Νίκος Τσώλης: Το εξάλεπτο του soft law και ο ρόλος του «εμπειροτέχνη» δικηγόρου
Ευσεβείς πόθοι σχετικά με τους δικαστές που εμείς ψάχνουμε και προτιμάμε.

Όπως προσφάτως κατέστη γνωστό στον νομικό κόσμο, οι Ολομέλειες ΣτΕ και Α.Π., με περισσή σπουδή και αποφασιστικότητα, ενεδύθησαν τον μανδύα του δικονομικού νομοθέτη και θέσπισαν, εν κρυπτώ, εκτός κοινοβουλευτικής διαδικασίας, δεσμευτικές, διατάξεις αναφορικώς με την προφορική υποστήριξη των υποθέσεων από συνηγόρους στο ακροατήριo.
Στο πλαίσιο αναμόρφωσης των εσωτερικών κανονισμών των δικαστηρίων, οι σύμβουλοι και αρεοπαγίτες «νομοθέτησαν», σε ευθεία προσβολή των άρθρων 20 και 26 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. ερήμην της Βουλής(!), ότι η προφορική ανάπτυξη των δικηγόρων εκάστης διαδίκου πλευράς στο ακροατήριο δεν θα υπερβαίνει τα 6 λεπτά, χρόνος ο οποίος θα μετράται με ψηφιακό ρολόι από τον προεδρεύοντα του ανωτάτου Δικαστηρίου, ως εάν διεξάγεται τηλεοπτικό debate ή τηλεπαιχνίδι!
Αυτή η «ανώδυνη» νομοθέτηση – soft law-, κατά τους νομοθετούντες δικαστές, διαφημίσθηκε ως πρωτοπόρα καινοτομία που τερματίζει τις ατελείωτες δίκες και εκσυγχρονίζει την απονομή δικαιοσύνης!
Δυστυχώς, υπό το πρόσχημα της «επιτάχυνσης» οι δικηγόροι υποβιβάζονται σε μη αναγκαία προϋπόθεση, χωρίς να απαντώνται τα εξής αυτονόητα:
α) Δύνανται οι δικαστές να θεσπίζουν νέους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ισχύουν erga omnes, τροποποιώντας τυπικό νόμο;
Υπάγεται η ραγδαία περιστολή της προφορικότητας, εγγίζουσα την ουσιαστική κατάργησή της, στην απονεμηθείσα ευχέρεια των Ολομελειών να ρυθμίζουν με εσωτερικό κανονισμό, «οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους»;
Οι δικονομικοί κανόνες, ως εκ της φύσεώς τους δημοσίας τάξεως, δεν θεσπίζονται, τροποποιούνται και καταργούνται μόνο με τυπικό νόμο, όπως μέχρι σήμερα ίσχυε;
Τηρήθηκε, άραγε, ο τύπος της προηγούμενης κλήσεως και ακροάσεως του ΔΣΑ, όπως προβλέπεται στην 6η παράγραφο του άρθρου 19, για το έγκυρο οιασδήποτε τροποποιήσεως σχετικού εσωτερικού κανονισμού;
Ως φαίνεται εισάγεται πλέον μια, παράλληλη προς την κοινοβουλευτική, διαδικασία θέσπισης κανόνων δημοσίας τάξεως ,όπως είναι οι δικονομικοί, από δικαστικά όργανα και μάλιστα κατά περιεχόμενο που περιορίζει αδικαιολόγητα ατομικά δικαιώματα.
β) Με ποια εγγύηση άραγε διακριτού ρόλου και αμεροληψίας θα κρίνουν τα δικαστήρια αυτά την ένσταση αντισυνταγματικότητας των δικονομικών διατάξεων που τα ίδια «θέσπισαν», όταν θα τολμήσουν αυθάδεις συνήγοροι να θέσουν σε δικαστικό έλεγχο τις ρυθμίσεις αυτές;
Σε δημόσια εκδήλωση του ΔΣΑ ο παριστάμενος Πρόεδρος του ΣτΕ, ερωτηθείς για τη συμβατότητα του θεσπισθέντος 6λέπτου με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, απάντησε κατηγορηματικώς αρνητικά(!), ενώ είχε ερωτηθεί, επί παραδείγματι, για την αντισυνταγματικότητα ή μη της θεσπίσεως τυπικού νόμου που επιτρέπει την ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα απαντούσε πως αδυνατεί θεσμικώς και συνταγματικώς να εκφέρει ατομικώς γνώμη για μια υπόθεση που, ενδεχομένως, θα κληθεί να λάβει θέση ως φυσικός δικαστής.
Η αυθαίρετη άποψη ότι 6 λεπτά αρκούν για την ανάπτυξη αναιρετικών ή ακυρωτικών λόγων υποβαθμίζει τη διαδικασία και παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα και τη σοβαρότητα υποθέσεων που δεν τυποποιούνται σε απλή εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας, ενίοτε και νομολογίας.
Η υποταγή της προφορικότητας της δίκης σε όρους προεκλογικού debate και τηλεπαιχνιδιού γνώσεων, όπου αναζητείται η ταχύτητα απόδοσης προετοιμασμένων απαντήσεων και η επιβράβευση ακαριαίας ανάκλησης αποθησαυρισμένων γνώσεων, είναι προφανής και ουδόλως υπηρετεί τις ανάγκες μιας δίκης, όπου κρίνονται έννομα δικαιώματα υπαρκτών προσώπων, υπό τις παρεχόμενες από το Σύνταγμα εγγυήσεις.
Η αναγωγή της ταχύτητας σε πρωταρχικό κριτήριο παραγνωρίζει το γεγονός ότι ακόμη και τα υποκείμενα σε αυστηρή χρονομέτρηση προεκλογικά debates ουδεμία ουσιαστική αναγκαιότητα υπηρετούν ει μη μόνον της πρόκλησης εντυπώσεων, αφού ουδείς πολιτικός σε θέση ευθύνης καλείται, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, να λάβει κρίσιμες αποφάσεις σε ολίγιστα λεπτά ούτε η ταχύτατη ανάκληση γενικών γνώσεων αποδίδει, αφ’ εαυτής, οιαδήποτε σημαντικό προσόν στη ζωή.
Για έναν πιλότο αεροπλάνου, έναν γιατρό ή οδηγό οχήματος η ταχύτητα αντιδράσεως και ακαριαίας ανταπόκρισης όντως συνιστά, σε κρίσιμες περιπτώσεις, ακρογωνιαίο λίθο του λειτουργήματός του.
Τα παραπάνω, όμως, ουδεμία σχέση έχουν με τη διεξαγωγή δικών, όπου η απόφαση θα εκδοθεί μάλιστα, κατόπιν διασκέψεως ή διασκέψεων, όπου βεβαίως δεν επιβάλλεται στα μέλη του Α.Π. και του ΣτΕ η χρονομετρούμενη τήρηση 6λέπτου!
Επιπλέον, ουδεμία πειστική αιτιολογία παρατίθεται για την ανάγκη τροποποίησης του, ως προσφάτως ισχύοντος, Κανονισμού του ΣτΕ, όπου προβλεπόταν 20 λεπτά ως χρόνος προφορική ανάπτυξης!
Τα όσα υποστηρίζονται περί εναρμονίσεως προς τα διεθνώς κρατούντα στα ανώτατα δικαστήρια, ιδίως στο Ε.Δ.Δ.Α. και στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Η.Π.Α. , για τον ολίγιστο χρόνο προφορικής ανάπτυξης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ως συγκρίσιμα μεγέθη.
Το υπερεθνικό Δικαστήριο του Στρασβούργου επιλαμβάνεται μετά την εξάντληση όλων των εγχώριων ενδίκων μέσων και αφού η υπόθεση διέλθει πλείστα στάδια – φίλτρα ελέγχου, γεγονός που σε παρόμοιο βαθμό ισχύει για το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των Η.Π.Α. το οποίο επιλέγει να δικάσει μια εκατοντάδα υποθέσεις ετησίως από τις 8.000 περίπου αιτήσεις που υποβάλλονται!
Ως προς το εύλογο ερώτημα, πόθεν προέκυψε ο μαγικός αριθμός 6, ελλείψει οιουδήποτε αντικειμενικού κριτηρίου, προκαλούνται ευλόγως οι εξής συνειρμοί:
Μήπως κάποιοι από τους αποφασίσαντες δικαστές εμπνεύστηκαν από το περίφημο «Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου», όπου ο χαρισματικός πρωταγωνιστής του επετύγχανε σε 5 λεπτά να παρουσιάσει ένα εύληπτο, συνοπτικό και αντιληπτό τηλεοπτικό χρονογράφημα;
Ίσως πάλι να θυμήθηκαν τον μοναδικό Μάνο Χατζιδάκι, που συνόψιζε στα πεντάλεπτα σχόλιά του στο Γ’ Πρόγραμμα το ποιητικό και αισθητικά στοχευμένο στίγμα του στην επικαιρότητα και την τέχνη.
Αν πάλι σκοπός ήταν να ασκηθούν οι συμμετέχοντες πληρεξούσιοι σε διαγωνισμό σύντομου ευφυολογήματος, εντυπωσιοθηρίας και πρωτοτυπίας, μάλλον επετεύχθη ο σκοπός των νομοθετών – δικαστών.
Ίσως μάλιστα να απολαύσουμε και θεάματα που θα παραπέμπουν στο variete της περίφημης μάντρας του Αττίκ, στην Αθήνα του 1930, όπου διοργανώνονταν, μεταξύ άλλων, και διαγωνισμοί ταχυγλωσσίας!
Η προφορική ανάπτυξη υπό την κλεψύδρα – ψηφιακό ρολόι και η ροή του αδυσώπητου χρόνου προβλέπεται να αναδείξουν επίσης και αριστοτέχνες της λακωνικότητας και αινιγματικότητας.
Ο πραγματικός σκοπός ήταν προφανώς να αποθαρρυνθούν πολλοί συνάδελφοι από οιαδήποτε ανάπτυξη, μη διατιθέμενοι να μετάσχουν σε μια μεταλλαγμένη διαδικασία, όπου προέχων χαρακτήρας θα είναι πλέον ο χρόνος και όχι τα λεγόμενα, τα οποία αδηρίτως θα υποτάσσονται στον επερχόμενο ψηφιακό αφανισμό του ομιλούντος.
Πλέον οι δικαστές μας το λένε απροσχημάτιστα: «Δεν χρειαζόμαστε άλλο τους δικηγόρους, αρκετά, εμείς τα ξέρουμε όλα , το jura novit curia (ο δικαστής γνωρίζει τον νόμο) στον κολοφώνα του!
Ενώ ως σήμερα ο εκάστοτε προεδρεύων είχε τη δυνατότητα να αφαιρέσει το λόγο από τον απεραντολογούντα δικηγόρο και να θεωρήσει την υπόθεση συζητηθείσα, αίφνης ανέκυψε η ανάγκη γενικευμένης ρυθμίσεως που αποσκοπεί στην αυτόματη και οικειοθελή προσχώρηση των πληρεξουσίων που λαμβάνουν το λόγο στις διατάξεις του.
Το ζητούμενο, τελικώς, είναι η αυτορρύθμιση και ο αυτοπεριορισμός των δικηγόρων στα άνωθεν αποφασισθέντα, χωρίς να «λερώνει» τα χέρια του ο προεδρεύων με αψιμαχίες και περιττούς διαλόγους.
Όλως αντιφατικώς βεβαίως, οι κύριοι αρεοπαγίτες και σύμβουλοι, ενώ θεσπίζουν ανελαστικό αριθμό σελίδων για τα αναιρετικά και ακυρωτικά δικόγραφα επιφυλάσσουν για τις δικαστικές αποφάσεις απεριόριστο αριθμό σελίδων!
Ενώ, δηλαδή, η αίτηση ακύρωσης ενός μελλοντικού «μνημονίου» θα περιορίζεται με τη χρήση ακόμη και ιδεογραμμάτων σε 30 σελίδες, η απόφαση θα μπορεί – όπως συνέβη στις αντίστοιχες περιπτώσεις όπου το ΣτΕ επελήφθη στο παρελθόν-, να φθάνει τις εκατοντάδες.
Ενώ μάλιστα θεσπίζεται για τους ενοχλητικούς δικηγόρους εξάλεπτο προφορικότητας, πριν λίγες εβδομάδες ο Πρόεδρος του ΣτΕ ανακοίνωσε τη διοργάνωση συνέντευξης Τύπου, -μάλλον χωρίς τη χρήση χρονομέτρου- για την ανάπτυξη και επεξήγηση των θεμάτων που έθιξε η απόφαση για τον Οικοδομικό Κανονισμό!
Συνομολογεί δηλαδή το ίδιο το ΣτΕ ότι υφίσταται ανάγκη προφορικών διευκρινίσεων και αναλύσεων των αποφάσεών του που εκδόθηκαν σε μια δίκη, στην ακροαματική διαδικασία της οποίας οι συνήγοροι περιορίσθηκαν δραστικώς στο γενναιόδωρο εξάλεπτο.
Δηλαδή, οι δίκες των μνημονίων, των πλειστηριασμών, των πλείστων περιπτώσεων που αφορούσαν σε μεγάλα έργα, θα ήθελαν κάποιοι να είχαν ολοκληρωθεί εντός 6 λεπτών ή, ακόμη καλύτερα, χωρίς την ενοχλητική παρουσία δικηγόρων.
Οι αιτήσεις ακυρώσεως για τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι., σύνθετα περιβαλλοντικά θέματα, όπως οι ανεμογεννήτριες σε δάση και η ιδιωτικοποίηση των νερών κ.λπ. θα αναπτύσσονται πλέον σε 6 λεπτά, σε ρυθμό πολυβόλου, ώστε να μην κουραστούν οι δικαστές από την πολυλογία των δικηγόρων.
Η επόμενη, πάντως, ημέρα προβλέπεται, μάλλον ζοφερή: Εξειδικευμένος πίνακας χρόνου αγορεύσεων και σε δικαστήρια ουσίας, αναλόγως με την απειλούμενη ποινή, ώστε να εκδίδονται αποφάσεις express, σε μια ατμόσφαιρα αφόρητης κινεζοποιημένης παραγωγής αποφάσεων.
Ο συνήγορος στο απόσπασμα και οι κατηγορούμενοι θα διαγκωνίζονται να επιλέξουν λακωνίζοντες δικηγόρους με εκφραστικά μάτια και παραγωγικές χειρονομίες, αφού ο προφορικός λόγος θα καρατομηθεί!
Όλα δε αυτά δρομολογούνται ερήμην της Βουλής, με το νεοφυές (start up) εργαλείο της θέσπισης από τους δικαστές νομοθεσίας «soft law», ενώ είναι προφανές ότι τα επίμαχα δεν άπτονται εσωτερικών – οργανωτικών της διοίκησης του Δικαστηρίου ζητημάτων, αλλά για erga omnes ισχύοντες δικονομικούς κανόνες που δεν προϋπήρχαν.
Ιστορικώς δεν έχει υπάρξει άλλη προηγούμενη στην ελληνική έννομη τάξη νομοθέτηση ρητής χρονικής διάρκειας αγορεύσεων σε ακροατήριο δικαστηρίου, πλην της εντελώς εξαιρετικής, αμφιλεγόμενης και αναγόμενης σε ανώμαλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, περίπτωσης που αφορούσε στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων με τον Α. Ν. 217/1945:
Ενώ διεξαγόταν η μεγάλη δίκη των μελών των κατοχικών Κυβερνήσεων από το ad hoc συσταθέν, δυνάμει Συντακτικών Πράξεων, Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων και εξ’ αιτίας της λαϊκής δυσαρέσκειας για την γενικότερη καθυστέρηση τιμωρίας των προδοτών, συνεργατών και λοιπών δοσιλόγων, η κυβέρνηση Πλαστήρα, – ένα εκ των εθνικής ενότητας κυβερνητικών σχημάτων που άσκησαν εξουσία από την Απελευθέρωση ως και τις εκλογές του 1946- αποφάσισε να παρέμβει δικονομικώς για την ταχύτερη ολοκλήρωση των δικών αυτών, εκδίδοντας τον Αναγκαστικό Νόμο 217/1945 που περιείχε ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες ως δικονομικές θα εφαρμόζονταν και στις εκκρεμείς δίκες, όπως εκείνη των κατοχικών Πρωθυπουργών και Κυβερνήσεων.
Στο άρθρο 9 του οικείου νόμου εισήχθη διάταξη που όριζε ως μέγιστο χρόνο αγορεύσεως τις δύο ώρες, σε δίκες όπου απειλείτο η θανατική ποινή για τους κατηγορουμένους.
Τονίζεται ότι η νομοθέτηση αυτή συνιστούσε ιστορικώς ένα πρόσχημα αφού είχε προαποφασισθεί από την Κυβέρνηση ότι δεν επρόκειτο να εκτελεσθούν τυχόν θανατικές ποινές στους κυβερνήσαντες επί Κατοχής, σε σημείο ώστε ο Υπουργός Δικαιοσύνης να προβεί σε σχετική δήλωση, διαρκούσης της δίκης.
Παρόλα αυτά, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων μελών των Κυβερνήσεων αρνήθηκαν να ανεχθούν την ωμή παρέμβαση στη δίκη και την κατάργηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων, σε χρονικό μάλιστα σημείο που δεν υφίστατο καν Ε.Σ.Δ.Α., Δικαστήριο του Στρασβούργου κ.λπ. (βλ. Δημ. Κουσουρής «Οι δίκες των Δοσιλόγων», Αθήνα, 2014, σελ. 308, επ.)
Σε κάθε πάντως περίπτωση, το 1945 εξεδόθη τυπικός νόμος, που υπογράφηκε από τον Αντιβασιλέα Δαμασκηνό και το Υπουργικό Συμβούλιο, ακολούθως δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. και δεν νομοθέτησαν οι ίδιοι οι δικαστές!
Το παρόν άρθρο-παρέμβαση θα τερματιζόταν στο σημείο αυτό αν δεν είχε μεσολαβήσει ένα δημοσίου χαρακτήρα συμβάν, δια του οποίου αποκαλύπτεται, κατά τη γνώμη μου, ένας συντρέχων και αποχρών λόγος για τον δραματικό περιορισμό της παρουσίας των δικηγόρων σε ΣτΕ και Α.Π.
Συγκεκριμένα, στις 21/01/2025, μετείχα στο ακροατήριο ενώπιον του οποίου έλαβε χώρα στη ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ η παρουσίαση της νέας έκδοσης της, κατ’ άρθρον ερμηνείας του Συντάγματος, παρουσία μάλιστα της ΠτΔ.
Κατά την παρέμβασή του ο κος Πικραμένος, Πρόεδρος του ΣτΕ, μας δήλωσε ότι… «( εμείς, οι δικαστές του ΣτΕ )… δεν θέλουμε άλλους δικηγόρους εμπειροτέχνες…».
Θαυμάσια!!! Πάλι καλά που δεν μας αποκάλεσε και δικολάβους…
Πριν από 30 ή 20 χρόνια, αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο οι παριστάμενοι δικηγόροι θα είχαν διακόψει τον ομιλητή και θα ζητούσαν εξηγήσεις για την ευθεία υποτίμηση του μαχόμενου δικηγόρου, επαγγελματία του δικογράφου και του ακροατηρίου.
Το συγκεκριμένο ακροατήριο απαρτιζόταν στην ολότητά του από δικαστές και πανεπιστημιακούς, διατηρούντες μεν την ιδιότητα του δικηγόρου, πλην όμως ουδόλως θιγόμενους, ως απεδείχθη, από την σχετική αναφορά.
Για να είμαι ακριβής, ο κος Πικραμένος συμπλήρωσε ότι «… δεν θέλουμε ούτε εμπειροτέχνες δικαστές…».
Προφανώς ανήκει στην αρμοδιότητα δικαστικών ενώσεων και εκάστου δικαστού, εν ενεργεία ή συνταξιούχου, να αξιολογήσει την άποψη αυτή που υποτιμά την μακρά και σκληρή δικαιοδοτική διαδρομή γενεών δικαστών, οι οποίοι εξοπλισμένοι με ένα πτυχίο νομικής και κάποια δικηγορική εμπειρία κατάφεραν, επί δεκαετίες να τέμνουν ένδικες διαφορές και να συντάσσουν αποφάσεις που εντυπωσιάζουν ως σήμερα για την πυκνότητα, ευκρίνεια και σοβαρότητα των διατυπώσεών τους, εν αντιθέσει με κάποιες σύγχρονες σχοινοτενείς εκδοχές δικαστικών αποφάσεων που προσιδιάζουν σε ακαδημαϊκές εισηγήσεις και παρεμβάσεις συγκριτικού δικαίου.
Σε ό,τι αφορά στους εμπειροτέχνες δικηγόρους, ειλικρινώς δεν έχω κατασταλάξει αν πρέπει να θυμώσω ή να γελάσω με την αναφορά του ομιλητή.
Οιαδήποτε από τις εννοιολογικώς αποδεκτές εκδοχές του όρου –ο έμπειρος περί την τέχνη του ή ο αποκτήσας εμπειρικώς την τεχνική του γνώση- θεωρώ ότι αποδίδουν πρωτίστως τιμητική ιδιότητα σε όποιον αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Προσωπικώς, μετά από 32 έτη συνεχούς, καθημερινής μαχόμενης δικηγορίας, σε ακροατήρια, συντάσσοντας δικόγραφα, επιχειρηματολογώντας, υπερασπιζόμενος, αντιδικών, με συνεχή μελέτη, πείσμα, αγωνία, απογοήτευση και λύτρωση, βιοποριζόμενος από το βίωμα ότι η ύψιστη θεωρία είναι η πράξη, η ιδιότητα του εμπειροτέχνη με τιμά, ασχέτως της υποκειμενικής διαθέσεως του ομιλητή και της προδήλου υποτιμήσεως όσων ομότεχνων αναγνωρίζουν όπως εγώ τον εαυτό τους στην κατηγορία αυτή.
Άλλωστε, η συζήτηση για το εάν οι νομικές σπουδές κατατάσσονται στις επιστήμες ή τις τέχνες, έχει απασχολήσει δια μακρόν, γενεές νομοδιδασκάλων, από τα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως στη Γερμανία.
Όσοι είχαμε την τύχη να προλάβουμε τις παραδόσεις του Καθηγητή Ι. Αραβαντινού στη Νομική Αθηνών στο μάθημα «Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου», ωφεληθήκαμε δια βίου, αφού, μεταξύ άλλων, ο ακαδημαϊκός δάσκαλος μας εισήγαγε στη, φέρουσα ουσιαστικό νόημα, συζήτηση για την αληθή φύση των νομικών πραγμάτων.
Αν για τον κον Πικραμένο η διατύπωση της προσωπικής προτιμήσεώς του –απολύτως θεμιτής και ελεύθερης– εκκινεί από μια ελιτίστικη αφετηρία και θεώρηση του ΣτΕ ως ενός δικαστηρίου, όπου αρμόζουν μόνο οι, κατά τεκμήριο, μη εμπειροτέχνες δικηγόροι, αλλά οι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί, ουδείς αρνείται το δικαίωμα στην άποψή του.
Αν το ζήτημα λαμβάνει στοιχεία αισθητικής προσέγγισης και μιας κάποιας δυσανεξίας στον επαγγελματία μαχόμενο δικηγόρο, επίσης ουδείς ψόγος.
Άλλωστε, όπως είχε επιγραμματικώς διατυπώσει ο Ernst Kantorovitsch «στα νομικά ζητήματα, όπως και στα ζητήματα αισθητικής, η συμφωνία είναι αδύνατη», υπογραμμίζοντας και τον νόθο επιστημονικό χαρακτήρα των νομικών πραγμάτων.
Αν πάλι ο ομιλητής εξέφραζε τον ευσεβή του πόθο για την αναβάθμιση του επιπέδου των πληρεξουσίων δικηγόρων, τον συγχαίρω για τη θαρραλέα και δημόσια τοποθέτησή του, αφού συχνά δικαστές και δικηγόροι ανταλλάσσουν αμοιβαίως ανειλικρινή κομπλιμέντα.
Στο πλαίσιο αυτό θα παρουσιάσω κι εγώ τους ευσεβείς μου πόθους, τους οποίους συμμερίζονται αρκετοί εμπειροτέχνες συνάδελφοι, σχετικά με τους δικαστές που κι εμείς ψάχνουμε και προτιμάμε.
Αναζητούμε λοιπόν, έντιμους, εργατικούς, σθεναρούς και αξιοπρεπείς δικαστές, μη διαθέτοντες εύπλαστη σπονδυλική στήλη ώστε να επιδίδονται σε εδαφιαίες υποκλίσεις προς ποικιλώνυμες εξουσίες, δικαστές που δεν θεωρούν εαυτούς, πρωτίστως, εργαλεία της επενδυτικής ανάπτυξης και δεν εκλαμβάνουν ως δεδομένη τη συμμετοχή τους σε οικονομικά fora, δικαστές μερακλήδες στη δουλειά τους, αποδεχόμενοι όλοι εμείς ότι είναι κι εκείνοι άνθρωποι που θα βρεθούν σε κακή ημέρα και θα κάνουν λάθη.
Θέλουμε δικαστές που δεν θα προσέρχονται ενθουσιωδώς σε πανηγυρικές εκδηλώσεις κυβερνήσεων και δεν θα χειροκροτούν όρθιοι (!), – εν ενεργεία όντες – Πρωθυπουργούς και υπουργούς Δικαιοσύνης, ούτε θα ασκούν αθέμιτο mobbing σε νεότερους, αλλά και δεν θα ομνύουν μεγαλοφώνως στο όνομα τέως Προέδρου ο οποίος διατελούσε εκείνη την περίοδο Αντιπρόεδρος Κυβερνήσεως
Θέλουμε δικαστές φιλόδοξους, αλλά όχι αριβίστες, να μην ασκούνται σε φιλοκυβερνητική γυμναστική διά των αποφάσεών τους όταν επίκεινται επιλογές Υπουργικού Συμβουλίου, να σέβονται τους πληρεξουσίους και να μην απευθύνονται με περισσή απρέπεια, όπως εσχάτως συμβαίνει με σειρές αποφοίτων της ΕΣΔΙ, οι οποίοι διδάχθηκαν ότι δύνανται να φέρονται ως απόλυτοι άρχοντες της διαδικασίας.
Θέλουμε δικαστές καλοπληρωμένους πραγματικά και όχι αγκομαχούντες, ιδίως όσοι έχουν οικογένειες και μετατίθενται ανά την Ελλάδα, δικαστές που δεν θα ζουν υπό το διαρκές άγχος των score boards και της περικοπής μισθού, με τρόπο που φαλκιδεύει την πραγματική λειτουργική ανεξαρτησία τους.
Θέλουμε δικαστές ανεξάρτητους, που επέλεξαν ενσυνειδήτως τον κλάδο και όχι μόνο ως τερματικό σταθμό αέναων μεταπτυχιακών και θεωρητικών αναζητήσεων και αντιμετωπίζουν το βιοτικό συμβάν με δυσφορία και, ενίοτε, ειλικρινή απορία…
Ζητάμε πολλά. Ίσως…
Βρίσκουμε κάποια και πορευόμαστε με αυτά, διεκδικώντας και τα υπόλοιπα.
Εμείς πάντως, δεν έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε τους δικαστές ούτε ως κλειστό club, με αποφάσεις σωματειακού χαρακτήρα να καθορίζουμε τους όρους συμμετοχής και έννομης παράστασης των διαδίκων και των εκπροσώπων τους.
Αν, δηλαδή, το εξάλεπτο θεσπίσθηκε για να εξοβελισθούν οι demode εμπειροτέχνες δικηγόροι από τα ανώτατα δικαστήρια, θα προσθέσουμε το αυτονόητο: τα δικαστήρια δεν ανήκουν στους δικαστές που υπηρετούν σε αυτά, αλλά στους πολίτες – διαδίκους , οι υποθέσεις των οποίων υποστηρίζονται από τους δικηγόρους τους.
Λησμονείται μάλιστα ότι, συνήθως, πολλοί από τους εμπειροτέχνες καταφέρνουν να συνεχίζουν την άσκηση της τέχνης τους στα οικεία δικαστήρια ακόμη και όταν οι νομοθετούντες δικαστές συνταξιοδοτούνται.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει το « εργαστήριο της νομικής επιστήμης», όπως ο ίδιος ομιλητής ( Πικραμένος) προσδιόρισε στην ανωτέρω εκδήλωση το δικαστήριο που εξετάζει τις υποθέσεις, αν δεν εισέρχονταν ως πρώτη ύλη οι ένδικες υποθέσεις που στοιχειοθετούν [και] οι εμπειροτέχνες;
Η δικαστική ιστορία γέμει παραδειγμάτων όπου άσημοι, πείσμονες, μεθοδικοί, ξεροκέφαλοι, ενίοτε επαρχιώτες δικηγόροι, από κοινού με θιγομένους πολίτες άνοιξαν το δρόμο για την αναγνώριση δικαιωμάτων και τη θεμελίωση του κράτους δικαίου.
Όσο υπάρχουν ακόμη οι εμπειροτέχνες, ενίοτε και καλλιτέχνες της δικηγορίας, δεν θα αφήνουμε αναπάντητες τις νεοπαγείς αυτές μεθοδεύσεις.
Πάντως, ευχαριστώ ειλικρινώς τον κον Πικραμένο για την αυθόρμητη και θαρραλέα τοποθέτησή του, η οποία απέδωσε με ακρίβεια τον τίτλο που ανυπόκριτα επιλέγω για τον εαυτό μου.
* Δικηγόρος Αθηνών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κωνσταντίνος Δούβλης: Βία ανηλίκων – Μια αιρετική άποψη Αργύρης Αργυριάδης: Είναι το δημογραφικό, ηλίθιε! Σπύρος Σκιαδόπουλος: Οι οφειλέτες δεν είναι απλώς αριθμοί Γ. Γλύκας-Χ. Βαθειά: Ανορθόδοξη δικαστική Εποπτεία Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής: Ο Νέος Πάπας και οι Προκλήσεις στο Εσωτερικό και το Εξωτερικό της Ρωμαιοκαθολικής ΕκκλησίαςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr