Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Αντώνης Αργυρός: Δεν είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 89 Σ., η συμμετοχή δικαστικών σε έργα ή απασχολήσεις άσχετες με το δικαστικό λειτούργημα

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αντώνης Αργυρός: Δεν είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 89 Σ., η συμμετοχή δικαστικών σε έργα ή απασχολήσεις άσχετες με το δικαστικό λειτούργημα

Γράφει ο Αντώνης Αργυρός*

Η νομιμότητα συμμετοχής δικαστικών λειτουργών σε έργα ή απασχολήσεις άσχετες με το δικαστικό λειτούργημα ή σε συλλογικό όργανο της Διοίκησης υπό το πρίσμα του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 2001 και της νομολογίας του ΣτΕ.

Εισαγωγικά

Η νομιμότητα συμμετοχής δικαστικών  λειτουργών σε έργα ή απασχολήσεις άσχετες με το δικαστικό λειτούργημα ή  σε συλλογικό όργανο της Διοίκησης υπό το πρίσμα του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 2001 και της νομολογίας του ΣτΕ.

1. Κρίσιμες διατάξεις:

 (α) Στο  Σύνταγμα   άρθρο 89. ορίζονται τα ακόλουθα:

« 1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.

2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προ-βλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου.

3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται.

Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.

 Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει.

 4. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην Κυβέρνηση.

5. Επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει.»

(β) Στο άρθρο 41 του ν 1756/1988 ορίζεται: «Άρθρο 41. 1.  Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη  μισθωτή υπηρεσία, καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.   2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές, που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Ο δικαστικός λειτουργός που θα μετάσχει υποδεικνύεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το πολιτικό ή το διοικητικό δικαστήριο ή την εισαγγελία, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δικαστικός λειτουργός προεδρεύει στα ως άνω συμβούλια ή τις επιτροπές,

Ειδικώς στις νομοπαρασκευαστικές  επιτροπές, δεν μπορεί να μετέχει ως μέλος δικαστικός λειτουργός στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει κάποιο από τα κωλύματα των περιπτώσεων α`, β` και γ` της παραγράφου 6[1] του άρθρου 15 .  Εφόσον, στις ανωτέρω επιτροπές, δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική ιδιότητα..

3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά.   Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 871Α, 882Α και 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 1816/1988.

  4. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.”

2.  Πλήρης απαγόρευση αναθέσεως διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς

2.1. Η νομολογία:

(α).Το ζήτημα αυτό ήρθε να επιλύσει το ΣτΕ με την υπ’ αριθμό. 3503/2009 ΟλΣτΕ απόφαση του με τις ακόλουθες σκέψεις: « 6. Επειδή, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001 (Ψήφισμα της 6-4-2001)  ορίζουν ότι: «2. Κατ ΄ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαι-δευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές[2], εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει. Περαιτέρω, στο άρθρο 118 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1-1-2002».

«7. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1-1-2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από το γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για το λόγο αυτό, στενά ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα.» (βλ ΣτΕ 3036/2015)

(β).Με  τις 3036, 3037/2015 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ κρίθηκε ότι οι επιτροπές του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, δεν συνιστούν συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η αρμοδιότητά τους, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή του ν. 998/1979 (Α΄ 289) και στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου, δεν έχει ως αντικείμενο την άσκηση οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου ούτε συνάπτεται με θέματα οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Εξάλλου, οι επιτροπές αυτές δεν έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων με βάση τη διαγραφόμενη στο νόμο διοικητική διαδικασία που δεν έχει στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου, όπως η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ’ αντιμωλία συζήτησης. Συνεπώς, η συγκρότηση των παραπάνω επιτροπών με τη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού δεν είναι νόμιμη  με την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών , διότι είναι αντίθετη προς τις παραπάνω συνταγματικές δια-τάξεις.(ΣτΕ 1597/2017)

(γ). Πρακτικό     συνεδριάσεως και Γνωμοδότηση ΣτΕ κρίθηκε ότι: «11. Το άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως είχε πριν από την αναθεώρηση του 2001, όριζε ότι “1. Απαγορεύεται εις τους δικαστικούς λειτουργούς η παροχή πάσης άλλης εμμίσθου υπηρεσίας, ως και η άσκησις οιουδήποτε επαγγέλματος 2. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται η εκλογή δικαστικών λειτουργών ως μελών της Ακαδημίας ή […] ως και η συμμετοχή αυτών εις ειδικά διοικητικά δικαστήρια και εις συμβούλια ή επιτροπάς, πλην των διοικητικών συμβουλίων επιχειρήσεων και εμπορικών εταιρειών. 3. Επίσης επιτρέπεται η ανάθεσις εις δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων, είτε παραλλήλως προς την άσκησιν των κυρίων αυτών καθηκόντων είτε αποκλειστικώς, επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, ως νόμος ορίζει. 4. […]”. 12. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001 το άρθρο 89 ορίζει πλέον τα ακόλουθα: “1. […] 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει”. “14. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των §§ 2 και 3 του άρθρου 89 συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για τον λόγο αυτό, στενώς ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, από την εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη, στενώς, κατά τα ανωτέρω ερμηνευτέα, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλ. και πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής Ι΄ Περιόδου, Α΄ Συνό-δου, Συνεδρ. ΡΛΒ΄, σ. 597). Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980-1/2010). Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της δικαιοσύνης”».

(δ). Με την με αριθμό 2347/2017 Απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ   κρίθηκε ότι: «οι .. Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ούτε, κατά μείζονα λόγο, ειδικά διοικητικά δικαστήρια ή «δικαστικές επιτροπές», απαγορευόμενες κατά το Σύνταγμα – άρθρα 8 και 87, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1, βλ. ΣτΕ Ολομ. 189/2007, 825/1998), συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 και, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα μετέχουν σε αυτές εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ., Άρειος Πάγος 371/2013).»

(ε) Με την με αριθμ 813/2019  Απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ   κρίθηκε ότι:« από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της οργανικής διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26), και θεσπίζεται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών (άρθρα 87 έως και 91), προκύπτει ότι για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα (άρθρο 89 παρ. 2) και εξειδικευόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, απαιτείται σχετική πράξη του αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1237-1238, 2347-2348/2017, πρβλ. και ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., απόφαση Ολομελείας εν συμβουλίω 1/1975). Ειδικότερα από τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου απαιτείται οπωσδήποτε στις συνδεόμενες με την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων υπηρεσιακές μεταβολές των προαγωγών, τοποθετήσεων, μεταθέσεων, αποσπάσεων και μετατάξεων των δικαστικών λειτουργών. Εξ άλλου, ως απόσπαση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος, νοείται η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα μεταφορά του δικαστικού λειτουργού από την οργανική του θέση σε άλλο δικαστήριο, και όχι και η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα ανάθεση (έστω και με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης) στον δικαστικό λειτουργό των επιτρεπόμενων από το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος καθηκόντων, η οποία τελεί υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως του τελευταίου αυτού (πρβλ. ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., πρβλ. και απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975) [από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της συντακτικής Βουλής του 1975 (βλ. πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής επί του Συντάγματος, Ε΄ Αναθ., Περίοδος Α΄, συνεδρ. της 10.5.1975, σελ. 603, 650 επ. (651, 655, 658), συνεδρ. της 12.5.1975, σελ. 744-745 και πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, συνεδρ. της 11.2.1975, σελ. 207, 217, 224-225, 228-230, συνεδρ. της 14.2.1975, σελ. 238) προκύπτει ότι είχαν κατατεθεί τροπολογίες για το άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις οποίες προτεινόταν η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων (παράλληλων με τα κύρια καθήκοντά τους ή αποκλειστικών για περιορισμένο χρονικό διάστημα) να γίνεται ύστερα από σύμφωνη (αιτιολογημένη) γνώμη των αρμοδίων Δικαστικών Συμβουλίων (ή μετά σύμφωνη γνώμη της Ολομελείας του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο οριζόμενος δικαστικός λειτουργός ή του Προέδρου αυτού, βλ. απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975). Οι σχετικές, όμως, τροπολογίες απορρίφθηκαν. Ως προς το ίδιο ζήτημα σε σχέση με τα Δικαστικά Συμβούλια, το οποίο είχε τεθεί και κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001 (βλ. και απόφαση Διοικητικής Ολομελείας Αρείου Πάγου 18/1998), δεν επήλθε μεταβολή κατά την αναθεώρηση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 και της παρ. 1 του άρθρου 90 του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 6.4.2001]. Οίκοθεν νοείται ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να υπαγάγει στην έννοια της απόσπασης του άρθρου 51 παρ. 6 και 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), για την οποία απαιτείται σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, και περιπτώσεις συμμετοχής δικαστικού λειτουργού, με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, σε επιτροπές δικαιοδοτικού, πειθαρχικούή ελεγκτικού χαρακτήρα. Επομένως, ούτε από το άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών,  αποκλείεται η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβλέψει ότι ο ορισμός δικαστικών λειτουργών για τη συμμετοχή τους, κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ή παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους, σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, γίνεται με απόφαση διάφορου από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, όπως το όργανο διεύθυνσης του οικείου δικαστηρίου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η δυνάμει διατάξεως νόμου πρόβλεψη απόφασης του ως άνω Συμβουλίου και για τη συμμετοχή αυτή.»

3. Η απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων στους δικαστές

Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, που  προαναφέρθηκαν  θέτουν απόλυτη απαγόρευση. Σύμφωνα με την κατ’ άρθρο ερμηνεία του Συντάγματος, Σπυρόπουλου, Κοντιάδη, Ανθόπουλου, Γεραπετρίτη, έκδ. 2017, σελ. 1373:

«Μία διεύρυνση της αποστολής των ασυμβιβάστων, πέραν από την ενίσχυση της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών και προς το πεδίο προστασίας της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας επιχείρησε να επιφέρει η αναθεώρηση του 2001 (βλ. αναλυτικά σε Σπυρόπουλο, Κοντιάδη, Ανθόπουλο, Γεραπετρίτη, Σύνταγμα, κατ’ άρθρο ερμηνεία, έκδ. 2017 σ. 1371 επ). Η διεύρυνση αυτή επιτεύχθηκε με τη θέσπιση μιας ακόμη πιο εκτεταμένης προστασίας των δικαστών από έργα ή απασχολήσεις άσχετες με το δικαστικό λειτούργημα. Η νέα προστασία αφορά στην απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων στους δικαστές, πρακτική η οποία ήταν πολύ συνηθισμένη στην νομοθεσία προ της αναθεωρήσεως. Με την αναθεωρημένη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 89 Σ προστέθηκε μια σαφής διάσταση ευθείας και όχι απλώς παρεπόμενης προστασίας της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Εξάλλου τα διοικητικά όργανα επιτελούν το καθήκον τους, υπακούοντας μεν πρωτίστως στο Σύνταγμα και στους νόμους (δεσμευόμενα από την αρχή της νομιμότητας) αλλά δεν παύουν να υπάγονται σε μια διοικητική ιεραρχία, η οποία επιτρέπει τον ιεραρχικό τους έλεγχο είτε επί των πράξεων είτε επί των προσώπων. Επομένως τα διοικητικά όργανα απολαμβάνουν μιας σχετικής και μόνο λειτουργικής ανεξαρτησίας, καθώς επιδιώκεται μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ιεραρχικής υποταγής από τη μία και περιορισμένης λειτουργικής ανεξαρτησίας από την άλλη (Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Γ’ Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, έκδ. 1993, σ. 433). Το καθεστώς αυτό το οποίο είναι ανοίκειο για δικαστικούς λειτουργούς, ενδέχεται να επηρέαζε και τους δικαστές που ορίζονταν μέλη συλλογικών οργάνων με διοικητικές αρμοδιότητες( Πικραμένος Μ., Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, Διοίκηση και Πολιτεία, 1993, 81 επ). Επίσης σε μια έννομη τάξη όπου το ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ένα χρόνιο και επίμονο πρόβλημα, το κύριο μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει, πέραν των άλλων, και την απρόσκοπτη αφοσίωση του δικαστή στα δικαιοδοτικά του καθήκοντα. Με την έννοια αυτή απαγόρευσε την ενασχόληση του δικαστή με έργα άσχετα προς το δικαστικό λειτούργημα, τα οποία περιορίζουν την διαθεσιμότητά του και πλήττουν συνολικά την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης (Γώγος, Η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στο έργο της διοίκησης μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τιμ. Τόμος Μανωλεδάκη, 2007, 185 επ.). Κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής πρόβλεψης ο νομοθέτης με το ν. 2993/2002 τροποποίησε και συμπλήρωσε τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, προ-βαίνοντας σε μια αναλυτική νομοθετική διαρρύθμιση των ζητημάτων που προέκυψαν από την θέσπιση της απαγόρευσης συμμετοχής των δικαστών σε επιτροπές και συμβούλια».

 4. Συμπερασματικά

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από το γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για το λόγο αυτό, στενά ερμηνευτέα, προβλέπεται από την § 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα (Ολ.ΣτΕ 3503/2009).  Από την εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου89 παρ. 3 του Συντάγματος , στενώς, κατά τα ανωτέρω ερμηνευτέα, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλ και πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής Ι Περιόδου, Α΄ Συνόδου, Σύνεδρ, ΡΛΒ΄ σ. 597). Και τούτο διότι, στην περίπτωση-του μονομελούς οργάνου, η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης ( του κύρους του δικαστικού,  λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως  ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (βλ. ΣτΕ 2980/2010).

*Πρώην υπηρεσιακός υπουργός Επικρατείας, Δικηγόρος.


[1]«6. Η θέση του προέδρου και των μελών του συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων.

Δεν μπορεί να είναι υποψήφιοι ως πρόεδροι και ως μέλη συμβουλίων, όσοι:

α) έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή έχει κινηθεί εναντίον τους η διαδικασία για να τεθούν εκτός υπηρεσίας ή έχουν τεθεί εκτός αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57Α του παρόντος,

β) εναντίον τους εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο,

γ) έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν, και”.

δ) είναι ή ήταν στο παρελθόν πρόεδροι ή τακτικά μέλη συμβουλίων στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας.»

[2]βλ. 202/2007 ΓΝΜΔ ΝΣΚ

                                                                              *Πρώην υπηρεσιακός υπουργός Επικρατείας, Δικηγόρος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ