Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Αριστομένης Τζαννετής: Η ουτοπική τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ και oι παθογένειες του ποινικού μας συστήματος

Η βραδύτητα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στο ακροατήριο αναδεικνύεται πλήρως όχι όταν αναβάλλονται, αλλά όταν εκδικάζονται οι ποινικές υποθέσεις.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αριστομένης Τζαννετής: Η ουτοπική τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ και oι παθογένειες του ποινικού μας συστήματος

Ως γνωστόν το άρθρο 349 ΚΠΔ έχει υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις στην κατεύθυνση των περιορισμού των περιθωρίων αναβολής των ποινικών υποθέσεων. Η σχεδόν εμμονική ενασχόληση του νομοθέτη με το άρθρο 349 ΚΠΔ απηχεί τη διαδεδομένη αντίληψη ότι η ρίζα της κακοδαιμονίας του συστήματος της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης ευρίσκεται στις αθρόες αναβολές των ποινικών δικών. Ωστόσο μέχρι σήμερα καμία από τις διαδοχικές παραλλαγές του άρθρου 349 ΚΠΔ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των εμπνευστών της για επιτάχυνση της ποινικής δίκης. Περιορισμός του αριθμού των αναβολών μέχρι δύο σε δικάσιμο που δεν απέχει περισσότερο από τρείς μήνες (Ν. 3160/2003 σε συνδυασμό με Ν. 4055/2012), απόδειξη του επικαλούμενου λόγου υγείας με πιστοποιητικό νοσηλευτικού ιδρύματος (Ν. 3904/2010), εκδίκαση της υπόθεσης από τον ίδιο προεδρεύοντα δικαστή σε συνδυασμό με τη λήψη της απόφασης από το Συμβούλιο, αν ο λόγος αναβολής ανακύψει πέντε τουλάχιστον μέρες πριν από τη δικάσιμο (Ν. 4055/2012) συνθέτουν τη δέσμη των μέτρων, που κατά καιρούς επινοήθηκαν για τον περιορισμό των αναβολών. Κάποιες από τις λύσεις αυτές αποδείχθηκαν δυσλειτουργικές και βραχύβιες (όπως το μοντέλο του Ν. 4055/2012 για την εκδίκαση υπό την ίδια σύνθεση και τη χορήγηση της αναβολής από το Συμβούλιο, που ίσχυσε μόλις ένα χρόνο και καταργήθηκε με το Ν. 4139/2013). Κάποιες άλλες (οι προβλέψεις για τη χορήγηση μέχρι δύο αναβολών εντός τριμήνου και για την απόδειξη του λόγου υγείας με πιστοποιητικό νοσηλευτικού ιδρύματος) άντεξαν στο χρόνο και αποδίδουν το περιεχόμενο του άρθρου 349 του παλαιού ΚΠΔ, όπως αυτό ίσχυσε στην τελευταία μορφή του πριν από την ψήφιση του νέου ΚΠΔ.

Ωστόσο , ήταν γνωστό σε όλους τους μετέχοντες στα δικαστηριακά πράγματα ότι οι περιορισμοί του παλαιού άρθρου 349 ΚΠΔ είχαν καταστεί στην πράξη ανενεργοί. Τα δικαστήρια χορηγούσαν πολύ περισσότερες των δύο αναβολών, όριζαν τη μετ΄ αναβολήν δικάσιμο σε χρόνο που απείχε πολύ περισσότερο του τριμήνου (με απόσταση όχι μηνών, αλλά ενίοτε πλέον του έτους!), ενώ αντιμετώπιζαν με χαλαρότητα την προβολή αιφνιδίων λόγων υγείας, η πιστοποίηση των οποίων από νοσηλευτικό ίδρυμα ήταν ανέφικτη. Η αχρησία του προϊσχύσαντος άρθρου 349 ΚΠΔ δεν οφειλόταν σε απροθυμία, αλλά σε πραγματική αδυναμία των δικαστηρίων να εφαρμόσουν μια διάταξη, το ρυθμιστικό περιεχόμενο της οποίας ήταν πλήρως αποξενωμένο από τη ζώσα δικονομική πραγματικότητα. Λ.χ. σε δίκες με περισσότερους κατηγορουμένους η άσκηση του δικαιώματος αναβολής από δύο εξ αυτούς (ή από την πλευρά της τότε πολιτικής αγωγής) εξαντλούσε το όριο των αναβολών με συνέπεια οι υπόλοιποι διάδικοι να αποστερούνται αδικαιολόγητα το δικαίωμά τους να παραστούν αυτοπροσώπως στη δίκη ή να εκπροσωπηθούν από το συνήγορο της επιλογής τους. Από την άλλη μεριά η σύντομη αναβολή εντός τριμήνου σε δικασίμους με ήδη υπερφορτωμένα πινάκια οδηγούσε μετά βεβαιότητας στην εκ νέου αναβολή των δικών, αυτή τη φορά λόγω ωραρίου! Τέλος, ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών είχε παρερμηνευθεί στη συνείδηση όλων των παραγόντων της δίκης (αλλά και των δικαστηρίων) ως ένα «κεκτημένο» δικαίωμα αναβολής εντός του επιτρεπομένου κατά νόμο αριθμού με συνέπεια την υποτυπώδη εξέταση της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω παραμέτρους η Επιτροπή για τη σύνταξη του νέου ΚΠΔ θεώρησε ότι οποιοσδήποτε περιορισμός του αριθμού των αναβολών και ατελέσφορος είναι και αδικαιολόγητη δυσπιστία ως προς την ευθυκρισία του ποινικού δικαστή κατά την αξιολόγηση των προβαλλομένων λόγων αναβολής αποπνέει. Έτσι ο νέος ΚΠΔ επανέφερε το άρθρο 349 ΚΠΔ στην αρχική του μορφή χωρίς κανένα περιορισμό ως προς τον αριθμό των αναβολών ή ως προς τη χρονική απόσταση της μετ΄ αναβολήν δικασίμου. Η απελευθέρωση του άρθρου 349 ΚΠΔ από τους μέχρι τότε ισχύοντες περιορισμούς δεν απέβλεπε ασφαλώς στη διευκόλυνση ή ενθάρρυνση των αναβολών, αλλά αντιθέτως αποσκοπούσε στην τόνωση του αισθήματος ευθύνης των δικαστών, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα αυστηρότητα όλα τα προσχηματικά αιτήματα αναβολής, ακόμη και στις λεγόμενες πρωτοείσακτες υποθέσεις. Σημειωτέον δε ότι ο πρόσφατος Ν. 4855/2021, κατά βάση έργο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την παρακολούθηση της εφαρμογής του νέου ΠΚ και του νέου ΚΠΔ, προφύλαξε το άρθρο 349 ΚΠΔ από τη σαρωτική τροποποίηση πλείστων άρθρων των δύο κωδίκων.

Εν τούτοις ο νομοθέτης δεν φαίνεται να διδάσκεται από τα λάθη του παρελθόντος. Σύμφωνα με την προωθούμενη προς ψήφιση τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ (η πρώτη, αλλά πιθανότατα όχι η τελευταία μετά την ισχύ του νέου ΚΠΔ) προβλέπεται η δυνατότητα των συνηγόρων υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας να προβάλουν για μια μόνο φορά το κώλυμα λόγω συμμετοχής σε άλλη δίκη, ενώ για την αναβολή λόγω προβλήματος υγείας απαιτείται η πιστοποίηση από δημόσιο νοσοκομείο ή ιδιωτικό θεραπευτήριο χωρίς πάντως να εισάγεται περιορισμός ως προς τον αριθμό των αναβολών που είναι δυνατόν να χορηγηθούν για το λόγο αυτό, σε κάθε δε περίπτωση προβλέπεται ότι η τυχόν χορηγούμενη αναβολή δεν μπορεί να υπερβεί τους τρείς μήνες. Επειδή η νέα ρύθμιση είναι εξίσου ουτοπική με τις προηγούμενες , η αποτυχία της είναι προδιαγεγραμμένη. Αρκεί να ληφθεί υπόψη το ανέφικτο της αναβολής εντός τριμήνου, αλλά και η δυσχερής εφαρμογή της διάταξης σε πολυπρόσωπες ποινικές δίκες. Η προτεινόμενη τροποποίηση πρωτοτυπεί, πάντως, σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατά το ότι ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών προβλέπεται, μόνο όταν ο προβαλλόμενος λόγος αφορά κώλυμα στο πρόσωπο συνηγόρου. Η διαφοροποίηση αυτή, πέραν του ότι εκφράζει μια αδικαιολόγητη δυσπιστία ως προς την ειλικρίνεια των αιτημάτων αναβολής των συνηγόρων, κινείται σε ένα δικαιοπολιτικώς ευαίσθητο πεδίο, που άπτεται το κατοχυρωμένου στην ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ. 3 περ. γ’ ΕΣΔΑ δικαιώματος του κατηγορουμένου να αναθέτει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του.

Και αν ακόμη κανείς παραβλέψει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες κατά την πρακτική εφαρμογή των νομοθετικών περιορισμών των αναβολών, παραμένει ένα καίριο ερώτημα, το οποίο ο νομοθέτης διαχρονικά αγνοεί ή τουλάχιστον υποτιμά. Αναλογεί άραγε στις αναβολές των ποινικών δικών ένα τόσο μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αδιαμφισβήτητη και πιστοποιημένη σε πολυάριθμες αποφάσεις του ΕΔΔΑ βραδύτητα του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, ώστε να καθίσταται αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη στο πεδίο αυτό; Όποιος σπεύσει να απαντήσει στο ερώτημα αυτό καταφατικά και να θεωρήσει πανάκεια την αυστηροποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ απλώς στρουθοκαμηλίζει. Οι λόγοι της καθυστερημένης εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων στην Ελλάδα είναι συστημικοί και πολυπαραγοντικοί και ασφαλώς δεν ανακύπτουν για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Η συνολική ελάφρυνση του ποινικού συστήματος προϋποθέτει αποσυμφορητικές παρεμβάσεις σε προγενέστερα στάδια της ποινικής δίκης με στόχο τη μειωμένη εισροή των υποθέσεων στην ακροαματική διαδικασία. Ο θεσμός των δικαστικών συμβουλίων, ο οποίος δυστυχώς έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται τελευταία με καταργητική διάθεση, είναι ένα αποτελεσματικό μέσο διήθησης του όγκου των υποθέσεων ή έστω του αριθμού των κατηγορουμένων που παραπέμπονται στο ακροατήριο και καταγράφει στην κατεύθυνση αυτή πολύ καλύτερες επιδόσεις από το αντίπαλο μοντέλο της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα. Αλλά και στο αρχικό στάδιο της προδικασίας ο νέος ΚΠΔ παρέχει πρωτοποριακά εργαλεία αποχής από την ποινική δίωξη που μπορούν, αν αξιοποιηθούν, να περιορίσουν εν τη γενέσει της τη δημιουργία ποινικής ύλης. Επομένως η συζήτηση για τη νέα (πολλοστή) τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ είναι όχι μόνο επιφανειακή, αλλά και αποπροσανατολιστική, διότι τοποθετεί κάτω από το χαλί τις δομικές αδυναμίες του συστήματος της ελληνικής ποινικής δίκης, το οποίο έχει αποτύχει πλήρως να διαχειρισθεί ορθολογικά τον όγκο των υποθέσεων που καταλήγουν στην υδροκέφαλη διαδικασία του ακροατηρίου.

Η βραδύτητα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στο ακροατήριο αναδεικνύεται πλήρως όχι όταν αναβάλλονται, αλλά όταν εκδικάζονται οι ποινικές υποθέσεις. Πόσες φορές δεν έχουν εισαχθεί στο ακροατήριο υποθέσεις, που καθ’ ομολογίαν των ιδίων των δικαζόντων δεν άξιζε να φθάσουν μέχρις εκεί; Ή πόσες φορές εισάγονται στο ακροατήριο υποθέσεις χωρίς να έχουν υποστεί τη δέουσα επεξεργασία κατά το στάδιο της προδικασίας με συνέπεια να επιδίδεται το δικαστήριο σε χρονοβόρες διερευνήσεις, αν δεν επιλέξει την οδό της αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις; Εξάλλου, καθοριστική για την ταχεία , αλλά συγχρόνως αποτελεσματική και δίκαιη εκδίκαση των υποθέσεων στο ακροατήριο είναι η ικανότητα του διευθύνοντος τη διαδικασία να επικεντρώνει τη δικαστική διερεύνηση και να κατευθύνει τις συμβολές των λοιπών παραγόντων της δίκης στα ουσιώδη αποδεικτέα ζητήματα. Η αδέξια διαχείριση της ακροαματικής διαδικασίας οδηγεί σε άσκοπη ανάλωση δικαστικού χρόνου, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την εκδίκαση μεγαλύτερου αριθμού υποθέσεων. Τέλος, αδικαιολόγητες πρωτόδικες καταδίκες επιβαρύνουν με περιττό όγκο εργασίας στα δευτεροβάθμια δικαστήρια , ενώπιον των οποίων ανοίγει νέος κύκλος αναβολών, ακόμη και υπό τους προβλεπόμενους στο νόμο περιορισμούς.

Όλοι οι παράγοντες επιβράδυνσης της διαδικασίας στο ακροατήριο, που μόλις προαναφέρθηκαν, αποκαλύπτουν ότι ο πλέον αποτελεσματικός επιταχυντής της ποινικής δίκης είναι η τόνωση του αισθήματος ευθύνης των δικαστών λειτουργών (εισαγγελέων και δικαστών) στα επί μέρους διαδικαστικά στάδια. Αυτοί οφείλουν με υπευθυνότητα να εκκαθαρίζουν εγκαίρως τις υποθέσεις και όχι να μετακυλίουν αυτό το έργο στα δικαστικά όργανα, που θα επιληφθούν στο αμέσως επόμενο διαδικαστικό στάδιο. Καλούνται επίσης να διαχειρίζονται τα αιτήματα αναβολής με αποκλειστικό γνώμονα τη βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων και όχι με φυγόπονη αλλά ούτε και με αδικαιολόγητα αυστηρή διάθεση. Ο δικαστής που , έστω και αδικαιολόγητα, αναβάλλει μια ποινική υπόθεση συμβάλλει πολύ λιγότερο στην καθυστέρηση της ποινικής δίκης σε σύγκριση με τον ομόλογό του, ο οποίος προηγουμένως είτε κακώς εισήγαγε μια υπόθεση στο ακροατήριο είτε καταδίκασε εσφαλμένα σε πρώτο βαθμό. Πριν, λοιπόν, ρίξουμε τη λίθο του αναθέματος στο άρθρο 349 ΚΠΔ και γυρίσουμε στην παλιά αποτυχημένη συνταγή του νομοθετικού περιορισμού των αναβολών, ας στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο πώς θα μειωθεί η ποινική ύλη που εισάγεται στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων και πώς θα εκριζωθεί η ευθυνόφοβη νοοτροπία της παράδοσης της σκυτάλης από τους προηγούμενους στους επόμενους. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, η όποια συζήτηση για την τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ χρησιμεύει ως φύλλο συκής για τη συγκάλυψη των παθογενειών του ποινικού μας συστήματος.

Ο Αριστομένης Τζαννετής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών &  Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ