Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Άγγελος Στεργίου: Το ασφαλιστικό σύστημα αντιμέτωπο με το εκρηκτικό πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης

Ο Άγγελος Στεργίου αναλύει τον ρόλο του ασφαλιστικού συστήματος στην αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Άγγελος Στεργίου: Το ασφαλιστικό σύστημα αντιμέτωπο με το εκρηκτικό πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης unsplash

Εκ προοιμίου να τονίσουμε ότι η επίλυση του δημογραφικού προβλήματος απαιτεί γενναίες και άμεσες λύσεις κι όχι αναβλητικότητα και ήπια μέτρα που αδυνατούν να αντιστρέψουν μια κατ’ αρχήν μη αναστρέψιμη τάση δημογραφικής γήρανσης[1]. Λ.χ. το επίδομα γέννησης κάθε παιδιού που ανέρχεται σε 2.000 ευρώ (άρθρο 29 ν. 5092/2024), μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος, φαίνεται πολύ ισχνό. Απαιτείται εδώ και τώρα ένα νέο διαγενεακό (κοινωνικό) συμβόλαιο.

Η Ελλάδα, όπως κι άλλες χώρες κυρίως της Νότιας Ευρώπης, γερνάει με γοργούς ρυθμούς. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τους πιο γερασμένους πληθυσμούς. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Είναι γνωστό ήδη από τη δεκαετία του ΄90. Επανήλθε, όμως, με δυσμενέστερους όρους μετά την κρίση δημοσίου χρέους. Ως γνωστόν, η δημογραφική γήρανση οφείλεται συνδυαστικά στην αύξηση του μέσου όρου ζωής (του προσδόκιμου επιβίωσης) και στη μείωση της γονιμότητας. Η τάση θα είναι ανοδική τα επόμενα χρόνια. Ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι το 2050 (σε 9,8 εκατ. Κοτζαμάνης-Κοντογιάννης). Τα μεγέθη είναι γνωστά και αναμφισβήτητα. Ενδεικτικά, ας επαναλάβουμε ότι το προσδόκιμο για τους άνδρες θα αυξηθεί από το 78,8 έτος της ηλικίας το 2022 στο 86,5 το 2070 και για τις γυναίκες από το 84,2 το 2022 στο 90,4 το 2070 (European Commission). Ο δε δείκτης δημογραφικής εξάρτησης από 39% το 2022 θα αυξηθεί σε 74.4% το 2050 και μετά θα μειωθεί το 2070, σταθεροποιούμενος στο 63%. Από το δείκτη δημογραφικής εξάρτησης (άτομα σε ηλικία εργασίας 15-64 προς άτομα άνω των 65 ετών) συναρτάται η αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων[2] που κυρίως ενδιαφέρει την κοινωνική ασφάλιση. Η μόνη ηλικιακή ομάδα που αυξάνεται και θα συνεχίσει να αυξάνεται, είναι εκείνη των 65 ετών και άνω. Πρόσθετο βάρος, εξάλλου, δημιουργείται από μια γήρανση «μέσα στη γήρανση», αφού αυξάνουν οι 85 ετών και άνω (το 15% της ομάδας άνω των 65 ετών). Η ομάδα αυτή χρήζει μεγάλης φροντίδας.

Δεν είναι αδιάφορο το μέγεθος των γενεών. Όταν η συνταξιοδότηση μιας γενιάς baby boom συμπίπτει με την έλευση μιας λιγότερο πολυάριθμης γενεάς (papy boom), δημιουργείται μια ανισορροπία. Λ.χ. εκτιμάται ότι η επόμενη επταετία (έως 2030) για το συνταξιοδοτικό σύστημα θα είναι κρίσιμη, αφού βγαίνουν στη σύνταξη οι baby boomers –κατά το χρονικό διάστημα 1955-1967, είχαμε κατά μέσο όρο 156.000 γεννήσεις ανά έτος. Ενώ αρχικά η συνταξιοδοτική δαπάνη θα αυξηθεί μετά θα πέσει κάτω από το 14% το 2035 και το 11,9% το 2070. Βέβαια, η παρέλευση της γενιάς baby boom δεν σημαίνει ότι θα λυθεί από μόνο του το πρόβλημα. Απλώς, αυτό θα είναι πιο οξύ για τα επόμενα χρόνια.

Η αδράνεια απέναντι στο δημογραφικό, όπως κι απέναντι σε μια άλλη μεγάλη πρόκληση των καιρών μας, την κλιματική αλλαγή, καθιστά τους όρους αντιμετώπισης δυσμενέστερους στο μέλλον. Πρόκειται για μέγιστο πρόβλημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει από τώρα, γιατί όποιο μέτρο κι αν λάβουμε προς την κατεύθυνση της ανάκαμψης, απαιτείται ο αναγκαίος χρόνος για την ανάπτυξη των συνεπειών του. Κατά μέσο όρο, τα θετικά μέτρα (κίνητρα) χρειάζονται τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους, χρόνος που απαιτείται για να μεταπηδήσουν τα παιδιά σε οικονομικά ενεργούς πολίτες. Με άλλα λόγια, η αύξηση του αριθμού των γεννήσεων επηρεάζει θετικά το σύστημα μετά από 15-20 έτη.

Το μεταναστευτικό ισοζύγιο εκτιμάται ότι θα είναι ελαφρώς θετικό. Ωστόσο, η δυναμική ενός πληθυσμού εξαρτάται κυρίως από τη φυσική του αύξηση. Όπως κατέδειξε ο Σάββας Ρομπόλης, η μετανάστευση δεν θα συμβάλλει στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος (ανασφάλιστοι, μικρός αριθμός ημερών ασφάλισης, χαμηλοί μισθοί)[3]. Στην κοινωνική ασφάλιση, η μετανάστευση εμφανίζεται συνήθως ως παράνομη. Για να έχει αποτελέσματα (ΟΗΕ), θα πρέπει να είναι πολύ υψηλή, να αφορά άτομα 15-64 ετών και να έχουμε περίπου 6 μετανάστες το χρόνο για κάθε 1000 κατοίκους. Άλλωστε, μια μαζική μετανάστευση που πιθανόν θα έλυνε το πρόβλημα, είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολα πολιτικά διαχειρίσιμη –προϋποθέτει την ενσωμάτωση.

Η επιβραδυνόμενη αύξηση του προσδόκιμου ορίου ηλικίας (αύξηση θανάτων) κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν επηρέασε τις μακροπρόθεσμες δημογραφικές τάσεις. Η χώρα μας έχασε 1,5 έτη ζωής κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 (αναλογία θανάτων, μείωση προσδοκώμενης ζωής στη γέννηση), κυρίως λόγω του υγειονομικού της συστήματος.

Συγχρόνως, στη γήρανση συντείνει και η πτώση της γονιμότητας. Η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ. Από 2,25 παιδιά ανά γυναίκα στις γενεές που γεννήθηκαν το ’30, θα έχουμε λιγότερα από 1,5 παιδιά στις εγγονές τους. Άρα, δεν επιτυγχάνεται γενεακή ανανέωση. Η ανακοπή της τάσης (σταθεροποίηση και μετά ανόρθωση) προϋποθέτει απόκτηση περισσότερων παιδιών (πολυτεκνία) κι όχι μόνο ενός.

Πρόσφατα, προστέθηκε το «brain drain» που είναι ικανό να επηρεάσει το μέγεθος του παραγωγικού πληθυσμού της χώρας και κατ’ επέκταση την κοινωνική ασφάλιση. Η μετανάστευση των νέων στο εξωτερικό στερεί το σύστημα από πόρους (λ.χ. ιατρική μετανάστευση). Η ανάκτηση των χαμένων λόγω κρίσης γενεών, το «brain gain» δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Το πρόσφατο εγχείρημα της σχετικής πλατφόρμας ανέδειξε την πολυπλοκότητα του ζητήματος της παλιννόστησης. Αν δεν είχαμε τη μεταναστευτική εκροή 2008-2021 (έφυγαν περίπου 500.000 πολίτες) ο δείκτης δημογραφικής γήρανσης θα ήταν καλύτερος κι άρα υψηλότερα τα έσοδα του θεσμού[4].

Η κοινωνική ασφάλιση «εσωτερικεύει» το δημογραφικό πρόβλημα με την έννοια ότι το κάνει δικό της. Η γήρανση έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς κι ανάμεσά τους και στην κοινωνική ασφάλιση, το μεγαλύτερο μηχανισμό αλληλεγγύης της χώρας. Η χειροτέρευση των δημογραφικών δομών γεννά μια σειρά από αρνητικά σενάρια της επόμενης ημέρας. Σημαίνει ότι ο νομοθέτης θα πρέπει να μειώσει τις παροχές ή να αυστηροποιήσει τους όρους πρόσβασης ή να βρει νέους πόρους. Το δημογραφικό επιβάλλει νέες παραμετρικές ή συστημικές μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού μας συστήματος. Το σύστημά μας βρίσκεται σ’ ένα μη ολοκληρωμένο ακόμη μεταρρυθμιστικό στάδιο, εκείνο της πλήρους μετάβασης στο ν. 4387/2016 –σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες συνταξιούχων.

Πράγματι, η δημογραφία αποτελεί δομικό παράγοντα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης. Το συνταξιοδοτικό σύστημα διαμορφώνεται μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας, όπου αλληλεπιδρούν πολλοί παράγοντες (οικονομική ανάπτυξη, απασχόληση, συνθήκες απασχόλησης) και ανάμεσά τους και η δημογραφία[5]. Η γήρανση του πληθυσμού δεν αποτελεί παρά έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις συντάξεις. Η οικονομική ανάπτυξη, η ανεργία, η απασχόληση, οι συνθήκες εργασίας αποτελούν εξίσου σημαντικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων. Η δυσμενής επίδρασή της μετατρέπεται σε βραδυφλεγή βόμβα, όταν συνδυαστεί και με την επιδείνωση κι άλλων παραγόντων.

Δεδομένης της δημογραφικής γήρανσης, για να αυξήσουμε την αναλογία των εργαζομένων προς τους συνταξιούχους απαιτείται σταθερή αύξηση της απασχόλησης[6] που θα προκύψει από την οικονομική ανάπτυξη. Πάντως, κι αυτή η (αισιόδοξη) προοπτική δεν είναι απλή, αφού η δυνατότητα συνεχούς αύξησης του αριθμού των εργαζομένων υπό καθεστώς συρρίκνωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας συναντά τα όρια της. Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα, όταν αναλογιστούμε ότι το αναπτυξιακό μοντέλο συναντά περιβαλλοντολογικά όρια.

Ειδικότερα, τα διανεμητικά συστήματα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα απέναντι στο δημογραφικό παράγοντα. Όταν η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό αυξάνει, το σύστημα δαπανά περισσότερα σε παροχές υγείας και συντάξεις[7]. Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού ενισχύει την ανάγκη για μακροχρόνια φροντίδα για ηλικιωμένους, λόγω αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Από την άλλη πλευρά, η υπογεννητικότητα οδηγεί σε μείωση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού, συρρικνώνοντας συγχρόνως τα έσοδα από εισφορές. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές του πληθυσμού, από σήμερα μέχρι 2030 οι ηλικίες θα μειωθούν περίπου κατά 400.000 χιλιάδες.

Η βιωσιμότητα των διανεμητικών συστημάτων διατρέχει σοβαρούς κινδύνους: στα συστήματα αυτά, κατά τον γνωστό δημογράφο Alfred Sauvy, «Προετοιμάζουμε τις συντάξεις μας, όχι με τις εισφορές μας αλλά με τα παιδιά μας». Η παραγωγική γενεά χρηματοδοτεί τις συντάξεις με την προσδοκία ότι θα υπάρξει και επόμενη. Τα διανεμητικά συστήματα στηρίζονται σε μια συνθήκη, στην ανανέωση του πληθυσμού. Ανέκαθεν οι νέοι/ενεργοί συντηρούσαν τους ηλικιωμένους. Μας καθοδηγεί το βιβλικό «Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου». Το διανεμητικό σύστημα στηρίζεται στο ανθρώπινο κεφάλαιο (παιδιά), ενώ το κεφαλαιοποιητικό στο κλασικό κεφάλαιο.

Σύμφωνα με πρόσφατη αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής (National Actuarial Authority, Greek Pension System Fiche. Ageing Projections Exercise, Dec. 2023) μέχρι το 2070 το σύστημα μας παραμένει βιώσιμο. Η συνταξιοδοτική δαπάνη από 14,55% του ΑΕΠ το 2022 θα πέσει στο 12,0% το 2070 κυρίως λόγω της μεταρρύθμισης του 2016 (σελ. 26 και 28). Είμαστε κατά κάποιο τρόπο «τυχεροί» που τα Μνημόνια μας προετοίμασαν με άλλη αφορμή (δημόσιο χρέος) για το δημογραφικό πρόβλημα. Κατέστησαν το σύστημα πιο ανθεκτικό θυσιάζοντας βέβαια το επίπεδο των συντάξεων. Ακόμη και μετά από πολλαπλές περικοπές το προηγούμενο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων ήταν πιο ευνοϊκό. Όσο «ωριμάζει» το σύστημα, τόσο θα εξοικονομεί πόρους. Ο καθησυχασμός έπληξε άλλα κράτη (λ.χ. τη Γαλλία) που αναγκάζονται να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις.

Ένα συρρικνωμένο, αλλά και γερασμένο, παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού καλείται να χρηματοδοτήσει, του λοιπού, ένα όλο και αυξανόμενο ποσοστό συνταξιούχων. Παρόλα αυτά, δεν χρειάζεται να προσφύγουμε σε καμιά δραματοποίηση του προβλήματος. Για την ακρίβεια, ενδιαφέρει ο λόγος συνταξιούχων προς εργαζομένους. Η αναλογία αυτή είναι εκείνη που επηρεάζει αναλογιστικά τα συνταξιοδοτικά (διανεμητικά) συστήματα. Ειδικότερα, ο λόγος των συνταξιούχων προς τους εργαζόμενους που εγγυάται τη βιωσιμότητα του συστήματος, είναι 1 συνταξιούχος προς 4 εργαζόμενους. Οποιαδήποτε άλλη αναλογία προς τα κάτω κρούει τον κώδωνα κινδύνου. Η σχέση συνταξιούχων/ασφαλισμένων από 1:3,58 το 1974 επιδεινώθηκε σε 1:2,15 το 1999, για να διολισθήσει στις ημέρες μας στο 1:1,5. Το μοιραίο όριο 4:1 δεν μπορεί να «χρεωθεί» μόνος στις δημογραφικές εξελίξεις, αλλά και στην ανασφάλιστη εργασία.

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν απολαμβάνει ασυλίας απέναντι στο δημογραφικό παράγοντα –το ΤΕΚΑ θα αντιπροσωπεύει το 0,2% του ΑΕΠ το 2070 (αναφέρεται ως private individual mandatory pensions). Αδίκως το ΙΟΒΕ (ό.π., σελ. 142) προτείνει για την καλύτερη προσαρμογή του συνταξιοδοτικού συστήματος στις δημογραφικές εξελίξεις την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού άξονα. Παραβλέπει (ηθελημένα) τους κινδύνους που έχουν επισημανθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία. Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα δεν είναι ανοσοποιημένα απέναντι στο δημογραφικό κίνδυνο. Παρά την καλλιέργεια αντίθετων εντυπώσεων, δεν μένουν ανεπηρέαστα από το δημογραφικό παράγοντα. Ίσως λιγότερο, ωστόσο, δέχονται κι αυτά τους δημογραφικούς κλυδωνισμούς. Στα συστήματα αυτά κάθε γενεά συγκεντρώνει πόρους για τη δική της σύνταξη. Κάθε ασφαλισμένος κατά τον ασφαλιστικό του βίο «κτίζει» τη σύνταξη-αποταμίευση. Η καθορισμένων εισφορών σύνταξη αντιπροσωπεύει αυτό που μπορούν να καλύψουν ακριβώς οι εισφορές του. Το σύστημα δεν εξαρτάται από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά από την απόδοση των επενδύσεων.

Η κεφαλαιοποίηση επηρεάζεται με έμμεσο και πιο αθέατο τρόπο από το δημογραφικό παράγοντα (στα PAYG systems το πρόβλημα είναι πιο ορατό). Κατά τους Barr-Diamond, η μείωση του εργατικού δυναμικού οδηγεί σε πτώση της παραγωγής και μαζί με αυτήν σε πτώση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Οι Ρομπόλης-Μπέτσης επισημαίνουν ότι η γήρανση του πληθυσμού επηρεάζει σημαντικά την απόδοση των επενδύσεων στις χρηματαγορές. Όσο πιο ώριμο πληθυσμό έχουμε, τόσο μεγαλύτερη κατανομή των επενδύσεων σε χαμηλού κινδύνου (επίδοσης) συναντάμε, αφού η επενδυτική στρατηγική αλλάζει με την εγγύτητα στη σύνταξη. Κατά τον Palier[8], αν κατά τη στιγμή της μαζικής ρευστοποίησης της περιουσίας των Ταμείων, για τη χρηματοδότηση των συντάξεων της γενεάς που εξέρχεται από την αγορά εργασίας λόγω συνταξιοδότησης, οι εργαζόμενοι και γενικά οι οικονομικώς ενεργοί που θα μπορούσαν να αγοράσουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, είναι λιγότεροι, τότε η αξία του κεφαλαίου θα εμφανιστεί μειωμένη κι επομένως οι συντάξεις χαμηλότερες.

Το διανεμητικό σύστημα πλοηγείται αυτόματα με βάση το προσδόκιμο όριο ζωής (ανακαθορισμός των ορίων συνταξιοδότησης[9]). Τα νέα δημογραφικά δεδομένα μοιραία μας θέτουν ενώπιον του προβλήματος του ορίου εξόδου από το επάγγελμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τάσσεται υπέρ της ενοχοποίησης της δημογραφικής γήρανσης, καθώς και υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας στο 67ο και μετά στο 70ο. Στο πλαίσιο μιας φιλικής προς τη δημοσιονομική εξυγίανση πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέστησε τη σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής[10]. Πρόσφατα, η ΕΕ βλέπει ως απάντηση στο δημογραφικό το ενδεχόμενο της αύξησης του ορίου ηλικίας –οδεύουμε προς τα 70–, καθώς και της μείωσης του ποσοστού αναπλήρωσης των συντάξεων.

Πρόκειται, ωστόσο, για μια μεγάλη αυταπάτη. Αυτό που θα επιτύχει η εν λόγω πολιτική, θα είναι να αυξήσει την ανεργία και τα προβλήματα υγείας των ηλικιωμένων. Η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αφού έχει σοβαρές επιπτώσεις σε άλλους τομείς. Ο ορισμός του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης είναι μια πολιτική επιλογή που ενσωματώνει τη διαχείριση της απασχόλησης και τη δυνατότητα της κοινωνίας να προσφέρει ή όχι στα μέλη της το ένα τρίτο της ζωής τους με ανάπαυση και ελεύθερο χρόνο.

Απαιτείται ενθάρρυνση της γεννητικότητας μέσω πραγματικών κινήτρων (βλ. προτάσεις ΟΚΕ, Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, 2024). Το κίνητρο για να είναι αποτελεσματικό θα πρέπει να υπερβαίνει τη μερική κάλυψη του κόστους του παιδιού. Η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να ασκήσει ευνοϊκή επίδραση στις δημογραφικές δομές μιας χώρας. Ένα ικανοποιητικό καθεστώς συντάξεων ευνοεί τη μακροζωία του πληθυσμού, ενώ η καθολική και δημόσια κάλυψη ασθένειας συμβάλλει στη διατήρηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, καθώς και της υγείας γενικά του πληθυσμού[11]. Από την άλλη, τα οικογενειακά επιδόματα επηρεάζουν θετικά την αναπαραγωγική συμπεριφορά ενός ατόμου[12], αφού επιτρέπουν στην οικογένεια που αποκτά παιδιά, να διατηρήσει, σ’ ένα βαθμό, αμείωτο το επίπεδο διαβίωσής της.

Ένα μέτρο που θα απέδιδε τη λογική των διανεμητικών συστημάτων, θα ήταν η αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, χωρίς εξαγορά, για κάθε παιδί (πέντε χρόνια ασφάλισης για την απόκτηση κάθε παιδιού). Ακόμη, ολόκληρος ο χρόνος (κι όχι μικρό μέρος αυτών) των γονικών αδειών να αποτελεί χρόνο ασφάλισης και οι αναλογούσες εισφορές να καταβάλλονται από το κράτος. Τέλος, ενάντια στον κυρίαρχο λόγο, θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε τη θέση ότι για να μη μετατραπεί το δημογραφικό ζήτημα σε απειλή για μια συθέμελη ανατροπή της κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως πρόκληση. Και συγκεκριμένα αποτελεί πρόκληση ως προς τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Λ.χ. τα γηρατειά έχουν μια νομική, μια κοινωνιολογική και μια ψυχολογική πρόσληψη. Για να επιλυθεί το δημογραφικό, απαιτείται αλλαγή των όρων συζήτησης και δράσης[13]. Έτσι, στο νέο αυτό σκηνικό, στο διανοητικό «ξεβόλεμα» μας, μπορούμε να χαράξουμε τη νέα φυσιογνωμία της «εργασίας», τα νέα σύνορα ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στην κατάργηση των σινικών τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή ζωή από τη μη ενεργή. Να αναδείξουμε τη δυναμική της τρίτης ηλικίας και να βρούμε νέους όρους για την τέταρτη. Γενικά, απαιτείται αποδέσμευση από τους παλαιούς όρους συζήτησης.

[1] Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι η ανωτέρω τάση έχει εμπεδωθεί με την έννοια ότι δεν φαίνεται να είναι αναστρέψιμη για τις επόμενες δεκαετίες (ΙΟΒΕ, Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής, 2022, σελ. 20).

[2] Ιδιαίτερη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού από 6,8 εκατ. 2010 σε 4,7 εκατ. το 2050 και 4 εκατ. το 2100.

[3] Βλ. Σ. Ρομπόλης, Η μετανάστευση από και προς την Ελλάδα, 2007, σελ. 88.

[4] Βλ. Κυρμανίδης/Μπάγκαβος, Το φαινόμενο του ελληνικού brain drain. Μια προσπάθεια αποτύπωσης των επιπτώσεών του στο συνταξιοδοτικό σύστημα, ΔτΚΑ 1/2024, σελ. 183 επ.

[5] Βλ. Β. Μπέτση, Δημογραφία, κοινωνική ασφάλιση, χρηματοοικονομικός-ασφαλιστικός κίνδυνος: παρούσες και μελλοντικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Η περίπτωση της Ελλάδας, Διατριβή, Νοέμβριος 2020. Η κοινωνική ασφάλιση επηρεάζεται άμεσα από τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού της χώρας. Πράγματι, η γνώση των δημογραφικών προβολών είναι αποφασιστική για τις αναλογιστικές εκτιμήσεις και για τη βιωσιμότητα του συστήματος.

[6] Βλ. C. Bagavos/A. Tragaki, Demographic ageing in the EU and the impact on labour-employment prospects and pensions, Social Cohesion and Development 2011, σελ. 89-101.

[7] Βλ. Σ. Ρομπόλη/Β. Μπέτση, Η οδύσσεια του ασφαλιστικού, Αθήνα, 2016, σελ. 131 επ.

[8] Βλ. B. Palier, La réformes des retraites, 2003.

[9] Σύμφωνα με το άρθρο 11, παρ. 3 ν. 3863/10, «Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος νόμου και σε καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται κατά τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της, λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020. Από 1.1.2024 τα ανωτέρω όρια ανακαθορίζονται ανά τριετία

[10] Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λευκή βίβλος. Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις, COM (2012) 55 final.

[11]Βλ. V. Rys, Reinventing social security worldwide, 2010, σελ. 78.

[12] Βλ. Α. Στεργίου, Οικογενειακά επιδόματα, Θεσσαλονίκη, 1996.

[13] Ο Βύρων Κοτζαμάνης (ΔτΚΑ 1/2020) υποστηρίζει ορθώς ότι χρειάζεται μια υπέρβαση, μια νέα επινόηση της γήρανσης, μια αναδόμηση των θεσμών. Αλλαγή νοοτροπιών, αναθεώρηση της οπτικής γωνίας θεώρησης και σύλληψης του «προβλήματος».

*Άγγελος Στεργίου, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: syntagmawatch.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ