Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ολόκληρη η αίτηση ακυρότητας της προδικασίας από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ολόκληρη η αίτηση ακυρότητας της προδικασίας από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο

Την προσεχή Τετάρτη καλείται εκ νέου ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, για εξηγήσεις χωρίς όρκο, ενώπιον της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης.

Σήμερα, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος παρουσιάστηκε με τους συνηγόρους του, Δημήτρη Τσοβόλα και Λυδία Τσοβόλα, στην ειδική επιτροπή, σε προγραμματισμένη παροχή εξηγήσεων.

Ωστόσο, ζήτησε προθεσμία, διότι είτε υλικό της δικογραφίας του δόθηκε με καθυστέρηση, είτε δεν του έχει δοθεί ακόμα και απαιτείται χρόνος για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

Ολόκληρη η αίτηση:

 

Ενώπιον

           Της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης

           Ένσταση ακυρότητας της κατωτέρω αναφερόμενης κλήσης και της προδικασίας λόγω ακυρότητας της από 28.05.2020 κλήσης  μου να παράσχω εξηγήσεις σύμφωνα με τα άρθρα  244 ΚΠΔ και 156 επ. του Κανονισμού της Βουλής – Αίτημα για κήρυξη της ακυρότητας της εν λόγω πράξης και  κάθε άλλης μεταγενέστερης συναφούς και εξαρτημένης, διότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά μου ως ΄΄υπόπτου΄΄.

Παπαγγελόπουλου Δημητρίου

………….

Κλήθηκα να καταθέσω ανωμοτί και να δώσω εξηγήσεις ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με την από 28.05.2020 άκυρη κλήση, που υπογράφεται από  τον Πρόεδρο και το Γραμματέα της ως άνω Επιτροπής, στα πλαίσια διενεργούμενης αυτεπάγγελτης προκαταρκτικής εξέτασης, ως ορίζεται αόριστα και γενικόλογα στο σώμα αυτής, χωρίς να καθορίζονται ειδικώς και συγκεκριμένως τα ζητήματα, ήτοι τα συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα (κατά τόπο, χρόνο και τρόπο) τα θεμελιωτικά των κατά νόμο κυρώσεων, επί των οποίων καλούμαι να δώσω εξηγήσεις, αποκλειστικά βάσει της σε βάρος μου καταγγελίας, χωρίς μάλιστα να έχει διενεργηθεί κάποια άλλη πράξη έρευνας, μετά την παράνομη και άκυρη επέκταση του κατηγορητηρίου από την Ολομέλεια της Βουλής. Είναι τελείως παράνομο, παράλογο και ανορθόδοξο να καλούμαι να δώσω εξηγήσεις ως ύποπτος για τις νέες πράξεις, χωρίς να έχουν προηγηθεί εξετάσεις μαρτύρων και άλλες ανακριτικές πράξεις, που ανάγονται στα νέα υποτιθέμενα αδικήματα.

Με την παρούσα αίτηση ζητώ αρμοδίως, νομίμως  και εμπροθέσμως  να κηρυχθεί η ακυρότητα της ανωτέρω αναφερόμενης κλήσης και η απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας λόγω ακυρότητας της από 28.05.2020 κλήσης  μου να παράσχω εξηγήσεις (καθώς και κάθε άλλης μεταγενέστερης συναφούς και εξαρτημένης), διότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά μου ως ΄΄υπόπτου΄΄.

  1. Συγκεκριμένα, πρώτον παραβιάστηκε το δικαίωμά μου στην παροχή ενός συγκεκριμένου -έστω και υποτυπώδους- ΄΄κατηγορητηρίου΄΄, το οποίο να αφορά τα ζητήματα, τα πραγματικά, δηλ., περιστατικά, που γεννούν τις συγκεκριμένες αιτιάσεις, που ενδέχεται να μου αποδοθούν, ήτοι να εκθέτει τις συγκεκριμένες πράξεις, ως ιστορικό γεγονός (΄΄factum΄΄) και όχι μόνο ως έγκλημα (΄΄crimen΄΄), που αφορά η κλήση για εξέταση και η παροχή έγγραφων εξηγήσεων. Διότι στην ως άνω άκυρη κλήση ουδόλως αναφέρονται (ούτε καν συνοπτικά) τα συγκεκριμένα υπό διερεύνηση πραγματικά περιστατικά και οι συγκεκριμένες αιτιάσεις (ως ιστορικό γεγονός), που οριοθετούν την νομική απαξία  των αναφερόμενων υπό διερεύνηση υποτιθέμενων αδικημάτων.

Διότι μόνο με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατή η προετοιμασία της υπερασπίσεώς μου, με το ενδεχόμενο πάντα να μην ακολουθήσει έτερο στάδιο παροχής συμπληρωματικών εξηγήσεων έναντι συγκεκριμένου γραπτού κατηγορητηρίου, άλλως η μη έγγραφη ανακοίνωση (με την κλήση) σε εμένα της πράξης, για την οποία γίνεται η εξέταση, δημιουργεί εμφανέστατο υπερασπιστικό έλλειμμα, διότι  πέραν των άλλων καθιστά άνευ περιεχομένου την παροχή σε εμένα των λοιπών δικαιωμάτων του ΄΄εξεταζόμενου΄΄ και δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα.

Άλλωστε, συνιστά απόλυτο ανορθολογισμό να λαμβάνει ο ΄΄εξεταζόμενος΄΄ γνώση  των ΄΄ αποδεικτικών στοιχείων΄΄ , που έχουν συλλεχθεί σε βάρος του  (που στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μου χορηγήθηκαν εισέτι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία) και να αδυνατεί εν τοις πράγμασι να πληροφορηθεί γραπτώς την εναντίον του ΄΄κατηγορία΄΄, ήτοι  τα πραγματικά περιστατικά, που γεννούν τις συγκεκριμένες αιτιάσεις, που ενδέχεται να του αποδοθούν, με την αποστολή της κλήσης και με τη χορήγηση αυτοτελούς εγγράφου αυτής, για την αντίκρουση της οποίας ζητεί όλα τα άλλα έγγραφα, στα οποία και εμπεριέχονται τα αποδεικτικά μέσα που τη θεμελιώνουν.

            Άλλωστε, κατά τον Ανδρουλάκη η διάγνωση περί της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ΄΄προϋποθέτει μια ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης, η οποία δεν είναι νοητή χωρίς την πλήρη κατανόηση του υπόπτου και λήψη (ή δυνατότητα λήψης) από μέρους του θέσης σε κάθε τι που τον επιβαρύνει΄΄ (Βλ. σχ.  Ανδρουλάκη Νικ. Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα 1994, σελ. 287 επ.)

 Διότι, με το ενδεχόμενο πάντα να μην ακολουθήσει έτερο στάδιο παροχής συμπληρωματικών εξηγήσεων ή απολογίας έναντι συγκεκριμένου γραπτού κατηγορητηρίου, το οποίο θα κάλυπτε σε κάποιο βαθμό το υπερασπιστικό έλλειμμα ενόψει και της αναβάθμισης του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης ως αμιγούς ποινικοδικονομικού θεσμού, επιβάλλεται κατά το στάδιο αυτό να χορηγείται στον ΄΄εξεταζόμενο΄΄ – ο οποίος αποτελεί περίπτωση ΄΄οιονεί κατηγορουμένου΄΄ – έστω και ένα υποτυπώδες κατηγορητήριο, το οποίο να αφορά το ζήτημα, τα πραγματικά, δηλ., περιστατικά, που γεννούν τις συγκεκριμένες αιτιάσεις, που ενδέχεται να του αποδοθούν. Άλλως θα καθίσταται αλυσιτελής η χορήγηση μόνο των εγγράφων, που αφορούν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, βάσει των οποίων ενδέχεται να συγκροτηθεί μεταγενεστέρως μια κατηγορία, για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, με τον κίνδυνο ταυτόχρονα ο ΄΄ύποπτος΄΄ να προβεί σε αυτοεπιβαρυντικές δηλώσεις, από τις οποίες θα εξαχθεί μια νέα εις βάρος του κατηγορία, εάν δε γνωρίζει επακριβώς και σαφώς το θέμα, για το οποίο καλείται να παράσχει εξηγήσεις. Η θεμελιώδης δε σημασία να αναγνωριστεί το δικαίωμα ανακοίνωσης μια ενδεχόμενης κατηγορίας και κατά το στάδιο αυτό της προκαταρκτικής εξέτασης στον ΄΄ύποπτο΄΄ έγκειται στο γεγονός της αποδεικτικής αξιοποίησης της ανωμοτί αυτής κατάθεσής του μετά τις ρυθμίσεις του ν. 3160/2003 και της παραμονής της στη δικογραφία εγκύρως.

Ο ΄΄οιονεί δικαιοδοτικός΄΄, μάλιστα, χαρακτήρας της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία και μετά τις εγγυητικές για τον ΄΄ύποπτο΄΄ ρυθμίσεις του ν. 3346/2005, απεκδύθηκε πλήρως το διοικητικό της χαρακτήρα -κατά την άποψη, που κυριαρχούσε στο παρελθόν  – συνάγεται πλέον ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 244 ΚΠΔ, ως ισχύει από 01.07.2020.

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 244 ΚΠΔ  ΄΄Αν η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκειά της αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικώς πριν από πέντε τουλάχιστον ημέρες αν κατοικεί ή διαμένει σε γνωστή διεύθυνση στο εσωτερικό και πριν από «δεκαπέντε» τουλάχιστον ημέρες αν κατοικεί ή διαμένει σε γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, για την παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται χωρίς όρκο. Ο ύποπτος έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 89, 90, 91, 92 παρ. 1, 95, 96, 99 παρ. 1 εδ. α`, 2 και 4, 100, 101, 102, 103 και 104, καθώς και το δικαίωμα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο σε περίπτωση διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 183. Το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 89 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Οι διατάξεις των άρθρων 156 και 273 παρ. 1 γ εφαρμόζονται αναλόγως. Εφόσον ο ύποπτος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του΄΄.

Από τα παραπάνω συνάγεται ευθέως ότι η πραγματική βούληση του νομοθέτη είναι να μην απολογείται ο ύποπτος, χωρίς ολοκληρωμένη γνώση για την κατηγορία και το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας. Διότι η απλή  αναγνώριση του δικαιώματος λήψεως αντιγράφων,  χωρίς ολοκληρωμένη γνώση για την κατηγορία δεν αναπληρώνει σε καμία περίπτωση την άγνοια των πραγματικών περιστατικών, που γεννούν τις αιτιάσεις, που ενδεχομένως να του αποδοθούν και του νομικού χαρακτηρισμού αυτών, ώστε να προτείνει καταλυτικούς της κατηγορίας νομικούς ισχυρισμούς.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 28 του Σ και αυτή της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 171 ΚΠΔ, αλλά και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τους ως πολύτιμο ερμηνευτικό οδηγό, η ΕΣΔΑ συνιστά εφαρμοστέο δικαιϊκό κανόνα με άμεση και αποτελεσματική ισχύ, που υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου. Δεσμεύει, δηλ., τον έλληνα δικαστή κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινών ποινικοδικονομικών διατάξεων[1] είτε ευθέως μέσα από μία άμεση αναγωγή του τελευταίου στη Σύμβαση για να αξιολογήσει τη συμβατότητα μιας διάταξης νόμου με αυτή είτε εμμέσως, κατά τον κύριο ή παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, διότι κατά βάση τα δικαιώματα, που καθιερώνονται στην ΕΣΔΑ βρίσκουν την κατοχύρωσή τους στο Σύνταγμα.

Αδιαμφισβήτητα, απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής  δικαστικής προστασίας του κατηγορουμένου (αλλά και του υπόπτου εν προκειμένω) και την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως, ως ειδικότερη εκδήλωση της ως άνω αρχής, κατά τρόπο μάλιστα, που να κατοχυρώνεται ο συνταγματικά κατοχυρωμένος σκοπός του δικαιώματος, αποτελεί η ενεργή συμμετοχή και η ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος έρευνας από την υπεράσπιση σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας (ακόμη και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, που έχει ενταχθεί πλέον ως αμιγώς ποινικοδικονομικός θεσμός στο δικαιικό μας σύστημα), η οποία δύναται να εξασφαλιστεί μόνο με την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου (αλλά και του υπόπτου) να λαμβάνει γνώση όλων των εγγράφων της δικογραφίας  και της κατηγορίας, πριν αυτός απολογηθεί και αφού πρώτα κληθεί, την οποία υποχρεούνται να διασφαλίσουν, κατά τη διάταξη της παρ. 1  του άρθρου 25 Σ, τα όργανα απονομής δικαιοσύνης.

Διότι μόνο με την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου και του υπόπτου ως υποκειμένου στην ποινική δίκη, η οποία καταλαμβάνει όλα τα στάδια, δηλ. όχι μόνο την κύρια δίκη, αλλά και την προδικασία, όπου πλήττονται καίρια έννομα αγαθά αυτού, δύναται να συνεισφέρει αυτός στη συλλογή του αποδεικτικού υλικού, αλλά και το κυριότερο να τοποθετείται έναντι των συλλεχθέντων αποδεικτικών μέσων και να μην αφήνεται ΄΄στο σκοτάδι΄΄.

Το σχετικό δικαίωμα λήψεως αντιγράφων της δικογραφίας (μεταξύ των οποίων και αυτού που αφορά την πράξη, για την οποία καλείται να απολογηθεί) προ της απολογίας του κατηγορουμένου ή της εξέτασής του ως υπόπτου ,  κατά την εμφάνιση ή προσαγωγή του ενώπιον των διωκτικών και ανακριτικών αρχών, δεν κατοχυρώνεται ρητά στην ΕΣΔΑ, αλλά επιφυλάσσεται υπέρ αυτού, ερμηνευτικά κατά την εφαρμογή της αρχής της ευδικίας και ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος πληροφόρησης της κατηγορίας, ως ελάχιστο εγγυητικό αντιστάθμισμα των προσβολών, που υφίσταται σε θεμελιώδη δικαιώματά του, τα οποία ρητά προστατεύονται από τη Σύμβαση.

Καθίσταται  προφανές ότι το κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα του κατηγορουμένου ή του υπόπτου για δίκαιη δίκη δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα πρόσβασης στο δικαστήριο, τη δίκαιη διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας και τη μετέπειτα συμμόρφωση της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις. Περιλαμβάνει, επίσης, την τήρηση μιας εξίσου αδιάβλητης προδικασίας, κατά την οποία παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο  (αλλά και στον ύποπτο) από τις αρχές, σε κάθε περίπτωση καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια προς τούτο[2], η δυνατότητα να λάβει γνώση επακριβώς της σε βάρος του κατηγορίας και όλων των συλλεχθεισών αποδείξεων, που τη στηρίζουν ή τη θεμελιώνουν, ώστε να αντιπαρατεθεί εγκαίρως και να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του γι’ αυτές[3], προεχόντως μάλιστα γι’ αυτές, που η βαρύτητά τους είναι τέτοια, που θα επηρεάσει τη μετέπειτα κρίση του Δικαστηρίου για τη θεμελίωση της ενοχής ή της αθωότητάς του.

             Και δεν είναι νοητή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος του να εκθέσει πλήρως τους λόγους της υπερασπίσεως του, δίχως να του έχει ανακοινωθεί το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας και ένα έστω στοιχειώδες-υποτυπώδες κατηγορητήριο, που να φορά την συγκεκριμένη πράξη, ως ιστορικό γεγονός, για την οποία καλείται να εκθέσει τις απόψεις του.

Εύλογα, μάλιστα, θα μπορούσε να μαρτυρήσει κανείς ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου και του υπόπτου να λαμβάνει γνώση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων της δικογραφίας (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και τιο κατηγορητήριο) αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος πληροφορήσεως επακριβώς, με πληρότητα και σαφήνεια την εις βάρος του κατηγορία, όχι μόνο στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του εδ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αλλά ταυτόχρονα με τη σύλληψη και την προσαγωγή του ενώπιον των διωκτικών και ανακριτικών  αρχών κατά τις διάταξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ[4], στην προκειμένη δε περίπτωση, ώστε να αντιταχθεί στη νομιμότητα της κράτησής του.

Και δε θα ήταν, ως είναι νοητό, δυνατή η αντίκρουση της κατηγορίας, χωρίς την παροχή της δυνατότητας να λάβει γνώση όλων των θεμελιωτικών αυτής αποδεικτικών στοιχείων, που συνέλεξε η κατηγορούσα αρχή ή θα μπορούσαν να συλλεχθούν από τις αρμόδιες αρχές[5], προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του γι’ αυτά.

Φυσικά, δεν κατοχυρώνεται στις ως άνω επίμαχες διατάξεις της ΕΣΔΑ, δικαίωμα λήψεως αντιγράφων του φακέλου της δικογραφίας, αλλά είναι αυτονόητο ότι το δικαίωμα πληροφορήσεως θα καθίστατο άνευ περιεχομένου και δε θα ήταν αποτελεσματική η άσκησή του, αν δεν παρέχονταν σε αυτόν το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας (και του κατηγορητηρίου, έστω και υποτυπώδους όταν κάποιος καλείται ως ύποπτος) δια της χορηγήσεως αντιγράφων αυτής, ώστε να προετοιμάσει με πληρότητα την υπεράσπισή του. Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια της ΄΄παροχής κάθε αναγκαίας διευκολύνσεως προς προετοιμασία της υπεράσπισής του΄΄ κατά τη διάταξη της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ[6], αλλά και ως προελέχθη το ελάχιστο εγγυητικό αντιστάθμισμα στις μείζονες προσβολές, που υφίσταται ο κατηγορούμενος κατά το στάδιο αυτό της προδικασίας.

Διότι δεν υφίσταται επαρκής και σαφής πληροφόρηση για την κατηγορία, αν δεν εκτεθούν επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά, που τη θεμελιώνουν, αλλά και η νομική απαξία των αντικειμενικών στοιχείων, που την απαρτίζουν, η ένδυση δηλ. του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος υπό το νομικό μανδύα συγκεκριμένης διάταξης νόμου. Και η αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος δε νοείται χωρίς τη χορήγηση του κατηγορητηρίου εγγράφως, αλλά και των έγγραφων και λοιπών αποδείξεων, που έχουν συλλεχθεί και συνδέονται άρρηκτα με την αποδιδόμενη πράξη ως ιστορικό γεγονός.

Πέραν των ανωτέρω, το δικαίωμα του κατηγορουμένου (και του υπόπτου εν προκειμένω) να λαμβάνει γνώση προ της απολογίας του όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων της δικογραφίας στηρίζεται στο τεκμήριο αθωότητας αυτού κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και στην αρχή της μη αυτοενοχοποίησης αυτού. Η ως άνω, δηλ., αρχή προϋποθέτει για την ουσιαστική εφαρμογή της και κατά το στάδιο της προδικασίας τη χορήγηση αντιγράφων όλης της δικογραφίας στον κατηγορούμενο (αλλά και στον ύποπτο εν προκειμένω), προκειμένου να λάβει γνώση όλων ανεξαιρέτως των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να μην προβεί σε τυχόν πρώιμες αυτοεπιβαρυντικές δηλώσεις, οι οποίες θα καταστήσουν ακόμη πιο δυσχερή τη θέση του με την αποδεικτική αξιοποίηση αυτών. Δεν είναι νοητό, δηλ., να αξιοποιούνται και να λαμβάνονται αποδεικτικά υπόψιν επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο (αλλά και τον ύποπτο εν προκειμένω), στοιχεία, τα οποία έχουν εξαχθεί από πρώιμες δηλώσεις του, λόγω της άγνοιάς του ως προς το συλλεχθέν αποδεικτικό υλικό, αλλά και ως προς την πράξη για την οποία καλείται αυτός να απολογηθεί ή να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος[7]. Ο κατηγορούμενος (αλλά και ο ύποπτος εν προκειμένω) πρέπει να δύναται να αντιπαρατεθεί σε κάθε συλλεχθείσα νόμιμη απόδειξη της ενοχής του και να του παρέχεται κάθε νόμιμη διευκόλυνση προς τούτο, ώστε η δικονομική αλήθεια να εξαχθεί από τη διαλεκτική σύγκρουση των δύο αντίρροπων δυνάμεων της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου.

Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες, ως προελέχθη, έχουν αυξημένη τυπική ισχύ, εισάγονται κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες ευκταίο είναι να αποτελέσουν ερμηνευτικό οδηγό κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κοινών ποινικοδικονομικών διατάξεων[8].

            Στην προκειμένη περίπτωση, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, διενεργείται αυτεπαγγέλτως προκαταρκτική εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας κλήθηκα να καταθέσω ανωμοτί και να δώσω εξηγήσεις ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με την από 28.05.2020 άκυρη κλήση, που υπογράφεται από  τον Πρόεδρο και το Γραμματέα της ως άνω Επιτροπής, χωρίς να καθορίζονται στην ανωτέρω κλήση ειδικώς και συγκεκριμένως τα ζητήματα (τα συγκεκριμένα, κατά τόπο, χρόνο και τρόπο, πραγματικά γεγονότα τα θεμελιωτικά των κατά νόμο κυρώσεων), επί των οποίων καλούμαι να δώσω εξηγήσεις. Όλως γενικόλογα και αοριστόλογα μνημονεύονται στην ως άνω άκυρη κλήση μόνο οι τίτλοι των υπό διερεύνηση αδικημάτων και οι ποινικές διατάξεις που τα προβλέπουν, χωρίς να αναφέρονται (ούτε καν συνοπτικά) τα συγκεκριμένα υπό διερεύνηση πραγματικά περιστατικά και οι συγκεκριμένες αιτιάσεις (ως ιστορικό γεγονός), που οριοθετούν την νομική απαξία  των αναφερόμενων υπό διερεύνηση υποτιθέμενων αδικημάτων. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι ότι εγώ δεν γνωρίζω σε ποια πραγματικά περιστατικά πρέπει να δώσω εξηγήσεις.

          Συγκεκριμένα, η ως άνω αναφερόμενη άκυρη κλήση, το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί ενιαίο σύνολο με το παρόν αίτημα κήρυξης ακυρότητας, προς επίρρωση των ισχυρισμών μου, έχει ως εξής:

 

 

 

 

Με αυτό το γριφώδες περιεχόμενο η ανωτέρω κλήση (χωρίς να αναφέρονται καθόλου τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που οριοθετούν νομικά τις πράξεις, για τις οποίες θεωρούμαι ύποπτος, ήτοι το οντολογικό υπόβαθρο των υπό διερεύνηση υποτιθέμενων αδικημάτων κατά τόπο, τρόπο και χρόνο και το συγκεκριμένο τρόπο συμβολής μου στην τέλεση αυτών, χωρίς να αρκεί η γενικόλογη αναφορά μόνο του βαθμού συμμετοχής), μου δημιουργεί την υπόνοια ότι επιδιώκεται η απόσπαση μιας οιονεί κατάθεσης με αυτοεπιβαρυντικές δηλώσεις εμμέσως με παραπλανητικά μέσα και τεχνάσματα, που οδηγούν σε ψυχολογικό εξαναγκασμό μου, τη στιγμή που ουδέν αδίκημα έχω διαπράξει.

Παράλληλα, γελοιοποιεί τη διαδικασία της Επιτροπής γιατί αποτελεί μνημείο σκοπιμότητας και παραβίασης των θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου. Ακόμη το περιεχόμενο της κλήσης αποκαλύπτει πλήρως ότι σκοπός της πλειοψηφίας της Κοινοβουλευτικής Προκαταρκτικής Επιτροπής δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά η εξυπηρέτηση κομματικών και πολιτικών σκοποιμοτήτων.

Συγκεκριμένα:           Α.     Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄ηθικής αυτουργίας στο αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας κατά φυσική αυτουργία και άμεση συνέργεια δικαστικών λειτουργών΄΄, ουδόλως αναφέρεται στην κλήση ποιο συγκεκριμένο εισαγγελικό λειτουργό, τακτικό προανακριτή ή ανακριτή δήθεν έπεισα και με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο, προκειμένου να απαλλάξει συγκεκριμένο υπαίτιο από τιμωρία, ενώ του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για συγκεκριμένο αδίκημα, είτε ότι τον έπεισα δήθεν να τον απαλλάξει από την τιμωρία με την παράλειψη ενεργειών, που θέτουν σε κίνηση την ποινική διαδικασία.             Β.  Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄πρόκλησης και προσφοράς για την τέλεση εγκλήματος΄΄, ουδόλως αναφέρεται στην κλήση σε ποιο χρόνο, τόπο και με ποιο τρόπο προκάλεσα ή παρότρυνα κάποιον προκειμένου να διαπράξει συγκεκριμένο κακούργημα ή πλημμέλημα.             Γ.     Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος και παράβαση καθήκοντός΄΄ δεν αναγράφεται πότε, πώς και πού προκάλεσα την απόφαση σε δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό της δικαιοσύνης, προκειμένου με πρόθεση να παραβιάσει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, με σκοπό να προσπορίσω δήθεν ο ίδιος ή άλλος παράνομο όφελος. Ούτε αναφέρεται συγκεκριμένα σε ποιο τόπο, χρόνο και με ποιο τρόπο παραβίασα δήθεν ο ίδιος με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας μου, προκειμένου να προσποριστώ παράνομο όφελος ο ίδιος ή άλλος.              Δ.   Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση΄΄, δεν αναγράφεται ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο  δήθεν έπεισα και με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο και ενώπιον ποιας αρχής, προκειμένου να καταθέσει ψευδώς.            Ε.  Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄εκβίασης΄΄ δεν αναγράφεται με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο εξανάγκασα τρίτο πρόσωπο και ποιο είναι αυτό, προκειμένου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, από την οποία επήλθε ζημία στην περιουσία του.               ΣΤ.   Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄δωροληψίας πολιτικού αξιωματούχου΄΄ δεν αναγράφεται με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο πρότεινα, παρείχα ή πρόσφερα σε πολιτικό αξιωματούχο (και συγκεκριμένα σε ποιόν) δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα, που δεν του οφείλονται, για να προβεί σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη.            Ζ.  Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄δωροληψίας υπαλλήλου΄΄ δεν αναγράφεται με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο έλαβα ή ζήτησα ωφελήματα  από τρίτον και από ποιόν συγκεκριμένα, είτε ότι δέχτηκα υπόσχεση αυτών, προκειμένου να προβώ σε ενέργεια ή παράλειψη, αναγόμενη στα καθήκοντά μου.                  Η.  Όσον αφορά το αναγραφόμενο αδίκημα της ΄΄ συμμορίας΄΄ δεν αναγράφεται με ποιόν τρόπο και σε ποιο τόπο και χρόνο συνέστησα δήθεν ομάδα και ενώθηκα από κοινού με άλλα πρόσωπα και ποια είναι αυτά με προσωποπαγή δομή και σκοπό προς διάπραξη άλλων αδικημάτων.

          Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις παραπάνω σκέψεις, στην κρινόμενη υπόθεση, η μη  σύνταξη ενός συγκεκριμένου – έστω και υποτυπώδους- ΄΄κατηγορητηρίου΄΄, το οποίο να αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, τα πραγματικά, δηλ., περιστατικά, που γεννούν τις συγκεκριμένες αιτιάσεις, που ενδέχεται να μου αποδοθούν, ήτοι να εκθέτει τις πράξεις, κατά τρόπο, χρόνο και τρόπο, που αφορά η εξέταση, ως ιστορικό γεγονός και όχι μόνο ως ΄΄crimen΄΄, παράγουν απόλυτη ακυρότητα της ανωτέρω κλήσης (η οποία θεωρείται ως μη γενόμενη) και της διαδικασίας λήψεως της ανωμοτί κατάθεσή μου ως ΄΄υπόπτου΄΄  , ακριβώς επειδή αφορά στην αδυναμία μου εκ του λόγου αυτού, να υπερασπίσω τον εαυτό μου, και στη στέρηση δικαιώματος της γνώσεως των πράξεων, που αφορά η εξέταση, οδηγεί δε σε παραπλάνησή μου και σε ψυχολογικό εξαναγκασμό μου.

         Άλλως, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, η στέρηση του δικαιώματος γνώσης των συγκεκριμένων πράξεων ως ιστορικά γεγονότα για τις οποίες καλούμαι να δώσω εξηγήσεις (χωρίς να αρκεί η γενικόλογη αναγραφή των ποινικών διατάξεων που τις προβλέπουν), οδηγεί στην παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, όταν ο ύποπτος χωρίς να γνωρίζει για ποιο ζήτημα καταθέτει, προβαίνει σε επιβαρυντικές παραδοχές ή  προβάλλει αλυσιτελείς ή αντιφατικούς ισχυρισμούς .

       Επιβεβαίωση του ουσία και νόμω βάσιμου της ένστασής μου αποτελούν τα κατωτέρω από 04.03.2020 έγγραφα, που απέστειλαν οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Ζαχαρής και Λάμπρος Σοφουλάκης, που περιλαμβάνουν και κλήσεις προς τους μηνυομένους Στυλιανό Μανώλη, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Χρήστο Ντζούρα, Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Ελένη Τουλουπάκη, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών (κατ’ άρθρο 244 παρ. 1 ΚΠΔ), για παροχή εξηγήσεων και γνωστοποίηση θεμάτων επί των οποίων οι εξηγήσεις.

        Στις κλήσεις αυτές, που καλούνται οι ύποπτοι Εισαγγελείς, αναφέρονται, ως ακολούθως, τα θέματα επί των οποίων θα δώσουν εξηγήσεις :

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       Από τον ανωτέρω προσδιορισμό των θεμάτων, επί των οποίων κλήθηκαν πρόσφατα να δώσουν εξηγήσεις οι πιο πάνω αναφερόμενοι Εισαγγελείς, όχι απλά προκύπτει, αλλά είναι προφανές και απόλυτα κατανοητό και από τον πιο απλό και άσχετο με τα νομικά πολίτη, ότι η κλήση, που απεστάλη σε εμένα από τον κο Πρόεδρο της Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης, είναι εν γνώσει και όλων των μελών της Επιτροπής, τελείως παράνομη και άκυρη. Άρα θεωρείται ως μη γενόμενη. Επίσης, είναι εκ προθέσεως παράνομη και άκυρη και η σχετική πρώτη και δεύτερη πρόταση των τριάντα (30) βουλευτών της ΝΔ που κατατέθηκε στον κο Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος εξετάζοντας, ως ώφειλε, την παρανομία αυτή, δεν θα έπρεπε να την εισαγάγει στην Ολομέλεια της Βουλής προς συζήτηση, χωρίς τη συμπλήρωση  των προτάσεων αυτών, κατά τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 244 ΚΠΔ. Δεν θα έπρεπε, κατά συνέπεια, ούτε η Ολομέλεια της Βουλής, που λειτουργεί ως Συλλογικός Εισαγγελέας, να λάβει τέτοιες οφθαλμοφανώς παράνομες και άκυρες αποφάσεις περί συστάσεως Κοινοβουλευτικής Προκαταρκτικής Επιτροπής και περί επεκτάσεως των κατηγοριών. Θα έπρεπε με άλλα λόγια και η Ολομέλεια της Βουλής και η Ειδική Κοινοβουλευτική Προκαταρκτική Επιτροπή να εφαρμόσει και όχι να παραβιάσει βάναυσα το νόμο (άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 244 ΚΠΔ). Γιατί αυτή η εν γνώσει των αρμοδίων παρανομία πλήττει εκ προθέσεως τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά μου και αποδεικνύει ότι σκοπός της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ στην προκειμένη περίπτωσή μου, δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας και η νομιμότητα, αλλά η συσκότιση της αλήθειας, ο αποπροσανατολισμός του λαού από το μεγάλο σκάνδαλο της NOVARTIS και η προώθηση με παράνομες, αυθαίρετες και αλαζονικές ενέργειες κομματικών σκοπιμοτήτων.

  1. Δεύτερον παραβιάστηκε το δικαίωμά μου να δώσω εξηγήσεις, αφού πρώτα συγκεντρωθεί το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Με τον τρόπο αυτό δε , δηλ., της απλής κλήσης μου να παράσχω εξηγήσεις σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο, πριν δηλ. διενεργηθούν άλλες πράξεις έρευνας, μετά την παράνομη και άκυρη επέκταση του κατηγορητηρίου από την Ολομέλεια της Βουλής, αποκλειστικά βάσει της σε βάρος μου καταγγελίας, δίδεται εύλογα η εντύπωση περί αυταπόδεικτης προσχηματικής διερεύνησης των σε βάρος μου αιτιάσεων. Είναι τελείως παράνομο, παράλογο και ανορθόδοξο να καλούμαι να δώσω εξηγήσεις ως ύποπτος για τις νέες πράξεις, χωρίς να έχουν προηγηθεί εξετάσεις μαρτύρων και άλλες ανακριτικές πράξεις, που ανάγονται στα νέα υποτιθέμενα αδικήματα.  Ειδάλλως, η ΄΄προαπολογία΄΄ του υπόπτου στην προδικασία, χωρίς να έχει λάβει πλήρη γνώση της κατηγορίας και των αποδεικτικών μέσων, που τη θεμελιώνουν, ώστε να μπορέσει αποτελεσματικότερα να αποκρούσει τα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία,  εκφυλίζεται σε μια λάθρα κατευθυνόμενη απόσπαση ομολογίας του.

Άλλωστε, κατά τον Ανδρουλάκη[9] η διάγνωση περί της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ΄΄προϋποθέτει μια ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης, η οποία δεν είναι νοητή χωρίς την πλήρη κατανόηση του υπόπτου και λήψη (ή δυνατότητα λήψης) από μέρους του θέσης σε κάθε τι που τον επιβαρύνει΄΄.

Εκ του περιεχομένου, μάλιστα, της νομοθετικής προβλέψεως της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 244 ΚΠΔ, προκύπτει ρητή υποχρέωση του διενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση να καλέσει τον ΄΄ύποπτο΄΄ για παροχή εξηγήσεων, πριν την περάτωσή της και μάλιστα, όταν έχει συγκεντρωθεί το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ανεξαρτήτως αν ακολουθήσει προανάκριση ή ανάκριση και αν θα κληθεί αυτός προς απολογία μεταγενέστερα ή αν θα παραπεμφθεί με απευθείας κλήση στο ακροατήριο μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κλήση μου για παροχή εξηγήσεων σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο πριν  την λήψη αποφάσεων επί των αιτημάτων, που έχω υποβάλει εγγράφως από την έναρξη της λειτουργίας της Επιτροπής και μέχρι σήμερα και πριν τη συλλογή του συνολικού αποδεικτικού υλικού, η οποία είναι πλέον υποχρεωτική, κατόπιν της αναβάθμισης του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης στην ποινική διαδικασία, ως ερευνητική διαδικασία συλλογής αποδείξεων, αποδυναμώνει τη θέση μου ως εξεταζόμενου λόγω της αδυναμίας παροχής ενός συγκεκριμένου κατηγορητηρίου και καθιστά άνευ αντικειμένου το δικαίωμά μου για πρόσβαση στη δικογραφία και στο αποδεικτικό υλικό, με το ενδεχόμενο πάντα να μην ακολουθήσει έτερο στάδιο παροχής συμπληρωματικών εξηγήσεων ή απολογίας έναντι συγκεκριμένου γραπτού κατηγορητηρίου, το οποίο θα κάλυπτε σε κάποιο βαθμό το υπερασπιστικό έλλειμμα.

          Επειδή αρμοδίως και νομίμως εισάγεται η παρούσα ένσταση ενώπιόν Σας.

          Επειδή νομίμως και παραδεκτώς υποβάλλω αίτημα κήρυξης ακυρότητας πράξεως της προδικασίας.

Κατά συνέπεια και με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μου, ζητώ

         Να κηρυχθεί άκυρη και ως μη γενόμενη η ως άνω κλήση προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, να παύσει οποιαδήποτε πρόοδος της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας και να ακυρωθούν οι ήδη διενεργηθείσες διαδικαστικές πράξεις και να μου κοινοποιηθεί νέα κλήση, η οποία να περιέχει τα ανωτέρω αναφερόμενα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία, ώστε να μπορέσω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και να παράσχω τις αναγκαίες και αιτούμενες εξηγήσεις, αφού συγκεντρωθεί το συνόλο του αποδεικτικού υλικού και λάβω γνώση αυτού.

Δηλώνω ότι διορίζω ως πληρεξούσιους δικηγόρους και αντικλήτους μου α) τον Δημήτριο Τσοβόλα του Κων/νου, δικηγόρο Αθηνών, κάτοικο Αθηνών, Πατησίων 112, τηλ. 210 8259659 και β) τη Λυδία Τσοβόλα του Δημητρίου, δικηγόρο Αθηνών, κάτοικο Αθηνών, Πατησίων 112, τηλ. 210 8259659.

Αθήνα 15.06.2020

Ο ενιστάμενος – αιτών την κήρυξη ακυρότητας της προδικασίας

[1] Βλ. υπ’ αρ. 1327/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών,, στο σκεπτικό του οποίου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ΄΄οι διατάξεις των κοινών ποινικοδικονομικών διατάξεων δεν μπορούν να ματαιώσουν την εφαρμογή των κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως οι διατάξεις της ΕΣΔΑ΄΄.

[2] Βλ. υπ’ αρ. 1327/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στο σκεπτικό του οποίου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ΄΄…Τα κράτη υπέχουν υποχρέωση να εξασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία όχι μόνο με την πρόβλεψη δικονομικών δυνατοτήτων, αλλά και με την αποτελεσματική λειτουργία στην πράξη των προβλεπόμενων εγγυήσεων…Κατά συνέπεια, οφείλουν να αίρουν με θετικές ενέργειες τα νομικά και πραγματικά εμπόδια, που παρακωλύουν ενδεχομένως την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας…΄΄.

[3]  Βλ. Υπόθεση Brandstetter κατά Αυστρίας της 28.08.1991, στην οποία εκρίθη ότι συνέτρεξε παραβίαση των αρχών της ισότητας των όπλων και της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, ως ειδικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, από τη θεμελίωση της καταδικαστικής κρίσης σε παρατηρήσεις του Εισαγγελέα, στις οποίες δεν είχε πρόσβαση και αγνοούσε ο κατηγορούμενος. Επίσης βλ. αποφάσεις NiderostHuber κατά Ελβετίας της 18.02.1997 και Krcmar και άλλοι κατά Τσεχίας της 03.03.2000, όπου το ΕΔΔΑ δέχεται παραβίαση του δικαιώματος σε μια κατ’ αντιδικία διαδικασία, διότι οι παρατηρήσεις του κατώτερου δικαστηρίου και τα συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν είχαν γνωστοποιηθεί σε κανέναν από τους διαδίκους.

[4] Βλ. σχ. Υπόθεση Lamy κατά Βελγίου της 30.03.1989, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι συντρέχει παραβίαση της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, διότι δεν παρασχέθηκε ποτέ η δυνατότητα στον προσφεύγοντα ή στο συνήγορό του να αποκτήσουν πρόσβαση στη δικογραφία και να λάβουν γνώση συνολικά αυτής, πριν την απόφαση για την προσωρινή κράτηση, με αποτέλεσμα να αδυνατούν εκ των πραγμάτων να αντικρούσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς ή τις σκέψεις, που η κατηγορούσα αρχή βάσιζε στα στοιχεία της δικογραφίας και να παραβιασθεί έτσι η αρχή της ισότητας των όπλων. Βλ. mutatis mutandis και την απόφαση SanchezReisse κατά Ελβετίας της 21.10.1986, όπως επίσης Καμπάνης κατά Ελλάδος της 13.07.1995 (ΕΕΕυρΔ 1996, 387) και Σερίφης κατά Ελλάδος της 02.11.2006. Επίσης, παραβίαση της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ εκρίθη ότι συνέτρεξε στις υποθέσεις Garcia Alva κατά Γερμανίας, Lietzow κατά Γερμανίας και Shops κατά Γερμανίας της 13.02.2001, σύμφωνα με το σκεπτικό των οποίων ΄΄ ο νόμιμος σκοπός να διεξαχθεί η ανάκριση αποτελεσματικά, κατά τρόπο που να μην παραποιούνται τα αποδεικτικά στοιχεία και να μην υπονομεύεται το έργο της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να θέτει ένα ουσιώδη περιορισμό στο δικαίωμα της υπεράσπισης΄΄.

[5] Βλ. σχ. Υπoθέσεις Barbera, Messegue και Jabardo κατά Ισπανίας της 06.12.1988, Mantovanelli κατά Γαλλίας της 18.03.1997, Dowsett κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 24.06.2003, Guy Jespers κατά Βελγίου της 14.12.1981 και Bonzi κατά Ελβετίας της 12.07.1978, στις οποίες εκρίθη ότι η υποχρέωση γνωστοποίησης  επεκτείνεται σε οποιοδήποτε υλικό οι διωκτικές και δικαστικές αρχές αποκτούν πρόσβαση και το οποίο θα βοηθούσε τον κατηγορούμενο να πετύχει την απαλλαγή του ή τη μείωση της ποινής του.

[6] Βλ. Υπόθεση Ocalan κατά Τουρκίας της 12.05.2005, στην οποία εκρίθη ότι συνέτρεξε παραβίαση της ισότητας των όπλων, ως ειδικότερης αρχής της δίκαιης δίκης, διότι ο προσφεύγων απέκτησε πρόσβαση, δια των συνηγόρων του, στα στοιχεία του ογκωδέστατου φακέλου λίγες ημέρες πριν την εκδίκαση της υποθέσεως, χωρίς να δύναται κατά συνέπεια να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αντικρούοντας τα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία αποτελεσματικά. Βλ. mutatis mutandis και την Υπόθεση OAO Neftyanaya Kompaniya Yukos κατά Ρωσίας της 20.09.2011.

[7] Βλ. σχ. Υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου 05.11.2001, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι συντρέχει παραβίαση της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ , δια της λάθρα αποσπάσεως από τον κατηγορούμενο μίας «οιονεί κατάθεσης» με αυτοεπιβαρυντικές δηλώσεις, εμμέσως με παραπλανητικά μέσα και τεχνάσματα, που οδήγησαν σε ψυχολογικό εξαναγκασμό αυτού.

[8] Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 46 παρ. 1 της Σύμβασης τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να εναρμονίζουν την εσωτερική τους νομολογία προς την αντίστοιχη του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Χαρακτηριστικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι κατά το άρθρο 525 ΚΠΔ η καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ αποτελεί λόγο επανάληψης της διαδικασίας.

[9] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα 1994, σελ. 287 επ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ