Δημήτρης Λαμπράκης: Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά και ο όψιμος νασερισμός
Είναι καθήκον της Ελλάδας να προστατεύσει τη δική της ιστορική παράδοση χιλιετιών στην περιοχή και να μην υποχωρήσει σε νέους όψιμους νασερικούς χειρισμούς.

Εισαγωγή
H Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά θεωρείται σήμερα η παλαιότερη η χριστιανική μονή στον κόσμο με αδιάλειπτη παρουσία χριστιανών ασκητών και μοναχών στην περιοχή από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και επιβεβαιωμένη ιστορική λειτουργία από τον 6ο μ.. αιώνα. Βρίσκεται στους πρόποδες του Θεοβάδιστου Όρους Σινά, στην Αίγυπτο, στο σημείο όπου, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές. Η Μονή συνδέεται επίσης με τη Φλεγόμενη Βάτο και την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, της οποίας τα λείψανα φυλάσσονται εκεί. Σήμερα, λόγω της παλαιότητας της αλλά και του τεράστιου αριθμού πολύτιμων χειρογράφων που εναπόκεινται στην βιβλιοθήκη της η οποία συνιστά τη δεύτερη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βιβλιοθήκη μετά του Βατικανού και των κειμηλίων που φυλάσσονται σε αυτήν, η Μονή απολαμβάνει ενός ιδιαίτερου καθεστώτος και αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 2002. Μάλιστα ήταν τότε που η ίδια η Αίγυπτος στην επίσημη αίτηση καταχώρισης της Μονής στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO είχε αποδεχθεί και αναγνωρίσει επισήμως και αυτοβούλως τη Μονή ως νόμιμο ιδιοκτήτη της περιουσίας της. Σε αυτό το κείμενο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η τριμερής συμφωνία που επετεύχθη για τον διακανονισμό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής και της περιουσίας της μεταξύ της Αιγύπτου, της Μονής και της Ελλάδας, ως εγγυήτριας δυνάμεως λόγω των ιδιαίτερων εθνο-θρησκευτικών δεσμών της Ελλάδας με την Μονή.
Στο κείμενο που υπέβαλε η Αίγυπτος στην UNESCO αναφέρονται κατά λέξη τα εξής: «Η Μονή αποτελεί ιδιοκτησία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και υπάγεται στην Αρχιεπισκοπή του Σινά. Σύμφωνα με το ιεραρχικό σύστημα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι αυτοδιοίκητη και ανεξάρτητη, τελώντας υπό τη διοίκηση του Ηγουμένου, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου. Οποιαδήποτε παρέμβαση για τη συντήρηση των κτηρίων αξιολογείται με εξαιρετική προσοχή τόσο από τις αρχές της Μονής όσο και από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Δεν επιτρέπεται τίποτε που ενδέχεται να επιφέρει έστω και την παραμικρή αλλοίωση του αυθεντικού χαρακτήρα των κτηρίων. Επιπλέον, δεν προστατεύονται μόνο τα ίδια τα κτήρια ως μνημεία, αλλά —ακόμη πιο σημαντικό— προστατεύεται η μοναστική ζωή εντός των τειχών της Μονής, ενώ και η ζωή στην ευρύτερη περιοχή αναπτύσσεται, όσο είναι δυνατόν, μέσα από ένα αυστηρό σχέδιο διαχείρισης». Έτσι η Αίγυπτος αυτοβούλως αποδέχτηκε το 2002 τη Σύμβαση της UNESCO για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς του 1972, σύμφωνα με την οποία το κράτος στο οποίο βρίσκεται το μνημείο, εν προκειμένω η Αίγυπτος, δεν δύναται να το αντιμετωπίζει ως ιδιοκτησία την οποία διαχειρίζεται κατά το δοκούν, αλλά ως παγκόσμιο αγαθό, υπό διεθνή εποπτεία, δεδομένου ότι η Μονή αναγνωρίζεται ως μνημείο εξαιρετικής οικουμενικής αξίας για την ανθρωπότητα. Η Αίγυπτος, ως συμβαλλόμενο κράτος, δεσμεύεται διεθνώς να προστατεύει, να διατηρεί και να διαχειρίζεται το μνημείο χωρίς να αλλοιώνει τον χαρακτήρα και την ακεραιότητά του.
Όλα αυτά άλλαξαν την περασμένη Πέμπτη, 29 Μαΐου 2025, με την έκδοση απόφασης της Αιγυπτιακής Δικαιοσύνης, και πιο συγκεκριμένα από το Εφετείο της Ισμαϊλίγια, η οποία ήρθε να δώσει ένα βίαιο και απροσδόκητο τέλος στην σε μία νομική διαμάχη που σοβούσε από την εποχή κατά την οποία στην ηγεσία της Αιγύπτου βρισκόταν ο Μοχάμεντ Μόρσι και οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι». Η απόφαση προβλέπει ότι η ίδια Μονή αλλά και όσα ακίνητα διαθέτει στην Αίγυπτο περνούν στα χέρια του αιγυπτιακού Δημοσίου και μετατρέπονται σε περιουσία του αιγυπτιακού κράτους. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μοναχοί θα κληθούν σύντομα να εγκαταλείψουν ακίνητα που πλέον δεν θα ανήκουν στη Μονή και άρα πλέον δεν θα τους επιτρέπεται πρόσβαση ενώ θα τους επιτραπεί να παραμένουν στην Μονή για την επιτέλεση των θρησκευτικών τους αναγκών, αλλά υπό την αίρεση ότι αυτό θα γίνεται για όσο χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που θα επιβάλει και θα επιτρέπει ο νέος ιδιοκτήτης, δηλαδή το αιγυπτιακό κράτος. Η απόφαση αυτή, η οποία ουσιαστικά προβλέπει τη δήμευση της ιδιοκτησίας της Μονής και τον περιορισμό των μοναχών, αντίκειται στην αρχή της διατήρησης της αυθεντικότητας και της ζώσας θρησκευτικής λειτουργίας του μνημείου, όπως αυτή ορίζεται από την UNESCO. Παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτή προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις (όπως η Σύμβαση της UNESCO για την Πολιτιστική Κληρονομιά, η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Σύμβαση της Ρώμης). Θέτει εν ολίγοις σε κίνδυνο τη βιώσιμη λειτουργία της Μονής ως ζώντος θρησκευτικού οργανισμού και ανοίγει το δρόμο για την εξαφάνιση του μνημείου δια της μετατροπής του σε μουσείο, κατά τα λεγόμενα της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης, ενώ με βάση το σχέδιο ανάπλασης της Χερσονήσου του Σινά το οποίο απεργάζεται η Αίγυπτος μάλλον θα μετατραπεί σε τουριστικό θέρετρο.
———————————-
Η κατάσχεση των μοναστηριακών περιουσιών κατά τη βασιλεία του Σελίμ Β’
Πρέπει να τονιστεί ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Μονή αντιμετωπίζει την απειλή κατάσχεσης της περιουσίας της και εκδίωξης των εν αυτή διαβιούντων μοναχών. Η πιο πρόσφατη περίπτωση αφορά στην απόπειρα των Οθωμανών με ιθύνοντες νόες το σουλτάνο Σελίμ Β’ (1566-1574) και το σεϊχουλισλάμη Εμπουσουούντ Εφέντη να δημεύσουν με την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος (οθ. fermān) το 1568-1569 την κινητή και ακίνητη περιουσία των μοναστηριακών ιδρυμάτων τα οποία υπήρχαν διάσπαρτα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα δραματικά γεγονότα που επακολούθησαν την απόφαση της οθωμανικής πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας και οι ενέργειες των διάφορων ανά την οθωμανική επικράτεια μοναστηριακών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν και εντέλει να ελιχθούν και να ξεφύγουν από τη μέγγενη του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικών ερευνών και δεν κρίνεται σκόπιμο να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες επί του παρόντος. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η κατάσχεση των μοναστηριακών περιουσίων αποτέλεσε ένα τυπικό φαινόμενο της φύσης του οθωμανικού κράτους, το οποίο στηριζόταν στη διττή από κοινού κυριαρχία του Ιερού Ισλαμικού Νόμου (Αρ. Sharīʿa/Οθ. Şerīʿat), αφενός, και του κοσμικού νόμου (Oθ. ḳanūn) και του εθιμικού δικαίου (Οθ. ‘örf), αφετέρου. Έτσι, σε αυτό το περίπλοκο δικαιικό σύστημα, ο Σουλτάνος παραχωρούσε προνόμια κατά βούληση και μπορούσε να τα αναιρέσει ή να τα αφαιρέσει ανά πάσα στιγμή, επίσης κατά βούληση, ενώ οι διάδοχοι του δε δεσμεύονταν σε καμμία των περιπτώσεων στην τήρηση και ανανέωση των προνομίων που είχαν χορηγηθεί από τους προκατόχους τους. Έτσι αυτά τα προνόμια ήταν σχετικά, κι όχι απόλυτα ή διηνεκή, προνόμια προς συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία εκπροσωπούσαν κατακτημένες κοινότητες και κατακτημένα έθνη και ωε εκ τούτου υπήγοντο πάντα υπό την αίρεση της βούλησης του εκάστοτε Σουλτάνου.
Οι βασιλείες του Σουλεϊμάν Α’ του Νομοθέτη ή Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) και του υιού και διαδόχου του Σελίμ Β’ (1566-1574) χαρακτηρίζονται από μία προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της γραφειοκρατίας αλλά και επιβολής συγκεντρωτισμού στο νομικό πλαίσιο και το δικαιικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο σεϊχουλισλάμης Εμπουσουούντ Εφέντη ανέλαβε το τιτάνιο έργο του συγκερασμού του εθιμικού δικαίου και του σουλτανικού κανούν με τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο και το αποτέλεσμα των ενεργειών του υπήρξε η αναδιαμόρφωση του συστήματος γαιοκτησίας και γαιοχρησίας με την επιβολή του καθεστώτος mīrī, όπου το σύνολο σχεδόν των γαιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία χαρακτηρίστηκαν ως κρατικές, ή μάλλον κυριολεκτικά σουλτανικές, με την εξαίρεση εκτάσεων γης που βρίσκονταν εντός κατοικημένων ζωνών οικισμών, χωριών και πόλεων αλλά και των ελάχιστων πλέον περιπτώσεων ιδιωτικών γαιών πλήρους κυριότητας του ιδιώτη (οθ. mülk) οι οποίες συνήθως αποτελούσαν συστατικά στοιχεία ευαγών ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών αφιερωμάτων, τα γνωστά βακούφια (οθ. vaḳf). Κατά μία λοιπόν ερμηνεία, η κατάσχεση των μοναστηριακών περιουσιών το 1568-1569 αποτέλεσε τον κολοφώνα της καριέρας του σεϊχουλισλάμη Εμπουσουούντ Εφέντη, καθώς δια αυτού του μέτρου επιβλήθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οθωμανικής επικράτειας το νέο ιεροκρατικό νομικό και δικαιικό σύστημα ενώ η κατάσχεση των μοναστηριακών περιουσιών σήμανε την ταπείνωση και πλήρη υποταγή των απίστων μη-μουσουλμάνων υπηκόων του Οθωμανού Σουλτάνου στο νέο σύστημα. Κατά μία δεύτερη, πλην όμως παραπληρωματική της πρώτης, ερμηνεία, η κατάσχεση και εν συνεχεία εκ νέου πώληση υπό το νέο ιεροκρατικό νομικό και δικαιικό σύστημα των μοναστηριακών περιουσιών στόχευε στην πλήρωση με ρευστό χρήμα του ήδη εν κρίση και πενία ευρισκόμενου κρατικού θησαυροφυλακίου. Καθώς ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός του οθωμανικού γραφειοκρατικού συστήματος συνεπαγόταν και την αύξηση του αριθμού των από το κράτος μισθοδοτούμενων υπαλλήλων της, το κράτος όφειλε να εντοπίζει και να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε πιθανή πηγή εσόδων ώστε να ελαττώνει τα συνεχώς αυξανόμενα ελλείματα στους προϋπολογισμούς του αλλά και να εξασφαλίζει πηγές ρευστού χρήματος για να μπορεί να πληρώνει τους μισθούς των υπάλληλων της γραφειοκρατίας αλλά και το συνεχώς αυξανόμενο σε πλήθος και από το κράτος μισθοδοτούμενο στρατό, τους γνωστούς γενιτσάρους (οθ. yeñiçeri). Σε αυτό πλαίσιο επιχειρήθηκε η κατάσχεση των περιουσιών των μοναστικών βακουφιών, τα οποία κρίθηκαν ως αντιβαίνοντα με τις επιταγές της Σαρία, η μετατροπή τους σε κρατικές γαίες και, το πλέον σημαντικό και χαρακτηριστικό της ανάγκης εξεύρεσης έκτακτων πόρων και πηγών εσόδων, η εκ νέου πώληση τους στους μοναχούς, οι οποίοι καλούνταν πλέον να υποθηκεύσουν τα εναπομένοντα υπάρχοντά τους ώστε να εξασφαλίσουν την κατοχή των κατασχεθεισών περιουσιών τους υπό το νεωστί επιβεβλημένο καθεστώς των γαιών μιρί. Καταληκτικά, η κατάσχεση των μοναστηριακών περιουσιών το 1568-1569 μπορεί χαρακτηριστεί ως μία προσπάθεια επικύρωσης της κυριαρχίας του ισλαμικού ιεροκρατικού δικαιικού συστήματος και η ικανοποίηση των φισκαλιστικών αναγκών του αδηφάγου κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Που και πώς εισέρχεται εντός αυτού του πλαισίου η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά; Η Μονή βρέθηκε και αυτή το 1569-1569 αντιμέτωπη με την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της. Μάλιστα σε επιστολή του που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά και καθηγούμενος της Μονής, Ευγένιος, στον Γερμανό Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Γ’ και της οποίας το περιεχόμενο σώζεται αυτούσιο στα γραπτά του Γερμανού ελληνιστή και ουμανιστή Μαρτίνου Κρούσιου, αναφέρεται ότι οι μοναχοί της Μονής προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην πίεση που τους ασκήθηκε και προκειμένου να μπορέσουν να προβούν σε εκ νέου αγορά των κατασχεθεισών περιουσιών της Μονής υποθήκευσαν σε τοκογλύφους και με υψηλότατο τόκο τις προσόδους και τα ιερά σκεύη της Μονής έναντι 5000 χρυσών νομισμάτων, το οποίο ήταν ένα εξαιρετικά υψηλό ποσό που αντιστοιχούσε σε 300.000 ασημένιους ακτσέδες, δηλαδή στα ετήσια έσοδα ενός μεσαίου μεγέθους αστικού κέντρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα μέσα του 16ου αιώνα. Αυτό το ποσό κλήθηκαν να καταβάλουν στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά ώστε να τους επιτραπεί να αγοράσουν εκ νέου την κατασχεθείσα περιουσία της Μονής. Αυτό το φαινόμενο δεν ήταν αποκλειστική κίνηση των μοναχών της Μονής Σινά, καθώς τα μοναστήρια κατέφυγαν στην ίδια τακτική δανειζόμενα έναντι υψηλών τόκων και έναντι υποθήκης των εσόδων και ιερών σκευών που διέθεταν τα ποσά που το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο απαιτούσε προκειμένου να αποδεσμεύσει τις κατασχεθείσες περιουσίες και να επιτρέψει την εκ νέου πώλησή τους στους παλαιούς ιδιοκτήτες και κατόχους τους.
Εντούτοις η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά διέθετε και συνεχίζει να διαθέτει μέχρι και σήμερα ένα εξαιρετικά σημαντικό όπλο το οποίο αποτελούσε στο παρελθόν κλειδί για την επίλυση προβλημάτων δημεύσεων και κατασχέσεων από προγενέστερα ισλαμικά καθεστώτα και δύναται και σήμερα να αποτελέσει το βέλτιστο μέσον για την αποτροπή της απειλής κατάσχεσης και δήμευσης της περιουσίας της από την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση. Η Μονή διαθέτει ένα έγγραφο το οποίο είναι γνωστό ως η «Διαθήκη του Προφήτη», και από την άποψη της αραβικής και οθωμανικής διπλωματικής ανήκει στην κατηγορία των αχιντναμέδων (αρ. kitāb al-ʿahd/οθ. ʿahd-nāme), δηλαδή συμβολαίων αμοιβαίας, αλλά όχι επί τη βάσει ισότητας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, συνύπαρξης και σεβασμού. Το περί ου ο λόγος έγγραφο φέρεται να εκδόθηκε από τον ίδιο τον Προφήτη Μωάμεθ προς τους μοναχούς της Μονής και σύμφωνα με την παράδοση των μοναχών, το κείμενο παραδόθηκε το 623 μ.Χ., ενώ κατά άλλες μαρτυρίες το 628 μ.Χ., και φέρει την εντύπωση της παλάμης του Προφήτη Μωάμεθ, ως σφραγίδα αυθεντικότητας. Το αυθεντικό έγγραφο φυλάσσεται από το 1517 μ.Χ. στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο του Παλατιού Τοπκαπί στην Κωνσταντινούπολη και πιο συγκεκριμένα στον ειδικό θάλαμο όπου φυλάσσονται όλα τα ιερά κειμήλια του Προφήτη Μωάμεθ, καθώς ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Α’, μετά την κατάκτηση της Συρίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου από τους Μαμελούκους, διέταξε τη μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη του συγκεκριμένου εγγράφου μαζί με τα υπόλοιπα ιερά κειμήλια που περισυνέλλεξε στην Αίγυπτο κατά την εκστρατεία που κατέληξε στην κατάλυση και προσάρτηση του Σουλτανάτου των Μαμελούκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Μονή απαίτησε και της παραχωρήθηκε πιστοποιημένο αντίγραφο του αυθεντικού εγγράφου, το οποίο αποτέλεσε την πηγή του στέμματος, δηλαδή τη γενεαλογική συνέχεια, των εγγράφων που παράγονταν κατόπιν εντολών κρατικών αξιωματούχων από θρησκευτικούς αξιωματούχους (καδήδες και μουφτήδες) προς πιστοποίηση της αυθεντικότητας του ίδιου του εγγράφου αλλά και των περιεχομένων του ανά τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας.
Με βάση το αντίγραφο που κατόπιν απαιτήσεως των μοναχών παραχωρήθηκε το 1517 από το Σουλτάνο Σελίμ Α’, οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά υιοθέτησαν το 1568-1569 μία διαφορετική τακτική, την οποία μοναστικές κοινότητες σε άλλα μέρη της οθωμανικής επικράτειας αδυνατούσαν να υιοθετήσουν. Καθώς η αναπαραγωγή του αυθεντικού κειμένου του εγγράφου εκφεύγει των ορίων της παρούσας συμβολής μας, θα αρκεστούμε στην συνοπτική απαρίθμηση των περιεχομένων του:
- Οι Χριστιανοί μοναχοί που διαβιούν στη Μονή δεν πρέπει να ενοχλούνται, να καταπιέζονται ή να φορολογούνται αυθαίρετα.
- Το μοναστήρι και τα μετόχια του, στα οποία διαβιούν μοναχοί ως μέλη της μοναστικής αδελφότητας της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά αποτελούν περιουσία της Μονής και είναι απαραβίαστα.
- Κατ’ επέκταση δεν επιτρέπεται καθ’ οιοδήποτε τρόπο η λεηλασία ή η καταστροφή των ιερών τόπων, όπως αυτοί θεωρούνται και ορίζονται από τους κανόνες της μοναστικής αδελφότητας και τους ιερούς κανόνες της πίστης τους.
- Οι μοναχοί και οι θρησκευτικοί λειτουργοί που υπηρετούν στη Μονή εξαιρούνται από φόρους και στρατιωτική θητεία.
- Ο γάμος μουσουλμάνων με χριστιανές γυναίκες επιτρέπεται μόνο με τη συναίνεσή τους, και δεν επιτρέπεται να τους απαγορευτεί η εκκλησιαστική τους λατρεία.
- Το Ισλάμ και οι επίσημοι θεσμοί του έχουν υποχρέωση να προστατεύουν τους μοναχούς και τη Μονή από κάθε μορφή βίας ή αυθαιρεσίας.
- Η παραβίαση αυτών των όρων θεωρείται όχι μόνο αθέτηση όρκου, αλλά και προσβολή εναντίον του Αλλάχ και του Προφήτη Του, και ισοδυναμεί με κατάρα προς αυτόν που προσβάλλει τον Αλλάχ και τον Προφήτη Του, είτε πρόκειται για έναν Σουλτάνο είτε για απλό πιστό.
Σε έγγραφο που φυλάσσεται σήμερα στα Οθωμανικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη και το οποίο χρονολογείται στις πρώτες δέκα ημέρες του μήνα Σαμπάν 981 Εγίρας / 26 Νοεμβρίου – 5 Νοεμβρίου 1573 μ.Χ. αναφέρονται οι κινήσεις των μοναχών της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά προκειμένου να επιτύχουν την άρση της κατάσχεσης της περιουσίας της Μονής. Οι μοναχοί με αυτό το έγγραφο ανά χείρας παρουσιάστηκαν ενώπιον του ιεροδικείου που έδρευε στην παράλια πόλη Αλ-Τούρ, την από την βιβλική και πρώιμη χριστιανική παράδοση επίσης γνωστή ως Ραϊθώ. Μαζί τους προσκόμισαν και ένα νέο αντίγραφο του αυθεντικού κειμένου, το οποίο είχαν παραγγείλει να συντάξει ο ιεροδικαστής (οθ. ḳāḍī) του Καΐρου, η ανώτατη δηλαδή ισλαμική ιεροδικαστική αρχή στην επαρχία της Αιγύπτου, και το οποίο χρονολογείται στο μέσον του μήνα Τζουμάντα αλ-Άουαλ 977 Εγίρας / 21-31 Οκτωβρίου 1569 μ.Χ. Με αυτά τα δύο έγγραφα ανά χείρας, οι μοναχοί ζήτησαν την παραγωγή ενός χοτζετίου το οποίο θα τους εξασφάλιζε και στο παρόν αλλά κυρίως στο μέλλον από έξωθεν παρεμβάσεις στα ζητήματα του αυτοδιοικήτου και της περιουσίας της Μονής. Ζήτησαν λοιπόν ένα ακόμη τεκμήριο, εκτός από την ήδη υπάρχουσα συνθήκη που είχαν λάβει από τον Προφήτη Μωάμεθ, με βάση πρακτικές που είχαν ακολουθήσει σύγχρονοι του Προφήτη Μωάμεθ μουσουλμάνοι ηγεμόνες αλλά και αργότερα οι Ορθόδοξοι Χαλίφηδες καθώς και πολύ μεταγενέστεροι αυτών μουσουλμάνοι ηγεμόνες, εννοώντας βέβαια τους Φατιμήδες και Μαμελούκους ηγεμόνες της Αιγύπτου. Επιπλέον ανέφεραν ότι τα έγγραφα που είχαν στα χέρια τους είχαν επικυρωθεί με εντολές και αυτοκρατορικά διατάγματα που είχαν εκδώσει ο Σουλτάνος Σελίμ Α’, ο υιός του Σουλεϊμάν Α’ ο Νομοθέτης ή Μεγαλοπρεπής και ιδιαιτέρως ο επί της βασιλείας του οποίου ελάμβαναν χώρα αυτά τα γεγονότα Σελίμ Β’. Οι μοναχοί δικαιολόγησαν τις απαιτήσεις τους ισχυριζόμενοι ότι επιθυμούσαν να καταρτιστεί ένα έγγραφο που να περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο των εγγράφων που βρίσκονταν στην κατοχή τους και εντός του αρχείου της Μονής, ώστε να καταχωρηθεί στα αρχεία και να εκδοθεί αντίγραφό του. Σε περίπτωση ανάγκης, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το έγγραφο ως επιχείρημα και απόδειξη απέναντι σε κάθε παράλογη απαίτηση ή βίαιη συμπεριφορά αναντίον των ιδίων των μοναχών αλλά και της Μονής εν συνόλω. Προς τούτο το σκοπό προσκόμισαν το αντίγραφο της συνθήκης του Προφήτη, το οποίο είχε παραχωρήσει ο Σελίμ Α΄ όταν το αυθεντικό κείμενο είχε αποσυρθεί στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, καθώς και άλλα μεταγενέστερα διατάγματα, τα οποία μαζί απετέλεσαν την βάση για την έκδοση του τελικού εγγράφου.
Παρότι στα έγγραφα που εξετάσαμε δεν γίνεται μνεία περί του ακριβούς σκοπού του αιτήματος από τους μοναχούς για την έκδοση αυτού του τελικού εγγράφου μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκτός των άλλων σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν για να αντιμετωπίσουν την απειλή κατάσχεσης και δήμευσης της περιουσίας της Μονής, η οποία επικρέματο όλο και πιο οξεία επάνω στα κεφάλια τους. Έτσι φαίνεται ότι οι μοναχοί ακολούθησαν μία έξυπνη και διπλή τακτική. Αρχικά εκκίνησαν τη διαδικασία έκδοσης ενός εγγράφου από τις αρμόδιες οθωμανικές αρχές, τόσο τοπικές όσο και στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο θα επιβεβαίωνε με βάση τα όσα είχε υποσχεθεί και εγγυηθεί ο Προφήτης Μωάμεθ περί του καθεστώτος απαραβίαστου και ακατάσχετου της περιουσίας της Μονής, καθώς και της ελευθερίας διαχείρισης και αυτοδιοίκησης της Μονής από την ίδια τη μοναστική αδελφότητα που διαβιούσε στη Μονή, η οποία απολάμβανε συγκεκριμένων ελευθεριών τις οποίες εκθέσαμε παραπάνω. Ταυτόχρονα, προκειμένου να εξασφαλιστούν από κάθε πιθανό κίνδυνο οριστικής απώλειας της περιουσίας της Μονής, η οποία θα μπορούσε να πωληθεί σε οποιοδήποτε άτομο ήγειρε αξιώσεις επ’ αυτής, προέβησαν, όπως και οι λοιπές μοναστικές αδελφότητες εντός της οθωμανικής επικράτειας, σε δανεισμό από τοκογλύφους με υπέρογκα επιτόκια ώστε να έχουν ανά χείρας και ανά πάσα στιγμή το ποσό που θεωρούσαν ότι θα επαρκούσε για την κάλυψη της εκ νέου αγοράς της κατασχεθείσας περιουσίας της Μονής. Όπως φαίνεται, οι αξιώσεις των μοναχών της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά περί του ακαταδίωκτου τους, αλλά και του ακατάσχετου που απολάμβανε η Μονή και η περιουσία της έγιναν δεκτές από τις οθωμανικές αρχές οι οποίες συμβιβάστηκαν με την βούληση του Προφήτη Μωάμεθ και υπέκυψαν στην ισχύ που ανέδυαν τα λόγια και η υπογραφή του.
Καταληκτικά μπορούμε να πούμε ότι η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά δεν βίωσε την οδυνηρή εμπειρία και τον εξευτελισμό που βίωσαν άλλες ορθόδοξες Μονές και μοναστικές αδελφότητες που διαβιούσαν εντός της οθωμανικής επικράτειας ως αποτέλεσμα της πολιτικής του Σουλτάνου Σελίμ Β’ και του σεϊχουλισλάμη Εμπουσουούντ Εφέντη. Η περιουσία της Μονής δεν κατασχέθηκε ούτε δημεύτηκε αλλά κατέστη σεβαστή και κατ’ εξαίρεση επετράπη στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά να διατηρήσει αλώβητη την παρουσία της και την περιουσία της, με βάση το από αιώνων προϋπάρχον καθεστώς. Εξάλλου η ίδια προσέγγιση είχε επιδειχθεί από τους μοναχούς και σε άλλες περιπτώσεις όταν μουσουλμάνοι ηγεμόνες επιχείρησαν να δημεύσουν την περιουσία της Μονής, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση του παρανοϊκού και ψυχοπνευματικά ασταθούς Φατιμίδη Χαλίφη Αλ-Χακίμ μπι Αμρ Αλλάχ (996-1021), ο οποίος μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της ταραχώδους βασιλείας του διέταξε την ισοπέδωση του Παναγίου Τάφου και την πλήρη δήμευση και κατάσχεση των περιουσιών χριστιανικών ιδρυμάτων, εκκλησιών και μοναστηριών και το οριστικό κλείσιμο τους. Διόλου εκ θαύματος, η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά σώθηκε χάρη στη Διαθήκη του Προφήτη Μωάμεθ!
———————————-
Αντιμετωπίζοντας το παρόν με γνώμονα το παρελθόν
Η απόφαση του Εφετείου της Ισμαϊλίγια θυμίζει σε πολλά την περίπτωση της έκδοσης του φιρμανίου του Σελίμ Β’ που επέβαλλε το 1568-1569 την κατάσχεση από τους Οθωμανούς όλων των μοναστικών περιουσιών εντός της οθωμανικής επικράτειας και της μετατροπής τους σε κρατική ιδιοκτησία μιρί. Τοιουτοτρόπως και διόλου τυχαία θεωρούμε η Αιγυπτιακή Δικαιοσύνη επέβαλε την κατάσχεση και δήμευση της περιουσίας της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά και της μετατροπής της σε κρατική γη, δηλαδή σε περιουσία του αιγυπτιακού κράτους!
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χθεσινές εξελίξεις που προέκυψαν από τη συνάντηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, κ. Γιώργου Γεραπετρίτη, με τον Αιγύπτιο ομόλογό του Μπαντρ Αμπντελάτι στο Κάιρο. Όπως αποφαίνονται στελέχη της ελληνικής αντιπροσωπείας, ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών τόνισε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ότι είναι απαραίτητο η αιγυπτιακή πλευρά να λάβει υπόψιν της τα θέματα Διεθνούς Δικαίου, τις υφιστάμενες διακρατικές συνθήκες που έχουν συνυπογραφθεί από τις δύο χώρες, και ειδικά τα έγγραφα της αιγυπτιακής αίτησης για την ένταξη της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO δια των οποίων αναγνωρίζει η αιγυπτιακή πλευρά κυριότητα στη Μονή και στην περιουσία της, ώστε να προστατευθεί το υφιστάμενο στάτους κβο της Μονής. Η αιγυπτιακή πλευρά εντούτοις επέμεινε στη μακροσκελή ανάλυση των πολύπλοκων νομικών πτυχών της υπόθεσης, επιμένοντας ότι ναι μεν προς το παρόν δεν θα προκύψει ουδεμία αλλαγή στο υφιστάμενο καθεστώς λειτουργίας και στον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της Μονής, ενώ επέμεινε περαιτέρω στη θέση της το ιδιοκτησιακό καθεστώς να συζητηθεί σε επόμενο στάδιο και μετά από περαιτέρω τεχνική ανάλυση η οποία θα διαμορφώσει την βάση μίας σαφούς προτάσεως για τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η υπόθεση. Μάλιστα στην ανακοίνωση που εξέδωσε αργά χθες τη νύχτα στην επίσημη ιστοσελίδα του το Αιγυπτιακό Υπουργείο Εξωτερικών, όπου φιλοξενούνται δηλώσεις του Αιγύπτιου υπουργού εξωτερικών σχετικές με τη χθεσινή συνάντηση στο Κάιρο, αναφέρεται ότι ο Έλληνας υπουργός και η ελληνική αντιπροσωπεία ενημερώθηκαν για το πλήρες περιεχόμενο της από 28 Μαΐου 2025 δικαστικής απόφασης του Εφετείου της Ισμαϊλίγια σχετικά με τα εδάφη που περιβάλλουν την Μονή. Εν συνεχεία τόνισε την ιερότητα, το θρησκευτικό χαρακτήρα και την απαραβίαστη φύση της Μονής και των με αυτήν συνδεόμενων αρχαιολογικών χώρων, τονίζοντας ότι η απόφαση διαφυλάσσει την υψηλή πνευματική αξία και το θρησκευτικό κύρος της Μονής, ενώ δήλωσε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώθηκαν οριστικά και διά παντός τα δικαιώματα των μοναχών που διαβιούν στη Μονή να επωφελούνται από τη Μονή καθ’ εαυτή αλλά και τους θρησκευτικούς αρχαιολογικούς χώρους της ευρύτερης περιοχής. Εντύπωση προκαλεί η συλλήβδην καταδίκη του Αιγύπτιου υπουργού για τις, όπως αναφέρθηκε σε αυτές, εσφαλμένες αναφορές των μέσων ενημέρωσης στην υπόθεση και ιδίως στο χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης του Εφετείου της Ισμαϊλίγια. Ο Αιγύπτιος υπουργός επανέλαβε την επιβεβαίωση του ίδιου του Προέδρου της Αιγύπτου, κ. Αμπτελαφατάχ αλ-Σίσι, ο οποίος όπως αποκαλύφθηκε είχε ήδη κατά τη συνάντηση της 7ης Μαΐου είχε ενημερώσει τον Έλληνα πρωθυπουργό για την επικείμενη δικαστική απόφαση αλλά και για τον επιβεβαιωτικό προς τα δικαιώματα της Μονής χαρακτήρα της. Εντούτοις, για ακόμα μία φορά έγινε λόγος από τα πλέον αρμόδια κι επίσημα χείλη της αιγυπτιακής πλευράς η πρόθεση της Αιγύπτου να ανακινήσει στο, κατά τη δήλωση και προς ώρας χρονικώς απροσδιόριστο, μέλλον το ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των γαιών που περιβάλλουν την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά.
Ένα ερώτημα το οποίο γεννάται είναι αφενός εάν ο κ. Γεραπετρίτης ζήτησε να του παραδοθεί επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης του Εφετείου της Ισμαϊλίγια, ώστε να τεθεί δημόσια στη διάθεση όσων επιθυμούν να την αναγνώσουν και να μελετήσουν στην πληρότητα και ολότητά τους όλες οι νομικές πτυχές του ζητήματος, ενώ επιπροσθέτως θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η ελληνική πλευρά απαίτησε να της κατατεθεί ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για τις κινήσεις στις οποίες σκοπεύει να προβεί η αιγυπτιακή πλευρά όσον αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των γαιών που αποτελούν περιουσία της Μονής;
Η κατάσταση παραμένει πολύπλοκη από πολλές απόψεις και δεν αποκλείεται πλέον η πιθανότητα η μέχρι στιγμής καθαρά νομική διελκυστίνδα μεταξύ των δύο πλευρών να μετατραπεί δια της διεθνοποίησης του ζητήματος και σε διπλωματική διελκυστίνδα. Απαιτούνται νέες τεχνικές μελέτες ενώ το νομικό βάρος και κύρος της δικαστικής απόφασης του Εφετείου της Ισμαϊλίγια δεν θα πρέπει να αγνοηθεί, καθώς αναμένεται ότι η αιγυπτιακή πλευρά εν ανάγκη θα υποστηρίξει τις θέσεις της με το πρόσχημα ότι ο σεβασμός στην Αιγυπτιακή Δικαιοσύνη και τις αποφάσεις αποτελεί εκ ων ουκ άνευ για το σεβασμό της ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας της Αιγύπτου στα εδάφη της. Επιπλέον, μία προσφυγή της Μονής, είτε κατά μόνας είτε με την υποστήριξη του Ελληνικού Κράτους, στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αιγύπτου με σκοπό την επίτευξη μίας δίκαιης απόφασης ή ενός εξωδικαστικού συμβιβασμού, όχι μόνο θα αποτελούσε την έναρξη μίας έντονης νομικής διαμάχης μεταξύ των δύο μερών αλλά ταυτόχρονα η μακρά χρονική διάρκεια της διαδικασίας σε αυτό το στάδιο θα οδηγούσε σε περαιτέρω ασάφεια και κυρίως θα έδινε λαβές στην αιγυπτιακή πλευρά να ασκήσει πιέσεις στη Μονή και τους εν αυτή διαβιούντες μοναχούς ώστε να τους εξαναγκάσει σε συμβιβασμό προς το δικό της συμφέρον. Ακόμα και η υπογραφή μίας νέας διακρατικής συμφωνίας κρίνεται ανεπαρκής εφόσον η αιγυπτιακή πλευρά απέδειξε στην πράξη ότι παίζει τα χαρτιά της με απόλυτο ρεαλισμό και δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να σεβαστεί στην πράξη τόσο υφιστάμενες δεσμευτικές διακρατικές συμφωνίες αλλά κυρίως επίσημα έγγραφα σχετικά με την αίτηση για την υπαγωγή της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και τη συνακόλουθη εις το διηνεκές διασφάλιση του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, τα οποία μάλιστα η ίδια είχε υπογράψει κατά την ίδια αυτής βούληση και πρωτοβουλία. Άρα φτάνουμε πλέον στο σημείο να θέσουμε το κρίσιμο ερώτημα: Τι μπορεί και τι πρέπει να πράξουν η Ελλάδα και η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά ώστε να ισχυροποιήσουν τη θέση της Μονής και να την εξασφαλίσουν από οποιασδήποτε φύσεως έξωθεν παρεμβάσεις;
Κατά την άποψη μας, είναι επιβεβλημένο οι μοναχοί και η Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να παρέμβει και να δράσει ως εγγυήτρια δύναμη η οποία έχει συνυπογράψει την υπαγωγή της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο όπως και οι μοναχοί του 16ου αιώνα αλλά και οι προκάτοχοι αυτών στο μακρό ιστορικό βίο της Μονής. Θα πρέπει λοιπόν να κινηθούν άμεσα και από κοινού και να κοινοποιήσουν την υπόθεση στις δύο ανώτερες ισλαμικές αρχές εντός του σύγχρονου ισλαμικού κόσμου, δηλαδή το Μεγάλο Μουφτή της Μέκκας και της Μεδίνας, των δύο Ιερών Πόλεων του Ισλάμ, και τον Μεγάλο Μουφτή του Πανεπιστημίου Αλ-Άζχαρ του Καΐρου. Ο πρώτος, παρότι έχει την έδρα του στο Ριγιάντ, στη Σαουδική Αραβία, και εκπροσωπεί τη Χανμπαλιτική Σχολή ερμηνείας του Ιερού Κορανίου, η οποία δεν εφαρμόζεται κατά βάσιν παρά μόνο στην Αραβική Χερσόνησο, εντούτοις αποτελεί μία εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα η οποία ασκεί επιρροή στον ισλαμικό κόσμο. Ο δεύτερος αποτελεί την ύψιστη και πλέον σεβάσμια θρησκευτική προσωπικότητα στην Αίγυπτο καθώς εκπροσωπεί έναν εξαιρετικά σημαντικό θεσμό, το Πανεπιστήμιο του Αλ-Άζχαρ, με παράδοση αιώνων στην ερμηνεία του Ιερού Κορανίου, τα Χαντίθ του Προφήτη Μωάμεθ και την εν γένει ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Ιερού Ισλαμικού Νόμου.
Απόλυτο σκοπό και επιδίωξη των μοναχών και της Ελληνικής Κυβέρνησης θα πρέπει να αποτελέσει η έκδοση γνωματεύσεων ιερονομικού χαρακτήρα, δηλαδή φετβάδων, οι οποίες θα επικυρώνουν, με βάση και ως απόδειξη τα έγγραφα που κατέχει στο αρχείο της η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά και το δεδικασμένο παρελθόντων αιώνων, το καθεστώς ακαταδίωκτου των μοναχών και της μοναστικής αδελφότητας εν γένει όπως και το καθεστώς ακατάσχετου της περιουσίας της Μονής. Η κοινοποίηση των φετβάδων στην αιγυπτιακή κοινή γνώμη αλλά και στο σύνολο του ισλαμικού κόσμου θα φέρει την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση ενώπιον του διλήμματος, είτε να επιμείνει σε παρεμβάσεις που αποσκοπούν τελικώς στην κατάσχεση και δήμευση της περιουσίας της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά, παραβιάζοντας όμως έτσι την ρητώς εκπεφρασμένη δια της Διαθήκης του βούληση του Προφήτη Μωάμεθ, είτε να αποσυρθεί και να ακυρώσει την προσφάτως ληφθείσα απόφαση της Αιγυπτιακής Δικαιοσύνης. Εάν η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση επιμείνει στην εφαρμογή της απόφασης, τότε θα αγνοήσει την βούληση του Προφήτη Μωάμεθ, κάτι το οποίο συνιστά βαρύτατο αδίκημα με βάση τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, καθώς η απόρριψη της εξουσίας, της αλήθειας και της σοφίας των λόγων και των έργων του Προφήτη Μωάμεθ αποτελεί την ύψιστη μορφή βλασφημίας (Αρ. sabb al-nabī) στο Ισλάμ και με βάση την συντηρητική ερμηνεία των Χανμπαλιτών της Αραβικής Χερσονήσου και των Σαφιιτών του Πανεπιστημίου του Αλ-Άζχαρ του Καΐρου τιμωρείται με θανατική ποινή δίχως αποδοχή ελαφρυντικών ή μετανοίας.
Έτι περαιτέρω η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση θα έρθει αντιμέτωπη με την πίεση που θα της ασκηθεί από τις συντηρητικές μάζες των μουσουλμάνων πιστών όχι μόνο στην Αίγυπτο αλλά στο σύνολο του ισλαμικού κόσμου. Ουδείς μουσουλμάνος ηγέτης επιθυμεί να στιγματιστεί πολλώ δε μάλλον να στοχοποιηθεί ως υβριστής του Προφήτη Μωάμεθ και άρα να φτάσει να λογίζεται ως ένα ον κατώτερο κι από τον πιο εξευτελισμένο άπιστο ή ειδωλολάτρη, αφού με βάση την ερμηνεία και εφαρμογή του Ιερού Ισλαμικού Νόμου ο άπιστος επιδίδεται σε ύβρεις κατά του Προφήτη Μωάμεθ και της ισλαμικής πίστης γιατί δεν γνωρίζει το μήνυμα που ο Προφήτης Μωάμεθ μεταφέρει μέσω του Ιερού Κορανίου και του παραδείγματος της δικής του στάσης ζωής και συμπεριφοράς στους πιστούς μουσουλμάνους. Όταν όμως το ίδιο πράττει ένας εκ γενετής όμως μουσουλμάνος, και δη ένας πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, ο οποίος έχει δεχθεί την ευλογία του μηνύματος του Προφήτη Μωάμεθ, τότε θα καταδικαστεί στη μνήμη των πιστών μουσουλμάνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ισλαμικού κόσμου ως βλάσφημος που απορρίπτει τον Προφήτη Μωάμεθ και το μήνυμα του. Κι αυτό δεν νομίζουμε πώς μπορεί να το αντέξει ουδείς εκ των μελών της Αιγυπτιακής Κυβερνήσεως.
Εν συνεχεία η Ελλάδα, εάν κι εφόσον η Αίγυπτος συνεχίζει να επιμένει στην εφαρμογή της απόφασης της Αιγυπτιακής Δικαιοσύνης, θα πρέπει να παρακάμψει την οποιαδήποτε διμερή επαφή μεταξύ των δύο κρατών και να προσφύγει επίσημα στην UNESCO, όπου θα καταθέσει όλα τα δεδομένα και τα έγγραφα που αφορούν στην υπόθεση, και να απαιτήσει:
- Ειδική συνεδρίαση της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
- Επιτόπια αποστολή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση της κατάστασης.
- Κατάθεση υπομνήματος για την παραβίαση από πλευράς Αιγύπτου των διεθνών της υποχρεώσεων.
- Παράλληλα, η Ελλάδα θα πρέπει να κοινοποιήσει το ζήτημα σε διεθνείς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ, και να απαιτήσει ως κράτος-μέλος να παρέμβουν με ανακοινώσεις/αποφάσεις και διπλωματικές αποστολές για την προστασία της Μονής και των μοναχών της.
- Τέλος, ως απόλυτο μέτρο η Ελλάδα θα μπορούσε να προβεί σε κατασχέσεις αιγυπτιακών περιουσιών αντιστοίχου μεγέθους και κύρους που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας.
Ελπίζουμε και ευχόμαστε να μη χρειαστεί οι δύο πλευρές να φτάσουν σε αυτό το σημείο έντασης και ανοιχτής μεταξύ τους σύγκρουσης. Είναι εντούτοις καθήκον της Ελλάδας να προστατεύσει τη δική της ιστορική παράδοση χιλιετιών στην περιοχή και να μην υποχωρήσει σε νέους όψιμους νασερικούς χειρισμούς όπως αυτοί που τη δεκαετία του 1950 μέσω των εθνικοποιήσεων και κρατικοποιήσεων οδήγησαν τον Αιγυπτιωτικό Ελληνισμό στην εξαφάνιση και τον ξεριζωμό από την Αίγυπτο.
* Δημήτρης Λαμπράκης, Διδάσκων Ιονίου Πανεπιστημίου – Πολιτικός επιστήμων, Οθωμανολόγος, ιστορικός
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κωνσταντίνος Χ. Γώγος: Πώς φτάσαμε στην έκτιση πλημμεληματικών ποινών στη δίκη για το Μάτι Δημήτρης Αναστασόπουλος: Δικηγορία, ανθρώπινη εμπειρία και τεχνητή νοημοσύνη – τεχνητές και πραγματικές προκλήσεις Κωνσταντίνος Χ. Γώγος: Κατάργηση 7ετίας στις άδειες διαμονής: Αξίζει; Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής: Θρησκεία και πολιτική ορθότητα: Όρια και συνταγματικές εγγυήσεις στον δημόσιο χώρο Αντώνης Π. Αργυρός: Σεισάχθεια: Η εξωδικαστική επίλυση για διαφορές με το Δημόσιο και τα κρατικά νομικά πρόσωπα!! – Ο μόνος τρόπος επιτάχυνσης στις διοικητικές δίκεςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr