Αριστομένης Β. Τζαννετής: Ιδού η Ρόδος ιδού και ο έλεγχος – Σκέψεις με αφορμή το νέο άρθρο 290 παρ. 4Α ΚΠΔ
H στρατηγική της συνεχούς αμφισβήτησης της ευθυκρισίας των δικαστικών λειτουργών όχι μόνο από το νομοθέτη, αλλά και από την ίδια ιεραρχία του σώματος θα έχει αποτελέσματα αντίθετα από τις προθέσεις των εμπνευστών της και τελικά θα ενδυναμώσει το αίσθημα ευθύνης και το φιλελεύθερο φρόνημα των Ελλήνων δικαστών.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ποινική επικαιρότητα ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του νομοθέτη. Η γνωστή υπόθεση της Πολεοδομίας της Ρόδου, στην οποία τα φερόμενα μέλη του κυκλώματος χρηματισμού αφέθηκαν ελεύθερα μετά την απολογία τους με περιοριστικούς όρους, επικοινωνήθηκε ως ένα ακόμη δείγμα αναντιστοιχίας μιας δικαστικής κρίσης με τις προσδοκίες της κοινής γνώμης, η οποία με εξωδικαιϊκά και ακαθόριστα κριτήρια θεωρεί την επιβολή προσωρινής κράτησης αδιαπραγμάτευτη σε μείζονος απαξίας εγκληματικές συμπεριφορές. Όπως δυστυχώς έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις, για το συντονισμό του θεσμού της δικαιοσύνης με τις συχνότητες του λεγόμενου κοινού περί δικαίου αισθήματος επιστρατεύθηκε για μια ακόμη φορά η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών (Ανακριτή και Εισαγγελέα) για δικαιοδοτική κρίση τους. Ούτε η συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαστική ανεξαρτησία ούτε το ανεπίτρεπτο του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για κρίσεις εκφερόμενες κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 109 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ) εμπόδισαν όχι μόνο την κίνηση, αλλά δυστυχώς και τη δημοσιοποίηση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, της Ένωσης Εισαγγελέων, αλλά και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων. Όπως είχα επισημάνει στο παρελθόν, αυτού του τύπου οι πειθαρχικές έρευνες «υπονομεύουν εκ των ένδον το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αποτελούν ένα ακόμη σύμπτωμα της διαχρονικής παθογένειας των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας» (βλ. το άρθρο μου «Πειθαρχημένη Δικαιοσύνη;» στο φύλλο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ της 27.6.2024).
Μετά την καθολική κατακραυγή του πειθαρχικού ελέγχου από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς η σκυτάλη πέρασε στα χέρια του νομοθέτη, ο οποίος φρόντισε να θεσμοθετήσει το δικαστικό έλεγχο της κρίσης για την επιβολή ή μη της προσωρινής κράτησης υιοθετώντας κατ’ ουσίαν την επίσημη θέση του Αρείου Πάγου ότι η ελευθερία της γνώμης των δικαστικών λειτουργών δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο. Έτσι με το άρθρο 58 παρ. 1 Ν. 5197/2025 (ΦΕΚ Α 76/16.5.2025) προστέθηκε στο άρθρο 290 ΚΠΔ η παρ. 4Α σύμφωνα με την οποία: «4Α. Ειδικά όταν επιβάλλονται, με διάταξη του ανακριτή πλημμελειοδικών και με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πρωτοδικών, στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, περιοριστικοί όροι, ο εισαγγελέας εφετών, αφού ζητήσει αντίγραφα της δικογραφίας και κρίνει πως με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να επιβληθεί στον κατηγορούμενο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έκδοση της διάταξης, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου εφετών, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, για τη διατήρηση των όρων ή την αντικατάστασή τους με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, διατάσσοντας ταυτόχρονα την έκδοση σε βάρος του κατηγορουμένου εντάλματος σύλληψης».
Η νέα διάταξη προσθέτει ένα ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των πρόσφατων νομοθετικών παρεμβάσεων, που ανάγουν τον τιμωρητισμό σε αυτοσκοπό και αντιλαμβάνονται τις θεσμικές εγγυήσεις ως προσκόμματα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Το άρθρο 290 παρ. 4Α ΚΠΔ υπόκειται σε περισσότερες αναγνώσεις. Η στενά νομική αξιολόγηση αναδεικνύει αστοχίες και ατέλειες, που δημιουργούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητα της νέας ρύθμισης. Πρώτον, ο δικαστικός έλεγχος της δικονομικής μεταχείρισης του κατηγορουμένου από τον Ανακριτή και τον Εισαγγελέα προβλέπεται ήδη στο άρθρο 315 παρ. 3 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο Πλημ/κών που αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δικαιούται να διατάξει τη σύλληψη και προσωρινή κράτησή του, ακόμη και αν δεν έχει εκδοθεί μετά την απολογία ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης. Παρά τη φειδωλή εφαρμογή της στην πράξη, η διάταξη αυτή παρέχει ένα επαρκές δικονομικό εργαλείο δικαστικού ελέγχου της μη επιβολής προσωρινής κράτησης, με συνέπεια η θεσπισθείσα προσφυγή του Εισαγγελέα Εφετών να μην είναι τόσο αναγκαία όσο εμφανίζεται. Δεύτερον, η σκέψη της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου άρθρου 290 παρ. 4Α ΚΠΔ, κατά την οποία η αρμοδιότητα προσφυγής του Εισαγγελέα Εφετών στηρίζεται στην ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου από αυτόν, παρερμηνεύει το άρθρο 32 ΚΠΔ, όπως αυτό διαμορφώθηκε στο νέο ΚΠΔ, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του οποίου ο Εισαγγελέας Εφετών δεν διευθύνει (όπως προβλεπόταν στον παλαιό ΚΠΔ), αλλά απλώς εποπτεύει το ανακριτικό έργο με την έννοια ότι η παρέμβασή του περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις που σχετίζονται μόνο με την οργάνωση και λειτουργία του ανακριτικού έργου, όχι όμως με το περιεχόμενο των ανακριτικών πράξεων ή τον τρόπο χειρισμού της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τρίτον, η ανάθεση της αρμοδιότητας για την κρίση της προσφυγής στο Συμβούλιο Εφετών – πέραν του ότι ανατρέπει την ισχύουσα σήμερα στο στάδιο της ανάκρισης απόλυτη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημ/κών – θέτει το ζήτημα κατά πόσον το τελευταίο σε επόμενα διαδικαστικά στάδια (παράταση/εξακολούθηση προσωρινής κράτησης, παραπομπή στο ακροατήριο) δεσμεύεται από την κρίση του Συμβουλίου Εφετών ή αν θα μπορεί να αποστεί από αυτήν μόνο στη βάση νεώτερων στοιχείων.
Οι νομικές επισημάνσεις που προηγήθηκαν είναι, πάντως, ήσσονος σημασίας σε σχέση με τη θεσμική διάσταση της νέας ρύθμισης. Το επιχείρημα ότι καμία δικαστική κρίση δεν είναι ανέλεγκτη προσεγγίζει το ζήτημα υπό στρεβλή οπτική γωνία και δεν νομιμοποιεί τη συζητούμενη νομοθετική επιλογή. Αν πράγματι η νέα ρύθμιση αποτελεί ειδικότερη έκφανση της κατευθυντήριας δικονομικής αρχής (βλ. άρθρο 465 ΚΠΔ) ότι ο Εισαγγελέας ως εκπρόσωπος της Πολιτείας νομιμοποιείται δια της οδού των ενδίκων μέσων να αμφισβητεί την ορθότητα των δικαιοδοτικών κρίσεων προς πάσα κατεύθυνση, θα έπρεπε να υπόκειται σε προσφυγή και η διάταξη επιβολής προσωρινής κράτησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 286 ΚΠΔ. Δυστυχώς αποτυπώνεται πλέον και σε νομοθετικό επίπεδο η εμπειρική διαπίστωση ότι ουδέποτε αντιμετωπίζονται ως διαβλητές και ελεγκτέες οι αδικαιολόγητα αυστηρές δικαστικές κρίσεις. Σημειωτέον ότι το νέο άρθρο 290 παρ. 4Α ΚΠΔ ουδόλως αποκλείει την παράλληλη πειθαρχική διερεύνηση της απόφασης για τη μη επιβολή της προσωρινής κράτησης με συνέπεια να δημιουργείται ένας κλοιός διττού ελέγχου (πειθαρχικού – δικαστικού) με κοινό παρονομαστή αμφοτέρων τη δυσπιστία έναντι των δικαστικών κρίσεων, που δεν εξαντλούν τα ακραία όρια αυστηρότητας της ούτως ή άλλως αυστηρής ποινικής νομοθεσίας μας. Πάντως, ο δικαστικός έλεγχος της κρίσης Ανακριτή και Εισαγγελέα για την επιβολή ή μη της προσωρινής κράτησης είναι μεν λιγότερο ανορθόδοξος, πλην όμως περισσότερο δραστικός από τον αντίστοιχο πειθαρχικό. Πράγματι, ενώ ο τελευταίος είναι αβέβαιης έκβασης και καλλιεργεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των δικαστών τάσεις αυστηροποίησης της κρίσης τους, ο δικαστικός έλεγχος κατατείνει στην άμεση ανατροπή της συναπόφασης Ανακριτή και Εισαγγελέα για τη μη επιβολή της προσωρινής κράτησης. Επειδή όμως ουσιαστική εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών στο ανακριτικό έργο (έστω και με την περιορισμένη μορφή του άρθρου 32 ΚΠΔ) δεν υπάρχει, ο Εισαγγελέας Εφετών θα ενεργοποιείται σε υποθέσεις αντίστοιχες με εκείνες της Πολεοδομίας Ρόδου, στις οποίες η αρνητική δημοσιότητα μεταβολίζεται σε κοινωνική απαίτηση επιβολής της προσωρινής κράτησης.
Σύμφωνα με τον αισώπειο μύθο ο αθλητής που καυχιόταν ότι πραγματοποίησε ένα πολύ μεγάλο άλμα στη Ρόδο και επικαλούνταν τη μαρτυρία Ροδίων για την αλήθεια του ισχυρισμού του κλήθηκε να αποδείξει επί τόπου τον ισχυρισμό του με την επανάληψη του άλματος. Οι κριτές υποθέσεων αντίστοιχων με εκείνες της Πολεοδομίας της Ρόδου καλούνται να αποδεικνύουν εμπράκτως ότι δικαιοδοτούν ανεπηρέαστοι από τις σειρήνες του λαϊκισμού και απτόητοι από τον απειλούμενο πειθαρχικό ή δικαστικό έλεγχο της κρίσης τους. Αν συμβεί αυτό, η στρατηγική της συνεχούς αμφισβήτησης της ευθυκρισίας των δικαστικών λειτουργών όχι μόνο από το νομοθέτη, αλλά και από την ίδια ιεραρχία του σώματος θα έχει αποτελέσματα αντίθετα από τις προθέσεις των εμπνευστών της και τελικά θα ενδυναμώσει το αίσθημα ευθύνης και το φιλελεύθερο φρόνημα των Ελλήνων δικαστών.
*Αριστομένης Β. Τζαννετής Γεν. Γραμματέας ΕΕΠ, Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
**Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο 23o τεύχος του Nova Criminalia, της περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Ιούλιο 2025
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr