Νίκος Παρασκευόπουλος: Οι προτάσεις βλέπουν το μέλλον της χώρας (video)

Η διαδικασία των εργασιών της αναθεωρητικής επιτροπής ήταν μία κοινοβουλευτική συζήτηση υψηλού επιπέδου, με ανταλλαγή επιχειρημάτων. Τα κόμματα ψήφισαν όπως πίστευαν κατ’ άρθρον. Αυτό ήταν φανερό και στις προτάσεις των περισσότερων κομμάτων. Ίσως η περίπτωση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να ήταν λίγο διαφορετική, γιατί ψήφισε μόνο ένας, αλλά γενικά είχαμε μία συζήτηση με εξατομικευμένη επιχειρηματολογία και […]

NEWSROOM

Η διαδικασία των εργασιών της αναθεωρητικής επιτροπής ήταν μία κοινοβουλευτική συζήτηση υψηλού επιπέδου, με ανταλλαγή επιχειρημάτων. Τα κόμματα ψήφισαν όπως πίστευαν κατ’ άρθρον. Αυτό ήταν φανερό και στις προτάσεις των περισσότερων κομμάτων. Ίσως η περίπτωση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να ήταν λίγο διαφορετική, γιατί ψήφισε μόνο ένας, αλλά γενικά είχαμε μία συζήτηση με εξατομικευμένη επιχειρηματολογία και ψηφοφορία, η οποία τιμά το Κοινοβούλιο. Και βεβαίως σε αυτό συνέβαλαν όλοι. Ας αναφερθώ πρώτα στο δικό μου το κόμμα.

Ομιλία του βουλευτή Νίκου Παρασκευόπουλου

Οι εισηγητές, ο κ. Κατρούγκαλος, ο κ. Δουζίνας, οι Βουλευτές με τις συμβολές τους, αλλά και από τα άλλα κόμματα και ιδιαίτερα από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας ο κ. Τραγάκης ως μέλος του Προεδρείου, ο κ. Τασούλας ως εισηγητής και οι συνάδελφοι των υπολοίπων κομμάτων συνέβαλαν στη διεξαγωγή μιας ιδιαίτερα χρήσιμης συζήτησης.

Ίσως σκεφτεί κάποιος: όλα τόσο καλά; Επομένως, πού είναι η πολιτική σύγκρουση και πού είναι, αν θέλετε, η πολιτική αντιπαράθεση την οποία περιμένει κανείς από τον Βουλευτή ενός κόμματος;

Να σας πω ότι είχαμε προβλήματα. Και είχαμε προβλήματα που αφορούσαν τη διαδικασία. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τη στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στο Σύνταγμα, το πρόβλημα δεν αφορούσε ακριβώς τη στάση των στελεχών της που είχαν τους καίριους θεσμικούς ρόλους κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Το πρόβλημα στη στάση της Νέας Δημοκρατίας επί της διαδικασίας –και το προτάσσω μόνο επειδή είναι διαδικαστικό το θέμα, για να μπω μετά στην ουσία- ήταν η στάση του Αρχηγού της, του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αναφέρομαι στο γεγονός ότι από την αρχή, παρά την εξειδικευμένη και προσεκτική στάση των μελών της Νέας Δημοκρατίας που συμμετείχαν στις επιτροπές, η στάση της Νέας Δημοκρατίας όπως εκφραζόταν κεντρικά, ήταν μία στάση -πώς να το πω;- «πάρτα όλα», δηλαδή, ψηφίστε όλες τις δικές μας διατάξεις, να ψηφίσουμε εμείς όλες τις δικές σας αρχικά, και φθάσαμε μέχρι τις τελευταίες συνεδριάσεις στην τελευταία Ολομέλεια, που ακούσαμε από τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας να λέει: αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κυρίως τα άρθρα 16, 17 και 24, αυτά και μόνο ας ψηφίζατε και όλα τα άλλα μπορούμε να τα αφήσουμε.

Αυτή η στάση δεν είναι στάση συζήτησης κατ’ άρθρον ενώπιον της ψήφισης ενός νέου Συντάγματος, όπου όλοι οι λειτουργοί του Κοινοβουλίου θα πρέπει να δουν με ιδιαίτερη προσοχή ρυθμίσεις οι οποίες θα είναι καθοριστικές για τις τύχες του λαού για δεκαετίες ολόκληρες και ίσως και στο διηνεκές.

Θα έλεγα ότι αυτή η διαφορά στάσης η οποία υπήρχε και την οποία επισημαίνω, ήταν φανερή και στην περίπτωση αυτή, ακόμα και στη διάσταση μεταξύ των προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας και μιας πρακτικής της Νέας Δημοκρατίας η οποία συνεχίζεται και σήμερα. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας συναντούμε στο άρθρο 53 μία πρόταση οι εκλογές να γίνονται ανά τετραετία, τη στιγμή που ο Αρχηγός της μια-δυο φορές την εβδομάδα ζητεί διαρκώς τη διεξαγωγή εκλογών ανεξαρτήτως χρόνου. Αυτές οι αντιφάσεις νομίζω ότι χαρακτήρισαν αυτή τη στάση, καθώς και κάποιες άλλες τις οποίες θα μνημονεύσω στη συνέχεια, περνώντας πλέον στην ουσία.

Σε ό,τι λοιπόν αφορά την ουσία των προτάσεων, να πω ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία πρόταση η οποία παρέχει μία φυσιογνωμία στο Σύνταγμα που δεν απέχει από αυτήν που προϋπήρχε, παρά μόνο τη διορθώνει, τη βελτιώνει και την προωθεί.

Συγκεκριμένα, και με βάση τις κυβερνητικές προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος, συνεχίζουμε να έχουμε ένα σχεδιαζόμενο Σύνταγμα, το οποίο θα αποτελεί μία αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Εισάγονται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία κυρίως εκφράζει τις θεσμικές ανάγκες της εποχής μας, κάποιες πινελιές άμεσης δημοκρατίας, κάποια δημοψηφίσματα, με εγκράτεια, όχι σε βαθμό πληθωριστικό και τέλος, έχουμε ορισμένες μεταρρυθμίσεις που αφορούν το πεδίο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που και αυτές είναι προσεκτικές και σταθμισμένες. Και το άρθρο 3 είναι πολύ χαρακτηριστικό. Η πρόταση για το άρθρο 3 δεν είναι μία πρόταση ριζοσπαστική, που να αμφισβητεί το ποια είναι η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα, αλλά είναι μία πρόταση η οποία δείχνει ότι δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση ο χαρακτηρισμός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας να οδηγεί σε υποβάθμιση, σε περιορισμό ή σε δυσμενείς συνέπειες τα άλλα θρησκεύματα.

Αυτή η στάση, λοιπόν, αυτή η γενική φυσιογνωμία των προτάσεων της Κυβέρνησης, εκφράζει μία στάση ειλικρίνειας και ευθύνης. Γιατί ειλικρίνειας; Διότι το σύνολο των προτάσεων που έχουν υποβληθεί είναι προτάσεις που αφορούν την καλή λειτουργία του πολιτεύματος, όλων των λειτουργιών του πολιτεύματος, την αναβάθμιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εκεί που φάνηκε ότι υπήρχαν κάποια κενά ή κάποιες κανονιστικές ανεπάρκειες και καμία από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά βέβαια την τύχη των επόμενων εκλογών ή την προσπάθεια της κατάκτησης της κυβερνητικής θέσης από το συγκεκριμένο κόμμα το οποίο κάνει αυτές τις προτάσεις.

Η μόνη πρόταση η οποία φαίνεται να έχει σχέση με εκλογές είναι η πρόταση για εισαγωγή, για συνταγματική υιοθέτηση του συστήματος της απλής αναλογικής, αλλά και αυτή η πρόταση δεν είναι συγκυριακή, είναι μία πρόταση διαχρονική, θα έλεγα. Η Αριστερά την είχε για πάρα πολλά χρόνια και βεβαίως η επιλογή αυτού του συστήματος επίσης για πολλά χρόνια θα καθορίζει την πολιτική και τη θεσμική ζωή του τόπου.

Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με προτάσεις συγκυριακές ή κερδοσκοπικές. Στο σύνολό τους αυτές οι προτάσεις βλέπουν το μέλλον της χώρας.

Θα ήθελα από την αρχή να πω ότι η ναυαρχίδα μεταξύ των προτάσεων αυτών -η κυριότερη από τις προτάσεις αυτές- είναι  οπωσδήποτε η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, που αφορά την ποινική ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Και εδώ βεβαίως είχαμε και στην προηγούμενη ψηφοφορία την ψήφιση της διάταξης με την ευρύτερη πλειοψηφία.

Πρέπει, όμως, να προσέχουμε ότι το γεγονός ότι εμφανίζεται να είναι ευρύτερα επιθυμητή η ρύθμιση του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν σημαίνει ότι όλοι την επιθυμούν για τον ίδιο λόγο. Είναι πολύ φανερό, είναι πολύ γνωστό ότι υπάρχει μια ακροδεξιά αντίληψη που βλέπει όλους τους πολιτικούς διεφθαρμένους. Και για τον λόγο αυτό δεν έχει πρόβλημα να ψηφίσει το άρθρο 86.

Πέρα, όμως, από την ακροδεξιά αντίληψη, ας σκεφθούμε το εξής: Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ εισάγει την πρόταση το άρθρο 86 πλέον να μην προβλέπει σύντομη παραγραφή, αλλά παραγραφή κοινή με αυτήν που προβλέπεται για οποιονδήποτε πολίτη ενώπιον των εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα. Το προτείνει αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ. Το προτείνει ένα κόμμα το οποίο γνωρίζει ότι μετά τις εκλογές εκείνο θα έχει την εξουσία. Και αν κάποιος από εσάς πιστεύει ότι αυτή τη στιγμή μιλώ πολιτικά και δεν μιλώ θεσμικά -γιατί δημοκρατία έχουμε, μπορεί ένα άλλο κόμμα να εκλεγεί στη δημοκρατία- να πω ότι, εν πάση περιπτώσει, το προτείνει αυτό για το άρθρο 86 ένα κόμμα το οποίο πιστεύει ότι θα είναι στην εξουσία μετά τις εκλογές ή, εν πάση περιπτώσει, κάνει το παν για να είναι στην εξουσία.

Επομένως, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 86 ποιον δεσμεύει; Μόνο τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι η πρόταση να επιμηκυνθεί πλέον η παραγραφή προφανώς θα βαρύνει αυτούς οι οποίοι θα έχουν την εξουσία μετά τις εκλογές. Αντίθετα, ό,τι είχε κριθεί μέχρι τώρα, έχει κριθεί και η πρόταση δεν επηρεάζει τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων τα οποία ήδη έχουν τελεστεί και έχουν παραγραφεί. Πρόκειται, λοιπόν, εδώ για μια πρόταση η οποία θα βελτιώσει τη λογοδοσία, τον ποινικό έλεγχο και την ευθύνη των πολιτικών στο Κοινοβούλιο με την εφαρμογή της. Επίσης, η προώθησή της δείχνει ότι η Κυβέρνηση αυτή τη στιγμή επιδιώκει την εμβάθυνση της δημοκρατίας και όχι το να κερδίσει τις εκλογές. Θέλω να τονίσω το σημείο αυτό: Το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο αφορά τον ποινικό έλεγχο των πολιτικών προσώπων, είναι κεντρικό για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Είναι κεντρικό διότι εισάγει την ποινική λογοδοσία των αρχόντων και η ποινική λογοδοσία των αρχόντων, όπως άλλωστε και το να ενεργούν ως εντολοδόχοι, είναι βασικό στοιχείο της δημοκρατίας.

Απέναντι σε αυτήν την πρόταση την οποία έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έλεγα ότι η αντιπρόταση της Νέας Δημοκρατίας σε πάρα πολλά πράγματα φάνηκε ότι ήταν μια πρόταση η οποία αποσκοπούσε στην επικαιρότητα και όχι στην απόκτηση ενός Συντάγματος το οποίο θα αποτελεί τη θεσμική εγγύηση της μελλοντικής κοινωνικής και ιστορικής πορείας της χώρας. Δεν είναι μόνο οι ρυθμίσεις τις οποίες σας ανέφερα προηγουμένως ή οι εξαγγελίες που σας προανέφερα, του τύπου «ψηφίστε μόνο το άρθρο 16 ή 24 και δεν μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο».

Ακόμη και στην περίπτωση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου φάνηκε να υπάρχει και στην προηγούμενη συζήτηση και ψηφοφορία στην Ολομέλεια μια διαφορά ψήφων μεταξύ του άρθρου 30 και των υπολοίπων άρθρων, ποια είναι εξαρχής η στάση του ΣΥΡΙΖΑ; Ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε αντιμέτωπος με ένα δίλημμα, το οποίο είναι βαρύ ούτως ή άλλως εκ των πραγμάτων. Στο δίλημμα αυτό από τη μια πλευρά έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια Βουλή η οποία εύκολα θα πηγαίνει σε εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με εκατόν πενήντα έναν Βουλευτές, όπως το προτείνει η Νέα Δημοκρατία, και σε μια άμεση προσφυγή, σε μια εύκολη προσφυγή σε ένα σύστημα όπου ο λαός άμεσα διαλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Γνωρίζουμε ότι και τα δύο αυτά συστήματα στον καθαρό και στον αμιγή τους χαρακτήρα έχουν σοβαρά προβλήματα. Και το πρώτο, η εκλογή με εκατόν πενήντα μία ψήφους, οδηγεί σε έναν μονοκομματικό Πρόεδρο, ο οποίος δεν μπορεί να ασκήσει το λειτούργημα που στον Πρόεδρο προσφέρει το παρόν Σύνταγμα, αλλά και η άμεση εκλογή από τον λαό δημιουργεί έναν πόλο, μια δυαρχία, η οποία είναι ιδιαίτερα προβληματική.

Ποια είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδιάμεση. Επτά στην ουσία εκλογές, ώστε να είναι τόσο δύσκολη η προσφυγή στην άμεση ψηφοφορία, ώστε να κατορθώνουμε να έχουμε Πρόεδρο με βάση την πίεση που θα ασκηθεί, ακόμα και κοινωνικά, στους Βουλευτές, προκειμένου να δώσουν μια χαρακτηριστική διέξοδο.

Τέλος, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τίμια και σε σχέση και με τα διακυβεύματα τα αρνητικά. Η πρόταση για το άρθρο 16, δηλαδή το ότι θα πρέπει να διατηρηθεί, να παραμείνει ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα, είναι μια πρόταση που είναι γνωστό ότι απηχεί και την καταξιωμένη πορεία των ελληνικών πανεπιστημίων μέχρι σήμερα και τη βούληση του ελληνικού λαού στη μεγάλη πλειονότητα. Και βεβαίως, είναι γνωστό ότι πολλοί συνηγορούν για την ύπαρξη ανώτατων εκπαιδευτηρίων της χώρας, δηλαδή πανεπιστημίων, τα οποία θα έχουν επιλεγεί από ιδιώτες. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι το οποίο αποκλείεται ούτε με βάση το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο επιτρέπει να ιδρυθεί ένα πανεπιστήμιο από ιδιώτες, αρκεί αυτό να υπαχθεί στην εποπτεία την κρατική και στους κανόνες λειτουργίας που προβλέπει το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Η αντιδικία η οποία εμφανίστηκε στη Βουλή με βάση την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, που δεν έγινε δεκτή, ήταν μια αντιδικία για το αν θα έχουμε πανεπιστήμια κερδοσκοπικά. Η Εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας κατ’ επανάληψη αυτό ζήτησε: την εισαγωγή των κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αυτό είναι κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δεχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ευτυχώς δεν το δέχεται με βάση τους κανόνες του Συντάγματός μας η ελληνική Βουλή. Διότι η κερδοσκοπία και η γνώση δεν μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά. Η κερδοσκοπία ως έλλειψη ανιδιοτέλειας αποτελεί μια κακή συνθήκη για παραγωγή και μετάδοση γνώσης και καταλήγει τελικά να διαστρεβλώνει τη γνώση στην κατεύθυνση των συμφερόντων που έχουν συνήθως οι χορηγοί των εκπαιδευτικών διαδικασιών.

Θα τελειώσω γρήγορα, λέγοντας ότι συναφής με την ουσιαστική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι και η άποψη ότι η παρούσα Βουλή εκφράζει άποψη για τις κατευθύνσεις της Αναθεώρησης, η οποία θα πρέπει να δεσμεύει και την επόμενη Βουλή. Και γιατί είναι αυτή η πρόταση ειλικρινής και νομίζω αναγκαστική θεσμικά; Διότι η κατεύθυνση της Αναθεώρησης προκύπτει μέσα από το σκεπτικό της Αναθεώρησης, η οποία αυτή τη στιγμή ως πρώτη φάση καταλήγει. Δεν υπάρχει ούτε νομοθέτημα ούτε, θα έλεγε κανείς, και κατώτερης σημασίας διαδικαστική πράξη που να μην έχει και ένα σκεπτικό. Ασφαλώς έχει και το Σύνταγμα το σκεπτικό του και το σκεπτικό αυτό είναι που αποτυπώνεται στις κατευθύνσεις. Διότι όταν δούμε γιατί αναθεωρήθηκε το άρθρο 86 ή γιατί φτάσαμε να αναθεωρούμε το άρθρο 86, βλέπουμε προς τα πού πρέπει να κινηθούμε.

Αυτές, λοιπόν, οι εργασίες, τις οποίες έχουμε κάνει και το σκεπτικό της αιτιολόγησης δείχνουν ποιες είναι οι κατευθύνσεις, τις οποίες οφείλει να σεβαστεί και η επόμενη Βουλή. Και βεβαίως, υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα προβλέπεται να ισχύσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ευνοεί την άποψη ότι και η έκφραση της Βουλής γίνεται σε δύο αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, δηλαδή έχει μεγαλύτερη διάρκεια και η προσπάθεια να εκφραστεί μια άποψη για το Σύνταγμα με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι στις εκλογές αυτές θα ληφθούν υπ’ όψιν τα επιχειρήματα τα οποία σας προανέφερα. Αυτό είναι λογικό και συνταγματικά. Θα ψηφίσει στις προσεχείς εκλογές ο ελληνικός λαός, θέλοντας μια συνταγματική μεταρρύθμιση η οποία να οδηγεί σε μια βέβαιη πρόοδο τόσο στη λειτουργικότητα της δημοκρατίας όσο και στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των ατομικών δικαιωμάτων και δεν θα ψηφίσει υπέρ της επιλογής μιας κυβέρνησης η οποία σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα εισηγείται να υπάρχει μια λευκή συναλλαγματική, μια λευκή επιταγή και να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αιφνιδιάζοντας ή χωρίς να έχει αιτιολογήσει την ψήφο της.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ