Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Δημήτρης Νικ. Μπόλης: Δικαίωμα ή μη χρήσης αποδεικτικών μέσων αποκτηθέντων παρανόμως

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Νικ. Μπόλης: Δικαίωμα ή μη χρήσης αποδεικτικών μέσων αποκτηθέντων παρανόμως

Του Δημήτρη Νικ. Μπόλη*

Σε πρόσφατη Διάταξή του (Ιανουάριος 2020), ο γνωστός για τη νομική του κατάρτιση Αντεισαγγελέας Εφετών Γ. Βούλγαρης, παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος ιδιοκτήτη κέντρου υγειονομικού ενδιαφέροντος, ο οποίος για να ενοχοποιήσει το δράστη της εις βάρος του κλοπής, χρησιμοποίησε υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που διέθετε. Ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης κατηγορείται πλέον ότι παραβίασε το άρθρο 38 παρ.1 του Ν. 4624/2019 σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Μάλιστα, το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, ήτοι η αποτύπωση του κλέφτη κατά τη διάπραξη της κλοπής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο Δικαστήριο που θα τον δικάσει, αφού σύμφωνα με το άρθρο 177 παρ.2 ΚΠΔ: «Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με παράνομες πράξεις ή μέσω αυτών, δε λαμβάνονται υπ’ όψιν»

Η προστασία άλλωστε των προσωπικών δεδομένων αλλά και του απορρήτου της επικοινωνίας ρητά και κατηγορηματικά προβλέπονται στα άρθρο 9Α και 19 του Συντάγματος, το δε άρθρο 19 παρ. 3 απαγορεύει ρητά, κατηγορηματικά και αναπόδραστα, τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παραβιάζοντας το απόρρητο της, με οποιοδήποτε τρόπο, επικοινωνίας και των προσωπικών δεδομένων.

Το Δεκέμβριο του 2015 επί Κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε νόμο που αφορούσε στο σύμφωνο συμβίωσης και συγκεκριμένα στο άρθρο 65 του Ν. 4356/2015, προβλέφτηκε ότι στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, άρα μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψιν αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών.

Η διάταξη αυτή σφόδρα κατακρίθηκε από πολλούς Συνταγματολόγους (μεταξύ των οποίων ο Κ. Χρυσόγονος), Δικηγόρους, Καθηγητές Πανεπιστημίων, (μεταξύ των οποίων ο Χ. Ανθόπουλος), το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, την Ελληνική Εταιρία Ποινικού Δικαίου, την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η οποία μάλιστα προέβη στην έκδοση μίας ιδιαίτερα καυστικής ανακοίνωσης, όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Η επίμαχη νομοθετική επέμβαση είναι όμως και κατά περιεχόμενο προβληματική και αποκρουστέα. Πράγματι, η απαγόρευση της χρήσης στην ποινική διαδικασία αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί με εγκλήματα είναι συνυφασμένη με το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το κράτος δικαίου εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και γι’ αυτό αποκρούει την χρήση αποδείξεων στην ποινική διαδικασία που είναι προϊόν εγκληματικών πράξεων κρατικών οργάνων ή ιδιωτών.». Ακόμη και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων παρενέβη στη σχετική δημόσια συζήτηση, με επιστολή των 12 από τα 15 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, η οποία κατέληγε: «Ειδικότερα, δε, ως προς την προαναφερόμενη διάταξη, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι οι προϋποθέσεις, που τάσσει ο νομοθέτης, η συνδρομή των οποίων (προϋποθέσεων) θα κρίνεται, τελικά, κατά περίπτωση, από τους αρμόδιους Δικαστικούς ή Εισαγγελικούς Λειτουργούς, παρέχουν πλήρως τις εγγυήσεις, ώστε οι τελευταίοι, χωρίς εκπτώσεις στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τυχόν υπόπτων ή κατηγορουμένων, να συμβάλλουν, ως Λειτουργοί της Πολιτείας, στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής, καθώς και στην πάταξη των φαινομένων της διαφθοράς και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, πάντοτε με γνώμονα την προάσπιση του συμφέροντος των δοκιμαζόμενων Ελλήνων πολιτών.» Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, αντίθετα με την πλειοψηφία του Συμβουλίου της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, ήταν άκρως επικριτική, αφού μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή της ανέφερε: «Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ». Επίσης είχε επικριθεί και από τον τότε Πρόεδρο του ΣτΕ κ. Π. Πικραμένο, σε σχετική εκδήλωση που διοργάνωσε το 2016 ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ο οποίος ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του με τη φράση «Όταν υπάρχει το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος, εκεί τελειώνει η κουβέντα» (newmoney 19-1-2016), ενώ και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αθανασίου είχε καυτηριάσει τον τρόπο που ψηφίστηκε η συγκεκριμένη διάταξη, ήτοι με τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο (για το σύμφωνο συμβίωσης), χωρίς δημόσια διαβούλευση, που υπέγραψε μόνον ο αναπληρωτής Υπουργός και όχι ο Υπουργός. Η διάταξη αυτή παρέμεινε στην έννομη Τάξη για 3,5 περίπου χρόνια, αφού καταργήθηκε την 1-7-2019, με τη Διάταξη του άρθρου 586 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Πέντε μόλις μήνες μετά, ακριβώς η ίδια διάταξη, επανήλθε στην έννομη τάξη της χώρας από τη νέα Κυβέρνηση, με το Νόμο 4637/2019, άρθρο 14.

Βάσει της διατάξεως αυτής, στην περίπτωση του απλού κλέφτη, το οπτικοακουστικό υλικό που αποτυπώνει τον δράστη «εν τω πράττεσθαι» από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που παρανόμως εγκατέστησε ο καταστηματάρχης, ως παρανόμως αποκτηθέν, δε δύναται να χρησιμοποιηθεί, αντιθέτως μάλιστα ο καταστηματάρχης αντιμετωπίζει κατηγορία για παραβίαση του Νόμου περί προσωπικών δεδομένων. Σε περιπτώσεις όμως κακουργηματικών πράξεων αρμοδιότητας Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή Εισαγγελέα Εγκλημάτων διαφθοράς, προβλέπεται η δυνατότητα χρήσης ακόμη και αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις, όπως κατά παράβαση των διατάξεων περί προσωπικών δεδομένων ή του απορρήτου της επικοινωνίας.

Η πλειονότητα όμως του επιστημονικού χώρου (Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, Ένωση Εισαγγελέων, Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Ελληνική Εταιρία Ποινικού Δικαίου, Καθηγητές Πανεπιστημίων κ.ά.), υποστηρίζει με βάσιμα όπως φαίνεται επιχειρήματα ότι η συγκεκριμένη διάταξη, είναι αντισυνταγματική. Όπως άλλωστε υποστηρίζει ο Χ. Ανθόπουλος: «Το άρθρο 19 παρ. 3 είναι όμως απροϋπόθετο και δεν επιτρέπει δικαστικές σταθμίσεις κατά περίπτωση» ή όπως είχε αναφέρει ο τότε Πρόεδρος του ΣτΕ Π.Πικραμμένος: ««Όταν υπάρχει το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος, εκεί τελειώνει η κουβέντα». Δεδομένης της επικαιρότητας, θεωρείται βέβαιον ότι το ιδιαίτερα ενδιαφέρον νομικό αυτό θέμα περί της αντισυνταγματικότητας ή μη ενός νόμου ο οποίος ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2015, καταργήθηκε τον Ιούλιο του 2019 και επανέκαμψε το Νοέμβριο του 2019, θα απασχολήσει, πλην των αρμοδίων Δικαστηρίων της Χώρας και την πολιτική της ζωή.

Δικηγόρος*

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ