Τετάρτη 15 Μαϊου 2024

Ιωάννης Γλύκας-Σεμίνα Τζαμάκου: Η νέα υφ’ όρον απόλυση στην πρακτική των Συμβουλίων και στο σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα

Επιχειρείται ενίσχυση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα αλλά με την απειλή σε αφηρημένο επίπεδο αυξημένων κυρώσεων, αλλά και με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων της απόλυσης υπό όρο στο επίπεδο έκτισης των ποινών.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ιωάννης Γλύκας-Σεμίνα Τζαμάκου: Η νέα υφ’ όρον απόλυση στην πρακτική των Συμβουλίων και στο σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα freepik

Εκκινώντας από τις προβλέψεις του άρθρου 105Β ΠΚ παρατηρείται καταρχάς ότι το σύστημα που επέλεξε να ακολουθήσει ο ισχύων ΠΚ, δηλαδή ο ορισμός με γενικούς όρους του ελάχιστου χρόνου παραμονής στη φυλακή. Ο ν. 4619/2019 επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στη λειτουργία του θεσμού, και κυρίως στη διατύπωση των τυπικών προϋποθέσεων, με γνώμονα, την απάλειψη προβλέψεων που είχαν εισαχθεί με αποσπασματικές τροποποιήσεις και απέβλεπαν αποκλειστικά και μόνο στη μείωση του χρόνου παραμονής των καταδικασθέντων στα καταστήματα κράτησης .

Σε σχέση με τα οριζόμενα στον νόμο χρονικά όρια, πλέον αυτά τίθενται στα 2/5 για την ποινή κάθειρξης και στα δεκαέξι (16) έτη για την ισόβια κάθειρξη. Στο σημείο αυτό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς είναι δυσμενέστερο από το προγενέστερο, το οποίο είχε χαμηλότερο όριο ελάχιστης παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα, δηλαδή 1/3 για την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης και δεκαπέντε (15) έτη για την ισόβια. Ως εκ τούτου, το άρθρο 105Β παρ. 6 ΠΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε εγκλήματα με χρόνο τέλεσης προ τη θέση σε ισχύ του ν. 4619/2019.

Την τροποποίηση του άρθρου 105Β του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με την απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ο πρόσφατος Νόμος 4855/2021.

Αυστηροποιήθηκαν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την απόλυση υπό όρο του κρατουμένου. Ειδικότερα, σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών (σε διακεκριμένη μορφή), για εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις, εσχάτη προδοσία, ανθρωποκτονία, ληστεία, εμπρησμός, εμπρησμός σε δάση, εκβίαση, βιασμό ανηλίκου, εμπορία ανθρώπων, αρπαγή ανηλίκου και όλα τα κατά της γενετήσιας ελευθερίας εγκλήματα, δίνεται η δυνατότητα για απόλυση υπό όρο μόνο αν έχουν εκτιθεί με ευεργετικό υπολογισμό τα 4/5 της ποινής. Άρα, από τα 3/5 που ίσχυε, αυξήθηκε στα 4/5. Ως εκ τούτου, αυστηροποιήθηκε για τα ανωτέρω αδικήματα η διάταξη, και ακόμα και με τον ευεργετικό υπολογισμό της ποινής, κατά τα ανωτέρω, ο κρατούμενος θα παραμένει περισσότερο χρόνο στο σωφρονιστικό κατάστημα. Επιπλέον, για τα παραπάνω εγκλήματα, θα απαιτείται πραγματική παραμονή σε σωφρονιστικό κατάστημα, ίση με τα 3/5 της ποινής (πραγματική έκτιση της ποινής). Άρα, από τα 2/5 που ίσχυε αυξήθηκε στα 3/5. Ακόμη, προβλέπεται ότι σε περίπτωση καταδίκης για τα παραπάνω εγκλήματα σε ποινή ισοβίου καθείρξεως, το κατώτατο όριο παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα του καταδίκου αυξάνεται από 16 έτη σε 18 έτη (πραγματική έκτιση). Επίσης προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις των ανωτέρω κακουργημάτων δεν επιτρέπεται απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση.

Ο ισχύων Ποινικός κώδικας δεν προβαίνει σε καμία απολύτως διάκριση σχετικά με τη χορήγηση της απόλυσης με βάση το είδος του εγκλήματος για το οποίο κάποιος έχει καταδικαστεί. Η επιλογή του σύγχρονου νομοθέτη να απεξαρτήσει πλήρως το είδος του εγκλήματος από τη δυνατότητα εν γένει και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση απόλυσης υπό όρο, υποδηλώνει την υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει όρους για την ομαλή επανένταξη όλων των καταδικασθέντων στο κοινωνικό σύνολο.

Με τον θεσμό της απόλυσης, παρέχεται στον κρατούμενο ένα ισχυρό κίνητρο για την κοινωνική του επανένταξη, λειτουργώντας ως δίαυλος μεταξύ του στερητικού της ελευθερίας καθεστώτος και της πλήρους ελευθερίας

Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, διαγράφονται στο άρθρο 106 ΠΚ. Η σημαντικότερη μεταβολή που επήλθε στη ρύθμιση έλαβε χώρα με τον ν. 2172/1993. Με τον νόμο αυτό εισήχθη η λεγόμενη υποχρεωτικότητα του θεσμού.

Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την πρόβλεψη του ν. 2172/1993 αναφέρεται ότι δυνάμει αυτής, στο άρθρο 106 ΠΚ, έγινε για πρώτη φορά λόγος για υποχρεωτική χορήγηση της απόλυσης, ενώ περαιτέρω ο νόμος κατήργησε όλες τις λοιπές ουσιαστικές προϋποθέσεις που ίσχυαν, δηλαδή: α) την καλή διαγωγή β) την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του καταδικασθέντα προς τον παθόντα και γ) την πρόγνωση για έντιμη μελλοντική ζωή, βασισμένη στην προηγούμενη ζωή, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις αλλά και τον χαρακτήρα του κρατούμενου. Οι παραπάνω ουσιαστικές προϋποθέσεις είχαν δεχθεί αυστηρή κριτική . Ιδιαίτερα προβληματική ήταν άλλωστε η προσδοκία έντιμου μελλοντικού βίου, αφού η πρόγνωση που θα έπρεπε να κάνει το δικαστικό συμβούλιο ήταν άκρως επισφαλής.

Κατόπιν των ανωτέρω, ο νόμος 2172/1993 περιορίστηκε μόνον στην πρόβλεψη ότι η απόλυση δεν χορηγείται μόνον εάν η διαγωγή του καταδίκου είναι τέτοια ώστε να κρίνεται το αναγκαίο της συνέχισης της κράτησης για να αποφευχθεί η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Έτσι, η διαγωγή του καταδικασθέντα κατά την έκτιση της ποινής του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος ανεδείχθη σε μοναδικό αποφασιστικό κριτήριο για τη χορήγηση της απόλυσης.

Η διατύπωση του άρθρου 106 ΠΚ μετά την εισαγωγή του ν. 2172/1993 έχει μείνειαναλλοίωτη έως και σήμερα. Ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα είναι η διάταξη του άρθρου 106 ΠΚ, μετά την τροποποίηση του ν. 4619/2019, , αφού ορίζει ότι η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος δεν είναι από μόνη της αρκετή για την απόρριψη της υπό όρο απόλυσης. Τούτη η προσθήκη στον νόμο αποτέλεσε για άλλη μία φορά την απάντηση στη νομολογιακή πρακτική με βάση την οποία η αγωγή του καταδικασθέντα θεωρούταν κακή λόγω της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος κατά την κράτηση . Καταρχήν σημειώνεται ότι η καταφυγή στην τέλεση η μη πειθαρχικού παραπτώματος συνιστά ορθό κριτήριο, αφού τούτα αποτελούν έναν αντικειμενικό ενδείκτη της διαγωγής του . Ακόμα πάντως και σε σχέση με τα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να αποτελούν αυτόματο λόγο απόρριψης της αίτησης, χωρίς προηγουμένως να έχουν αξιολογηθεί και άλλα στοιχεία.

Παρά ωστόσο τη σαφή νομοθετική μεταβολή, τον τελευταίο καιρό έχει παρατηρηθεί μια ραγδαία αύξηση του φαινομένου απόρριψης των υφ ́όρων απολύσεων από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών Πειραιώς ,για λόγους οι οποίοι δεν εναρμονίζονται με το γράμμα του Νόμου και συγκεκριμένα με όσα θεωρούνται προαπαιτούμενα κατά το άρθρο 106 ΠΚ με αποτέλεσμα να κινούνται στην κατεύθυνση αποφυγής της εφαρμογής του θεσμού, καταφεύγοντας μάλιστα σε αξιολογικά και πάλι κριτήρια. Χαρακτηριστικά, αιτιολογώντας πως το κριτήριο της διαγωγής που προβλέπεται πλέον στον νόμο δεν αφορά μόνον την εξωτερική και χρονικά περιορισμένη διαγωγή του καταδικασθέντα εντός του καταστήματος κράτησης, αλλά αντίθετα την «αληθινή», «εσωτερική» μεταστροφή μετά από συνεκτίμηση του συνόλου της προσωπικότητας. Οι λόγοι αυτοί δεν εναρμονίζονται με το γράμμα του νόμου και συγκεκριμένα με το άρθρο 106ΠΚ. Απορριπτικοί λόγοι που αφορούν τη μη προσκόμιση βεβαίωσης πρόσληψης σε εργασία μετά την αποφυλάκιση του αιτούντα – κρατουμένου , απόρριψη για το λόγο ότι δεν συμμετείχε σε προγράμματα μέσα στην φυλακή παρά το γεγονός ότι δεν έχει υποπέσει σε κανένα πειθαρχικό αδίκημα κατά την διάρκεια της κράτησής του , απόρριψη για τον λόγο ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι δέχεται επισκεπτήρια από συγγενικά του πρόσωπα και πολλοί ακόμη λόγοι οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν δύνανται και δεν προβλέπεται να αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα χορήγησης της υπό όρους απόλυσης σε κρατούμενους οι οποίοι κατά τα άρθρα 105 και 106 ΠΚ πληρούν και τις τυπικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υφ ́ όρον απόλυσή τους . Άλλωστε το άρθρο 106 ΠΚ αναφέρει ρητά ότι  ̈ η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά αναγκαία την συνέχιση της ποινής του .. ̈ Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο λοιπόν η διαγωγή του καταδικασθέντος και μόνο αυτή κατά το διάστημα της κράτησης του μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τη μη χορήγηση της υφ ́ όρον απόλυσης του και τη συνέχιση της ποινής του.

Η οποιαδήποτε άλλη αιτία απόρριψης σε σχέση με τις υφ ́ όρον απολύσεις δεν προβλέπεται από κανένα άρθρο του Ποινικού Κώδικα , δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την χορήγηση της υφ ́ όρον απόλυσης και έρχεται σε αντίθεση με τα όσα θέλησε ο Νομοθέτης να συμπεριλάβει ως λόγους απόρριψης στο εν λόγω άρθρο.

Η απόρριψη των αιτήσεων για υπό όρους απόλυση από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών έχει σαν αποτέλεσμα να πρέπει ο αιτών να ασκήσει έφεση κατά του απορριπτικού βουλεύματος κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 106 ΠΚ και να αναμένει επιπλέον καιρό για την έκδοση βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών , πολλές φορές και επιπλέον δίμηνο πέραν του διμήνου αναμονής που περιμένει για να λάβει απάντηση από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκτίοντας ποινή πολύ παραπάνω τελικά από όσα ο Νόμος προβλέπει ότι πρέπει να εκτίσει προκειμένου να αποφυλακισθεί .

Σε άλλη περίπτωση θα πρέπει αν δεν ασκήσει έφεση να υπογράψει εξ ́ αρχής αίτηση για υφ ́ όρον απόλυση αναμένοντας τουλάχιστον δύο μήνες προκειμένου να λάβει και πάλι βούλευμα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών .

Ο χρόνος που θα χρειαστεί από την υπογραφή της αίτησης για υφ ́ όρον απόλυσης του μέχρι την έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο Εφετών σε περίπτωση απορριπτικού Βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών είναι τουλάχιστον τέσσερις μήνες συνολικά στην καλύτερη περίπτωση . Τουλάχιστον τέσσερις μήνες δηλαδή επιπλέον έκτιση ποινής από όσα ο Νόμος προβλέπει ότι πρέπει να εκτίσει για να απολυθεί υπό όρους . Πρέπει να εναρμονιστούν οι αποφάσεις των των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών με το γράμμα του Νόμου και συγκεκριμένα με το άρθρο 106 ΠΚ . Συγκεκριμένα με το υπ ́ αριθμόν 130/2022 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς απερρίφθη κατ ́ ουσίαν αίτηση για την υπό όρους απόλυση κρατούμενου μετά από αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος ενώπιον του Συμβουλίου . Συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτούντος οι τυπικές προϋποθέσεις για την απόλυση υπό τον όρο της ανακλήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο ο κρατούμενος κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση του στο ακροατήριο δεν προσκόμισε ουδεμία υπεύθυνη δήλωση για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ότι επίκειται να εργαστεί μετά την υφ ́ όρον απόλυση του στην επιχείρηση που όπως δήλωσε εργαζόταν και πρότερα . Από δε την καρτέλα ενσήμων που προσκόμισε στο Συμβούλιο προέκυψε ότι ο κρατούμενος στο παρελθόν εκτέλεσε περιστασιακά και μόνο κάποια μεροκάματα ετών 2015 έως 2020 γεγονός που δεν αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του για το πώς επίκειται να βιοπορίζεται εφεξής έχοντας σταθερή και μόνιμη εργασία η οποία να του εξασφαλίζει τα προς το ζην , προκειμένου να μην επιδοθεί και πάλι σε εγκληματική δραστηριότητα .

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω εκτεθειμένα δεδομένα το Συμβούλιο έκρινε πως δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα περί ομαλής κοινωνικής επανένταξης του κρατούμενου και ως εκ τούτου ελλείπουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υπό όρους απόλυση .

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ασκήθηκε έφεση και με το υπ ́ αριθμόν 12 / 2023 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς εξαφανίστηκε το ανωτέρω Βούλευμα και διατάχθηκε η υφ ́ όρον απόλυση του κρατουμένου επιβάλλοντας σε αυτόν μέχρι συμπληρώσεως του χρόνου δοκιμασίας του τους όρους της υποχρέωσης διαμονής στην δηλωθείσα διεύθυνση , της υποχρέωσης εμφάνισης του άπαξ εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του και της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα.

Κρίθηκε πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επίσης εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις απορρίπτοντας την αίτηση του κρατούμενου για την υφ ́ όρον απόλυση με την αιτιολογία ότι κατά την αυτοπρόσωπη παράσταση του δεν προσκόμισε ουδεμία υπεύθυνη δήλωση για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ότι επίκειται να εργαστεί μετά την υφ ́ όρον απόλυση του στην επιχείρηση που όπως δήλωσε εργαζόταν και πρότερα . Από δε την καρτέλα ενσήμων που προσκόμισε στο Συμβούλιο προέκυψε ότι ο κρατούμενος στο παρελθόν εκτέλεσε περιστασιακά και μόνο κάποια μεροκάματα ετών 2015 έως 2020 γεγονός που δεν αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του για το πώς επίκειται να βιοπορίζεται εφεξής έχοντας σταθερή και μόνιμη εργασία η οποία να του εξασφαλίζει τα προς το ζην , προκειμένου να μην επιδοθεί και πάλι σε εγκληματική δραστηριότητα.

Και τούτο διότι η εύρεση εργασίας μετά την υφ ́ όρον απόλυση δεν αναγορεύεται από το νόμο ούτε μπορεί να ερμηνευτεί ως κριτήριο κατάφασης καλής διαγωγής αφού ως τέτοια νοείται μόνο η κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κρατήσεως , συμπεριφορά του κρατουμένου που καταδεικνύει ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του και όχι ασφαλώς η αναγόμενη στο μέλλον ενδεχόμενη αδυναμία εξευρέσεως εργασίας η και η προοπτική βέβαιης εργασίας , ως προς την οποία ο κρατούμενος δεν υποχρεούται από καμία διάταξη νόμου να πείσει τον φυσικό του δικαστή με υπεύθυνη δήλωση ή με άλλον τρόπο , ως όλως εσφαλμένα δέχθηκε το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα.

Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε δικανική εκτροπή καθώς ο κρατούμενος που δικαιούται ευεργετικό υπολογισμό εκ της εργασίας που παρέχει κατά την διάρκεια της κράτησής του θα στερούνταν την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων περί της υφ ́ όρον απόλυσης επειδή δεν θα μπορούσε υπό καθεστώς ανελευθερίας να αναζητήσει και να επιτύχει την εξεύρεση εργασίας .

Ομοίως με τον υπ ́ αριθμόν 207/2023 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς απερρίφθη αίτηση κρατουμένου ενώ αναφερόταν συνοπτικό σημείωμα κοινωνικού λειτουργού που έκανε λόγο για ήρεμο και συνεργάσιμο κρατούμενο ο οποίος σέβεται και συμμορφώνεται με τους σωφρονιστικούς κανόνες και δεν δημιουργεί προβλήματα . Επίσης αναφερόταν πως ήταν πατέρας δύο τέκνων τα οποία είχε αναγνωρίσει κατά την διάρκεια της κράτησης του , ενώ διατηρεί καλές σχέσεις με την μητέρα του η οποία τον επισκέπτεται τακτικά. Κατά δήλωση του εφόσον του χορηγηθεί απόλυση υπό όρο επρόκειτο να διαμείνει σε συγκεκριμένη διεύθυνση ενώ παράλληλα είχε προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση εργοδότη όπου προτίθετο να τον προσλάβει ως υπάλληλο στην ατομική του επιχείρηση . Επίσης ο συγκεκριμένος κρατούμενος είχε προσκομίσει ιατρικές γνωματεύσεις όπου έπασχε από ανίατη ασθένεια ενώ είχε υποβληθεί σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις.

Ωστόσο το Συμβούλιο έκρινε αορίστως και δίχως αιτιολόγηση ότι από όλα τα ανωτέρω που αφορούν την στοιχειοθέτηση ουσιαστικής προϋπόθεσης περί καλής διαγωγής του κρατουμένου δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση σε αυτόν του ευεργετήματος της απόλυσης υπό όρο ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα από το Συμβούλιο η πραγματική ηθική μεταστροφή και μεταμέλεια του αιτούντος και τούτο διότι η απλή τήρηση των σωφρονιστικών κανόνων και εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχονται προς επίτευξη αποφυλάκισης σε συντομότερο χρόνο δεν αρκεί για να συναχθεί με ασφάλεια η καλή διαγωγή του αιτούντος , ενώ συμπληρώνει πως η πειθήνια προσαρμογή του στο καθημερινό πρόγραμμα του καταστήματος κράτησης δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του .

Είναι απορίας άξιον πως ενώ ο αιτών δεν είχε υποπέσει σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα , έχοντας σημείωμα της κοινωνικού λειτουργού του καταστήματος κράτησης που τον χαρακτηρίζει συνεργάσιμο τηρώντας απαρέγκλιτα όλους τους σωφρονιστικούς κανόνες, δεχόμενος επισκεπτήρια και περιβαλλόμενος από στενό οικογενειακό περιβάλλον κρίθηκε αναιτιολόγητα η μη εξωτερική εκδήλωση δηλωτική αληθούς μεταστροφής . Αόριστα αξιολογήθηκε πως δεν είναι έτοιμος να επανενταχθεί ομαλά στην κοινωνία ούτε παρέχει τα εχέγγυα έντιμου βίου στο μέλλον και γι ́ αυτό το λόγο η συνέχιση της κράτησης του είχε κριθεί απολύτων αναγκαία .

Αποτέλεσμα τούτου η άσκηση εφέσεως κατά του υπ ́ αριθμόν 207/2023 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς όπου έγινε δεκτή τυπικά και κατ ́ ουσίαν η αίτηση του κρατούμενου – καταδίκου για την υπό όρους απόλυσή του .

Ομοίως με το υπ ́ αριθμόν 154/2023 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς έγινε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά έφεση κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού ΙΙ κατά του υπ ́ αριθμόν 548/2023 Βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς . Εξαφάνισε το με αριθμό 538/2023 Βούλευμα και δέχθηκε την αίτηση της για την υπό όρο απόλυση της από το ως άνω Κατάστημα Κράτησης . Το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις απόλυσης της καθώς η αιτούσα αφενός δεν έχει γραμματικές γνώσεις και ήταν άνεργη πριν από την κράτηση της αφετέρου δεν διευκρινίζει σε ποιον κλάδο θα απασχοληθεί ούτε την πρόθεση κάποιου συγκεκριμένου εργοδότη να την προσλάβει .

Συνεχίζοντας αναφέρει πως η αιτούσα δεν παράσχει επαρκείς διευκρινήσεις σχετικά με το σε ποιον ανήκει η οικία που θα διαμένει και το εάν θα διαμείνει εκεί μόνη της. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το υπ ́αριθμόν 154/2023 Βούλευμα του έκρινε ότι εσφαλμένα το συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό όρο στην εκκαλούσα.

Ειδικότερα αναφέρεται πως η εγκαλούσα δεν είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά και η διαγωγή της ήταν καλή όπως προκύπτει από το απόσπασμα του βιβλίου ηθικού ελέγχου της φυλακής . Επίσης με βάση συνοπτική έκθεση κοινωνικού λειτουργού του καταστήματος κράτησης η εκκαλούσα είναι μητέρα επτά παιδιών διαμένει σε συγκεκριμένη οικία, είχε εργαστεί ως καθαρίστρια σχεδόν καθόλη την διάρκεια της κράτησης της , η διαγωγή της ήταν πολύ καλή , η συμπεριφορά της σύμφωνη με τους σωφρονιστικούς κανόνες και οι σχέσεις της με τις συγκρατούμενες της αρμονικές . Προσκόμισε πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και σχετικές βεβαιώσεις από το σχολείο ότι τα τέκνα της φοιτούν .

Επίσης προσκόμισε υπεύθυνη δήλωση για την μελλοντική της εργασία καθώς και δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των τελευταίων ετών και λογαριασμούς εκκαθαριστικούς προς επίρρωση της μόνιμης διαμονής της. Επομένως ορθά το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκανε δεκτή την αίτηση της εκκαλούσας , εξαφάνισε το ανωτέρω Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και διέταξε την υφ ́ όρον απόλυση της εκκαλούσας.

Σε κάθε περίπτωση, εάν τυχόν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της απόλυσης, θα πρέπει να λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου.

Τα δικαστικά συμβούλια δεν θα πρέπει υποκαταστήσουν κατ’ ουσίαν τον ρόλο του νομοθέτη, και να συνεχίσουν να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με  «γενικεύσεις» και με γνώμονα τη «γενική πρόληψη». Εξαιρετικά σημαντικό λοιπόν είναι η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, από τον κρατούμενο και τον εισαγγελέα, κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που αποφαίνεται σχετικά με την απόλυση. Πριν τον ν. 1968/1991 το βούλευμα του Συμβουλίου που απέρριπτε την αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν υπόκειτο σε έφεση. Γι’ αυτόν τον λόγο η εισαγωγή της παραπάνω δυνατότητας με το άρθρο 12 του ν. 1968/1991 θεωρήθηκε ως μία πολύ σημαντική τροποποίηση. Βάσει του άρθρου αυτού σε έφεση υπόκειται τόσο το βούλευμα που απορρίπτει όσο και αυτό που δέχεται την αίτηση για απόλυση, Το Συμβούλιο Εφετών κρίνει επί τη βάσει του ίδιου αποδεικτικού υλικού που έκρινε και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.

Ως προς το δικαίωμα του καταδικασθέντα για αυτοπρόσωπη παράσταση ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε με τον ν. 4619/2019, ο οποίος πράγματι προέβλεψε τέτοια δυνατότητα στην παρ. 1 του άρθρου 110 ΠΚ. Στο προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς τέτοια δυνατότητα δεν προβλεπόταν, αφού ο ν. 4055/2012 είχε καταργήσει την υποχρεωτική παράσταση που προέβλεψε ο ν. 2207/1994, και όρισε μάλιστα ότι «ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του συμβουλίου…».

Από τις 28.11.2023, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης .

Στο άρθρο 20 προβλέπεται η τροποποίηση του άρθρου 105B του Ποινικού Κώδικα με τις εξής αλλαγές: α) η περ. α) της παρ. 1 τροποποιείται ως προς τον απαιτούμενο χρόνο έκτισης της ποινής στην περίπτωση φυλάκισης, β) στην παρ. 6: βα) στο πρώτο εδάφιο πριν από τη λέξη «κάθειρξης» προστίθενται οι λέξεις «φυλάκισης ή», μετά από τις λέξεις «αν δεν έχει παραμείνει» προστίθενται οι λέξεις «, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό,», ββ) στο δεύτερο εδάφιο μετά από τις λέξεις «22 και 23 του ν. 4139/2013» προστίθενται οι λέξεις «του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων», βγ) προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο και το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής:

H παράγραφος 1 διαμορφώνεται ως εξής : Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης ή πρόσκαιρης κάθειρξης τα τρία πέμπτα (3/5) αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής και γ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.

Η παράγραφος 6 διαμορφώνεται ως εξής : Προκειμένου για ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι (16) έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων 134, 187, 187 Α, των περ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και για αυτά του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ (18) ετών.

Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε (25) έτη. Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη.».

Εξαιρετικές σημαντικές μεταβολές προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 106 του Ποινικού Κώδικα όπου επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως προς τους λόγους μη χορήγησης της απόλυσης υπό όρους με την προσθήκη της ουσιαστικής κρίσης περί πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος και με την απάλειψη των λέξεων «με ειδική αιτιολογία», β) το δεύτερο εδάφιο καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής: «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από την γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.».

Με την τροποποίηση αυτή στο άρθρο 106 του Ποινικού Κώδικα τίθενται επιπλέον εμπόδια στην πλήρωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υπό όρους απόλυση του κρατούμενου και στην έκδοση απορριπτικών Βουλευμάτων από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών . Ο νόμος όριζε πως η υπό όρους απόλυση μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά αναγκαία την συνέχιση της κράτησης του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτών νέων αξιόποινων πράξεων . Η τροποποίηση του άρθρου θέτοντας την διάγνωση της ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο της δοκιμασίας , με εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος καθώς και θέτοντας την επικινδυνότητα του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο δημιουργεί ένα σύστημα αξιολογικών εκτιμήσεων από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών . Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 106 ΠΚ οριζόταν πως μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για την μη χορήγηση της απόλυσης . Με την προτεινόμενη τροποποίηση καταργείται το πολύ σημαντικό τούτο εδάφιο και δίνεται πλέον η δυνατότητα σε εν γένει αυθαίρετη κρίση και αναιτιολόγητη μη χορήγηση της απόλυσης εξαιτίας και μόνο πειθαρχικού παραπτώματος .

Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς σε έφεση εκκαλούντος ο οποίος είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά με δεκαπέντε βαθμούς και στέρηση επί δεκαοχτάμηνο της δυνατότητας συμμετοχής σε εργασία και προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης λόγω της εκ μέρους του τέλεσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων της κατοχής και χρήσης οινοπνευματωδών ουσιών και άσκησης ή απειλής άσκησης βίας κατά του προσωπικού καθώς και των ύβρεων κατά του προσωπικού με προσκόμιση ότι οι ανωτέρω πειθαρχικές ποινές είχαν διαγραφεί καθώς είχε παρέλθει το απαιτούμενο διάστημα και δεν είχε τιμωρηθεί εκ νέου πειθαρχικά έκρινε πως ο εκκαλών εκτός από τις τυπικές πληροί και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υπό όρους απόλυση του ενόψει της διαγραφής των πειθαρχικών του ποινών και της αξιολόγησης της συνολικής επιδειχθείσας διαγωγής του σύμφωνα με την οποία ο κρατούμενος προέβη στην ορθή χρήση των αδειών που έλαβε , μετά την προαναφερόμενη πειθαρχική τιμωρία του δεν τέλεσε οποιοδήποτε παράπτωμα πειθαρχικό , παρείχε εργασία και είχε επιδείξει καλή διαγωγή. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε πως όλα τα ανωτέρω στοιχεία υποδηλώνουν την ηθική βελτίωση του εκκαλούντος κρατουμένου και πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς όπου είχε αρχικώς απορρίψει την αίτηση του εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο και εκτίμησε εσφαλμένα τις προσκομιζόμενες ενώπιον του αποδείξεις και δέχτηκε τυπικά και κατ ́ ουσίαν την έφεση .

Με την κατάργηση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 106 ΠΚ τίθεται ο κίνδυνος τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών να εμμένουν στο αν ο καταδικασθείς έχει τελέσει οιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, μη αξιολογώντας την ηθική του βελτίωση καθώς οι ευκαιρίες που δίδονται εντός σωφρονιστικού καταστήματος είναι περιορισμένες και θα απορρίπτουν αναιτιολόγητα τις αιτήσεις για την χορήγηση υπό όρους απολύσεως θέτοντας έτσι το πιο σημαντικό θεσμό του Ποινικού Δικαίου ανεφάρμοστο σε πλείονες περιπτώσεις και εξοντώνοντας τους καταδικασθέντες.

Επιχειρείται ενίσχυση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα αλλά με την απειλή σε αφηρημένο επίπεδο αυξημένων κυρώσεων, αλλά και με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων της απόλυσης υπό όρο στο επίπεδο έκτισης των ποινών.

Στις περιπτώσεις της υπό όρους απόλυσης το δικαστικό συμβούλιο οφείλει να εξετάζει ουσιαστικά κριτήρια που συνδέονται με τη βαρύτητα του εγκλήματος, τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος καθώς και την τρέχουσα στάση του απέναντι στο έγκλημα ή στα εγκλήματα που διέπραξε.

Συνεπώς η αποφυλάκιση υπό όρους θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη, ανεξαρτήτως τυπικών προϋποθέσεων συμπλήρωσης χρόνου κράτησης. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την έννοια του σωφρονισμού αφού, η ποινή στον κατηγορούμενο έχει επιβληθεί ήδη από το δικαστήριο και αυτή σε ένα Κράτος Δικαίου δεν γίνεται να επεκτείνεται σε δεύτερο χρόνο από τον σωφρονιστικό νομοθέτη. η εξαγγελλόμενη αυστηροποίηση εκπέμπει μήνυμα χειροτέρευσης των όρων απόλυσης.

Και αυτό διότι δεν συγκεκριμενοποιεί κανένα κριτήριο. Η διάταξη λοιπόν αυτή του ισχύοντος άρθρου 106 Π.Κ η οποία καθιερώνει ως κανόνα την απόλυση και προϋποθέτει για την εφαρμογή της εξαίρεσης συγκεκριμένα κριτήρια, προφανώς θα αντικατασταθεί, και η αοριστία, δηλαδή η αυθαιρεσία, θα κυριαρχήσει και θα γίνει ο κανόνας. Η επικινδυνότητα του εγκλήματος έχει κριθεί, αξιολογηθεί και τιμωρηθεί από την επιλογή της εκτιόμενης ποινής που έχει επιβάλει το Δικαστήριο

Το μόνο που διαφαίνεται με βεβαιότητα είναι η αυστηροποίηση του ποινικού μας δικαίου, επιστρέφοντας σε μία συντηρητικότερη κατεύθυνση.

*Γιάννης Γλύκας, Ποινικολόγος, π. Πρόεδρος Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων

*Σεμίνα Τζαμάκου, Δικηγόρος 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr