Δημήτρης Αναστασόπουλος: Αμοιβές, όχι ανταμοιβή

Οι αμοιβές μας πρέπει, όπως σε κάθε άλλο επάγγελμα, να αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες του επαγγέλματος, αλλά και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.

NEWSROOM
Δημήτρης Αναστασόπουλος: Αμοιβές, όχι ανταμοιβή

Θα μπορούσε να μοιάζει με διασκεδαστικό ανέκδοτο, αν δεν ήταν η, σχεδόν αδιανόητη, πραγματικότητα: τι παραμένει ίδιο στη χώρα μας από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας; Μα φυσικά οι δικηγορικές αμοιβές! Πράγματι, εξακολουθούν να υπάρχουν αμοιβές, προβλεπόμενες από τον νόμο, για παράσταση στα δικαστήρια που έχουν παραμείνει αμετάβλητες από το 2001, και ακόμα περισσότερο. Πριν, δηλαδή, από την εισαγωγή του ευρώ ως νέου νομίσματος, ούτε καν πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και τις σκληρές εισοδηματικές πολιτικές που επέβαλε. Έχει διαρρεύσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, η οικονομία έχει μετασχηματιστεί σε τεράστιο βαθμό, η χώρα πέρασε μια βαθιά δοκιμασία και κατάφερε, με μεγάλες θυσίες των πολιτών, να ανανήψει και, όμως, οι αμοιβές των δικηγόρων είναι σχεδόν αραχνιασμένες, καθηλωμένες σε μια άλλη εποχή.Σαν να πρόκειται για συμβολική ανταμοιβή και όχι αμοιβή, για μια πολύπλοκη, χρονοβόρα και λεπτή εργασία.

Διαδοχικές κυβερνήσεις επέλεξαν ουσιαστικά να εθελοτυφλήσουν (ή να αδιαφορήσουν) αφήνοντας ανέγγιχτες τις αμοιβές των δικηγόρων. Όχι μόνο στα χρόνια της ύφεσης, αλλά και αργότερα, όταν η οικονομία ανέκαμψε. Η παρούσα κυβέρνηση έχει προβεί, ορθά, σε διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Έχει εισαγάγει δεκάδες μειώσεις φόρων χωρίς να διακινδυνεύσει τη δημοσιονομική ισορροπία. Έχει λάβει σειρά ακόμα οικονομικών μέτρων. Μόνες αμετάβλητες παραμένουν, σαν να υφίστανται εντελώς εκτός οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, οι κατώτατες δικηγορικές αμοιβές. Σε ένα περιβάλλον ανώτερης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανάπτυξης, αλλά και επίμονου πληθωρισμού.

Τι σημαίνει αυτό; Πρωτίστως, δυσμενή μεταχείριση και μάλιστα σε σχέση με το σύνολο των μισθωτών, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, που ισοδυναμεί με κατάφωρη αδικία. Σημαίνει επίσης απαξίωση του δικηγορικού λειτουργήματος, το οποίο αντιμετωπίζεται σαν υποτιθέμενη προνομιακή κατηγορία, αλλά και αναπόφευκτη υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σημαίνει αδικία κυρίως σε βάρος των νεότερων δικηγόρων, που ξεκινούν από το μηδέν και συχνά χωρίς επαρκή μέσα, αλλά και των συναδέλφων που συνεργάζονται συστηματικά με νομικά πρόσωπα -τράπεζες, δημόσιους οργανισμούς, εταιρείες- από τις οποίες εισπράττουν το ευτελές ποσό του γραμματίου, το οποίο, όμως, απομειώνεται σημαντικά ήδη στην πηγή.

Ας μην γελιόμαστε. Οι αμοιβές των δικηγόρων μετρούν χρόνια καθήλωσης και δεν θα μεγεθυνθούν με κάποιο μαγικό ραβδί ούτε με τις θαυματουργές δυνάμεις της αγοράς. Ουσιαστικά, οι δικηγόροι δεν ζητούμε αυξήσεις, ζητούμε ρεαλιστική προσαρμογή των αμοιβών για παραστάσεις στα δικαστήρια στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Ευθύνη που επωμίζονται οι δικηγορικοί σύλλογοι: να διεκδικήσουν, ομόθυμα και πάνω από παρατάξεις και πρόσωπα, την αύξηση των ποσών των γραμματίων. Δεν πρόκειται για συντεχνιακό, ούτε καν για συνδικαλιστικό αίτημα, αλλά για απαίτηση ίσης μεταχείρισης. Τη στιγμή μάλιστα που η Κυβέρνηση νομοθετεί για τις απολαβές δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, επεμβαίνοντας στην αγορά. Δεν θα έπρεπε να πράξει το ίδιο και τις αμοιβές των δικηγόρων, που θεσπίζονται νομοθετικά;

Παρόμοιες παρωχημένες αντιλήψεις απηχεί και το ζήτημα της χρονοχρέωσης. Δυστυχώς, επικρατεί σε μεγάλο βαθμό ακόμη η εντελώς εσφαλμένη πρόσληψη της δικηγορίας ως αμιγούς δικαστηριακής δραστηριότητας και η συμβουλευτική δικηγορία, που αποτελεί όλο και μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας, θεωρείται δευτερεύουσα. Εδώ βρίσκεται μια από τις αιτίες της ελλειμματικής, αν όχι ανύπαρκτης, εφαρμογής της χρονοχρέωσης, παρά τη ρητή κατοχύρωσή της στον Κώδικα Δικηγόρων. Η παροχή νομικών συμβουλών απορροφά χρόνο από τον δικηγόρο, τον οποίο θα μπορούσε να διαθέσει σε άλλες ενασχολήσεις. Και προϋποθέτει συστηματική προσέγγιση του επίμαχου κάθε φορά ζητήματος. Είναι οργανικό κομμάτι της δουλειάς μας, πολλές φορές μάλιστα κρίσιμο, καθώς μπορεί να απαλλάξει τον ίδιο τον εντολέα από την πιο χρονοβόρα και πιο δαπανηρή προσφυγή στους δικαστηριακούς μηχανισμούς.

Ρεαλισμός χρειάζεται και στο ζήτημα της χρονοχρέωσης. Η εφαρμογή της θεωρικά είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη, πώς όμως θα διαπιστωθεί; Δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, ο δικηγορικός σύλλογος να ελέγξει αν οι δικηγόροι πληρώνονται για τον χρόνο που αφιερώνουν σε συζητήσεις με τους εντολείς τους. Μπορεί, όμως, να ενθαρρύνει για τη γενίκευση της εφαρμογής της, ώστε να συμβάλει στην αλλαγή νοοτροπίας.Όταν η πλειονότητα των δικηγόρων εφαρμόζει τη χρονοχρέωση, τότε θα εμπεδωθεί και στους πελάτες μας η σκοπιμότητά της. Στην παράταξή μας, «Με τον δικηγόρο», η οριζόντια εφαρμογή της χρονοχρέωσης είναι παλαιά διεκδίκηση και αδιάπτωτη δέσμευση.

Οι δικηγόροι είμαστε επιστήμονες, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες. Με το προϊόν της δουλειάς μας, συνεισφέρουμε σημαντικά, πολλές φορές παραπάνω από όσο μας αναλογεί, στα δημόσια έσοδα. Συμβάλλουμε αδιόρατα αλλά ενεργά στη μεγέθυνση του εθνικού πλούτου. Οι αμοιβές μας πρέπει, όπως σε κάθε άλλο επάγγελμα, να αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες του επαγγέλματος, αλλά και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αμοιβές που έχουν καταλήξει να έχουν σχεδόν συμβολικό χαρακτήρα σημαίνουν μέτριες υπηρεσίες και, εντέλει, μέτρια δικαιοσύνη και ελλειμματική ασφάλεια δικαίου. Είναι καιρός, επιτέλους, αυτό να αλλάξει, με ευθύνη και δική μας και της πολιτείας.

*Δημήτρης Αναστασόπουλος, Σύμβουλος ΔΣΑ, Επικεφαλής της Παράταξης «Με Το Δικηγόρο»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr