Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Ανακριτική διαδικασία μετά την άσκηση ποινικής δίωξης από τη Βουλή – Να είναι άραγε τυχαία τα κατ’ αυτήν παράδοξα, παράλογα και εν πολλοίς μη σύννομα;

"Όταν, στα ανακριτικά γραφεία εισέρχονται ελάχιστες δικογραφίες ή ακόμα περισσότερο μία, ο ανακριτής δεν δικαιούται να εξαντλεί το χρονικό διάστημα των οκτώ μηνών" επισημαίνει ο κύριος Σανιδάς.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς: Ανακριτική διαδικασία μετά την άσκηση ποινικής δίωξης από τη Βουλή – Να είναι άραγε τυχαία τα κατ’ αυτήν παράδοξα, παράλογα και εν πολλοίς μη σύννομα;

Α. Αποτελεί νομικό πασίδηλο ότι στο δικαίωμά του Εισαγγελέως να παρίσταται κατά την ενέργεια, υπό του ανακριτού, ανακριτικών πράξεων, μεταξύ των οποίων η εξέταση μαρτύρων και κατηγορουμένων, εμπεριέχεται αυτοδικαίως και το δικαίωμά του να απευθύνει ερωτήσεις, είτε ευθέως είτε μέσω του ανακριτού (στην πράξη ισχύει το πρώτο, αφού δοθεί ο λόγος από τον ανακριτή άπαξ) στους μάρτυρες και κατηγορούμενους.

Τούτο δέχεται ομόφωνα η θεωρία (δεν υπάρχει ποινικοδικονομικός συγγραφέας, πανεπιστημιακός ή μη, με πρώτο τον εκ των συντακτών του καταργηθέντος Κ.Π.Δ. Άγγελο Μπουρόπουλο, που να δέχεται το αντίθετο) αλλ’ έχουν δεχθεί και τα ποινικά δικαστήρια ουσίας, οσάκις σε μία ή δύο περιπτώσεις εκλήθησαν να κρίνουν το ζήτημα αυτό κατά τα τελευταία εβδομήντα έτη.

Αυτό επίσης ίσχυσε παγίως στη δικαστική πρακτική, στις περιπτώσεις που, κυρίως σε σοβαρές υποθέσεις, οι Εισαγγελείς παρίσταντο κατά την ενέργεια ανακριτικών πράξεων.

Και τούτο ήταν και είναι ορθό, αφού με την ενεργό συμμετοχή του κατά τις ανακριτικές πράξεις, ο Εισαγγελέας, λόγω και της εξειδικεύσεώς του στα ζητήματα Ποινικού Δικαίου, μπορεί να συμβάλλει και συμβάλλει στην αποκάλυψη της αλήθειας περί του εάν τελέσθηκε ή όχι ένα έγκλημα και από ποιον τελέσθηκε, που αποτελεί και το σκοπό της ανάκρισης (άρθρο 239 Κ.Π.Δ.)

Θα ήταν άλλωστε παράλογο και άτοπο να ισχύει το αντίθετο, ήτοι να παρίσταται ο Εισαγγελέας κατά την ενέργεια των ανακριτικών πράξεων, ως βουβό και διακοσμητικό πρόσωπο.

Είναι προφανές ότι τα ανωτέρω ισχύουν και υπό το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού με το άρθρο 30 παρ. 1 του τελευταίου, επαναλαμβάνεται αυτούσια η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του καταργηθέντος Κ.Π.Δ.

Όλα αυτά τα αγνόησε, ως μη όφειλε, η κληρωθείσα από τη Βουλή Αρεοπαγίτης και ορισθείσα από το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, ως ανακρίτρια για την ανάκριση της υποθέσεως σε βάρος του πρώην αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης και των λοιπών ιδιωτών συμμετόχων, που παραπέμφθηκε από τη Βουλή, διαφώνησε με την παρισταμένη στην ανάκριση Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επίσης είχε κληρωθεί από τη Βουλή, περί του εάν είχε δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις, κατόπιν αδείας της, στον εξεταζόμενο μάρτυρα Ε. Βενιζέλο, πρώην Υπουργό και διακεκριμένο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου (παρά μάλιστα το γεγονός ότι, όπως ανεγράφη στον Τύπο, ο τελευταίος, σε ερώτησή της, είπε προς αυτήν ότι είχε η Εισαγγελέας το δικαίωμα αυτό) και την ανακύψασα διαφωνία, εκλήθη να λύσει το Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου προέκυψαν μετά από κλήρωση στη Βουλή.

Το Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο κατά πλειοψηφία (ψήφοι 3 προς 2) μετά πάροδο 19 ημερών, για ζήτημα το οποίο ήταν απλό και θα έπρεπε να είχε λύσει, κατά την άποψή μας, εντός το πολύ 3 ημερών, εξέδωσε επί της διαφωνίας βούλευμα, με το οποίο κατά ανέλπιστο και παράδοξο τρόπο έλυσε τη διαφωνία, υπέρ της ανακρίτριας, σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε παγίως κρατούντα επί εβδομήντα σχεδόν έτη, στη θεωρία και επιστήμη, στη νομολογία αλλά και σε αντίθεση προς τη μέχρι τότε, κρατούσα δικαστική πρακτική.

Θα ανέμενε, βεβαίως, κάποιος να διαπιστώσει ότι στο βούλευμα η πλειοψηφία θα είχε διαλάβει ειδική, εμπεριστατωμένη και πειστική αιτιολογία, με βάση την οποία κατέληξε στη ρηθείσα θέση, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και ο Κ.Π.Δ. (άρθρο 139 παρ. 1) πολύ μάλιστα περισσότερο όταν η κρίση αυτή ήταν, όπως εξετέθη, απολύτως αντίθετη προς τα μέχρι τότε κρατούντα.

Αντί τούτου, ως αιτιολογία, η οποία καταλαμβάνει μόλις 10 γραμμές, έχει διαλάβει τα ακόλουθα: «…Κατά την κρατήσασα στο Συμβούλιο, γνώμη της πλειοψηφίας των τριών μελών αυτού … ο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, θεσμικός ρόλος του Εισαγγελέα κατά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων (όπως εξέταση μαρτύρων) προδιαγράφεται και προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1β του Κ.Π.Δ., που είναι όμοια με αυτή του άρθρου 31 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία ο Εισαγγελέας, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, δύναται να ενημερώνεται για την πορεία της υπόθεσης και να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της κάθε δικογραφίας σε κάθε χρονικό σημείο, αλλά κατά τη διενέργεια του ανακριτικού έργου, παρευρισκόμενος, δεν δύναται να έχει ανάμειξη, όπως να υποβάλει ερωτήσεις ή να κάνει υποδείξεις στον ανακριτή, κατά τις ανακριτικές πράξεις».

Όμως οι ανωτέρω σκέψεις, κατά το πρώτο μέρος δεν μπορεί να θεωρηθούν αιτιολογία, αφού αποτελούν απλή επανάληψη της διατάξεως του νόμου, η οποία όμως, κατά το άρθρο 139 παρ 1 του Κ.Π.Δ., δεν αρκεί για την αιτιολογία, ενώ κατά το δεύτερο μέρος αποτελούν εκδήλωση απαράδεκτης και ανεπίτρεπτης αυθαιρεσίας, καθ’ όσον παραμορφώνουν το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 30 παρ 1 του Κ.Π.Δ., προκειμένου η πλειοψηφία να στηρίξει την κρίση της.

Ειδικότερα, ενώ η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. αναγράφει μόνον ότι ο Εισαγγελέας «μπορεί να παρευρίσκεται … κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης», χωρίς άλλο τι, η πλειοψηφία του Συμβουλίου την εμφανίζει να ορίζει, ότι ο Εισαγγελέας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Π.Δ «κατά τη διενέργεια του ανακριτικού έργου παρευρισκόμενος, δεν δύναται να έχει ανάμειξη, όπως να υποβάλει ερωτήσεις ή να κάνει υποδείξεις στον ανακριτή κατά τις ανακριτικές πράξεις».

Είναι πρόδηλο ότι προέβησαν στην αλλοίωση του περιεχομένου της διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., αφ’ ενός λόγω της αδυναμίας να αιτιολογήσουν ερμηνευτικά τη θέση που δέχθηκαν και αφ’ ετέρου λόγω της αδυναμίας να αντικρούσουν την επί εβδομήντα έτη, παγίως αντίθετη ερμηνευτικά θέση της επιστήμης – θεωρίας αλλά και της νομολογίας των δικαστηρίων ουσίας, στοιχεία τα οποία διαλαμβάνονταν στην εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, που η πλειοψηφία του Συμβουλίου απροκάλυπτα αγνόησε.

Είναι τέλος πρόδηλο, ότι οι παραδοχές της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, για τις οποίες πρέπει να κατέβαλε πολύ μεγάλο κόπο!!, αφού χρειάσθηκε 19 ημέρες για να γράψει «αιτιολογία» δέκα γραμμών!! δεν μπορεί να θεωρηθούν ως διαφορετική νομική προσέγγιση, εν όψει της αλλαγής του Κ.Π.Δ, αφού, αφ’ ενός η ίδια δέχεται ότι η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ισχύοντος και 31 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ είναι όμοιες και αφ’ ετέρου τέτοια μνεία, στο εκ δέκα γραμμών σκεπτικό, δεν υπάρχει.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η κρίση των μελών της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, δεν είναι μόνο αναιτιολόγητη και εντεύθεν παράνομη ως παραβιάζουσα το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, αλλά και αυθαίρετη και παραπλανητική, αφ’ ενός ως μη έχουσα και το ελάχιστο νομικό έρεισμα και αφ’ ετέρου λόγω της προσπάθειας να την στηρίξει σε περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 31 παρ.1 του Κ.Π.Δ., που δεν υπάρχει.

Ευτυχώς, πάντως, το γόητρο της Δικαιοσύνης περιέσωσαν η Εισαγγελέας και τα δύο μέλη του Πενταμελούς Συμβουλίου.

Η πρώτη με την εμπεριστατωμένη και πλήρως αιτιολογημένη αντίθετη πρότασή της και τα δύο μέλη με την επίσης πλήρως αιτιολογημένη κρίση τους, η οποία ερείδεται και στις σκέψεις της Εισαγγελέως.

Β. Για να εκπληρώνει το σκοπό λειτουργίας της, η ποινική δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται με ταχύτητα. Η ανάκριση να διεξάγεται χωρίς χρονοτριβή και η εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων να επιτυγχάνεται σε χρόνο που δεν απέχει πολύ από την τέλεση των εγκλημάτων, καθ’ όσον σε αντίθετη περίπτωση, επέρχεται «αποχρωματισμός τους», ο οποίος οδηγεί ή στην αθώωση των εγκληματιών ή, εφ’ όσον υπάρξει καταδίκη, στην επιβολή ποινών αναντιστοίχων προς τη βαρύτητα των εγκλημάτων.

Η υποχρέωση για ταχεία περάτωση της ανακρίσεως και μάλιστα σε χρόνο που δεν πρέπει, κατά πάσα περίπτωση, να υπερβεί τους οκτώ μήνες (άρθρο 248 παρ. 5 του Κ.Π.Δ.) επιτάσσεται αμέσως ή εμμέσως και από το περιεχόμενο διατάξεων του Κ.Π.Δ. (άρθρα: 251 παρ. 1: «ο ανακριτής … οφείλει χωρίς χρονοτριβή … να εξετάσει μάρτυρες και κατηγορουμένους…», άρθρο 248 παρ. 1: «Μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του Εισαγγελέα, καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία … εκτός εάν, κατά την κρίση του, είναι αναγκαία η επανάληψη ανακριτικών πράξεων που έγιναν κατά την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση…»).

Θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο χρόνος των οκτώ μηνών τέθηκε από το νομοθέτη, προκειμένου οι ανακριτές τον μεγάλων Πρωτοδικείων και κυρίως των Αθηνών, να μπορούν να περατώσουν την ανάκριση της πλειάδας των δικογραφιών που εισέρχονται στα ανακριτικά γραφεία.

Όταν, συνεπώς, στα ανακριτικά γραφεία εισέρχονται ελάχιστες δικογραφίες ή ακόμα περισσότερο μία, ο ανακριτής δεν δικαιούται να εξαντλεί το χρονικό διάστημα των οκτώ μηνών.

Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι ο ανακριτής θα πρέπει καθημερινά να ευρίσκεται στο ανακριτικό γραφείο και να ενεργεί ανακριτικές πράξεις (εξέταση μαρτύρων κλπ) προκειμένου να εκπληρώνει ευσυνειδήτως το καθήκον του.

Το δικαστικό λειτούργημα, η άσκηση του οποίου προσεγγίζει το θείο και εντεύθεν ενέχει μεγαλείο, απαιτεί από τους ασκούντες αυτό, δικαστικούς λειτουργούς, θυσίες ατομικές, οικογενειακές και κοινωνικές, με τις οποίες θα επιβεβαιώνεται αφ’ ενός η αγάπη τους για τη Δικαιοσύνη αλλά και η συναίσθηση του χρέους για την εκπλήρωση του καθήκοντος και αφ’ ετέρου ο σεβασμός προς τη Δημοκρατία και τους πολίτες.

Η υπόθεση Novartis, σε σχέση προς το σκέλος της στοχοποίησης, χωρίς την ύπαρξη στοιχείων, των δέκα πολιτικών προσώπων (Υπουργών κλπ) κατ’ αρχάς από την Εισαγγελέα Διαφθοράς και στη συνέχεια από τον αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, αφού μη συννόμως έλαβε γνώση των αποσταλέντων από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, στοιχείων, έκανε λόγο, έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, για το μεγαλύτερο σκάνδαλο, από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, υπονοώντας χωρίς αμφιβολία, την εμπλοκή σ’ αυτό των δέκα πολιτικών προσώπων, αφού η ύπαρξη σκανδάλου είναι νοητή, μόνο αν συμμετέχουν σε ένα, κατά του Δημοσίου, έγκλημα, κρατικοί αξιωματούχοι και κυρίως πολιτικά πρόσωπα, εμπεριέχει την τέλεση βαρυτάτων εγκλημάτων.

Εγκλημάτων που στρέφονται όχι μόνο κατά των δέκα πολιτικών προσώπων αλλά και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, αφού έχουν ως στόχο την αλλοίωση της λειτουργίας των θεσμών και αρχών αυτού.

Η έρευνα της υπόθεσης Novartis, ως προς το πιο πάνω σκέλος, άρχισε τον Ιούνιο του 2019, με την ανάσυρση, με περιπετειώδη τρόπο, εγκλήσεων πέντε εκ των δέκα πολιτικών προσώπων, από το αρχείο της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στο οποίο, χωρίς καμία έρευνα, είχαν τεθεί και παρέμειναν παρανόμως, επί δύο και πλέον έτη και την αποστολή τους στη Βουλή, ενώ παραλλήλως άρχισε έρευνα και από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με βάση τις ίδιες εγκλήσεις, σε σχέση προς τα μη πολιτικά πρόσωπα, όπως η Εισαγγελέας Διαφθοράς.

Η συσταθείσα, από τη Βουλή, Επιτροπή εξ 25 μελών αυτής, για την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, άρχισε το έργο της στο τέλος Οκτωβρίου 2019 και το περάτωσε στο τέλος Ιουνίου 2020, αφού μεσολάβησε διακοπή λειτουργίας της επί δύο μήνες, ήτοι σε χρόνο έξι μηνών, που είναι πολύ σύντομος, αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των μελών της και το δικαίωμα που είχε κάθε μέλος να κάνει ερωτήσεις.

Τούτο οφείλεται στις καθημερινές σχεδόν και μακράς διάρκειας συνεδριάσεις.

Η σχηματισθείσα, ογκώδης δικογραφία με το συνταχθέν, στη συνέχεια, εμπεριστατωμένο πόρισμα, μετά και την κλήρωση, ενώπιον της Βουλής, των μελών του Δικαστικού Συμβουλίου και των Εισαγγελέων, διεβιβάσθη στο τελευταίο, στις αρχές Αυγούστου 2019.

Έτσι, από τις αρχές Αυγούστου 2019 η δικογραφία ευρίσκετο στα χέρια του Δικαστικού Συμβουλίου και της ανακρίτριας που ορίστηκε απ’ αυτό, μεταξύ των μελών του.

Θα ανέμεναν οι Έλληνες πολίτες και πολύ περισσότερο τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία επί δύο και πλέον έτη διεσύροντο αναιτίως από την Εισαγγελέα Διαφθοράς και τους λοιπούς συμμετόχους (τούτο άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Εισαγγελέας Διαφθοράς, λόγω ανυπαρξίας στοιχείων, έθεσε ήδη την υπόθεση, ως προς τα επτά από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, στο αρχείο), με βάση τις αόριστες και δικονομικά ανυπόστατες καταθέσεις μαρτύρων, που μάλιστα μη νομίμως είχαν τεθεί υπό προστασία (βλ. άρθρο μας με τίτλο «Σύνταγμα, Δικαιοσύνη και έρευνες για ποινική ευθύνη υπουργών, Ποιν. Δικ. 3/2018, σελ. 233 επ.), η ανακρίτρια να προχωρήσει ταχύτατα, διακόπτοντας εν ανάγκη τις διακοπές της, στην ενέργεια κυρίως των αναγκαίων και μόνο ανακριτικών πράξεων, εν’ όψει του ότι είχε προηγηθεί διεξοδική διερεύνηση της υποθέσεως από την Επιτροπή της Βουλής, αλλά και από τους δύο Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι οποίοι, τα συλλεγέντα στοιχεία, τα διαβίβασαν στο κληρωθέν Δικαστικό Συμβούλιο.

Και ποιες ήταν οι αναγκαίες;

Εκείνες τις οποίες δεν είχε επιτύχει να ενεργήσει η Επιτροπή της Βουλής, λόγω της εσφαλμένης, κατά την άποψή μας, αρνητικής γνωμοδοτήσεως του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ήτοι η εξέταση των δύο υπό προστασία μαρτύρων, με τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας, καθ’ όσον, αφ’ ενός έτσι μόνο θα καταστεί δυνατόν να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα, ότι οι μάρτυρες αυτοί παρανόμως είχαν τεθεί υπό προστασία, στοιχείο στο οποίο, μεταξύ των άλλων, κατά ένα μέρος θεμελιώνεται η ασκηθείσα ποινική δίωξη και το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, και αφ’ ετέρου θα προκύψουν ανάγλυφα οι εμπνευστές και εκτελεστές του σχεδίου εξοντώσεως των δέκα πολιτικών προσώπων, με απώτερο στόχο την αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δια της αλλοιώσεως των αρχών και θεσμών του, και κυρίως της Δικαιοσύνης.

Αντί τούτου, άρχισε να καλεί προς εξέταση μάρτυρες και μάλιστα τον πρώτο μόλις την 6.11.2000, ήτοι τρεις μήνες μετά τη λήψη της δικογραφίας, οι οποίοι, εν όψει των ιδιότητάς τους, είναι προφανές ότι είχαν δώσει καταθέσεις με πληρότητα.

Και όχι μόνο τούτο.

Κατά τη διάρκεια εξετάσεως του πρώτου μάρτυρα, Ε. Βενιζέλου, έσπευσε να διαφωνήσει με την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για τους λόγους που εκθέσαμε σε άλλη θέση, με συνέπεια η ανάκριση να παύσει να διεξάγεται για έναν ακόμη μήνα, ήτοι μέχρι την 7η Δεκεμβρίου 2020.

Αλλά και μετά ταύτα, συνέχισε και συνεχίζει την ανάκριση με βραδύτατο ρυθμό.

Όπως όμως είναι προφανές, με το ρυθμό αυτό διεξαγωγής της ανακρίσεως, και εν όψει του γεγονότος ότι με βεβαιότητα θα υπέξει αντίδραση από τους κατηγορουμένους, για την εξέταση των υπό προστασία μαρτύρων, με τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια, πράγμα που θα επιβραδύνει την ανάκριση έτι περαιτέρω, φοβούμεθα ότι η ανάκριση, η οποία θα έπρεπε να ευρίσκεται στο τέλος ή έστω κοντά στο τέλος, θα βραδύνει πέραν του αναγκαίου αλλά και του προβλεπομένου από το νόμο, νομίμου, κατ’ ανώτατο όριο χρόνου των οκτώ μηνών.

Όλα όμως αυτά δεν τιμούν τη Δικαιοσύνη ούτε εμπεδώνουν το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτή.

Γ. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι το ακόλουθο: Όλα τα εκτεθέντα υπό στοιχεία Α και Β είναι τυχαία ή είναι απότοκα άλλων παραγόντων; Ειλικρινά, ευχόμαστε να ισχύει το πρώτο. Κατά πάσα όμως περίπτωση, ο χρόνος και η συνέχιση και ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας θα δείξει.

Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς

Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

Πηγή: kathimerini.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ