έσοδα από εισφορές, η ετήσια  συνταξιοδοτική δαπάνη για επικουρικές συντάξεις και το ετήσιο έλλειμμα από το έτος 2016 έως το έτος 2030 (διαφορά μεταξύ των ετήσιων εσόδων από εισφορές  μείον τη δαπάνη των ετήσιων παροχών), το οποίο θα ανερχόταν σε 340 εκατομμύρια ευρώ το έτος 2030 στο Βασικό Σενάριο, πριν, δηλαδή, από την εφαρμογή του ν. 4387/2016.  Στον πίνακα 2 υπάρχουν αντίστοιχες προβολές, ύστερα από “την εφαρμογή μόνον των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016”, όπου το έλλειμμα του ΕΤΕΑΕΠ (διαφορά μεταξύ των ετήσιων εσόδων από εισφορές μείον τη δαπάνη των ετήσιων παροχών) θα ανέρχεται σε 69 εκατομμύρια ευρώ το έτος 2030 και στον πίνακα 3 απεικονίζονται τα ίδια μεγέθη με την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων  96 και 97 του ως άνω νόμου, με το σύνολο, δηλαδή, των παρεμβάσεων που θεσπίζονται με τις εν λόγω διατάξεις στις επικουρικές συντάξεις  και, συγκεκριμένα, με την εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων για το μέλλον και του αυτόματου μηχανισμού εξισορροπήσεως που θεσπίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, τον επανυπολογισμό και την αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων που προβλέπεται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου 96,  καθώς και την  αύξηση των εισφορών που προβλέπεται στο άρθρο 97 του νόμου, οπότε το σύστημα, ύστερα από τις ανωτέρω επεμβάσεις στις επικουρικές συντάξεις, φαίνεται να ισορροπεί από το  έτος 2024 και εφεξής, αφότου και προβλέπεται στον τελευταίο αυτό πίνακα αναπροσαρμογή (αύξηση, δηλαδή) των καταβαλλόμενων συντάξεων. Η ανωτέρω, όμως, αναφορά στο ως άνω έγγραφο των απόψεων  της Διοικήσεως  δεν μπορεί να αναπληρώσει την απαιτούμενη αναλογιστική μελέτη, η οποία θα έπρεπε να προκύπτει ότι είχε εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016 και ότι είχε ληφθεί υπόψη από το νομοθέτη κατά την ψήφισή του. Πολύ περισσότερο δε, δεν μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη αναλογιστικής μελέτης το 29028/383/23.6.2017 συμπληρωματικό έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως, το οποίο εστάλη στο Δικαστήριο σε απάντηση του από 10.5.2017 εγγράφου του. Με το τελευταίο αυτό έγγραφο  εζητήθη από τη Διοίκηση να αποσταλούν άμεσα στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων: “1….2. Τυχόν αναλογιστικές μελέτες προγενέστερες της ημερομηνίας δημοσίευσης του ν. 4387/2016, οι οποίες να αφορούν στην επικουρική ασφάλιση και εκτιμούν τις συνέπειες των ρυθμίσεων στη βιωσιμότητα των φορέων επικουρικής ασφάλισης, ιδιαίτερα δε τις προβολές που αναφέρονται στο 12191/24.3.2017 έγγραφο των απόψεων της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 3…”. Σε απάντηση προς το ανωτέρω έγγραφο του Δικαστηρίου, στο ως άνω 29028/383/23.6.2017 συμπληρωματικό έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως, αναφέρεται ότι:”…1…2. Οι προβολές που αναφέρονται στο 12191/24.3.2017 [έγγραφο των απόψεων της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης] πραγματοποιήθηκαν από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή κατά την προετοιμασία του Ν. 4387/2016, λαμβάνοντας υπόψη: τα ιστορικά δεδομένα, τα στατιστικά και οικονομικά στοιχεία καθώς και τις αναλυτικές πληροφορίες: α) για τους ασφαλισμένους… β) για τους συνταξιούχους…Οι  εκτιμήσεις  στηρίχτηκαν στα στοιχεία με έτος βάσης 2013, τα οποία και επικαιροποιήθηκαν με βάση τα δημογραφικά και οικονομικά απολογιστικά στοιχεία του ΕΤΕΑ για το έτος 2015…”. Με το  ανωτέρω περιεχόμενο, όμως, το ως άνω  συμπληρωματικό έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως δεν μπορεί να αναπληρώσει την απαιτούμενη αναλογιστική μελέτη, εφόσον, όπως εξετέθη ανωτέρω, στα στοιχεία του φακέλου δεν υπάρχει έγγραφο προερχόμενο από την ίδια την Εθνική  Αναλογιστική Αρχή που να περιλαμβάνει αναλογιστικές προβολές αναφορικά με τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ ούτε, άλλωστε,  προσκομίστηκε από τη Διοίκηση στο Δικαστήριο τέτοιο έγγραφο της εν λόγω Αρχής  ύστερα από την  ανωτέρω σχετική αλληλογραφία του Δικαστηρίου με τη Διοίκηση [το μνημονευόμενο υπ’ αριθμ. 1 στην προηγούμενη σκέψη κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής περιέχει, κατά τα προεκτεθέντα, αναλογιστικές προβολές που αφορούν μόνον τις κύριες συντάξεις]. Τέλος, δεν μπορεί  να αναπληρώσει την έλλειψη της απαιτούμενης κατά τα ανωτέρω  αναλογιστικής μελέτης η επισήμανση στα αναφερόμενα στην προηγούμενη  σκέψη υπ’ αριθμ. 3 και 4 κείμενα, των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σύστημα. Με το δεδομένο αυτό, της ελλείψεως, δηλαδή, οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης που να προκύπτει ότι είχε  εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του ανωτέρω νόμου και που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, ενόψει των νέου τρόπου υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως για το μέλλον και του μηχανισμού εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του ΕΤΕΑΕΠ που προβλέπονται στο άρθρο  96 παρ. 1 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει,  του επανυπολογισμού- αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του εν λόγω  νόμου συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 96 παρ. 4 αυτού, όπως ισχύει,  καθώς  και της αυξήσεως των εισφορών για την επικουρική σύνταξη κατά την εξαετία 2016 έως 2022, που προβλέπεται στο άρθρο 97 του νόμου, η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 96, όπως ισχύει, που αφορά στον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων, την οποία εφαρμόζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, είναι αντισυνταγματική, η απόφαση δε αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 96 του ως άνω νόμου, όπως αυτή ήδη ισχύει, είναι ακυρωτέα στο σύνολό της, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη της Συμβούλου Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, τα προσκομισθέντα από τη Διοίκηση στοιχεία που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη και αφορούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τις κύριες συντάξεις, δεν αιτιολογούν επαρκώς τις νομοθετικές επιλογές ως προς το καθεστώς των επικουρικών συντάξεων. Συνεπώς, για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
  15. Επειδή, ως προς το ανωτέρω ζήτημα διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες: Α) Κατά την γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου οι αιτούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον για την προβολή του σχετικού λόγου. Τούτο δε διότι δεν αναφέρουν ειδικώς άπαντα τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν για τη σύνταξη της μελέτης. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται ασφαλώς και οι αναληφθείσες υποχρεώσεις, οι οποίες, στην περίπτωση που αποτελούσαν παράγοντα συντάξεως τη μελέτης, θα οδηγούσαν ενδεχομένως και σε μεγαλύτερη αναπροσαρμογή των συντάξεων. Β) Κατά την γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα ο σχετικός λόγος, όπως προβάλλεται, παρίσταται απορριπτέος, δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα στοιχεία και μελέτες προκύπτει ότι η ρύθμιση εχώρησε κατόπιν των προαναφερθεισών μελετών, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι αυτές συνετάγησαν με βάση σειρά στοιχείων, μεταξύ των οποίων αναλογιστικές προβολές και λοιπά δεδομένα και εκτιμήσεις, δεν προσάπτονται δε με τον λόγο αυτόν ειδικότερες πλημμέλειες στις μελέτες αυτές. Γ) Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Κ. Κουσούλη η δομή και τα χαρακτηριστικά του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης καθιστούν καταρχήν περιττή την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης. Και τούτο, διότι η θέσπιση, με το άρθρο 6 της οικ. 23123/785/2016 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του προβλεπόμενου στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016 αυτόματου μηχανισμού εξισορρόπησης για την αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών σε περίπτωση διαπίστωσης ελλειμμάτων στο ΕΤΕΑΕΠ, εγγυάται επαρκώς την αναλογιστική ισορροπία και βιωσιμότητα του συστήματος, η οποία, άλλωστε, αποτελεί το προέχον αντικείμενο της αναλογιστικής μελέτης, και μάλιστα στην προοπτική του, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι η καθιερούμενη με τον ν. 4387/2016 επικουρική ασφάλιση αποβλέπει στην αποκατάσταση της απόλυτης ανταποδοτικότητας εισφορών-παροχών στο πλαίσιο ενός συστήματος προκαθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης, εντός του οποίου εισφορές και παροχές υπολογίζονται με ενιαίο τρόπο, με κατάργηση παλαιότερων ρυθμίσεων που είχαν ως συνέπεια την καταβολή υψηλών επικουρικών συντάξεων που δεν αντίκρυζαν αντίστοιχου ύψους καταβολή εισφορών και, κατ’ επέκταση, τη συσσώρευση ελλειμμάτων. Σε κάθε περίπτωση, για την τεκμηρίωση της βιωσιμότητας του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης η Διοίκηση έχει εκπονήσει σειρά μελετών, οι οποίες φέρουν, κατά την ίδια γνώμη, τα χαρακτηριστικά αναλογιστικής μελέτης, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι το περιεχόμενο μιας τέτοιας μελέτης, ιδιαίτερα στην περίπτωση που αντικείμενό της είναι η βιωσιμότητα ενός νέου φορέα κοινωνικής ασφάλισης, δεν καθορίζεται με σαφήνεια στον νόμο ούτε προσδιορίζεται από την πλειοψηφία. Ειδικότερα, προβολές της μεσοπρόθεσμης, έως το 2019, εξέλιξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης για τις επικουρικές συντάξεις (αθροιστικά με τις κύριες), τόσο πριν από όσο και μετά τις παρεμβάσεις του ν. 4387/2016, περιέχονται στο προγενέστερο της ψήφισης του νόμου οικ.20263/121/4.5.2016 ενημερωτικό σημείωμα της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ στο 12191/495/ 24.3.2017 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο αναφέρεται ρητώς, με παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι το σύστημα επικουρικής ασφάλισης παρουσιάζει συσσωρευμένα και δομικά ελλείμματα, τα οποία μακροπρόθεσμα καλύπτονται μόνο με την εμπέδωση της αρχής της ανταποδοτικότητας. Περαιτέρω, στο ίδιο ως άνω έγγραφο απόψεων γίνεται αναφορά σε προβολές που πραγματοποίησε η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, από τις οποίες προκύπτει η βιωσιμότητα του συστήματος, στο δε 29028/383/23.6.2017 συμπληρωματικό έγγραφο απόψεων αναφέρεται ότι οι προβολές που αναφέρονται στο αρχικό έγγραφο απόψεων πραγματοποιήθηκαν από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή κατά την προετοιμασία του ν. 4387/2016, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, τα στατιστικά και οικονομικά στοιχεία και τις αναλυτικές πληροφορίες που αφορούν σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους, καθώς και σε εκτιμήσεις που στηρίχτηκαν στα στοιχεία με έτος βάσης 2013, τα οποία και επικαιροποιήθηκαν με βάση τα δημογραφικά και οικονομικά απολογιστικά στοιχεία του ΕΤΕΑ για το έτος 2015. Τα στοιχεία αυτά, η ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους αιτούντες, παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της τήρησης της συνταγματικής απαίτησης για τεκμηρίωση των νομοθετικών επιλογών που συνεπάγονται μείζονες μεταβολές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν επιβάλλεται η τεκμηρίωση να προηγείται τη θέσπισης του νόμου. Άλλωστε, παγίως το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του στοιχεία μεταγενέστερα της θέσπισης του νόμου, τα οποία προσκομίζονται από τη Διοίκηση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και από τα οποία προκύπτει η ratio θέσπισης των εκάστοτε αγόμενων ενώπιόν του νομοθετικών ρυθμίσεων (πρβλ. 691/2013 σκέψη 13, 1901/2014 σκέψη 12, 2192/2014 σκέψη 21, 4003/2014 σκέψη 11, 15/2015 σκέψη 22, 425/2015 σκέψη 31, 2204/2010 Ολομ. σκ. 9). Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η Διοίκηση ισχυρίζεται ότι έχουν πραγματοποιηθεί προβολές με βάση προγενέστερα του ν. 4387/2016 στοιχεία και δεδομένα, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αναστείλει την πρόοδο της δίκης προκειμένου να προσκομισθούν τα εν λόγω κείμενα τεκμηρίωσης. Τέλος, στο προσκομισθέν 280/20.05.2016 τεχνικό σημείωμα της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το οποίο συνετάγη σε απάντηση του 19146/8625/22.4.2016 εγγράφου από το Γραφείο του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι τεχνικές παράμετροι για την υλοποίηση του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 με στόχο να διαμορφωθεί «μια τεχνική βάση για το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC)». Σε κάθε δε περίπτωση, η μείωση των παροχών λειτουργεί, κατά κοινή πείρα, υπέρ της βιωσιμότητας του συστήματος. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δ) Κατά την γνώμη των Συμβούλων Δ. Μακρή,  και Μ. Πικραμένου, από το κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και τις λοιπές μελέτες που παρατίθενται στη σκέψη 23, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, έλαβε υπόψη  κρίσιμες πτυχές βιωσιμότητας του συστήματος, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες με πλήθος παθογενειών, και επιχειρεί με τις ρυθμίσεις του να δημιουργήσει προϋποθέσεις μεταβολής της υφισταμένης κατάστασης για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του. Ειδικότερα, στη μελέτη του ΚΕΠΕ “Επίκαιρα θέματα του ασφαλιστικού συστήματος” (2015), αναφέρεται ότι σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ το 1980 οι δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση ήταν της τάξεως του 10,3% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΟΟΣΑ 15,4) ενώ το 2012 έφθασαν το 26,1% (μέσος όρος ΟΟΣΑ 21,6%) και παρά τα υψηλά αυτά ποσοστά πόρων που διατίθενται για τις συντάξεις, από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ασφαλιστικό σύστημα παρουσιάζει διαρθρωτικά προβλήματα και δυσοίωνες προοπτικές. Επισημαίνεται ότι το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδος είναι πλέον διανεμητικό, δηλαδή οι σημερινοί εργαζόμενοι με τις εισφορές τους πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων προσδοκώντας ότι αύριο θα τύχουν τα παιδιά τους της ίδιας αλληλεγγύης. Σύμφωνα με την μελέτη ο πυρήνας του ασφαλιστικού προβλήματος είναι ότι ο αριθμός αυτών που πληρώνουν εισφορές θα περιορίζεται, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων θα αυξάνεται και στο πρόβλημα αυτό μπορεί να υπάρχουν τρεις αντιδράσεις: αύξηση εισφορών, μείωση της μέσης σύνταξης και περιορισμός του αριθμού των δικαιούχων που σημαίνει επιμήκυνση του εργασιακού βίου. Από το διάγραμμα της ηλικιακής σύνθεσης του πληθυσμού της Ελλάδας προκύπτει μεγάλη μείωση των ατόμων σε παραγωγικές ηλικίες, δηλαδή από 15 έως 64 ετών, κατά 11%, μεγάλη αύξηση των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών κατά 12,7% και άνω των 80 ετών κατά 9,5%, ενώ ο αριθμός των παιδιών εμφανίζει μικρή πτώση κατά 1,8%. Τονίζεται ότι μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης συνδέεται με την απασχόληση, το φαινόμενο δε αυτό έχει προφανείς επιπτώσεις στα έσοδα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης καθώς, όπως προκύπτει από τα σχετικά διαγράμματα, από το 2000 έως την έναρξη της κρίσης, η απασχόληση αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,8% ενώ από το 2009 η τάση αντιστρέφεται και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μειώνεται κατά 4,1%. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι προ κρίσης κάθε χρόνο δημιουργούνταν 58,9 χιλ. θέσεις εργασίας ενώ στη διάρκεια της κρίσης χάνονταν 170,5 χιλ. θέσεις ετησίως. Έτσι, η μείωση του ποσοστού απασχόλησης (απασχολούμενοι/πληθυσμός) στα άτομα άνω των 15 ετών από περίπου 50% το 2008 έπεσε κάτω του 40% το 2015, με αποτέλεσμα 4 στους 10 άνω των 15 ετών εργάζονται για να συντηρούν τους υπόλοιπους 6. Στην ίδια μελέτη αναλύεται και ο παράγων της δημογραφικής γήρανσης που οφείλεται στην μείωση των γεννήσεων και την μείωση της θνησιμότητας των ηλικιωμένων, με αποτέλεσμα οι συνταξιοδοτικές δαπάνες να αυξηθούν κατά 10% έως 20%. Από τη διαχρονική προβολή του Δείκτη Δημογραφικής Γήρανσης παρατηρείται ότι ενώ το 2013 η αναλογία ήταν 0,3 ηλικιωμένοι για κάθε έναν ηλικίας 15-64 ετών, η αναλογία αυξάνεται δραματικά και το 2050 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 0,6 ηλικιωμένους για κάθε άτομο παραγωγικών ηλικιών. Κατά την μελέτη, η συρρίκνωση του αριθμού των προσώπων που θα μπορούν να εργαστούν θα επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης και θα εντείνει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Ακολούθως, στο κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής “Χρηματοοικονομική εξέλιξη του Συνταξιοδοτικού Συστήματος για ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και Δημόσιο Προβολές 2015-2060” (Απρίλιος 2016) αναφέρεται εν πρώτοις ότι το αυξανόμενο δημογραφικό πρόβλημα και η οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα δημιούργησαν ασφυκτικές πιέσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελεί κριτήριο βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος και τα τελευταία έτη το προαναφερόμενο ποσοστό παρουσιάζεται αυξημένο λόγω της σημαντικής μείωσης του ΑΕΠ. Αναφέρεται επίσης ότι οι αναλογιστικές προβολές πραγματοποιήθηκαν με το μοντέλο του ILO προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες των ελληνικών σχημάτων, ενώ ακολουθήθηκε η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για την πραγματοποίηση των αναλογιστικών προβολών για το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα για το Ageing Working Group (AWG) της Economic Policy Committee (EPC). Έγινε επίσης χρήση των μακροοικονομικών και δημογραφικών υποθέσεων του AWG με έτος βάσης το 2013 με στόχο την απευθείας σύγκριση του ισχύοντος συστήματος και της μεταρρύθμισης. Οι βασικές συνιστώσες για την περιγραφή της συνολικής χρηματοοικονομικής εξέλιξης του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος που εξετάσθηκαν είναι: α) η δημογραφική εξέλιξη, β) η συνολική δαπάνη του συστήματος όσον αφορά τις παροχές ως ποσοστό του ΑΕΠ, γ) το ετήσιο αποτέλεσμα του συστήματος (παροχές μείον ασφαλιστικές εισφορές) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ακολουθούν πίνακες που εμφανίζουν τα κύρια αποτελέσματα των εκτιμήσεων, συγκρίνοντας το σενάριο για το ισχύον σύστημα με το σενάριο της μεταρρύθμισης. Οι πίνακες αφορούν: “ΙΚΑ ΕΤΑΜ: Δημογραφική προβολή-πλήθος συντάξεων 2015-2060- Προβολή συνολικών παροχών 2015-2060 (Status Quo scenario-Reform scenario)”, “Δημόσιος τομέας: Δημογραφική προβολή-πλήθος συντάξεων 2015-2060- Προβολή συνολικών παροχών 2015-2060 (Status Quo scenario-Reform scenario)”, “ΟΑΕΕ Δημογραφική προβολή-Πλήθος συντάξεων 2015-2060-Προβολή συνολικών παροχών 2015-2060 (Status Quo scenario-Reform scenario)”,”ΟΓΑ Δημογραφική προβολή-Πλήθος συντάξεων 2015-2060-Προβολή συνολικών παροχών 2015-2060 (Status Quo scenario-Reform scenario)”, “Σύνολο τεσσάρων φορέων-Δημογραφική προβολή-Πλήθος συντάξεων 2015-2060-Προβολή συνολικών παροχών 2015-2060 (Status Quo scenario-Reform scenario)”. Στον πίνακα για το σύνολο των τεσσάρων φορέων “Προβολή εισφορών και συνολικών παροχών 2015-2060” στην ισχύουσα κατάσταση (status quo σενάριο) εμφανίζεται ετήσιο αποτέλεσμα σε ποσοστό του ΑΕΠ 5.42 ενώ σε ότι αφορά την εξέλιξη μετά την μεταρρύθμιση (reform σενάριο) 3.79 Στα συμπεράσματα της μελέτης, επί τη βάσει των ανωτέρω προβολών για τους εξετασθέντες φορείς, προκύπτουν τα εξής ως προς το δημογραφικό στο status quo σενάριο, όπως και στο reform σενάριο, ο λόγος συνταξιούχων προς εισφέροντες προβλέπεται ότι βαίνει αυξανόμενος και από 0.64 το 2015 καταλήγει στο 0.73 το 2060, όμως στο reform σενάριο σε σχέση με το status quo εμφανίζεται μικρότερος αριθμός συνταξιούχων κατά μέσο όρο 1,4% μεσοβραχυπρόθεσμα. Ως προς τις παροχές υπό τις προϋποθέσεις του ισχύοντος καθεστώτος ασφάλισης εκτιμάται ότι θα διαμορφωνόταν από 11,86% του ΑΕΠ το 2015, σε 10,67 κατά το 2060, αλλά σύμφωνα με την μεταρρύθμιση οι παροχές από 11,86% του ΑΕΠ το 2015 εκτιμάται ότι το 2060 θα φτάσουν το 9.21% του ΑΕΠ. Ακολούθως στο οικ.20263/121/4.5.2016  ενημερωτικό σημείωμα της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης γίνεται, στο Μέρος Α, συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκαλούν προβλήματα στη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα: α) οι επιπτώσεις της κρίσης στην απασχόληση με διαγράμματα ως προς τη διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων και του ποσοστού απασχόλησης καθώς και ως προς το πλήθος απασχολούμενων και συνταξιούχων κύριας σύνταξης 2008-2014, β) η επίπτωση της κρίσης στις αποδοχές των εργαζομένων με διάγραμμα για την εξέλιξη του δείκτη μισθών με διόρθωση εργασίμων ημερών, γ) στοιχεία για την εξέλιξη των εσόδων των ταμείων από ασφαλιστικές εισφορές, δ) στοιχεία για τα αποθεματικά των ταμείων,ε) εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κύριων και επικουρικών συντάξεων, στ) ελλείμματα φορέων κύριας ασφάλισης, ζ) παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, η) πολυπλοκότητα και αδιαφάνεια του ισχύοντος συστήματος. Ειδικότερα, στον Πίνακα 2 “Εξέλιξη συνταξιοδοτικής δαπάνης 2009-2019” καταγράφεται η αύξηση της δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 13,71% το 2009 σε 16,29% το 2019 και αναφέρεται ότι “η αύξηση της δαπάνης για συντάξεις την περίοδο 1980-2009 ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό ερμηνεύεται τόσο από την αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων (δημογραφικοί λόγοι, μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης, ασφάλιση αγροτισσών, δικαίωμα σύνταξης χηρείας σε άνδρες), όσο και από το γεγονός ότι η μέση σύνταξη των νέων συνταξιούχων ήταν υψηλότερη από αυτή των υφισταμένων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο αριθμός των συνταξιούχων μέσα σε 30 χρόνια σχεδόν διπλασιάστηκε και συγκεκριμένα από 1,1 εκατ. που ήταν το 1980 ανήλθε σε 2,3 εκατ. Το 2009, ενώ το 2015 ο αριθμός των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2,65 εκατ.”. Περαιτέρω, στον Πίνακα 3 “Εξέλιξη ελλείμματος φορέων κοινωνικής ασφάλισης” παρουσιάζεται η αύξηση του ελλείμματος από 6,63% το 2009 σε 9,03% το 2019 και σημειώνεται ότι παρά την ενσωμάτωση των μέτρων περιορισμού της δαπάνης η εξέλιξη του ελλείμματος των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε απόλυτα μεγέθη είναι αυξητική. Στον Πίνακα 4 “Μεταφορές από τον κρατικό προϋπολογισμό προς Φορείς Κύριας Ασφάλισης 2000-2015” παρουσιάζεται αύξηση από 85.602,38 εκατ. ευρώ σε 154.438,92 εκατ. ευρώ και αναφέρεται ότι η αποτύπωση των στοιχείων “καταδεικνύει και τα μεγάλα ελλείμματα που υφίστανται σε όλους σχεδόν τους ΦΚΑ, τα οποία…τα τελευταία έτη έχουν επιδεινωθεί λόγω της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης των μισθών, της κρίσης που πλήττει τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Από τον…πίνακα προκύπτει ότι ο ΟΓΑ έχει απορροφήσει σχεδόν το 44% της χρηματοδότησης, λόγω του ότι το μεγαλύτερο μέρος των παροχών του έχει προνοιακό χαρακτήρα. Ακολουθεί το ΙΚΑ ΤΕΑΜ με 27% και ο ΟΑΕΕ με 10%. Ουσιαστικά την περίοδο 2000-2015 ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδότησε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για την καταβολή κύριων συντάξεων (μη συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου) σε ποσό ίσο με το 88% του ΑΕΠ έτους 2015, της χώρας”. Στη συνέχεια στο εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα αναφέρεται ότι η βιωσιμότητα ενός διανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εξαρτάται από δημογραφικούς παράγοντες (γήρανση πληθυσμού), από τις παραγωγικές δομές, την απασχόληση, την παραγωγικότητα της οικονομίας (τεχνολογικό επίπεδο, επιχειρηματικότητα, διάρθρωση του παραγωγικού ιστού), το επίπεδο του πληθωρισμού. Προκειμένου ένα τέτοιο σύστημα να είναι βιώσιμο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εκάστοτε δημογραφικές και οικονομικές εξελίξεις, η δε κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα στο υφιστάμενο ασφαλιστικό σύστημα οφείλεται στη συστηματικά πλημμελή εφαρμογή των κανόνων που καθιστούν ένα διανεμητικό σύστημα βιώσιμο. Στο ενημερωτικό σημείωμα παρατίθενται οι παθογένειες και τα διαχρονικά προβλήματα του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) ιδιαίτερα ευνοϊκές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης οι οποίες διαφοροποιούνταν μεταξύ ομάδων ασφαλισμένων, β) μη συμβατά ποσοστά αναπλήρωσης με τις διαμορφούμενες οικονομικές συνθήκες στη χώρα (μέσο συντάξιμο μισθό, αριθμό απασχολουμένων, δημοσιονομική στενότητα), γ) διαφοροποιήσεις στους κανόνες εισφορών και παροχών τόσο μεταξύ νέων και παλαιών ασφαλισμένων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων των επιμέρους Ταμείων, δ) διατήρηση ισχυρών αντικινήτρων παραμονής στην εργασία πέραν των ελάχιστα απαιτούμενων προϋποθέσεων, συντηρώντας εντός του ασφαλιστικού συστήματος παροχές προνοιακού χαρακτήρα, ε) στρέβλωση των κανόνων ανταποδοτικότητας του συστήματος, μέσω των διαδοχικών οριζόντιων περικοπών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία έτη, στ) συντήρηση κοινωνικών πόρων υπέρ ομάδων ασφαλισμένων, με μετακύλιση των υποχρεώσεων των ομάδων αυτών στους φορολογούμενους. Τα ανωτέρω είχαν ως αποτέλεσμα τη σώρευση και διατήρηση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα υψηλών ελλειμμάτων στο ασφαλιστικό σύστημα που απαιτούν ετησίως ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό σε ποσοστό που υπερβαίνει το 9% του ΑΕΠ, το γεγονός δε ότι η χρηματοδότηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης απαιτεί ετησίως την απορρόφηση του 40% των φορολογικών εσόδων, καθιστά προφανείς τις περιορισμένες δυνατότητες άσκησης άλλων μορφών πολιτικής μέσω του τακτικού προϋπολογισμού. Στο ενημερωτικό σημείωμα επισημαίνεται ότι σε δημοσιονομικούς όρους η ασφαλιστική μεταρρύθμιση αποσκοπεί στη βιωσιμότητα του συστήματος μακροπρόθεσμα συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας και παρατίθενται πίνακες για την εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης μετά τη μεταρρύθμιση και για τις δύο κατηγορίες συντάξεων (κύριες και επικουρικές) καθώς και για την εξέλιξη του ελλείμματος φορέων κύριας ασφάλισης μετά την μεταρρύθμιση. Περαιτέρω αποτυπώνονται οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και εκτιμάται ότι θα βελτιωθούν τα οικονομικά αποτελέσματα των φορέων κύριας ασφάλισης κατά 1.000 εκ. ευρώ ή 0,53 του ΑΕΠ. και επομένως θα μειωθεί η ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης. Αναφέρεται επίσης ότι “η φτώχεια έχει πια αλλάξει υπόσταση και από τους ηλικιωμένους της επαρχίας “μετακόμισε” στους νέους και ανέργους των αστικών κέντρων” και στο σχετικό διάγραμμα “Εξέλιξη σχετικού δείκτη φτώχειας διαφόρων ηλικιακών ομάδων” απεικονίζεται η σχετική επιτυχία της χώρας να προστατεύσει,ακόμα και εν μέσω κρίσης, το εισόδημα των ηλικιωμένων, σε αντίθεση με το ανησυχητικό φαινόμενο της αύξησης της σχετικής φτώχειας παιδιών και ατόμων σε παραγωγικές ηλικίες οι οποίες πλήττονται εισοδηματικά από τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Εξάλλου, στο έγγραφο 12191/495/24.3.2017 της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προς το Δικαστήριο, με θέμα: “Σχετικά με αιτήσεις ακύρωσης στο ΣτΕ  κατά των υπουργικών αποφάσεων για την αναπροσαρμογή κύριων και επικουρικών συντάξεων και καθορισμού τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του ΕΤΕΑ”, το οποίο επιβεβαιώνει τις βασικές παραδοχές των ως άνω μελετών για τις παθογένειες του ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος, παρατίθενται πίνακες με προβολές της Αναλογιστικής Αρχής που συντάχθηκαν τον Απρίλιο του 2016, ενόψει των ρυθμίσεων του νέου νόμου, στους οποίους αποτυπώνεται το έλλειμμα του πρώην ΕΤΕΑ στο βασικό σενάριο, δηλαδή πριν την εφαρμογή του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 (πίνακας 1), το έλλειμμα του πρώην ΕΤΕΑ μετά την εφαρμογή των παρ. 1, 2, 3 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 (πίνακας 2) και το έλλειμμα του πρώην ΕΤΕΑ μετά την εφαρμογή των παρ. 1, 2, 3, 4 των άρθρων 96 και 97 του ν. 4387/2016 (πίνακας 3), με βάση δε τις σχετικές εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής το σύνολο των παρεμβάσεων του ν. 4387/2016 περιορίζει ετησίως το έλλειμμα έτσι ώστε το σύστημα να ισορροπεί μετά το 2024. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία ο νομοθέτης αιτιολογεί τις ρυθμίσεις με βάση τις κρίσιμες παραμέτρους βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος που καταδεικνύουν την εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση που έχει περιέλθει το σύστημα από τη διαρκή χειροτέρευση θεμελιωδών μεταβλητών, όπως είναι η δημογραφική γήρανση, η ανεργία και η οικονομική ύφεση, η σχέση ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, που επιδρούν αποφασιστικά στη βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, με συνέπεια να τίθεται επιτακτικά η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που να εγγυάται τη διατήρησή του κατ’ επιταγήν του Συντάγματος. Με βάση τα ανωτέρω ο νομοθέτης τεκμηριώνει ειδικότερα και τις ρυθμίσεις για την βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, η δε αναφορά στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης επιβεβαιώνει τα στοιχεία που ήδη είχαν ληφθεί υπόψη πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016 και αφορούσαν τους βασικούς πυλώνες του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  16. Επειδή, περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η οποία, όπως ήδη εξετέθη, εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως αυτή ισχύει ύστερα από την αντικατάστασή της, από τότε που ίσχυσε, με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 4445/2016, ρυθμίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής θεσπίζεται το ετήσιο ποσοστό αναπληρώσεως συντάξεων γήρατος ανά εντασσόμενο τομέα, ταμείο ή κλάδο στο ΕΤΕΑ,  με βάση το οποίο  επανυπολογίζονται οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις (ΑRn), τα δε άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως αυτής αφορούν στο ετήσιο  ποσοστό αναπληρώσεως των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων με βάση τα ισχύοντα πριν από το ν. 4387/2016 (ARo). Τα ανωτέρω ποσοστά αναπληρώσεως (ARn και ARo) αποτελούν τον αριθμητή και τον παρονομαστή, αντιστοίχως, κλάσματος που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως και που ονομάζεται συντελεστής επανυπολογισμού (ΣΕ) με πηλίκον του ανωτέρω κλάσματος αριθμό μικρότερο ή ίσο με τη μονάδα (ΣΕ = ARn/ARo, με ΣΕ ≤ 1). Ο τελευταίος θα εφαρμόζεται  (πολλαπλασιάζεται) στην καταβαλλόμενη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 επικουρική σύνταξη ανά τομέα, ταμείο ή κλάδο του ΕΤΕΑ,  δηλαδή στην επικουρική σύνταξη που καταβάλλεται κατόπιν συνυπολογισμού των περικοπών που είχαν επέλθει κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012,   συνυπολογιζομένων δε και των κρατήσεων της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχου της παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 καθώς και των κρατήσεων υπέρ υγείας, όπως καθορίζονται στο άρθρου 44 του ν. 4387/2016, προκειμένου να εξευρεθεί το ποσό της επικουρικής  συντάξεως που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό της ήδη καταβαλλόμενης, πριν από την ισχύ του ν. 4387/2016, επικουρικής συντάξεως. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παράγραφοι 1, 3 και 5 καθώς και το άρθρο 5 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως αναφέρονται  στον τρόπο και στη διαδικασία, αντιστοίχως, επανυπολογισμού των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων με την εφαρμογή σε αυτές του συντελεστή επανυπολογισμού. Τέλος, στο άρθρο 6 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, με τίτλο: “Αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων”, προσδιορίζεται το ποσό της καταβαλλόμενης επικουρικής συντάξεως υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016, το οποίο μπορεί να είναι είτε ίσο με εκείνο που καταβαλλόταν στους δικαιούχους κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού είτε μικρότερο από το ποσό αυτό και ίσο με το ποσό που θα προκύψει ύστερα από τον επανυπολογισμό, κατ’ εφαρμογή της υπουργικής αυτής αποφάσεως, της επικουρικής συντάξεως   που καταβαλλόταν σε αυτούς πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016,  είτε σε ενδιάμεσο ύψος, δηλαδή μικρότερο από το ποσό που καταβαλλόταν στους δικαιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, αλλά μεγαλύτερο από το ποσό που προκύπτει ύστερα από τον ανωτέρω επανυπολογισμό, αναλόγως με το ύψος στο οποίο ανέρχεται η καταβαλλόμενη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, υπό το προϊσχύον, δηλαδή, καθεστώς, κύρια σύνταξη, έτσι ώστε το άθροισμα κύριας πριν από το ν. 4387/2016 και επικουρικής μετά το νόμο συντάξεως να μην είναι μικρότερο των 1300 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς υγειονομικής περιθάλψεως και των κρατήσεων εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχου (άρθρο 6 παρ. 3 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως).  Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 της ως άνω διατάξεως  του άρθρου 6 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, εφόσον το άθροισμα της ήδη καταβαλλόμενης πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 κύριας και επικουρικής συντάξεως είναι μικρότερο ή ίσο με 1300 ευρώ, το ίδιο δε ισχύει και ύστερα από τον επανυπολογισμό της επικουρικής συντάξεως κατά το οριζόμενα στο άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως, ο συνταξιούχος εξακολουθεί να λαμβάνει το ποσό της επικουρικής συντάξεως  που ελάμβανε πριν από το ν. 4387/2016, η δε διαφορά μεταξύ της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου επικουρικής  συντάξεως, συνυπολογιζομένων των κρατήσεων της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχου της παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 και των κρατήσεων υπέρ υγείας, όπως καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4387/2016, και της επανυπολογισθείσας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της αποφάσεως αυτής, διατηρείται ως προσωπική διαφορά ανά συνταξιούχο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 ήταν μεγαλύτερο από 1300 ευρώ, ύστερα δε από την εφαρμογή του νόμου αυτού και από τον επανυπολογισμό της επικουρικής συντάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το άθροισμα κύριας πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 συντάξεως  και επικουρικής ύστερα από τον, κατά τα ανωτέρω,  επανυπολογισμό της, εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από 1300 ευρώ, τότε η επικουρική σύνταξη που θα καταβάλλεται στον συνταξιούχο ανακαθορίζεται στο ύψος της επανυπολογισθείσας με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή μειώνεται και ισούται με το ποσό που προκύπτει από τον, κατά τα ανωτέρω, επανυπολογισμό της. Τέλος, στη περίπτωση, κατά την οποία το άθροισμα καταβαλλόμενης κύριας και επικουρικής συντάξεως πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 ήταν μεγαλύτερο των 1300 ευρώ και ύστερα από τον επανυπολογισμό της επικουρικής συντάξεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, το άθροισμα της κύριας συντάξεως  που καταβαλλόταν πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 και της επικουρικής ύστερα από τον, κατά τα ανωτέρω, επανυπολογισμό της, είναι μικρότερο από 1300 ευρώ, η επικουρική σύνταξη αναπροσαρμόζεται σε ποσό ώστε προστιθέμενη στην καταβαλλόμενη πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 κύρια σύνταξη να προκύπτει άθροισμα ύψους 1300 ευρώ. Το επιπλέον δε ποσό επικουρικής συντάξεως, το οποίο θα καταβάλλεται στον συνταξιούχο, ώστε το άθροισμα της κύριας συντάξεως που του καταβαλλόταν πριν την εφαρμογή του ν. 4387/2016 και της επικουρικής που θα καταβάλλεται τελικώς σ’ αυτόν, ύστερα από την εφαρμογή του ν. 4387/2016, επιπλέον από το ποσό στο οποίο θα ανερχόταν η επικουρική σύνταξη, κατόπιν του, κατά τα ανωτέρω, επανυπολογισμού της, σύμφωνα με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, διατηρείται ως προσωπική διαφορά.
  17. Επειδή, προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ότι η υιοθέτηση του ύψους της καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως ως κριτηρίου για την περικοπή της επικουρικής συντάξεως, ασχέτως των καταβληθεισών για την επικουρική ασφάλιση εισφορών, είναι αυθαίρετη και απρόσφορη, αποβαίνει δε σε βάρος των συνταξιούχων εκείνων, οι οποίοι έχουν εργαστεί πολλά χρόνια και έχουν καταβάλει σημαντικά ποσά εισφορών για την επικουρική ασφάλιση και οι οποίοι θα λάβουν, τελικώς, μικρότερο ποσό επικουρικής συντάξεως, σε σχέση με συνταξιούχους που έχουν μικρότερο ή τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως  και έχουν καταβάλει χαμηλότερες εισφορές ή τις ίδιες εισφορές στην επικουρική ασφάλιση, για το λόγο και μόνον ότι λαμβάνουν μεγαλύτερη κύρια σύνταξη από αυτούς. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, πράγματι, το ύψος της καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως  δεν είναι πρόσφορο κριτήριο για τον προσδιορισμό του ύψους της καταβαλλόμενης επικουρικής συντάξεως, δεδομένου ότι για κάθε μια από τις ανωτέρω συντάξεις έχουν καταβληθεί υποχρεωτικώς από τους ασφαλισμένους αυτοτελείς ασφαλιστικές εισφορές. Δεν καθιστά δε πρόσφορο το ως άνω κριτήριο το ότι  η αξίωση του συνταξιούχου έναντι του Κράτους για τη χορήγηση σε αυτόν συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία  να του επιτρέπει να ζεί  σε επίπεδο που να μην αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου, αφορά  το σύνολο των χορηγούμενων σε αυτόν συντάξεων, δηλαδή το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως. Περαιτέρω, δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, συνταξιούχοι, ύστερα από τον κατά τα ως άνω επανυπολογισμό και αναπροσαρμογή της επικουρικής τους συντάξεως, να λαμβάνουν, τελικώς, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, επικουρική σύνταξη χαμηλότερου ύψους από συνταξιούχους, που έχουν συνταξιοδοτηθεί από το ίδιο με αυτούς -ήδη ενταχθέν στο ΕΤΕΑΕΠ- ταμείο/τομέα/κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως  και έχουν καταβάλει εισφορές ίδιου ή χαμηλότερου ύψους, εκ μόνου του λόγου ότι οι τελευταίοι λαμβάνουν κύρια σύνταξη χαμηλότερου ύψους και, εξ αυτού του λόγου, προστατεύονται από το προβλεπόμενο στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και 6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως όριο του ποσού των 1.300 ευρώ (συνυπολογιζομένων στο άθροισμα αυτό, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, των κρατήσεων εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της εισφοράς υγειονομικής περιθάλψεως), του οποίου δεν επιτρέπεται να υπολείπεται, μετά την αναπροσαρμογή της επικουρικής συντάξεως, το άθροισμα της καταβαλλόμενης σε αυτούς κύριας και επικουρικής συντάξεως (πρβ. ΣτΕ 4837/1997 σκ. 3). Στις ως άνω περιπτώσεις, η αναπροσαρμογή της επικουρικής συντάξεως, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και 6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αντίκειται στα άρθρα 4 παράγραφοι 1 και 5 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, και στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί και η αρχή της ανταποδοτικότητας. Δεν προκύπτει δε ούτε από την αιτιολογική έκθεση ούτε από τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν το νόμο, πέραν των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση για την προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων συντάξεων, οι συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης επέλεξε ως κριτήριο για την αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων  το άθροισμα της πριν από το νόμο καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως, (η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, εξακολουθεί να καταβάλλεται στο ίδιο ύψος και μετά τον επανυπολογισμό της με βάση τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016, λόγω της διατηρήσεως της προσωπικής διαφοράς) με την μετά το νόμο επικουρική σύνταξη να ανέρχεται ειδικώς στο ποσό των 1300 ευρώ. Η συνταγματικότητα δε ή μη της ανωτέρω ρυθμίσεως από τις προεκτεθείσες απόψεις δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να συναρτάται με το ποσοστό (αν αυτό είναι υψηλό ή χαμηλό) των συνταξιούχων, οι οποίοι θίγονται από τη ρύθμιση αυτή, από το ποσοστό, δηλαδή, των συνταξιούχων των οποίων οι επικουρικές συντάξεις μειώνονται ύστερα από την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρυθμίσεως.
  18. Ως προς το ανωτέρω ζήτημα διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες: Α) Κατά την γνώμη του Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου, η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία πλήττει συντάξεις υψηλού, πάντως, συνολικού ύψους δικαιολογείται ενόψει των όσων εκθέτει ο Σύμβουλος αυτός στη σκέψη 32 και από την ανάγκη προστασίας των ασθενέστερων ομάδων συνταξιούχων. Β) Κατά την γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, η επικουρική ασφάλιση, συμπληρωματική, κατ΄ αρχήν, εν σχέσει προς την κύρια, παρουσιάζει στην χώρα μας, όπως διαχρονικά εξελίχθηκε, χαρακτηριστικά όμοια με αυτά της κυρίας ασφαλίσεως [δημόσια (παρεχόμενη από το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), καθολική και υποχρεωτική ασφάλιση], εντασσόμενη ουσιαστικά στον πρώτο πυλώνα συνταξιοδοτικής προστασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά -και ανεξαρτήτως του ότι για την επικουρική ασφάλιση, η οποία οργανώνεται κατά το διανεμητικό σύστημα, καταβάλλονται από τους ασφαλισμένους αυτοτελείς εισφορές- προκειμένου να εκτιμηθή η επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών από της απόψεως καλύψεως των όρων, που τίθενται από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος (εξασφάλιση αξιοπρεπούς, κατά τα ανωτέρω, διαβιώσεως σε επίπεδο μη αφιστάμενο ουσιωδώς και σε αναλογία αυτού, το οποίο ο ενδιαφερόμενος είχε κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου), κρίσιμο είναι το συνολικό ποσό, που προκύπτει από το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως. Περαιτέρω, στοιχείο για τον προσδιορισμό της επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών είναι και το ποσοστό αναπληρώσεως που επιτυγχάνεται με αυτές. Παρέχεται δε στον νομοθέτη, εντός των δυνατοτήτων του συστήματος και στο πλαίσιο των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης και ισότητος, ευχέρεια να προσδιορίζει το ποσοστό αναπληρώσεως και με τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται μεγαλύτερα ποσοστά αναπληρώσεως σε συνταξιούχους με χαμηλότερες αποδοχές κατά τα την διάρκεια του εργασιακού των βίου ή, αντιστρόφως, να περιορίζεται το ποσοστό αναπληρώσεως για όσους είχαν πολύ υψηλές αποδοχές κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Τούτο δε, πάντως, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητος. Εξ άλλου, όπως έχει παγίως κριθή, ευθεία ανταποδοτικότης εισφορών παροχών δεν κατοχυρώνεται με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Στο πλαίσιο αυτό, αυτός και μόνος ο συνυπολογισμός του ύψους της κυρίας συντάξεως κατά τον προσδιορισμό του ύψους της επικουρικής συντάξεως δεν παρίσταται, καθ΄ εαυτόν απρόσφορος, ούτε η εντεύθεν συσχέτιση του ύψους της συνολικής (κύριας και επικουρικής) συνταξιοδοτικής παροχής με το ποσό της κυρίας συντάξεως για την θέσπιση ορίου, πέραν του οποίου είναι δυνατή η περικοπή των επικουρικών συντάξεων, αντίκειται, κατ΄ αρχήν, προς τις διατάξεις του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως. Διάφορο δε είναι το ζήτημα, αν το θεσπιζόμενο με τις ανωτέρω διατάξεις ενιαίο όριο (1.300 ευρώ), παρίσταται, καθ΄ εαυτό πρόσφορο για την εξασφάλιση της κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών ή αν η θέσπιση του ως άνω ορίου οδηγεί, ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, σε υποβάθμιση των συνταξιοδοτικών των παροχών (τόσο ως προς το ύψος της συνταξιοδοτικής παροχής, όσο και ως προς το συνολικό ποσοστό αναπληρώσεως των εν ενεργεία αποδοχών τους) πέραν του κατά το Σύνταγμα ανεκτού ορίου, κάτι, όμως, το οποίο, εν όψει και της πολυδιασπάσεως και του κατακερματισμού των ασφαλιστικών καθεστώτων, κατά το παρελθόν, δεν μπορεί να κριθή αφηρημένως, αλλά αυτοτελώς, ανά κατηγορία συνταξιούχων, κατόπιν προβολής συγκεκριμένων λόγων και ισχυρισμών. Γ) Κατά την γνώμη των Συμβούλων Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή και Μ. Πικραμένου, με την οποία συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Α. Σκούφαλος, η προβλεπόμενη στο άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 περικοπή των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου υπερβαίνει το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) ευρώ δεν αντίκειται στη γενική αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 Σ.. Ειδικότερα, η επιλογή του νομοθέτη να περικόψει, χάριν της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., τις ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις εκείνων των συνταξιούχων που λαμβάνουν άθροισμα συνταξιοδοτικών παροχών κύριας και επικουρικής ασφάλισης άνω των 1.300 ευρώ και μέχρι του ποσού αυτού, κινείται εντός των ορίων που διαγράφει η ως άνω αρχή, στο μέτρο που το κριτήριο της άθροισης κύριας και επικουρικής σύνταξης, ως βάσης διαφοροποίησης των συνταξιούχων κατά την εφαρμογή του δυσμενούς μέτρου, παρίσταται εύλογο, δεδομένου ότι η τήρηση της συνταγματικής αξίωσης έναντι του Κράτους για εξασφάλιση συνταξιοδοτικών παροχών εγγύς του επιπέδου διαβίωσης που οι ασφαλισμένοι είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου ελέγχεται ενόψει του συνόλου των καταβαλλόμενων παροχών. Κατά  συνέπεια, δεν παρίσταται προδήλως αυθαίρετος ο καθορισμός των κατηγοριών των θιγόμενων συνταξιούχων και ο υπολογισμός του ύψους των περικοπών με γνώμονα τον αντίκτυπό τους στο συνολικό τους εισόδημα από αυτήν την πηγή και όχι την επίδραση του μέτρου αποκλειστικά στο ύψος της επικουρικής σύνταξης, για τον υπολογισμό της οποίας, άλλωστε, δεν ίσχυαν, διαχρονικά, κανόνες αμιγούς ανταποδοτικότητας, προσιδιάζοντες σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα. Εξάλλου, δεν παρίσταται προδήλως αυθαίρετο το κριτήριο του ποσού των 1.300 ευρώ, το οποίο αποτελεί εν ταυτώ το όριο, πέραν του οποίου περικόπτονται οι επικουρικές συντάξεις και κάτω του οποίου δεν δύνανται να υποχωρήσουν οι συνταξιοδοτικές παροχές μετά την περικοπή. Και τούτο, διότι το εν λόγω εισόδημα από συνταξιοδοτικές παροχές κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αναγόμενο σε ετήσια βάση, υπερβαίνει κατά πολύ το δηλούμενο από το πλέον του 80% του ενεργού φορολογικά πληθυσμού, το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διοίκησης, υπολείπεται των 10.000 ευρώ ετησίως, με συνέπεια η διατήρηση, μετά την επίμαχη περικοπή του εισοδήματος στο προαναφερθέν ύψος να διατηρεί τους δικαιούχους του σε καλύτερη εισοδηματικά θέση έναντι των λοιπών φορολογουμένων, εργαζομένων και συνταξιούχων. Σε σχέση με τους τελευταίους, από τον παρατιθέμενο στο 29028/383/23.6.2017 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης Πίνακα 10, στον οποίο χωρεί ταξινόμηση των συνταξιούχων όλων των κατηγοριών (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου) και όλων των Ταμείων, πλην του ΟΓΑ, με βάση το εισόδημα από κύριες, επικουρικές συντάξεις και μερίσματα, όπως αυτό διαμορφώνεται τον μήνα Δεκέμβριο 2016, το ποσοστό των συνταξιούχων με μέσο μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις (προ φόρου, αφού έχουν αφαιρεθεί όλες οι κρατήσεις) 359,27 ευρώ (εύρος συντάξεων 0 έως 500 ευρώ) ανέρχεται σε 20,36%, με μέσο μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις 733,86 ευρώ (εύρος συντάξεων 500 έως 1.000 ευρώ) σε 38,18% και με μέσο μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις 1.257,62 ευρώ (εύρος συντάξεων 1.000 έως 1.500 ευρώ) σε 30,21%, ενώ το ποσοστό των συνταξιούχων που λαμβάνουν άθροισμα συνταξιοδοτικών παροχών άνω των 1.500 ευρώ ανέρχεται μόλις στο 11%. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης μεγαλύτερο των 1.300 ευρώ δεν λαμβάνει, κατ’ εκτίμηση, ποσοστό μεγαλύτερο του 20% των συνταξιούχων, με συνέπεια η εν λόγω κατηγορία να μην βαρύνεται, ενόψει των στοιχείων που προεκτέθηκαν, υπέρμετρα σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους, η επιβάρυνση των οποίων στο  συνολικό τους εισόδημα και, κατ’ επέκταση στο επίπεδο διαβίωσής τους, θα ήταν εντονότερη εάν η περικοπή χωρούσε με αποκλειστικό κριτήριο το ύψος της καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης, καταλαμβάνοντας και αυτούς. Συνεπώς η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε, κατά την ίδια γνώμη, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  19. Επειδή, τέλος, εν σχέσει προς την εν γένει συνταγματικότητα του ν. 4387/2016, ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος, υποστήριξε τα εξής: Με τον ν. 4336/2015, ο οποίος εψηφίσθη από τη Βουλή των Ελλήνων με πλειοψηφία μεγαλύτερη των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, κυρώθηκε η σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης της χώρας με τη μορφή δανείου για την περίοδο 2015-2018. Στα πλαίσια της διεθνούς αυτής συμφωνίας, συναφθείσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία υπέβαλε το σχετικό αίτημα στις 8.7.2015, και του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος, η Ελλάδα ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό της σύστημα, το οποίο εξακολουθούσε, παρά τα ληφθέντα ήδη μέτρα, να απαιτεί σημαντικές ετήσιες καταβολές από τον κρατικό προϋπολογισμό, εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως. Ωστόσο, αφενός μεν ο άμεσος και ορατός κίνδυνος να περιέλθει το ασφαλιστικό σύστημα σε πλήρη αδυναμία καταβολής των χορηγούμενων συντάξεων και λοιπών παροχών, αφετέρου δε η αδήριτος ανάγκη να καταστεί τούτο βιώσιμο εν μέσω της ως άνω διαρκούσης δημοσιονομικής κρίσεως, επέβαλαν τόσο τον περιορισμό της ενισχύσεως του ασφαλιστικού συστήματος από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και την αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών παροχών, ως μόνιμα μέτρα αμέσου αποτελέσματος. Πράγματι, με το εισαγόμενο δια του ν. 4387/2016 ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα επιχειρείται, στα πλαίσια συμμορφώσεως της χώρας προς την κατά τα ανωτέρω αναληφθείσα διεθνή υποχρέωσή της, η αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως με τον περιορισμό των βαρυνουσών αυτό δαπανών. Η αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία επέρχεται από την εφαρμογή του εν λόγω συστήματος, αποβλέπει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η οποία υπόκειται σε οριακό συνταγματικό έλεγχο, στη δημιουργία, εν μέσω της επιδεινούμενης καταστάσεως στην οποία τελεί η χώρα, ενός αποτελεσματικού και βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος δια του περιορισμού των δημοσίων δαπανών, με τις οποίες ενισχύεται το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, ώστε να επιτευχθεί η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας και να βελτιωθεί η δημοσιονομική και οικονομική θέση της. Αποβλέπει, δηλαδή, σε σκοπούς που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, επί πλέον, σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέραν τούτων, για την κρίση περί της συνταγματικότητας του ανωτέρω συστήματος, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και τα ακόλουθα: α) σε περιόδους παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιορισμού των δημοσίων δαπανών, τα οποία συνεπάγονται επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, β) ότι στις διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. δεν προβλέπεται ούτε η απόλυτη κατοχύρωση του ύψους των χορηγουμένων συντάξεων, ούτε η πλήρης αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών, γ) το εισαγόμενο με τον ν. 4387/2016 (κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό μόνο της εθνικής σύνταξης και η περαιτέρω εισαγωγή διανεμητικού συστήματος) έχει μεν ως αποτέλεσμα την αναπροσαρμογή των συντάξεων, η αναπροσαρμογή όμως αυτή, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν οδηγεί σε περαιτέρω διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως των ήδη συνταξιούχων, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ρυθμίσεως σύμφωνα με την οποία μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, οι ήδη χορηγούμενες συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014. δ) το γεγονός ότι η μέχρι τούδε αλληλεγγύη των γενεών (επιβάρυνση των ζώντων προς όφελος των μελλοντικών γενεών) δεν εξασφάλισε τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών παροχών των κατά τεκμήριο ισχυροτέρων (βλ. την αναπροσαρμογή του αθροίσματος των κύριων και επικουρικών συντάξεων που υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό) προς όφελος των κατά τεκμήριο ασθενεστέρων και ε) ότι στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα εξαιτίας της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού της (περί το ¼) τελεί υπό καθεστώς ανεργίας, με συνέπεια τον περιορισμό της χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος από τις εισφορές των εργαζομένων και, επομένως, ανακύπτει αναπόδραστος ανάγκη να αναπροσαρμοσθούν οι συνταξιοδοτικές παροχές, προκειμένου να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Εν όψει τούτων, οι ρυθμίσεις του εισαγόμενου με τον ν. 4387/2016 ασφαλιστικού συστήματος σε ουδεμία συνταγματική διάταξη αντίκεινται, τα δε προβλεπόμενα με τον νόμο αυτόν μέτρα δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτόν σκοπών δημοσίου συμφέροντος, ούτε δύνανται να θεωρηθούν ως μη αναγκαία.
  20. Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 εδ. α΄) και ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Ειδικώς δε ως προς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακολουθώντας προηγούμενες όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις [βλ. ταυτάριθμα άρθρα του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273)και του ν.δ. 170/1973 (Α΄ 229)], ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την ανωτέρω διάταξη, την οποία (όπως και τις προγενέστερες) το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. (ΣτΕ 851/2018 Ολομ., 481/2018 Ολομ., 2287-2288/2015 Ολομ. κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως (άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989), τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να  επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως. Τούτο δε, κατ’ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που  το περιεχόμενό του  είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την – σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση – εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα.   Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου  50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις  του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός, τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατ’ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να  παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις.
  21. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τους Νικόλαο Καφαρατζή (18ο αιτούντα) και Ιωσήφ Κυριακάκη (19ο αιτούντα) ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ως προς τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Εξάλλου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως και ασκείται από την Ομοσπονδία Συνταξιουχικών Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Σ.Τ.Ο.Ε.), τα τρία σωματεία συνταξιούχων, τέως τραπεζοϋπαλλήλων και ειδικότερα από: i. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων Alpha Bank”, ii. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος” και iii. το σωματείο “Σύλλογος Συνταξιούχων Υπαλλήλων Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως”, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα- συνταξιούχους του πρώην Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως -ALPHA BANK (ΤΑΠΤΠ) (11 έως 17ο από τους αιτούντες), του πρώην Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος (20ο και 21ο από τους αιτούντες), καθώς και του πρώην Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ) (22ο έως 25ο από τους αιτούντες), οι οποίοι συνταξιοδοτούνται ήδη από το ΕΤΕΑ (ΕΤΕΑΕΠ), να απορριφθεί η αίτηση αυτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ανωτέρω πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τους λοιπούς αιτούντες, να ακυρωθεί η απόφαση αυτή στο σύνολό της για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, καθισταμένης αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, να ορισθεί ως χρόνος ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος η ημέρα δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και να απορριφθεί η παρέμβαση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η αίτηση ακυρώσεως, να γίνει δε δεκτή, κατά το μέρος που η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται.
  22. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, δεν επιβάλλει δικαστική δαπάνη (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989).

Δ ι ά   τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους Νικόλαο Καφαρατζή (18ο αιτούντα) και Ιωσήφ Κυριακάκη (19ο αιτούντα).

Κηρύσσει τη δίκη κατηργημένη, κατά το μέρος που αφορά την ακύρωση της 23123/785/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης» (Β΄ 1604), σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως, κατά το μέρος κατά το οποίο  στρέφεται κατά της 25909/470/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης» (Β΄ 1605), και ασκείται από την Ομοσπονδία Συνταξιουχικών Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Σ.Τ.Ο.Ε.), τα σωματεία “Σύλλογος Συνταξιούχων Alpha Bank”, “Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος” και “Σύλλογος Συνταξιούχων Υπαλλήλων Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως”, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα – συνταξιούχους του πρώην Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως – ALPHA BANK (ΤΑΠΤΠ) (11ο έως 17ο από τους αιτούντες), του πρώην Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος (20ο και 21ο από τους αιτούντες)  και  του πρώην Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ) (22ο έως 25ο από τους αιτούντες).

Ακυρώνει την ανωτέρω απόφαση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Ορίζει ως χρόνο ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος της παρούσας αποφάσεως την ημέρα δημοσιεύσεως αυτής.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους αιτούντες.

Απορρίπτει την αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως και ασκείται από τους λοιπούς αιτούντες, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Απορρίπτει την παρέμβαση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η αίτηση ακυρώσεως, και την δέχεται, κατά το μέρος που η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται.

Δεν επιβάλλει δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Η διάσκεψη έγινε στις 11, 18, 21, 22, 24, 25 Μαΐου 2018, 6 και 7 Ιουνίου 2018.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος     Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ                                  Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 2019.

Η Πρόεδρος                    Η Γραμματέας

Αικ. Σακελλαροπούλου Ελ. Γκίκα

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ