Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Δημήτριος Στασινούλας: Παρείσακτοι, ανάξιοι και δια βίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως Δικαστές

Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει τους Ειρηνοδίκες ως ισόβιους Δικαστές πρώτου βαθμού, ο νόμος 5108/2024 περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού διαφημίζεται ως μεταρρύθμιση που εισάγει 1000 νέους Δικαστές στον πρώτο βαθμό, η “διαφήμιση” αυτή στην ουσία αμφισβητεί το γεγονός ότι οι εν ενεργεία σήμερα με πολυετή δικαστική εμπειρία Ειρηνοδίκες μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού ήταν ήδη Δικαστές και ασκούσαν δικαιοδοτικό έργο.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτριος Στασινούλας: Παρείσακτοι, ανάξιοι και δια βίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως Δικαστές Pixabay

Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος έσπευσε το έτος 1828 να συστήσει τα πρώτα Ειρηνοδικεία στην Ελλάδα, σήμερα, μετά από 196 χρόνια συνεχούς λειτουργίας τους, αποφάσισε με τον νόμο 5108/2024 να τα καταργήσει, με τρόπο απαξιωτικό για τους μέχρι σήμερα υπηρετούντες σε αυτά Ειρηνοδίκες. Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει τους Ειρηνοδίκες ως ισόβιους Δικαστές πρώτου βαθμού, ο νόμος 5108/2024 περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού διαφημίζεται ως μεταρρύθμιση που εισάγει 1000 νέους Δικαστές στον πρώτο βαθμό, η “διαφήμιση” αυτή στην ουσία αμφισβητεί το γεγονός ότι οι εν ενεργεία σήμερα με πολυετή δικαστική εμπειρία Ειρηνοδίκες μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού ήταν ήδη Δικαστές και ασκούσαν δικαιοδοτικό έργο. Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη διατρέχει το πνεύμα των ρυθμίσεων του ν.5108/2024, αλλά και την αντιμετώπιση των σχετικών με το νόμο αυτόν ενστάσεων και αιτημάτων των Ειρηνοδικών, οι οποίοι συχνά λαμβάνουν ως απάντηση ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι μόνο και μόνο για το γεγονός ότι τους “απονέμεται” ο τίτλος των “Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας”. Η ειδική δε αυτή επετηρίδα αντιμετωπίζεται μεν ως “προσωρινή”, πλην όμως με τις προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας και τα σημερινά δεδομένα θα λειτουργήσει περίπου μέχρι το έτος 2057, ήτοι για 33 ακόμη έτη, δηλαδή μέχρι την αφυπηρέτηση και των τελευταίων Ειρηνοδικών που διορίστηκαν με τους τελευταίους διαγωνισμούς και έχουν σήμερα μέχρι και 8ετή εμπειρία ως Ειρηνοδίκες. 

Η εμπειρία των Ειρηνοδικών (Α’ Β’ Γ’ και Δ’ τάξης) στην απόδοση Δικαιοσύνης, είτε είναι ήδη 5ετής είτε 20ετής, τόσο στις πολιτικές υποθέσεις όσο και στις ποινικές (ως Πταισματοδίκες με προανακριτικές αρμοδιότητες, Πρόεδροι των καταργημένων το έτος 2019 Πταισματοδικείων, εισαγγελεύοντες σε Πλημμελειοδικεία, ή μέλη των συνθέσεων των Τριμελών Πλημμελειοδικείων) θεωρείται συλλήβδην ανάξια λόγου, όπως επίσης αμελητέα θεωρείται η μέχρι σήμερα συμβολή τους στο θεσμό της Δικαιοσύνης ως Δικαστών πρώτου βαθμού. Για το λόγο αυτό όχι μόνο δεν λαμβάνεται υπόψη η μέχρι σήμερα ισχύουσα επετηρίδα των Ειρηνοδικών στην εξέλιξή τους στην ειδική επετηρίδα Πρωτοδικών, αλλά καταστρατηγείται με την πρόβλεψη για ένταξη τους στη νέα γενική επετηρίδα Πρωτοδικών, καθώς προβλέπεται ότι ένας νυν Ειρηνοδίκης Δ’ τάξης, με διετή προϋπηρεσία που θα αιτηθεί το έτος 2026 την ένταξή του στη γενική επετηρίδα, θα καταστεί αυτοδικαίως αρχαιότερος ενός Ειρηνοδίκη Α’ τάξης, με εικοσαετή προϋπηρεσία που θα καταθέσει αίτηση για ένταξη στη γενική επετηρίδα το έτος 2027, καίτοι από 16.09.2024 θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα. Από τις διατάξεις του ν.5108/2024, όπως αυτές διασαφηνίζονται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο τροποποίησης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, προκύπτει άλλωστε ότι επιχειρείται να μειωθεί ο χρόνος της τριακονταετούς διάρκειας της “προσωρινής” ειδικής επετηρίδας, όχι με κίνητρα για την ένταξη των Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική επετηρίδα, αλλά με τιμωρητική διάθεση για όσους παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα, είτε εκούσια είτε ακούσια, καθόσον δεν προβλέπεται αθρόα ένταξη στη γενική επετηρίδα όσων το επιθυμούν.

Ειδικότερα στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), όπου αναφέρεται ότι οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας θα θεωρούνται πάντοτε αρχαιότεροι των Δικαστών ειδικής επετηρίδας, και οι τελευταίοι, ως ισόβιοι Δικαστές, θα θεωρούνται αρχαιότεροι των Παρέδρων Πρωτοδικείων, οι οποίοι είναι μη ισόβιοι Δικαστές. Δηλαδή οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, θα θεωρούνται δια βίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και άνευ εμπειρίας Δικαστές σε σχέση με έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, με μηδενική σχεδόν εμπειρία ή με έναν νεώτερό τους Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που μόλις εντάχθηκε στη γενική επετηρίδα, ανάγοντας την ένταξη στη γενική επετηρίδα σε κάποιο είδους “χρίσμα”, άσχετο με την έως τότε υπηρεσιακή κατάσταση και το παραχθέν δικαστικό έργο των εντασσόμενων στη γενική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι και μετά την ένταξή τους θα συνεχίσουν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα, στα οποία όμως στο εξής (μετά την ένταξη στη γενική επετηρίδα) θα θεωρείται ότι αποκτούν μέρα με την μέρα την αντίστοιχη εμπειρία από την άσκησή των καθηκόντων τους, που θα είναι απαραίτητη για την υπηρεσιακή εξέλιξή τους. Δεδομένου ότι από 16.09.2024 και εφεξής για τα επόμενα 30 χρόνια θα ασκούν, τόσο οι Πρωτοδίκες γενικής όσο και οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, τα ίδια ακριβώς καθήκοντα, πλην όμως οι τελευταίοι θα θεωρούνται εφεξής νεώτεροι των νεοδιόριστων και ουδέποτε θα έχουν το δικαίωμα να προεδρεύσουν σε πολυμελή σύνθεση Δικαστηρίου, είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι αυτοί θεωρούνται εκ προοιμίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και ανίκανοι να απορροφήσουν την όποια εμπειρία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως Προέδρων των μονομελών συνθέσεων Πρωτοδικείου ή Πλημμελειοδικείου, τα επόμενα 2, 5 ή 25 έτη, όχι μόνο για να προεδρεύσουν σε πολυμελείς συνθέσεις, αλλά και για να θεωρηθούν αρχαιότεροι από έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας. Μετά δε που, έκαστος εκ των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, θα υποβάλει αίτηση για την ένταξη του στη γενική επετηρίδα, θα θεωρείται “tabula rasa” και θα ξεκινά να προσμετράται η δικαστική του εμπειρία από την επόμενη που θα γίνει δεκτή η αίτησή του, ακόμη και αν έχει απομείνει ως τότε μόνο ένα έτος για τη συνταξιοδότησή του ως Δικαστή με 35ετή υπηρεσία. Μάλιστα στο ενδεχόμενο να οριστούν οι εντασσόμενοι από την ειδική στην γενική επετηρίδα Πρωτοδίκες στη συνέχεια ως ανακριτές, για αυτούς θα απαιτείται περισσότερων ετών υπηρεσιακή εμπειρία στη γενική επετηρίδα, από άλλον Πρωτοδίκη της ίδιας γενικής επετηρίδας που εισήλθε σε αυτήν ως απόφοιτος της ΕΣΔι μετά την απαιτούμενη παρεδρία του (άρθρο 79 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ), δηλαδή δύο ή δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας ως Πρωτοδίκης ειδικής δεν θα λογίζονται ως προϋπηρεσία αντίστοιχη με το χρόνο παρεδρίας ενός μη ισόβιου Δικαστή. Στα όρια δε του τυπογραφικού λάθους μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά, στο ίδιο ως άνω άρθρο 66 ΚΟΔΚΔΛ, για Προέδρους Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, δεδομένου ότι δεν γίνεται αλλού αναφορά για οργανικές θέσεις τους ή καθήκοντα, ενώ αντίθετα περιλαμβάνονται στον όρο “Δικαστές ειδικής επετηρίδας” και εξακολουθούν να θεωρούνται σε ολόκληρη τη διάρκεια του υπηρεσιακού τους βίου νεώτεροι του νεοδιόριστου ή “νεοενταχθέντος” στη γενική επετηρίδα Πρωτοδίκη, ασκώντας φυσικά τα ίδια με αυτόν καθήκοντα μέχρι την προαγωγή του τελευταίου σε Πρόεδρο Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας. Τα παραπάνω βέβαια συνάδουν με τη “διαφήμιση” της ενοποίησης του πρώτου βαθμού ως μεταρρύθμιση και είσοδο “νέας γενιάς” Δικαστών στο θεσμό της Δικαιοσύνης, καθώς οι πρώην Ειρηνοδίκες ως Δικαστές πλέον ειδικής επετηρίδας (είτε Πρωτοδίκες είτε Πρόεδροι Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας) θα θεωρούνται καθημερινά για το υπόλοιπο του εργασιακού τους βίου ως νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες με μηδενικό δικαστικό έργο και μηδενική δικαστική εμπειρία, και κατά μία έννοια θα μπορούσε κανείς να τους θεωρεί ως “Δικαστές νέας γενιάς” μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. 

Την ανωτέρω αντιμετώπιση προσπαθούν ορισμένοι να τη στηρίξουν με το επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των Ειρηνοδικών δεν έχει φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δικαστών (ΕΣΔι), σε αντίθεση με τους εν ενεργεία Πρωτοδίκες και Προέδρους Πρωτοδικών. Παραβλέπουν όμως ότι η σχολή αυτή έχει έως τώρα διάρκεια ζωής μόλις 25 έτη, και ποτέ δεν αντικατέστησε το πτυχίο νομικής σχολής, η φοίτηση στην οποία είναι το βασικό προαπαιτούμενο για να γίνει κάποιος Δικαστής, ενώ όπως δεν προβλεπόταν για τους Ειρηνοδίκες η φοίτηση στην ΕΣΔι για τον διορισμό τους, έτσι δεν προβλεπόταν, κατά το χρόνο διορισμού των νυν υπηρετούντων Αρεοπαγιτών και αρκετών Προέδρων Εφετών ως Πρωτοδικών η φοίτησή τους στη συγκεκριμένη σχολή, η επίκληση δε του εν λόγω επιχειρήματος δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το μέχρι σήμερα δικαιοδοτικό έργο των Ειρηνοδικών, αλλά ουσιαστικά στρέφεται και κατά των ενεργεία Αρεοπαγιτών και όσων Δικαστικών Λειτουργών διορίστηκαν πριν την ίδρυση της Σχολής Δικαστών, γεγονός που από μόνο του δείχνει την υπερβολή και τον παραλογισμό του επιχειρήματος αυτού. Σε κάθε περίπτωση το βασικό έργο της ΕΣΔι είναι να βοηθήσει τον μελλοντικό Δικαστή να προετοιμαστεί για την είσοδό του στο Δικαστικό Κλάδο, ένα “εργαλείο” δηλαδή που του προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσει εμπειρία στην ερμηνεία των νόμων, στη σύνταξη αποφάσεων καθώς και την απαιτούμενη νομική αυτοπεποίθηση για την απόδοση δικαίου πριν ανέβει για πρώτη φορά στην έδρα, ακόμη και αν έχει μηδαμινή εμπειρία στην εφαρμογή του δικαίου μέχρι την είσοδό του στη Σχολή αυτή. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη χρησιμότητά του “εργαλείου” αυτού για τα πρώτα ένα – δύο χρόνια υπηρεσίας ενός Δικαστή. Για το λόγο αυτό και οι Ειρηνοδίκες, ιδίως όσοι διορίστηκαν με τους διαγωνισμούς των ετών 2011 και 2015, ζητούσαν να προβλεφθεί και γι αυτούς σχετική φοίτηση στη σχολή, πλην όμως τότε κρίθηκε ότι είναι αρκετό ένα σεμινάριο μίας ή δύο ημερών για να ανέβουν στην έδρα και να δικάσουν και αντικείμενα που εισήχθησαν τότε για πρώτη φορά στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων, δηλαδή αντικείμενα που ήταν άγνωστα και στους αρχαιότερούς τους Ειρηνοδίκες, μάλιστα στους νεοδιόριστους του διαγωνισμού του έτους 2015 κρίθηκε σκόπιμο η δόκιμη άσκησή τους να περιοριστεί από τους τέσσερις στους δύο μήνες, άσκηση που για τους περισσότερους από αυτούς ήταν εντελώς τυπική, διότι συνέπεσε με τα θερινά τμήματα των Δικαστηρίων. Ωστόσο η μη φοίτηση στη Σχολή Δικαστών, τόσο των Ειρηνοδικών όσο και των Αρεοπαγιτών κατά τα πρώτα χρόνια διορισμού τους ως Πρωτοδίκες, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως δικαιολογία τους, που άλλωστε δεν θα ευσταθούσε, για την ταχύτητα της έκδοσης ή την ποιότητα των αποφάσεών τους, και ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο ή στάθηκε ως εμπόδιο για τη βαθμολογική εξέλιξή τους. Επομένως και σήμερα δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα για τη δυσμενή μεταχείριση που επιφυλάσσει στους Ειρηνοδίκες-Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας ο νόμος 5108/2024 και το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ, όταν μάλιστα προβλέπεται και υποχρεωτική επιμόρφωσή τους, διάρκειας 25 εργάσιμων ημερών, χρόνος επιμόρφωσης δηλαδή υπεραρκετός για Δικαστές με διετή και άνω δικαστική εμπειρία, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι δεν προβλεπόταν και δεν προβλέπεται καμία μέρα επιμόρφωσης για τους γενικής επετηρίδας Πρωτοδίκες είτε για τα νέα καθήκοντα που αναλαμβάνουν με την ενοποίηση, είτε στα επόμενα στάδια της βαθμολογικής τους εξέλιξης όταν αναλαμβάνουν νέα καθήκοντα, ενώ τα λοιπά επιμορφωτικά σεμινάρια, που διοργανώνει η ΕΣΔι, είναι μεν υποβοηθητικά στο έργο των Δικαστών, αλλά δεν είναι υποχρεωτικά για τους υπηρετούντες Δικαστές. 

Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να στηρίξει τη δυσμενή μεταχείριση εις βάρος των Ειρηνοδικών – Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας είναι ότι αν αντιμετωπιστούν ισότιμα με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας αυτό θα διαταράξει την επετηρίδα των τελευταίων και τη βαθμολογική τους εξέλιξη. Έτσι προτιμάται στην ουσία να καταργηθεί η επετηρίδα των 1000 περίπου εν ενεργεία Ειρηνοδικών και να απαξιωθεί το μέχρι σήμερα δικαστικό έργο τους και η δικαστική τους εμπειρία, καθηλώνοντάς τους μάλιστα βαθμολογικά για τα επόμενα 30 έτη. Ωστόσο, τα όποια προβλήματα, θα δημιουργούσε η ισότιμη μεταχείριση των δύο κλάδων του πρώτου βαθμού στην επετηρίδα των νυν Πρωτοδικών, θα επηρέαζαν ιδίως τους Πρωτοδίκες με προϋπηρεσία μέχρι 10 ετών και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ηπιότερες λύσεις από την απαξίωση του υπηρεσιακού έργου των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας μέχρι τη συνταξιοδότησή τους και την ένταξή τους ιεραρχικά κάτω από μελλοντικούς Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας που σήμερα δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε τη βασική σχολική δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους, πόσο μάλλον τις σπουδές τους σε κάποια νομική σχολή. Θα μπορούσε δηλαδή για παράδειγμα να δοθεί ένα προβάδισμα κάποιων ετών στην αρχαιότητα στους νυν υπηρετούντες Πρωτοδίκες, σε σχέση με τα χρόνια προϋπηρεσίας των νυν Ειρηνοδικών και να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Πρωτοδικών ή και των Εφετών, προκειμένου να μην παραγνωρίζεται το γεγονός ότι από 16.09.2024 οι Πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα, που συνεπάγεται την προσμέτρηση στα χρόνια προϋπηρεσίας των Δικαστών μόνο της  προϋπηρεσία τους στη γενική επετηρίδα και την αντίστοιχη διαγραφή κάθε ημέρας υπηρεσίας του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, και έχει ως αποτέλεσμα κάθε νεοδιόριστος με μηδενική δικαστική εμπειρία Πρωτοδίκης γενικής επετηρίδας στο εξής, για τα επόμενα 30 χρόνια, να θεωρείται αρχαιότερος κάθε Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας. 

Ένα τρίτο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της δυσμενούς μεταχείρισης των νυν Ειρηνοδικών είναι η δήθεν διατήρηση του “προνομίου” της μη μετάθεσής τους, ως “αμετάθετο” δε νοείται στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα των Ειρηνοδικών να μην μετακινηθούν ακούσια από τις οργανικές τους θέσεις κατά την εφαρμογή του νόμου 5108/2024, δεδομένου ότι η μετονομασία τους σε “Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας” δεν θεωρείται προαγωγή και δεν προβλέπονται ξεχωριστές οργανικές θέσεις, καθώς και η παραμονή τους στο Πρωτοδικείο που υπηρετούν για όσο διάστημα δεν προβλέπεται βαθμολογική προαγωγή τους,  στα πλαίσια της οποίας τα υπόλοιπα μέλη του Δικαστικού Κλάδου μετακινούνται, σχεδόν υποχρεωτικά, προκειμένου να καταλάβουν τις αντίστοιχες κενές οργανικές θέσεις του ανώτερου βαθμού στον οποίο προάγονται. Ουδέποτε τέθηκε αίτημα από την πλευρά των νυν Ειρηνοδικών να μην μετακινούνται σε κενές οργανικές θέσεις ανώτερου βαθμού, σε περίπτωση πρόβλεψης αντίστοιχης βαθμολογικής εξέλιξης τους με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας. Ωστόσο με το υπό διαβούλευση σχέδιο τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ το “αμετάθετο” αυτό καταστρατηγείται. Καταστρατηγείται κατ’ αρχάς διότι δεν υπάρχει καμία ειδική πρόβλεψη περί παραμονής στην ίδια οργανική θέση του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που θα ενταχθεί στη γενική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι η μετάβαση αυτή δεν θεωρείται προαγωγή, οι οργανικές θέσεις των δύο επετηρίδων θεωρούνται ενιαίες και ο εντασσόμενος στη γενική θα εξακολουθήσει να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, ενώ αντίθετα από τη διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 90 του ΚΟΔΚΔΛ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προκύπτει ότι κατά την ένταξή του στη γενική επετηρίδα θα ακολουθήσει νέα τοποθέτηση σε Πρωτοδικείο, το οποίο πιθανότατα δεν θα είναι το ίδιο με αυτό που υπηρετούσε μέχρι την ένταξη, καθώς θα προηγούνται της τοποθέτησής του οι μεταθέσεις των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας ως αρχαιότερων του. Επίσης καταστρατηγείται διότι οι “Δικαστές ειδικής επετηρίδας” πλέον περιλαμβάνονται στη ρύθμιση του άρθρου 60 παρ. 3 του ΚΟΔΚΔΛ για αυτεπάγγελτη μετάθεση (όχι απόσπαση) για ανάγκες της υπηρεσίας, και αυτό με την αιτιολογία ότι σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρούνταν δυσμενής διάκριση εις βάρος των Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας, δεδομένου όμως ότι οι Πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων ασκούν τα ίδια καθήκοντα και οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας υπάγονται σε μία αριθμητικά φθίνουσα “προσωρινή” και μη ανανεώσιμη επετηρίδα (σε αντίθεση με την αριθμητικά αύξουσα και συνεχώς ανανεούμενη γενική επετηρίδα της οποίας τα μέλη θα θεωρούνται εσαεί αρχαιότεροί τους), η βασική υπηρεσιακή ανάγκη που φαίνεται να εξυπηρετεί αυτή η διάταξη είναι να καλυφθούν, από τους εσαεί (ιεραρχικά και ανεξαρτήτως ηλικίας) νεώτερους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, οι κενές θέσεις σε Πρωτοδικεία που δεν επιθυμούν να τοποθετηθούν οι νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, που με βάση τις παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις θα λογίζονται ως αρχαιότεροι. Σταδιακά ωστόσο μία αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας ενός Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, θα ελλοχεύει τον κίνδυνο να παραμείνει αυτός απομακρυσμένος από τον τόπο συμφερόντων του σε ολόκληρο τον υπηρεσιακό του βίο, καθώς, με την άνιση μεταχείριση που επιφυλάσσεται στην υπηρεσιακή εξέλιξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, στις επόμενες μεταθέσεις θα προηγούνται πάντα οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας ως αρχαιότεροί του. Έτσι μόνη ελπίδα, μετά από μια μελλοντική αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας, για εκούσια μετάθεση και προσέγγιση του τόπου συμφερόντων του, θα είναι η εκούσια (δια ένταξης στη γενική) ή ακούσια (δια συνταξιοδοτήσεως) αποχώρηση κάποιου Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στις θέσεις των οποίων θα προηγείται (σε σχέση με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας) στις μεταθέσεις, αποχωρήσεις όμως που θα είναι ελάχιστες μετά τα πρώτα έτη εφαρμογής του ν.5108/24  κατά τα οποία, εκτός του ότι θα έχει κατασταλάξει ο αριθμός όσων θέλουν να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, θα συνταξιοδοτηθεί παράλληλα και η πλειοψηφία των νυν Ειρηνοδικών που διορίστηκαν με το διαγωνισμό του 1999, ενώ η πλειοψηφία όσων διορίστηκαν με τους επόμενους διαγωνισμούς θα έχουν μπροστά τους τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.           

Η δυσμενής μεταχείριση σε σχέση με τους νυν υπηρετούντες Πρωτοδίκες των νυν Ειρηνοδικών καταλαμβάνει και τη μισθολογική τους εξέλιξη, διότι μέχρι σήμερα, ένα μήνα πριν την εφαρμογή του ν.5108/24, δεν έγινε καμία τροποποίηση του άρθρου 10 του νόμου αυτού, ώστε να αποσαφηνιστεί η μισθολογική κατάσταση των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας σε σχέση με τους λοιπούς Δικαστικούς Λειτουργούς, για τους οποίους ισχύουν ειδικές προϋποθέσεις (όπως έλλειψη κενών οργανικών θέσεων για την προαγωγή τους) για τη μισθολογική τους εξέλιξη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 4 του ν.2521/1997. Πράγματι με τις προβλέψεις του ως άνω άρθρου 10, όσοι νυν Ειρηνοδίκες έχουν προϋπηρεσία έως 7 έτη θα δουν σημαντική αύξηση του μισθού τους, δεδομένου ότι θα εξομοιωθεί ο μισθός τους με τους Πρωτοδίκες, ωστόσο τόσο αυτοί όσο και οι υπόλοιποι Ειρηνοδίκες -Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας ενδέχεται να μείνουν για αρκετές δεκαετίες μισθολογικά στάσιμοι, δεδομένου ότι δεν θα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ν. 2521/1997 και η διατύπωση του ως άνω άρθρου 10 δεν κρίνεται επαρκής για αντίθετη ερμηνεία, ενώ επίσης δεν υπάρχει και καμία αναφορά για τη μισθολογική εξέλιξη όσων ενταχθούν στη γενική επετηρίδα και λαμβάνουν ήδη ως Ειρηνοδίκες πχ. το μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών με βάση τις πριν τον ν.5108/2024 ισχύουσες προβλέψεις .

Την ως άνω τιμωρητική διάθεση εις βάρος των Ειρηνοδικών, οι οποίοι αφενός δεν αιτήθηκαν την ενοποίηση των δύο κλάδων των δύο βαθμών και αφετέρου ποτέ δεν αρνήθηκαν να αυξηθούν τα καθήκοντά τους, συνεπικουρεί με τη στάση της και η πλειοψηφία του νεοεκλεγέντος ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΝΔΕ), η οποία θεωρεί τους νυν Ειρηνοδίκες, που αποτελούν το 1/3 των μελών της Ένωσης, άξιους μάλλον μόνο για την καταβολή της συμμετοχής τους που ανέρχεται στο 1/3 των εσόδων  της Ένωσης. Ειδικότερα με τις από 09.07.2024 προτάσεις της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την επικείμενη τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ το Προεδρείο του ΔΣ της ΕΝΔΕ ζητούσε μεταξύ άλλων να προβλεφθούν και τα παρακάτω: 1. ο Δικαστής της γενικής επετηρίδας να θεωρείται πάντοτε αρχαιότερος του Δικαστή της ειδικής επετηρίδας, 2. οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας να μην προάγονται και να διατηρούν μέχρι την αφυπηρέτησή τους την ιδιότητα του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, 3. να περιληφθούν οι Δικαστές της ειδικής επετηρίδας στη διάταξη περί αυτεπάγγελτης μετάθεσης για ανάγκες της υπηρεσίας και 4. ως προς τη μισθολογική κατάσταση των νυν Ειρηνοδικών, ζητούσε μεν την αντιστοίχιση κατά το χρόνο ένταξής των Ειρηνοδικών στην ειδική επετηρίδα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.2521/1997, αλλά στη συνέχεια ζητούσε να συνεχίσουν να λαμβάνουν τις, κατά το χρόνο ένταξής τους, αποδοχές αυτές, ανεξάρτητα με τα χρόνια υπηρεσίας τους, γεγονός που ισοδυναμεί με μισθολογική καθήλωση δεκαετιών για την πλειοψηφία των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, οι οποίοι δεν συνταξιοδοτούνται την επόμενη πενταετία και δεν θα ενταχθούν στη γενική επετηρίδα.

  Με την τιμωρητική αυτή διάθεση έναντι των νυν Ειρηνοδικών και στη συνέχεια Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αισιοδοξεί ότι θα επιτύχει την επιτάχυνση του ρυθμού απόδοσης της Δικαιοσύνης, καθώς και τη γρηγορότερη ένταξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στην γενική επετηρίδα, ώστε να αποκτήσει πραγματικά προσωρινό χαρακτήρα η ειδική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι στην ουσία προσφέρει για την ένταξη αυτή και αντικίνητρα, όπως υποχρεωτική μετάθεση και νέα τοποθέτηση του εντασσόμενου στη γενική επετηρίδα, τα οποία τα θεωρεί αμελητέα σε σχέση με την υποτίμηση που επιφυλάσσει σε όσους επιθυμούν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα. Μια επετηρίδα, η οποία, στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, παρά τα διαγγέλματα περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού, φαίνεται να αποτελεί νέο ξεχωριστό βαθμό στην ιεραρχία της δικαιοσύνης και έτσι οι Πρωτοδίκες και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδα τίθενται ιεραρχικά κάτω από τους Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας και κάτω από τους Εισαγγελείς και Αντιεισαγγελείς Πρωτοδικών, αλλά οι θέσεις τους θεωρούνται ενιαίες με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, με τους οποίους ασκούν τα ίδια καθήκοντα και λογίζονται ιεραρχικά ανώτεροι από τον Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών (βλ. προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 66 του ΚΟΔΚΔΛ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο). Ευελπιστεί λοιπόν το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι όλα τα ανωτέρω είναι αρκετά να εξωθήσουν τους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας από την ανασφάλεια και τη δυσμενή μεταχείριση που προσφέρει η επετηρίδα αυτή, στη γενική επετηρίδα, ώστε να έχουν το “προνόμιο” να βλέπουν στο εξής να αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία τους, να μην θεωρούνται διαρκώς νεώτεροι από κάθε νεοδιόριστο Πρωτοδίκη στην καθημερινότητα του υπηρεσιακού τους βίου, στη διανομή των τμημάτων, των υπηρεσιών και των υποθέσεων, και να μπορέσουν να προβλέψουν και να σχεδιάσουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό. Πλην όμως αυτά θα είναι στην ουσία και τα μόνα τους “προνόμια”, δεδομένου ότι στο χρόνο που θα ξεκινήσουν οι αιτήσεις για την ένταξη αυτή, η πλειοψηφία των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας θα είναι άνω των 45 ετών, ορισμένοι με 5 χρόνια προϋπηρεσίας και οι περισσότεροι από αυτούς με περισσότερα από 12 χρόνια προϋπηρεσίας, τα οποία οφείλουν να τα ξεχάσουν, τόσο όσον αφορά την υπηρεσιακή τους κατάσταση όσο και τη μισθολογική, κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα και να ξεκινήσουν από το μηδέν σε “άγνωστο” τόπο, όπου θα τοποθετηθούν μετά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα. Σημειωτέον ότι δεν προβλέπεται αθρόα ένταξη, πχ 500+ Δικαστών, στη γενική επετηρίδα από την πρώτη χρονιά ένταξης, επομένως κάποιοι που το επιθυμούν ίσως να καταφέρουν να ενταχθούν και αφού κλείσουν το 50+ έτος της ηλικίας τους, με ότι αυτό συνεπάγεται για την (α)πιθανή βαθμολογική τους εξέλιξη με βάση τα σημερινά δεδομένα. Συμπερασματικά η ενοποίηση του πρώτου βαθμού, όπως ορίζεται από τον νόμο 5108/2024, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ, όπως επιχειρείται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, μπορεί να αποδοθεί για τους νυν Ειρηνοδίκες με τη φράση  “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”. 

Ίσως το Υπουργείο Δικαιοσύνης αισιοδοξεί ότι οι νεώτεροι ηλικιακά Ειρηνοδίκες, οι οποίοι θα έχουν χρονικά την ευκαιρία για τις προβλεπόμενες στη γενική επετηρίδα βαθμολογικές προαγωγές, θα θεωρήσουν ευνοϊκή την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών, ώστε να μειωθούν αριθμητικά οι φωνές διαμαρτυρίας των Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας μετά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα. Παραβλέπει ωστόσο ότι και οι νεώτεροι ηλικιακά Ειρηνοδίκες, επέλεξαν κατ’ αρχάς να γίνουν Ειρηνοδίκες και όχι Πρωτοδίκες, απαρνούμενοι συνειδητά τις βαθμολογικές και μισθολογικές προαγωγές των Πρωτοδικών για χάρη της σταθερότητας στον τόπο υπηρεσίας, που πρόσφερε ο κλάδος των Ειρηνοδικών. Ήδη δε σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Ειρηνοδικών, που είναι κάτω των 40 ετών, έχουν προϋπηρεσία 8 έως 12 έτη, η οποία δεν θεωρούν ότι είναι σωστό να αγνοηθεί, και ήδη, πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την ενοποίηση, έχουν προβεί στον οικογενειακό τους προγραμματισμό με βάση τα δεδομένα που είχαν έως τότε, ενώ αρκετοί υπηρετούν ήδη στον τόπο συμφερόντων τους, δηλαδή εκεί που βρίσκεται και η οικογένειά τους και η κατοικία τους. Επομένως αφενός η άμεση υποχρεωτική απομάκρυνση από τα παιδιά τους και την οικογένειά τους, κατά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα, θεωρούν ορθώς ότι θα έχει χαρακτηριστικά δυσμενούς μεταθέσεως, δεδομένου ότι όπως προειπώθηκε δεν υπάρχει κανένας δικαιολογητικός λόγος νέας τοποθέτησής τους σε διαφορετικό Πρωτοδικείο από αυτό που ήδη θα υπηρετούν ως Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, και αφετέρου σαφώς δεν τους ικανοποιεί η διαγραφή της μέχρι τότε πολυετούς προϋπηρεσίας τους και η αντιμετώπισή τους από τον νόμο ως παρείσακτων κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα, συνεπώς ακόμη και αν ενταχθούν στη γενική επετηρίδα θα έχουν κάθε λόγο να συνεχίσουν να διαμαρτύρονται για τη δυσμενή μεταχείρισή τους και την έστω και αναδρομική ανατροπή των συνεπειών της.    

Προφανώς η ανωτέρω αντιμετώπιση των Ειρηνοδικών – Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας ως παρείσακτων στον πρώτο βαθμό Δικαιοσύνης και δια βίου ανεπίδεκτων μαθήσεως, με ανάξιο λόγου δικαστικό έργο και δικαστική εμπειρία όχι μόνο μέχρι σήμερα, αλλά και μέχρι την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή τους από την ειδική επετηρίδα, μόνο ως αποτέλεσμα ικανοποίησης πρόσκαιρων μικροσυμφερόντων μπορεί να εκληφθεί και όχι ως προαπαιτούμενο για τη μεταρρύθμιση του θεσμού της Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι στα 196 χρόνια λειτουργίας του θεσμού δεν δόθηκε από τους ίδιους τους Ειρηνοδίκες δικαίωμα να λάβουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Σε αντίθετη περίπτωση ήδη όλοι θα είχαν απολυθεί για να προστατευθούν οι θεσμοί της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας, καθώς και οι πολίτες αυτού του Κράτους, διότι θα ήταν αν όχι καταστροφικό, τουλάχιστον επικίνδυνο να επιτρέπεται να ασκούν το Δικαστικό Λειτούργημα άτομα που φέρουν αυτά τα χαρακτηριστικά.   

Οι Ειρηνοδίκες, και από 16.09.2024 Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, θα συνεχίσουν, πιστοί στον όρκο τους, να εκτελούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται αναγνωρίζοντας την ευθύνη που έχουν αναλάβει απέναντι στον πολίτη και το κράτος, βασιζόμενοι μόνο στη  συνείδησή τους και όχι στο φόβο ενδεχόμενων κυρώσεων, είναι άλλωστε απαράδεκτο να προσδοκεί κάποιος ότι υπό το κράτος του φόβου των κυρώσεων θα υποχρεωθούν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους Δικαστικοί Λειτουργοί, που είναι εξ ορισμού ταγμένοι να λειτουργούν καθημερινά απαλλαγμένοι από μεροληψία και φόβο. Ωστόσο θα συνεχίσουν να τονίζουν τις εις βάρος τους αδικίες και θα πράξουν τα δέοντα για να αναστρέψουν τη δυσμενή υπηρεσιακή κατάσταση που επιφυλάσσεται για αυτούς με την επιχειρούμενη ενοποίηση. Συνεπώς θα ήταν σκόπιμο άμεσα, πριν την 16.09.2024, να αναθεωρηθεί το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ καθώς επίσης να τροποποιηθεί, όπου χρειάζεται, ο ν. 5108/2024, ώστε να απαλειφθούν οι διατάξεις που επιφυλάσσουν άνιση μεταχείριση και δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των νυν Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, καθώς δεν είναι συνταγματικά ανεκτές και θα ανατραπούν στο μέλλον, έστω και με απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, γεγονός που θα φέρει μεγαλύτερες αναταραχές στη Δικαιοσύνη και αναδρομικές αναταράξεις στις επετηρίδες των Δικαστικών Λειτουργών, και ως εκ τούτου, μέχρι την οριστική και δίκαιη επίλυση των ζητημάτων της ενοποίησης, οι Δικαστικοί Λειτουργοί αμφότερων των επετηρίδων του Πρώτου Βαθμού, θα πορεύονται σε καθεστώς ανασφάλειας ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση και τη βαθμολογική τους εξέλιξη.

*Δημήτριος Στασινούλας, Ειρηνοδίκης Β’ τάξης, μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ