Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η Μ. Παπασπύρου θα ελέγχει (και) πόθεν έσχες πολιτικών και δικαστών

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Η Μ. Παπασπύρου θα ελέγχει (και) πόθεν έσχες πολιτικών και δικαστών

Η  Μαρία Παπασπύρου, ως επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης είναι το νέο πρόσωπο της Επιτροπής του άρθρου 3Α της Βουλής που  θα ερευνά τα πόθεν έσχες του πρωθυπουργού, των αρχηγών των πολιτικών

κομμάτων, των υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών, των βουλευτών και ευρωβουλευτών, των περιφερειαρχών, των δημάρχων, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση.

Eιδικά για τους ελέγχους του «πόθεν έσχες» των δικαστών, η 11μελής Επιτροπή που θα οριστεί θα έχει πρόεδρο προερχόμενο από τον δικαστικό κλάδο και συνολικά 6 δικαστές. Η επιθεωρήτρια η οποία θα είναι αρμόδια ως ελεγκτής και δημοσίων υπαλλήλων θα αντικαταστήσει τον συνήγορο του πολίτη  καθώς «ενόψει έλλειψης συνάφειας με το αντικείμενο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ο Συνήγορος του Πολίτη αντικαθίσταται από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης».

Τα λεφτά στο στρώμα

Με το νομοσχέδιο, όπως έγραψε το dikastiko.gr,  είναι υποχρεωτική η δήλωση μετρητών άνω των 30.000 ευρώ (ήταν 15.000 πριν από την απόφαση του ΣτΕ) που δεν περιλαμβάνονται σε τραπεζικές καταθέσεις (σ.σ στο στρώμα)  καθώς και των κινητών περιουσιακών στοιχείων (πίνακες, τιμαλφή κλπ) άνω των 40.000 ευρώ (ήταν 30.000 ευρώ).

Υποχρεωτικά δηλώνονται μετρητά άνω των 30.000 ευρώ και τιμαφλή αξίας άνω των 40.000 ευρώ

Μάλιστα η εισηγητική έκθεση χρησιμοποιεί νομολογία και από το εξωτερικό (αλλά και εκθέσεις του ΟΟΣΑ)για να καταλήξει πως «αυξάνονται σημαντικά τα κατώτατα όρια μετρητών εκτός τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία θα πρέπει να δηλώνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, αλλά και η ελάχιστη αξία των κινητών σημαντικής αξίας τα οποία επίσης θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Οι προσαρμογές αυτές γίνονται με βάση τα νεότερα νομολογιακά δεδομένα, ενώ επιχειρείται να ευρεθεί σημείο ισορροπίας μεταξύ των διεθνών προτύπων διαφάνειας, δια των οποίων αξιώνεται να αποτυπώνεται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, και της προστασίας της ιδιωτικότητας που αξιώνεται από το Σύνταγμα».

Μάλιστα γίνεται αναφορά στη  νομολογία του ΕΔΔΑ κατά Πολωνίας με την οποία «έχει ήδη κριθεί ότι η απαίτηση συμπερίληψης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης δημοτικού συμβούλου κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10 χιλιάδων ζλότυ Πολωνίας (ήτοι νομίσματος με κατώτερη του ευρώ αξία) δεν συνιστά υπερβολική αξίωση από πλευράς Πολωνικού Κράτους, με δεδομένο ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ζητούνται από πρόσωπα από τα οποία αξιώνεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην οικονομική τους δραστηριότητα». Σύμφωνα δε με έκθεση του ΟΟΣΑ «στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 80% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας».

Οι δικαστές

Το νομοσχέδιο λύνει το θέμα ελέγχου των δικαστών οι οποίοι είχαν προσφύγει στο ΣτΕ και είχαν κερδίσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας. Με αυτό αναγνωρίζεται πως ο έλεγχός τους θα γίνεται από την επιτροπή του άρθρου 3Α της Βουλής στην οποία θα προεδρεύει δικαστής και τα 6 από τα 11 μέλη θα είναι επίσης δικαστές.

Σε κάθε περίπτωση οι υπόχρεοι θα αναγκαστούν να υποβάλλουν εκ νέου ή απλώς να επιβεβαιώσουν τα στοιχεία τα οποία δήλωσαν αφού η προσφυγή και η απόφαση του ΣτΕ «πάγωσε» και τις διαδικασίες ελέγχων τους.  Μάλιστα θα δοθούν εύλογες προθεσμίες προς όλους.

Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος

Ακόμα:

– Στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής, προβλέπεται ένα ηλεκτρονικό παράβολο ύψους 200 ευρώ, ενώ αν η καθυστέρηση ξεπεράσει τους δυο μήνες το πρόστιμο θα αγγίζει τα 800 ευρώ.

-Υπάρχει δε χρονική κλιμάκωση για το πότε (χρονικά) η μη υποβολή καθίσταται αξιόποινη πράξη και για ποιο ποσό και πάνω κακούργημα.

Συγκεκριμένα:

«Με αυτό το σκεπτικό, η δήλωση που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την λήξη της προθεσμίας επιτρέπεται ύστερα από την από πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ. Συνεπώς το χρηματικό ποσό, το οποίο, με βάση το ισχύον δίκαιο, οφείλουν να καταβάλλουν οι υπόχρεοι σε δήλωση, που προβαίνουν σε εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης δεν θα έχει τον χαρακτήρα προστίμου (άρα διοικητικής κύρωσης), αλλά θα αποτελεί το τίμημα παραβόλου που θα είναι απαραίτητο προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατάθεση εκπρόθεσμης δήλωσης.

Η επιπλέον καινοτομία της προτεινόμενης ρύθμισης της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, όπως προτείνεται να αντικατασταθεί με την πρώτη παρ. του άρ. 7 του ΣχΝ, έγκειται στην κλιμάκωση του ποσού του παραβόλου που απαιτείται για την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης. Συνακόλουθα, εφόσον η εκπρόθεσμη δήλωση υποβληθεί μετά από τριάντα ημέρες από την λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, το πληρωτέο ηλεκτρονικό παράβολο ανέρχεται στο ύψος των 200 ευρώ. Εάν πάλι παρέλθουν οι τριάντα ημέρες, επιτρέπεται μεν υποβολή δήλωσης, αλλά μόνο με την πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου ύψους 800 ευρώ, χωρίς η τελευταία ενέργεια να απαλλάσσει αναγκαστικά τον υπόχρεο από την ποινική ευθύνη, όπως θα αναπτυχθεί αμέσως παρακάτω.

Ποινές:

  1. Αν η δήλωση υποβληθεί εμπρόθεσμα (όπως η προθεσμία ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003), δεν υπάρχει κάποια επιβάρυνση του υπόχρεου.
  2. Αν η δήλωση υποβληθεί εντός τριάντα ημερών από την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, τότε η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου ύψους διακοσίων ευρώ, χωρίς να υπέχει ο υπόχρεος ποινική ευθύνη.

III.       Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την πάροδο τριάντα ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας αλλά πριν την πάροδο εξήντα ημερών από την πάροδο αυτής (της προθεσμίας) τότε η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου ύψους οκτακοσίων ευρώ, χωρίς να υπέχει ο υπαίτιος ποινική ευθύνη.

  1. Αν, τέλος, ο υπόχρεος υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο 60 ημερών από την προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2οο3, τότε, αφενός μεν η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου οκτακοσίων ευρώ, αφετέρου δε ο υπόχρεος υπέχει ποινική ευθύνη καταρχήν για μη υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης τουλάχιστον σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003. Ο υπαίτιος υπόχρεος μπορεί να επιθυμήσει την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης προκειμένου να έχει ευμενέστερη ποινική μεταχείριση (αναγνώριση ελαφρυντικών, ενδεχομένως αμέλειας κλπ.).

Β) Περαιτέρω, μεταξύ των νυν πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο «[α]νακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία, ή η επαύξηση αυτών δε δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως, νομίμως αποκτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου». Η διατύπωση αυτή προστίθεται για ερμηνευτικούς λόγους, ώστε να καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο έλεγχος των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκτείνεται και στην προέλευση των δηλούμενων εισοδημάτων.

α) Από την μία πλευρά, και προκειμένου να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των παραλλαγών των αδικημάτων που προβλέπονται στα δύο εδάφια του άρθρου 6, προβλέπεται ότι η επιβαρυμένη ποινή του β΄ εδαφίου θα δύναται να επιβληθεί μόνο όταν υπάρχει σκοπός απόκρυψης περιουσίας άνω των τριάντα χιλιάδων ευρώ.

β) Από την άλλη πλευρά, διαγράφεται η ρήτρα που τέθηκε το πρώτον με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, σύμφωνα με την οποία για να υπάρξει αυστηρότερη τιμωρία δεν αρκεί η απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου, αλλά απαιτείται το αποκρυφθέν περιουσιακό στοιχείο να έχει αποκτηθεί από τον υπόχρεο με εκμετάλλευση της ιδιότητάς του”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ