Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής: Αυτοδίκαιη αργία και στέρηση αποδοχών Κληρικών λόγω ποινικής δίωξης;

Νομοκανονικοί προβληματισμοί για το άρθρο 347, παρ. 14–16 του Νόμου 4957/2022

NEWSROOM
Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής: Αυτοδίκαιη αργία και στέρηση αποδοχών Κληρικών λόγω ποινικής δίωξης;

Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση γύρω από την εφαρμογή των παραγράφων 14–16 του άρθρου 347 του Ν.4957/2022 ανέδειξε ένα ζήτημα εξαιρετικής θεσμικής βαρύτητας. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την αυτόματη αναστολή μισθοδοσίας και την υποχρεωτική θέση σε αργία των Κληρικών αμέσως μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος τους, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, χωρίς στάθμιση αναλογικότητας και χωρίς εγγυημένη αναστρεψιμότητα.

Είναι αυτονόητο ότι η Πολιτεία και η Εκκλησία έχουν καθήκον να διασφαλίζουν το κύρος του ιερατικού λειτουργήματος και την εμπιστοσύνη του εκκλησιαστικού σώματος. Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα εις βάρος θεμελιωδών συνταγματικών αρχών όπως το τεκμήριο αθωότητας, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα ακρόασης και η αρχή της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης.

Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν απαντά σε κανένα άλλο πεδίο της δημόσιας διοίκησης. Σε κανέναν άλλο εργαζόμενο ή λειτουργό που μισθοδοτείται από το Δημόσιο δεν επιβάλλεται αντίστοιχο μέτρο αυτοδίκαιης αργίας και περικοπής μισθοδοσίας λόγω απλής άσκησης ποινικής δίωξης. Η επιλογή αυτή καθίσταται συνεπώς επαχθής και, κατά την άποψη πολλών θεωρητικών του δικαίου, θέτει ζητήματα άνισης μεταχείρισης και προσβολής της συνταγματικής αρχής της ισότητας.

Υπό το φως των παραπάνω, η συνταγματική αντοχή της διάταξης εμφανίζεται εξαιρετικά εύθραυστη και η προοπτική δικαστικής ακύρωσής της σε περίπτωση προσφυγής κρίνεται ιδιαιτέρως πιθανή. Το ζήτημα δεν είναι στενά τεχνικό ή διαδικαστικό αλλά αφορά την ισορροπία Εκκλησίας και Πολιτείας, τον σεβασμό του κράτους δικαίου και την ποιότητα της θεσμικής μας λειτουργίας.

Η προστασία του κύρους του Κλήρου επιτυγχάνεται με διαφάνεια, δίκαιες εγγυήσεις, κανονική ευταξία και προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα. Κάθε απόκλιση από τις αρχές αυτές δεν ενισχύει αλλά αποδυναμώνει τον θεσμικό σεβασμό προς την Εκκλησία και το λειτούργημά της.

Ο Νόμος 4957/2022 («Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των Α.Ε.Ι. με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις», ΦΕΚ Α΄ 141/21.07.2022) περιλαμβάνει στο άρθρο 347 ρυθμίσεις που αφορούν το υπηρεσιακό και πειθαρχικό καθεστώς των Κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παράγραφοι 14, 15 και 16, που ρυθμίζουν διαδοχικά:

– την αναστολή μισθοδοσίας,

– την επιστροφή των αποδοχών μετά από απαλλαγή ή αθώωση, και

– την υποχρεωτική θέση σε αργία κατόπιν ποινικής δίωξης.

Το κείμενο του νόμου

14. Οι κληρικοί των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακούργημα ή για τα ακόλουθα αδικήματα, λαμβάνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών τους με πράξη του εκκαθαριστή αποδοχών:

α) κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμηση, οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού, τα αδικήματα του ν. 3500/2006 (Α’ 232) για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, αρπαγή ανηλίκων, παράνομη κατακράτηση, παράνομη βία, αυτοδικία, απειλή, διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων,

β) βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς, διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας, διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων, απείθεια, στάση, αντιποίηση, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση φύλαξης της αρχής,

γ) διέγερση σε ανυπακοή, διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, πρόσκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις – τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, διατάραξη κοινής ειρήνης, απειλή διάπραξης εγκλημάτων, διασπορά ψευδών ειδήσεων, προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας,

δ) τα αδικήματα του ν. 927/1979 (Α’ 139),

ε) προσηλυτισμό του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938 (Α’ 305),

στ) τα αδικήματα του ν. 4139/2013 (Α’ 74).

Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης εκκινεί αμελλητί η διαδικασία παραπομπής των κληρικών στα αρμόδια εκκλησιαστικά δικαστήρια και μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τελεί σε αναστολή η εγγραφή τους στο μητρώο θρησκευτικών λειτουργών του άρθρου 14 του ν. 4301/2014 (Α’ 223) σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του ν. 4559/2018 (Α’ 142).

Στους κληρικούς των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον απαλλαγούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, τους αποδίδεται το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών τους εντόκως, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 (Α’ 65), για τις οφειλές του Δημοσίου, κατόπιν σχετικής αίτησής τους στον οικείο εκκαθαριστή αποδοχών. Ο τόκος οφείλεται από την έκδοση της σχετικής πράξης περικοπής της μισθοδοσίας κατ’ εφαρμογή της παρ. 14 μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Στους κληρικούς των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παρ. 14, διακόπτεται η μισθοδοσία τους και εκδίδεται διαπιστωτική πράξη κένωσης της οργανικής θέσης που κατέχουν

Α. Η έννομη φύση του λειτουργήματός του κληρικού 

Ο Κληρικός, μολονότι μισθοδοτείται από το Δημόσιο, δεν αποτελεί δημόσιο λειτουργό ούτε δημόσιο υπάλληλο, αλλά θρησκευτικό λειτουργό, ο οποίος τελεί σε οργανική και πνευματική σχέση με την Εκκλησία- και διά της Εκκλησίας συνδέεται υπηρεσιακά με το Κράτος. Το έργο του είναι εκκλησιαστικό, ασκείται στο πλαίσιο της αποστολής της Εκκλησίας και δεν εξυπηρετεί τη βούληση ή τη διοικητική λειτουργία της Πολιτείας.

Η Εκκλησία, ως θεσμός κατοχυρωμένος στο άρθρο 3 του Συντάγματος, διαθέτει διοικητική και πνευματική αυτοτέλεια, ενώ η Πολιτεία οφείλει να σέβεται τα όρια της εσωτερικής της αυτοδιοίκησης.

Κατά συνέπεια, κάθε κρατική ρύθμιση που αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση ή την πειθαρχική μεταχείριση των Κληρικών πρέπει να κινείται εντός των συνταγματικών ορίων σεβασμού της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των λειτουργών της Εκκλησίας και του Δικαίου της Εκκλησίας.

Β. Οι διατάξεις 14–15: διοικητικό και οικονομικό μέτρο

Οι παράγραφοι 14 και 15 του άρθρου 347 Ν. 4957/2022 θεσπίζουν ρυθμίσεις που εντάσσονται στο πεδίο του διοικητικού δικαίου, καθόσον αφορούν την αναστολή της μισθοδοσίας των Κληρικών κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από τη στιγμή της άσκησης ποινικής δίωξης(!), με πρόβλεψη πλήρους αποκατάστασης σε περίπτωση απαλλαγής ή αθώωσης με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

Η κανονιστική αυτή επιλογή δημιουργεί ένα δίπολο νομικής ερμηνείας, το οποίο είναι κρίσιμο για την αξιολόγηση της συνταγματικότητάς της. Εάν το μέτρο εκληφθεί ως ποινική κύρωση, τότε παραβιάζει ευθέως το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 §2 ΕΣΔΑ και άρθρο 7 Σ) και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ). Μια τέτοια προσέγγιση θα μετέτρεπε την ίδια την άσκηση ποινικής δίωξης —πράξη δηλαδή κατ’ αρχήν μη ενοχοποιητική— σε αφετηρία δυσμενούς έννομης συνέπειας, χωρίς προηγούμενη δικαστική κρίση περί ενοχής.

Εάν, αντιθέτως, η διάταξη θεωρηθεί ότι εισάγει προληπτικό μέτρο, αποβλέπον στο να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της Εκκλησιαστικής Διοίκησης και την προστασία του κύρους του κληρικού λειτουργήματος, τότε δύναται να γίνει δεκτό ότι κινείται εντός των ορίων του Συντάγματος, υπό μία όμως αναγκαία προϋπόθεση: ότι πληρούνται συγκεκριμένες θεσμικές εγγυήσεις νομιμότητας.

Το προληπτικό μέτρο είναι συνταγματικά ανεκτό μόνον εφόσον:

  • έχει αποκλειστικά προσωρινό χαρακτήρα
  • επιβάλλεται με αναλογική ένταση και εξατομικευμένη στάθμιση
  • παραμένει αναστρέψιμο σε περίπτωση αθώωσης
  • συνοδεύεται από επαρκή και αιτιολογημένη κρίση περί της αναγκαιότητάς του, και
  • τηρείται η διαδικαστική εγγύηση της προηγούμενης ακρόασης και της δυνατότητας προσφυγής.

Η απουσία των προϋποθέσεων αυτών μεταβάλλει το μέτρο από θεσμικό μέσο πρόληψης σε υποκατάστατο κύρωσης, καθιστώντας τη ρύθμιση αντισυνταγματική και αντίθετη προς την αρχή του κράτους δικαίου.

Επομένως, η συνταγματική νομιμότητα των παραγράφων 14 και 15 εξαρτάται όχι από τη διακηρυγμένη πρόθεση του νομοθέτη, αλλά από την πραγματική λειτουργία και εφαρμογή του μέτρου: εάν δηλαδή λειτουργεί ως προληπτική θεσμική εγγύηση υπέρ του κύρους του εκκλησιαστικού θεσμού ή ως προκαταβολική ποινή που θίγει τον Κληρικό πριν από τη δικαστική κρίση.

Μόνον υπό το πρώτο σχήμα μπορεί να γίνει λόγος για συνταγματικά ανεκτή ρύθμιση, εφόσον βέβαια θεσμοθετηθούν ρητά οι παραπάνω εγγυήσεις, ώστε να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενο δυσανάλογης ή αυθαίρετης εφαρμογής.

Β.1 Οι συνταγματικές προϋποθέσεις προληπτικού μέτρου

Η συνταγματική ανεκτικότητα ενός προληπτικού διοικητικού μέτρου προϋποθέτει τη συνδρομή συγκεκριμένων και αντικειμενικά ελέγξιμων όρων, που αποτρέπουν την υποκατάσταση της πρόληψης από την κύρωση. Οι όροι αυτοί αποτελούν θεσμικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου και κριτήρια ερμηνείας της αρχής της αναλογικότητας και του τεκμηρίου αθωότητας.

  1. Προσωρινός χαρακτήρας

Η πρώτη και θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η προσωρινότητα του μέτρου. Ο προσωρινός χαρακτήρας διασφαλίζει ότι η επέμβαση δεν υποκαθιστά ποινική ή πειθαρχική κύρωση, αλλά εξαντλείται στην αποτροπή άμεσου κινδύνου για τη λειτουργία του θεσμού ή για το κύρος του λειτουργήματος.

Η διάρκεια του μέτρου πρέπει να είναι σαφώς περιορισμένη, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αιτία που το δικαιολογεί και να λήγει αυτοδικαίως με την έκδοση απαλλακτικής ή αθωωτικής απόφασης.

Η παράταση ή η διατήρησή του χωρίς επικαιροποιημένη, ειδική και αιτιολογημένη κρίση αντιβαίνει στο τεκμήριο αθωότητας και καθιστά την ρύθμιση κυρωτικού χαρακτήρα.

Η αρχή της προσωρινότητας επιβάλλει, επομένως, περιοδικό έλεγχο της αναγκαιότητας διατήρησης του μέτρου και απαγορεύει την «παγίωσή» του σε μορφή οιονεί πειθαρχικής ποινής.

  1. Αναλογική ένταση

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την αναλογικότητα της έντασης του μέτρου.

Η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ) λειτουργεί ως κεντρικό κριτήριο θεσμικής ισορροπίας: το μέτρο πρέπει να είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού, αναγκαίο ως προς την έντασή του και ηπιότερο δυνατό μεταξύ των διαθέσιμων εναλλακτικών.

Η αναλογική στάθμιση απαιτεί να συνεκτιμώνται:

  • η βαρύτητα και φύση του αδικήματος,
  • η συνάφεια του αποδιδόμενου αδικήματος με τα εκκλησιαστικά καθήκοντα,
  • ο κίνδυνος σκανδαλισμού ή διασυρμού της Εκκλησίας, και
  • οι προσωπικές και οικογενειακές συνέπειες για τον Κληρικό.

Η διπλή επέμβαση, ήτοι η ταυτόχρονη αναστολή της μισθοδοσίας και η θέση σε αργία, χωρίς ρητή εξατομίκευση της αναγκαιότητας, υπερβαίνει τα όρια της αναλογικότητας και υπονομεύει τον προληπτικό χαρακτήρα της διάταξης.

Ο έλεγχος της αναλογικότητας οφείλει να είναι εξατομικευμένος και αιτιολογημένος, ώστε να προκύπτει ρητώς ότι η επέμβαση περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για την προστασία του θεσμού.

  1. Αναστρεψιμότητα

Η αναστρεψιμότητα αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση νομιμότητας ενός προσωρινού μέτρου.

Η αναστρεψιμότητα κατοχυρώνει την αρχή της restitutio in integrum, ήτοι της πλήρους επαναφοράς του διοικούμενου στην προτέρα έννομη κατάσταση, εφόσον αποδειχθεί η αθωότητά του.

Δεν αρκεί η απλή οικονομική αποκατάσταση —όπως προβλέπει η παράγραφος 15— αλλά απαιτείται και λειτουργική αποκατάσταση του Κληρικού στο σύνολο των ποιμαντικών του καθηκόντων.

Το μέτρο πρέπει να ανακαλείται αυτοδικαίως με την αμετάκλητη αθώωση, χωρίς να απαιτείται νέα διοικητική κρίση.

Η καθυστέρηση ή άρνηση επαναφοράς θα συνιστούσε συνεχιζόμενη διοικητική προσβολή και θα αναιρούσε τον προληπτικό του χαρακτήρα, μετατρέποντάς το σε πειθαρχικό μέτρο εξόφθαλμα αντίθετο στο άρθρο 7 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 §2 ΕΣΔΑ.

  1. Αιτιολογημένη επαρκώς και αναλογική εφαρμογή

Η επιβολή προληπτικού μέτρου πρέπει να στηρίζεται σε ειδική, εξατομικευμένη και επαρκή αιτιολογία.

Η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι γενική ή τυποποιημένη, αλλά οφείλει να τεκμηριώνει την πραγματική αναγκαιότητα του μέτρου και τη σχέση αιτίας–σκοπού.

Οφείλει, δηλαδή, να εξηγεί γιατί το συγκεκριμένο μέτρο (και όχι ηπιότερο) είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη του κύρους του εκκλησιαστικού λειτουργήματος και ποιον συγκεκριμένο κίνδυνο αποτρέπει.

Η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά την πράξη παράνομη και ακυρωτέα, διότι στερείται των στοιχείων της διοικητικής διαφάνειας και του δικαστικού ελέγχου.

Ειδικότερα, στην περίπτωση των Κληρικών, η απλή αναφορά ότι «ασκήθηκε ποινική δίωξη» δεν επαρκεί. Απαιτείται συσχέτιση του αποδιδόμενου αδικήματος με την ποιμαντική αποστολή και τεκμηρίωση της επίπτωσης στο κύρος του εκκλησιαστικού λειτουργήματος.

  1. Δικαίωμα ακρόασης και προσφυγής

Το άρθρο 20 §2 του Συντάγματος κατοχυρώνει, ως άμεση έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου  πριν από την έκδοση οποιασδήποτε ατομικής διοικητικής πράξης που παράγει δυσμενή αποτελέσματα εις βάρος του. Πρόκειται για θεμελιώδη εγγύηση συμμετοχής του διοικούμενου στη διοικητική διαδικασία, η οποία διασφαλίζει ότι η διοίκηση δεν ενεργεί μονομερώς, αλλά με σεβασμό στην προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και την έννομη θέση του προσώπου που αφορά η πράξη.

Η συνταγματική αυτή επιταγή έχει καθολική εφαρμογή, καταλαμβάνοντας κάθε διοικητικό μέτρο που μεταβάλλει ουσιωδώς την υπηρεσιακή, οικονομική ή κοινωνική κατάσταση του ενδιαφερομένου. Συνεπώς, καταλαμβάνει και τα προληπτικά διοικητικά μέτρα, ακόμη και όταν έχουν προσωρινό χαρακτήρα, εφόσον παράγουν ουσιώδη δυσμενή αποτελέσματα. Η ακρόαση λειτουργεί ως αναγκαίος μηχανισμός θεσμικής εξισορρόπησης της διοικητικής εξουσίας, παρέχοντας στον ενδιαφερόμενο την ευχέρεια να εκθέσει πραγματικά περιστατικά, να αντικρούσει επιβαρυντικά δεδομένα και να συμβάλει στη διαμόρφωση ορθής και αιτιολογημένης κρίσης από τη διοίκηση.

Η παράλειψη της προηγούμενης ακρόασης επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις επείγοντος, όταν η άμεση λήψη του μέτρου υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και η αναβολή θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη βλάβη. Ακόμη και σε αυτή τη στενή εξαίρεση, η ακρόαση επιβάλλεται να παρασχεθεί εκ των υστέρων και εντός ευλόγου χρόνου, προκειμένου να αποκατασταθεί η αναγκαία διαδικαστική ισορροπία και να διασφαλισθεί η νομιμότητα της πράξης. Η εξαίρεση, επομένως, λειτουργεί ως περιορισμένη παρέκκλιση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της προηγούμενης ακρόασης.

Η ακρόαση δεν αποτελεί τυπική διαδικαστική τυπολατρία, αλλά ουσιαστική συνταγματική εγγύηση. Η έλλειψή της καθιστά την πράξη πλημμελή, καθώς στερεί τον ενδιαφερόμενο από το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία που τον αφορά και μεταβάλλει τη διοικητική ενέργεια σε μονομερή καταλογιστική επιβολή χωρίς τη στοιχειώδη δυνατότητα υπεράσπισης. Πραγματική ακρόαση σημαίνει πρόσβαση στα κρίσιμα στοιχεία, πραγματική δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων και συνεκτίμηση αυτών στην τελική απόφαση.

Ειδικότερα ως προς το άρθρο 347 Ν. 4957/2022, η επιβολή μέτρων όπως η περικοπή μισθοδοσίας κατά 50% ή η θέση σε μερική ή πλήρη αργία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μέτρο ήσσονος σημασίας. Αντιθέτως, επιφέρει ουσιώδη επέμβαση στο δικαίωμα εργασίας (άρθρο 22 §1 Σ), στην αξιοπρεπή διαβίωση (άρθρο 2 §1 Σ) και στην εκκλησιαστική και λειτουργική υπόσταση του Κληρικού, γεννώντας ουσιαστικά δυσμενείς κοινωνικές και ποιμαντικές συνέπειες. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προηγούμενη ακρόαση συνιστά αναγκαία συνταγματική προϋπόθεση για την επιβολή οποιασδήποτε από τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις.

Η παράλειψη ακρόασης σε τέτοιο μέτρο αναιρεί τον προληπτικό χαρακτήρα του και το μετατρέπει, αφανώς αλλά ουσιωδώς, σε κύρωση χωρίς προηγούμενη κρίση υπαιτιότητας, γεγονός αντίθετο στις θεμελιώδεις αρχές της αναλογικότητας, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της χρηστής διοίκησης.

Κατά συνέπεια, η τήρηση της διαδικασίας ακρόασης δεν αποτελεί απλώς εξωτερικό όρο νομιμότητας, αλλά ουσιώδες θεσμικό προαπαιτούμενο της διοικητικής δράσης, ιδίως όταν αυτή αφορά τον Κληρικό, ο οποίος, αν και υπηρετεί σε ειδικό εκκλησιαστικό status, παραμένει πλήρης φορέας των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του

  1. Παρατήρηση επί της υφιστάμενης ρύθμισης

Ο νόμος, όπως ισχύει, δεν περιέχει ρητές, εξειδικευμένες και σταθμισμένες προβλέψεις που να διασφαλίζουν τις ανωτέρω εγγυήσεις.

Δεν καθορίζει χρονικό όριο ή μηχανισμό επανεξέτασης του μέτρου, δεν προβλέπει διαδικασία ακρόασης, δεν εισάγει ιεραρχική στάθμιση της έντασης του μέτρου, ούτε κατοχυρώνει την πλήρη διοικητική και λειτουργική αναστρεψιμότητα.

Η απουσία αυτών των εγγυήσεων καθιστά τη ρύθμιση ευάλωτη σε συνταγματικό έλεγχο, καθώς επιτρέπει αυθαίρετες ή δυσανάλογες επεμβάσεις στην υπηρεσιακή, οικονομική και ποιμαντική κατάσταση του Κληρικού.

Η διάταξη, αν και προληπτικής πρόθεσης, χρειάζεται σαφή νομοτεχνική βελτίωση και θεσμική εξειδίκευση, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές της συνταγματικής νομιμότητας και να λειτουργεί πράγματι ως θεσμική εγγύηση και όχι ως προκαταβολική κύρωση.

Γ. Η παράγραφος 16: εκκλησιαστικό και κανονικό αποτέλεσμα

Η παράγραφος 16 του άρθρου 347 Ν. 4957/2022 εισάγει ρύθμιση που υπερβαίνει τα όρια ακόμα και του δημοσιοϋπαλληλικού ή διοικητικού δικαίου και εισέρχεται στον πυρήνα της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Σ και άρθρο 9 ΕΣΔΑ) και της εκκλησιαστικής λειτουργίας.

Η υποχρέωση του οικείου Μητροπολίτη να θέσει σε μερική ή ολική αργία τον Κληρικό κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη, συνεπάγεται την αναστολή της άσκησης των ιερατικών καθηκόντων και, κατ’ ουσίαν, την προσωρινή απομάκρυνση του Λειτουργού από τη Θεία Λειτουργία και τα μυστήρια της Εκκλησίας.

Πρόκειται για μέτρο που άπτεται του κανονικού πεδίου, το οποίο, κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με σύνθετο νομικό  καθεστώς και εσωτερική κανονική  αυτοδιοίκηση.

Η κρατική εξουσία, στο πλαίσιο των συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν δύναται να υπεισέρχεται στον πυρήνα της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας, ούτε να επιβάλλει αναγκαία  μέτρα που επηρεάζουν την τέλεση της θείας λατρείας ή τη λειτουργική υπόσταση του Κληρικού.

Η θέση σε αργία αποτελεί εκκλησιαστικό–κανονικό μέτρο, που αποσκοπεί στη διαφύλαξη του κύρους του λειτουργήματος και στη διατήρηση της πνευματικής ευταξίας του εκκλησιαστικού σώματος.

Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του δεν μπορεί να απονέμεται αυτομάτως από κρατικό κανόνα δικαίου, αλλά οφείλει να ερείδεται σε κανονική δικαιοδοτική κρίση του αρμοδίου εκκλησιαστικού οργάνου, με σεβασμό στην εσωτερική κανονική τάξη και τις διαδικασίες που αυτή προβλέπει.

Η ρύθμιση, υπό τη σημερινή της μορφή, δημιουργεί σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, καθώς εμφανίζει την κρατική διάταξη να υπαγορεύει στον Μητροπολίτη υποχρεωτική ενέργεια σε αμιγώς  εκκλησιαστικό πεδίο.

Μια τέτοια πρόβλεψη, αν ερμηνευθεί γραμματικά και όχι συστηματικά, μπορεί να οδηγήσει σε αντισυνταγματική επέμβαση στο δικαίωμα εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης, κατά παράβαση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η θεσμικά ορθή προσέγγιση είναι να θεωρηθεί η παράγραφος 16 ως πλαίσιο εξουσιοδότησης, που επιτρέπει —αλλά δεν επιβάλλει— στον οικείο Αρχιερέα να λάβει προληπτικά μέτρα, κατόπιν ιδίας κανονικής κρίσης και εντός των ορίων της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας.

Κάθε κρατική επιβολή υποχρεωτικής αργίας, χωρίς εκκλησιαστική κρίση, θα αναιρούσε τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα της Ιερωσύνης, η οποία δεν αποτελεί απλώς επάγγελμα ή θέση δημοσίου λειτουργού, αλλά λειτούργημα θεσμικά ιδιότυπο.

Η θεσμική εγγύηση της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης δεν συνιστά μόνο κανονική  αρχή, αλλά και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα αυτορρύθμισης του εκκλησιαστικού σώματος έναντι της κρατικής εξουσίας.

Κατά συνέπεια, κάθε ρύθμιση που εισέρχεται στην ουσία της εκκλησιαστικής ύπαρξης και των ιερατικών καθηκόντων οφείλει να στηρίζεται σε ειδική, αιτιολογημένη και αναλογική κρίση περί θεσμικής ανάγκης, να περιορίζεται αυστηρά στον σκοπό της προληπτικής προστασίας και να εφαρμόζεται με σεβασμό στη διάκριση των πεδίων ευθύνης Εκκλησίας και Πολιτείας.

Μόνο υπό αυτή την ερμηνευτική και θεσμική προϋπόθεση, η διάταξη της παραγράφου 16 μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σύμφωνη προς την εκκλησιαστική τάξη, υπηρετώντας όχι την κρατική εποπτεία επί του Κλήρου, αλλά το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο της θεσμικής συνύπαρξης των δύο οργάνων της έννομης τάξης.

Ε. Συνολική αποτίμηση

Οι παράγραφοι 14–16 του άρθρου 347 Ν. 4957/2022 συνιστούν ένα τριμερές σύστημα μέτρων (οικονομικό, διοικητικό, εκκλησιαστικό) που κινείται στα όρια της συνταγματικής ανεκτικότητας.

Αν θεωρηθούν ποινικές κυρώσεις, είναι αντισυνταγματικές.

Αν θεωρηθούν προληπτικά μέτρα, είναι συνταγματικά ανεκτές μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις νομιμότητας, αναλογικότητας και σεβασμού της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης.

ΣΤ. Ανάγκη θεσμικής αναθεώρησης και νομοτεχνικής βελτίωσης

Ο νομοθέτης επιδιώκει, δικαιολογημένα, να διασφαλίσει το κύρος του ιερατικού λειτουργήματος και την εμπιστοσύνη του εκκλησιαστικού και κοινωνικού σώματος. Εντούτοις, οι υφιστάμενες διατάξεις των παραγράφων 14–16 του άρθρου 347 Ν. 4957/2022 πάσχουν θεσμικά και νομοτεχνικά, διότι δεν ενσωματώνουν τις αναγκαίες εγγυήσεις συνταγματικότητας και κανονικής τάξεως.

Συγκεκριμένα, το υφιστάμενο πλαίσιο:

  • δεν καθορίζει σαφές ανώτατο χρονικό όριο ισχύος του μέτρου ούτε μηχανισμό τακτικής επανεξέτασης,
  • δεν κατοχυρώνει ρητώς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και προσφυγής του ενδιαφερομένου,
  • δεν διασφαλίζει ολοκληρωμένη αναστρεψιμότητα, διοικητική και λειτουργική, σε περίπτωση απαλλαγής ή αθώωσης,
  • και δεν καθιερώνει κριτήρια στάθμισης και εξειδικευμένης αιτιολογίας για την εφαρμογή του μέτρου.

Οι παραλείψεις αυτές δημιουργούν θεσμική ασάφεια και υπονομεύουν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ), την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 §1 Σ) και το δικαίωμα ακρόασης (άρθρο 20 Σ), ενώ παράλληλα εγείρουν ζητήματα σεβασμού της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης κατά τα άρθρα 3 και 13 Σ.

Ως εκ τούτου, η διάταξη πρέπει να αναθεωρηθεί και εξειδικευθεί ώστε να προβλέπει:

  • σαφή χρονικά όρια εφαρμογής του μέτρου και περιοδικό δικανικό και διοικητικό έλεγχο,
  • ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος ακρόασης και ενδικοφανούς ή δικαστικής προστασίας,
  • πλήρη και αυτοτελή αποκατάσταση υπηρεσιακής, μισθολογικής και λειτουργικής θέσης σε περίπτωση αθώωσης,
  • και σαφείς αντικειμενικά ελέγξιμες προϋποθέσεις αιτιολόγησης, που θα διακρίνουν το προληπτικό μέτρο από συγκαλυμμένη κύρωση.

Μόνον υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις η ρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει ως συνταγματικά ανεκτός, αναλογικός και θεσμικά νομιμοποιημένος μηχανισμός προληπτικής προστασίας, υπηρετώντας το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον, χωρίς να θίγει:

  • το τεκμήριο αθωότητας,
  • την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των Κληρικών,
  • και την εκκλησιαστική αυτοτέλεια στην άσκηση της πνευματικής και κανονικής δικαιοδοσίας.

Η θεσμική ισορροπία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας δεν διασφαλίζεται μέσω άκαμπτης κρατικής παρέμβασης, αλλά μέσω εξειδικευμένων, αναλογικών και απολύτως εγγυητικών διαδικαστικών ρυθμίσεων, οι οποίες επιτρέπουν στον διοικούμενο να ασκήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα και στην Εκκλησία να διαφυλάξει την κανονική της αυτονομία, εντός του πλαισίου του ελληνικού και ευρωπαϊκού κράτους δικαίου με βάση τις αρχές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και οπωσδήποτε του Κανονικού και Εκκλησιαστικού δικαίου .

* Του Αρχιμανδρίτη Αθηναγόρα Σουπουρτζή, Καθηγητή Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας – Επισκέπτη Καθηγητή Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr