Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Αριστομένης Β. Τζαννετής:  Ένοχος λόγω αδυναμίας αποδείξεως του εναντίου; – Ανάμεσα στο #metoo και στο #himtoo  

Δικαιούνται άραγε τα θύματα  να καταγγέλλουν δημοσίως προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, ως προς τις οποίες  η ποινική αξίωση της πολιτείας έχει εξαλειφθεί, και αν ναι ποια μορφή πρέπει αν λαμβάνουν οι σχετικές καταγγελίες;

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αριστομένης Β. Τζαννετής:  Ένοχος λόγω αδυναμίας αποδείξεως του εναντίου; – Ανάμεσα στο #metoo και στο #himtoo   Αριστομένης Τζαννετής

«Εάν έχεις υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ή επίθεση γράψε “me too“ ως απάντηση σε αυτό το tweet».

Με αφορμή τον αποκάλυψη πράξεων σεξουαλικής βίας, που αποδόθηκαν στον Αμερικανό παραγωγό Harvey Weinstein, με  αυτό το hashtag στη διαδικτυακή πλατφόρμα twitter η ηθοποιός Alyssa Milano προέτρεψε τον Οκτώβριο 2017 τη δημόσια καταγγελία παρόμοιων εγκληματικών συμπεριφορών.

Αυτό το ανοικτό προσκλητήριο υπήρξε  η απαρχή του κινήματος #metoo , το οποίο εμφανίσθηκε εσχάτως στη χώρα μας.

Στο  ελληνικό #metoo  παρατηρείται  ένας καταιγισμός (σχεδόν επί καθημερινής βάσεως)  ως επί το πλείστον ανεπίσημων  δημοσίων καταγγελιών, οι οποίες από το  χώρο του αθλητισμού γρήγορα επεκτάθηκαν και εγκαταστάθηκαν στον καλλιτεχνικό χώρο, αφορούν δε όχι μόνο πράξεις  σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης (ακόμη και σε βάρος ανηλίκων), αλλά και γενικότερα  προσβλητικές και απρεπείς συμπεριφορές.

To κίνημα  #metoo στηρίζεται στην αντίληψη ότι οι μαζικές και συντονισμένες δημόσιες καταγγελίες κάθε είδους προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας (από την παρενόχληση μέχρι το βιασμό) έχουν  αποκαταστατικό και παιδευτικό χαρακτήρα, καθώς ενισχύουν  την κοινωνική αποδοκιμασία του φαινομένου και  αποθαρρύνουν επίδοξους παραβάτες με την απελευθέρωση των θυμάτων από τα δεσμά της σιωπής.

Ωστόσο η δημόσια καταγγελία εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας καθίσταται αμφιλεγόμενη, όταν δεν είναι δυνατή  η δικαστική διερεύνηση της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς εξαιτίας είτε της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής είτε της παράλειψης του θύματος να υποβάλει εμπροθέσμως έγκληση, όπου αυτή προβλέπεται.

Δικαιούνται άραγε τα θύματα  να καταγγέλλουν δημοσίως προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, ως προς τις οποίες  η ποινική αξίωση της πολιτείας έχει εξαλειφθεί, και αν ναι ποια μορφή πρέπει αν λαμβάνουν οι σχετικές καταγγελίες;

Η δημόσια καταγγελία ενός ήδη παραγεγραμμένου γενετήσιου εγκλήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεπίτρεπτη  με το σκεπτικό ότι οι καταγγέλλουσες αφενός  δεν άσκησαν εγκαίρως  το δικαίωμά τους να ζητήσουν έννομη προστασία   και αφετέρου αναμοχλεύουν περιστατικά για τα οποία με την πάροδο του χρόνου παραγραφής έχει επέλθει δικαιική ειρήνη.

Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση, την οποία απηχεί η συχνή αποστροφή «τώρα το θυμήθηκε;», είναι αυστηρά  νομική και δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις πολύπλευρες αρνητικές  επιπτώσεις των γενετήσιων προσβολών.

Δεν αποκλείεται το θύμα, που δίστασε  να καταγγείλει μεμονωμένα και εγκαίρως την πράξη  από φόβο, αιδώ  ή  ανασφάλεια, να εξοπλίσθηκε με  το απαιτούμενο ψυχικό σθένος, όταν ένωσε τη  φωνή του με άλλες ομοειδείς καταγγελίες ή όταν συνειδητοποίησε την ανάγκη εποικοδομητικής συνεισφοράς του στην αντιμετώπιση αυτού του πράγματι σοβαρού κοινωνικού προβλήματος.

Ο ιδιαίτερος ψυχισμός του θύματος θα δικαιολογούσε ακόμη και  την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των γενετήσιων εγκλημάτων. Λ.χ. στο Γερμανικό Ποινικό Κώδικα (§ 78 b StGB) προβλέπεται  ότι η παραγραφή  των εγκλημάτων αυτών αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 30ου  έτους της ηλικίας του θύματος και τούτο με το σκεπτικό ότι   λόγω του ψυχικού τραύματος ή της εξάρτησης από το δράστη δεν είναι πάντοτε δυνατή η έγκαιρη υποβολή της σχετικής καταγγελίας.

Όμως από την άλλη μεριά τα   κίνητρα  των όψιμων καταγγελιών δεν είναι πάντοτε άδολα ή ανιδιοτελή.

Καθόλου δεν αποκλείεται το θύμα να επιδιώκει  να εκδικηθεί ή να εκβιάσει τον καταγγελλόμενο, να μεθοδεύει τη δημοσιοποίηση της καταγγελίας σε ένα κατάλληλο χρονικό σημείο, που εξυπηρετεί  άλλες ανομολόγητες  σκοπιμότητες  ή ακόμη και να ενδιαφέρεται πρωτίστως  για  την  προσωπική προβολή του, επιθυμία δυστυχώς καθόλου άγνωστη στην μιντιοκρατούμενη εποχή μας.

Ανεξαρτήτως  των  πραγματικών κινήτρων,  η μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής   δημόσια  καταγγελία ειδικά των σεξουαλικών εγκλημάτων κατ΄ αρχήν  συγχωρείται λαμβανομένων υπόψη των ανασχετικών παραγόντων που δεν ευνοούν την έγκαιρη καταμήνυσή τους.

Το  θύμα  διατηρεί στο πλαίσιο της  ελευθερίας της έκφρασης το δικαίωμα να καθορίζει το χρόνο και το περιεχόμενο της καταγγελίας, καθώς ως ιδιώτης ούτε από το τεκμήριο αθωότητας του καταγγελλομένου δεσμεύεται   ούτε να εξηγήσει  γιατί καταγγέλλει «τώρα και όχι τότε» οφείλει.

Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε ότι η σεξουαλική παρενόχληση σε όλες τις μορφές της είναι ένα υπαρκτό και ενδημικό σε ορισμένους εργασιακούς χώρους κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο αναδεικνύεται μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά.

Όμως στην άλλη μεριά της πλάστιγγας υπάρχει ο καταγγελλόμενος. Ο τελευταίος, όταν εγκαλείται για σεξουαλικά εγκλήματα για τα οποία η ποινική αξίωση έχει εξαλειφθεί,  αποστερείται τα εχέγγυα που παρέχει σε αυτόν η ποινική διαδικασία για την αντίκρουση της σε βάρος του κατηγορίας.

Ούτε η υποβολή έγκλησης για συκοφαντική δυσφήμηση εξασφαλίζει την αποκατάσταση της φήμης του αδίκως καταγγελθέντος, διότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης το τεκμήριο αθωότητας ισχύει πλέον  υπέρ της  καταγγέλλουσας, ενώ ο  εγκαλών  εκ των πραγμάτων αδυνατεί να αποδείξει το αρνητικό γεγονός ότι  η πράξη που του αποδίδεται  δεν έλαβε χώρα.

Συχνά κατά την εκδίκαση εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας  ανακύπτουν  σοβαρά αποδεικτικά προβλήματα, η υπέρβαση των οποίων  προϋποθέτει τη συνθετική επεξεργασία και ολόπλευρη αξιολόγηση όλων των περιστάσεων.

Τυχόν παρανοήσεις, στιγμιαίες παρεκτροπές,  ακραίες καταστάσεις, αλλά  και τα κίνητρα της όψιμης καταγγελίας   θα πρέπει να διερευνώνται υπό συνθήκες διαλεκτικής αντιπαράθεσης  στο πλαίσιο της οργανωμένης ποινικής διαδικασίας και όχι σε άναρχες  δημόσιες συζητήσεις.

Δεν είναι δικαιοκρατικώς ανεκτό ο καταγγέλλων  εκμεταλλευόμενος τα αισθήματα αλληλεγγύης και συμπαράστασης στο πρόσωπό του να επιτυγχάνει με τη δημόσια καταγγελία ό, τι είναι αμφίβολο ότι θα είχε κατορθώσει στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης.

Η επικάλυψη  του  #metoo  από την αξίωση #believeme     δεν εξυπηρετεί  τους στόχους της πρωτοβουλίας  και  αδικεί τα πραγματικά θύματα.

Στις ΗΠΑ από το έτος 2016 έχει εμφανισθεί υπέρ εκείνων που αδίκως καταγγέλλονται για σεξουαλικά εγκλήματα, το αντικίνημα #himtoo, το οποίο κατέστη δημοφιλές το έτος 2018, όταν ο Καθηγητής Πανεπιστημίου  Brett Kavanaugh κατά την υποψηφιότητά του για την εκλογή του στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ καταγγέλθηκε από τότε συμμαθήτριές του για σεξουαλική επίθεση  στα γυμνασιακά χρόνια της δεκαετίας  του 1980.

Η  εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων του θύματος και του καταγγελλομένου   περιέρχεται  στο πεδίο ευθύνης  των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία είτε αναπαράγουν αυτούσιες τις εξιστορήσεις των θυμάτων  σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε παρέχουν βήμα καταγγελίας στους καταγγέλλοντες.

Επειδή κατά τον  Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οι δημοσιογράφοι  οφείλουν να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας και την προσωπικότητα του καταγγελλομένου, θα πρέπει να μεταδίδουν  την καταγγελία πάντοτε με  επιφύλαξη ως προς την αλήθεια των καταγγελλομένων  και να αποφεύγουν τη δημιουργία τηλεδικών ή τηλεανακρίσεων με τελικό κριτή το τηλεοπτικό κοινό  και με τους ίδιους σε ρόλο ανακρίνοντος  ή εξομολογητή.

Η υποκατάσταση των ποινικών δικαστηρίων  από  καταγγελίες και σχόλια  σε facebook, instagram, twitter ή από τηλεοπτικές συνεντεύξεις των καταγγελλόντων  χωρίς διασταύρωση των λεγομένων τους   επιφέρει βαρύ πλήγμα   στην προσωπικότητα των καταγγελλομένων, οι οποίοι  καθίστανται έρμαιο αυθαίρετων και ενστικτωδών αξιολογήσεων στα διαδικτυακά fora, που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές  του διαπόμπευσής  τους με καταστροφικές και ανεπανόρθωτες  επιπτώσεις σε ηθικό, οικογενειακό και επαγγελματικό επίπεδο.

Αλλά  τα κρατικά όργανα είναι κυρίως εκείνα που  οφείλουν εμπράκτως να συμπεριφέρονται κατά τρόπο σύμφωνο με το τεκμήριο αθωότητας, από το οποίο άλλωστε ευθέως δεσμεύονται.

Όσο δικαιολογημένη είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας ευμενής υποδοχή της άφιξης του κινήματος  #metoo στην Ελλάδα, άλλο τόσο αδικαιολόγητες είναι οι υψηλού συμβολισμού κινήσεις ή δηλώσεις ανωτάτων πολιτειακών παραγόντων με τις οποίες  υιοθετήθηκε η  αλήθεια καταγγελιών άλλοτε εμμέσως και άλλοτε ευθέως με πρόωρες κρίσεις για την απαξία των καταγγελλομένων πράξεων ή την επικινδυνότητα των φερομένων δραστών.

Δυστυχώς επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι το τεκμήριο αθωότητας παρά την πληθωρική  νομική κατοχύρωσή του πολύ απέχει από την εγγραφή του στο συλλογικό υποσυνείδητο ως παράγοντας διαμόρφωσης  του δημοσίου λόγου.

Χωρίς να παραβλέπεται ότι η δημοσιοποίηση  μεγιστοποιεί  τον αντίκτυπο  και τη δυναμική μιας καταγγελίας, η συνεκτίμηση της δεινής θέσης του καταγγελλομένου υπαγορεύει ορισμένους (ηθικούς – δεοντολογικούς και όχι νομικούς) αυτοπεριορισμούς στις δημόσιες καταγγελίες.

Οι παθόντες θα μπορούσαν είτε να απευθύνονται αρχικά   στα υφιστάμενα συλλογικά όργανα του οικείου κλάδου (π.χ. ομοσπονδίες, σωματεία, πειθαρχικά όργανα), ώστε αυτά να διαχειρίζονται  κεντρικά και θεσμικά τις επί μέρους καταγγελίες, είτε, τουλάχιστον, να μην κατονομάζουν τους υπαιτίους παραγεγραμμένων εγκλημάτων.

Ας ελπίσουμε ότι παρά τις όποιες παθογένειές του το ελληνικό  #metoo θα δημιουργήσει εφεξής ισχυρά αντισώματα  για  κάθε είδους  υπερβάσεις των ορίων εξουσίας σε σχέσεις εξάρτησης. Ήδη πάντως το κίνημα, αν και έχει μέχρι σήμερα  δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα  συμμετοχής  σε αυτό με καταγγελίες, που δεν διαθέτουν  πάντοτε τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας και αξιοπιστίας, αναμφίβολα πιστώνεται την έναρξη της δικαστικής διερεύνησης βαρύτατων εγκληματικών πράξεων, που υπερβαίνουν τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Ωστόσο, παράπλευρες απώλειες του  καταγγελτικού  παροξυσμού των ημερών μας  θα είναι κάποιοι, που ενδεχομένως,  αδίκως ενοχοποιούνται.

Επειδή  αυτοί αντί να θεωρούνται  «αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου» θα παραμείνουν  με  το στίγμα του «ενόχου λόγω αδυναμίας αποδείξεως του εναντίου», δικαιούνται  – κόντρα στο ρεύμα – υποστήριξης από  #himtoo.

O Αριστομένης Β. Τζαννετής  είναι Γενικός Γραμματέας ΕΕΠ – Επικ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

*To άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Nova Criminalia, τεύχος Φεβρουαρίου 2021

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ