Βασίλης Χειρδάρης: Έκτιση καταργηθείσας ισόβιας κάθειρξης: Μια σιωπηλή συνεχιζόμενη αδικία
Ο ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης εξηγεί γιατί η συνέχιση της έκτισης ισόβιων ποινών για οικονομικά εγκλήματα αποτελεί κατάφωρη αδικία και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Όπως είναι γνωστό, έχει καταργηθεί με τον νέο Ποινικό Κώδικα από 1ης Ιουλίου 2019 ο περιβόητος ν. 1608/1950, που προέβλεπε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ως επιβαρυντική περίσταση για συγκεκριμένα οικονομικά εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ο νόμος και κατά τον χρόνο που ίσχυε είχε επικριθεί επανειλημμένα και ποικιλότροπα ως μια αναχρονιστική νομοθεσία για την προστασία του δημοσίου, που παραβίαζε με τη σκληρότητα και την ανελαστικότητα των προβλεπομένων ποινών τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας. Η κατάργησή του μάλιστα είχε την ευρύτερη συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ποτέ δεν αποδέχθηκε στη συντριπτική της πλειοψηφία ότι η παραβίαση ενός οικονομικού εγκλήματος ισοδυναμεί με την ποινική μεταχείριση της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως!
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, έξι (6) χρόνια μετά την κατάργηση του ν. 1608/50 οι επιβληθείσες ποινές ισόβιας κάθειρξης συνεχίζουν να εκτίονται κανονικά στις ελληνικές φυλακές. Πληροφορήθηκα δε πρόσφατα (επίσημη στατιστική δεν υπάρχει) ότι οι κρατούμενοι αυτοί είναι ελάχιστοι και ένας μάλιστα εξ αυτών εκτίει ποινές τριών ισοβίων καθείρξεων για παραβίαση του ανωτέρω νόμου! Εκτίονται μάλιστα οι ποινές αυτές χωρίς «τυμπανοκρουσίες» διαμαρτυριών και χωρίς να ασχολούνται τα ΜΜΕ με αυτούς τους ελάχιστους «ξεχασμένους» κρατούμενους.
Κατ’ αρχήν είναι από κάθε περίπτωση απαράδεκτο και άδικο για το ίδιο αδίκημα και για την ίδια αντικειμενική υπόσταση να εκτίει ένας κρατούμενος ισόβια κάθειρξη λόγω καταδικαστικής απόφασης που κατέστη αμετάκλητη μέχρι τις 30.6.2019 και ένας άλλος κρατούμενος, που και αυτός καταδικάστηκε αρχικά σε ισόβια κάθειρξη να εκτίει ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης -που είναι πολλαπλά επιεικέστερη από την ισόβια– μόνο και μόνο επειδή η καταδίκη του κατέστη αμετάκλητη μετά τις 30.6.2019. Η διαφορά ακόμα και μίας μέρας μεταξύ ίδιων περιπτώσεων δημιουργεί θέματα ανισότητας και κατάφωρης αδικίας.
Η συνέχιση της κράτησης προσώπων που εκτίουν ισόβια κάθειρξη για οικονομικά εγκλήματα, παρά την κατάργησή της από το 2019, αποτελεί κραυγαλέα παραβίαση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομολογία των διεθνών δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και η επιστημονική κοινότητα συγκλίνουν σε μια σαφή θέση: Η αρχή του lex mitior (ευμενέστερος νόμος) απαιτεί την άμεση και υποχρεωτική αναδρομική εφαρμογή των ηπιότερων και ευμενέστερων ποινικών διατάξεων.
Το ζήτημα είναι αν η ευμενέστερη διάταξη έχει θεσπιστεί μεταγενέστερα από την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου και πλέον καταδικασθέντος, μπορεί να εφαρμοστεί;
Κατ’ αρχήν σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη, που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Αυτό σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι ορθώνει τον περιορισμό εφαρμογής της διάταξης μέχρι την αμετάκλητη απόφαση. Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ, οι διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπερισχύουν των απλών ελληνικών νόμων, όπως αυτού του ΠΚ, άρα και του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. ΠΚ.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του ΔΣΑΠΔ ρητά αναφέρεται ότι «εάν μετά τη διάπραξη του {αδικήματος} ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν». Η διάταξη αυτή, που είναι υπερνομοθετικής ισχύος για την χώρα μας, δεν βάζει χρονικούς ή δικονομικών σταδίων περιορισμούς για την εφαρμογή της αρχής lex mitior, ούτε αναφέρει εάν υφίσταται ή όχι αμετάκλητη καταδίκη για να ισχύσει ή μη η εκτέλεση της ελαφρύτερης ποινής. Να επισημανθεί ότι το δικαίωμα αυτό κατά το ΔΣΑΠΔ είναι απόλυτο και δεν μπορεί να χωρέσει παρέκκλιση. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Γενικό Σχόλιό της με αρ. 29 προσδιόρισε ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται ακόμη και κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, επιβεβαιώνοντας ότι η lex mitior είναι αναπόσπαστη και χωρίς παρέκκλιση πτυχή του ποινικού δικαίου.
Το ΕΔΔΑ στην εμβληματική απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης Scoppola κατά Ιταλίας (αρ. 2) της 17.09.2009 (προσφ. αρ. 10249/03) διεύρυνε την προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ και έκρινε ότι δεν προστατεύει μόνο από την αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερων ποινικών νόμων, αλλά κατοχυρώνει και την αναδρομική εφαρμογή του ευμενέστερου νόμου. Μάλιστα σε μεταγενέστερη νομολογία του διεύρυνε περαιτέρω την εμβέλεια του άρθρου 7. Στις υποθέσεις Del Río Prada κατά Ισπανίας της 21.10.2013 (αρ. προσφ. 42750/09)., επέκτεινε την προστασία lex mitior σε άτομα που ήδη εκτίουν αμετάκλητες ποινές και στη συνέχεια στην απόφαση Gouarré Patte κατά Ανδόρρας της 12.01.2016 (αρ. προσφ. 33427/10), για πρώτη φορά εφάρμοσε ρητά την αρχή lex mitior σε ήδη αμετακλήτως καταδικασθέντες.
Σχετικώς ενημερωτικά αναφέρω ότι το Διαμερικανικό σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχει την ισχυρότερη προστασία για την lex mitior μέσω του άρθρου 9 της Αμερικανικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο ρητώς ορίζει ότι εάν μετά τη διάπραξη του αδικήματος ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο ένοχος επωφελείται από αυτήν. Αυτό δημιουργεί θετική υποχρέωση και όχι απλό δικαίωμα χωρίς χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, χρησιμοποιώντας επιτακτική φρασεολογία που τα κράτη οφείλουν να εφαρμόζουν. Στην απόφαση ορόσημο Ricardo Canese κατά Παραγουάης της 31.08.2004, το Διαμερικανικό Δικαστήριο αναγνώρισε ρητά ότι οι κατηγορούμενοι πρέπει να επωφελούνται από μεταγενέστερες ελαφρύτερες ποινές. Το δικαίωμα αυτό είναι επίσης απόλυτο και δεν υπάρχει δυνατότητα παρέκκλισης από τα κράτη στην εφαρμογή του. Να επισημανθεί ότι στο άρθρο 29 της Αμερικανικής Σύμβασης έχει θεσπισθεί η σπουδαία ερμηνευτική αρχή pro homine (ή pro persona), σύμφωνα με την οποία όταν έχουμε δύο ή περισσότερους τρόπους να ερμηνεύσουμε έναν νόμο, πάντα διαλέγουμε αυτόν που προστατεύει καλύτερα τον άνθρωπο, αρχή που το Διαμερικανικό δικαστήριο συνδυάζει επιτυχώς με την αρχή lex mitior.
Μετά τα παραπάνω να επανέλθομε στο ελληνικό δίκαιο που διαθέτει σπουδαία «όπλα» για την εφαρμογή της αρχής εφαρμογής της επιεικέστερης διάταξης.
Το άρθρο 2 παρ. 2 του νΠΚ προβλέπει ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη ανέγκλητη παύει (οποτεδήποτε) η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν θεσμοθετείται χρονικός περιορισμός μέχρι την αμετάκλητη έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, όπως ορίζει η παρ. 1.
Η ανωτέρω διάταξη μπορεί ευχερώς να εφαρμοσθεί αναλογικά, σε συνδυασμό με την θεμελιώδη αρχή της αξίας του ανθρώπου, της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου, της αναλογικότητας, (άρθρα 2, 4 και 25 παρ. 1 του Σ), και σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, 5 και 7 της ΕΣΔΑ και 15 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ μπορεί να οδηγήσουν τόσο τα ελληνικά δικαστήρια όσο και την νομοθετική εξουσία στην άμεση εξεύρεσης λύσης για ένα άδικο θέμα, ώστε οι (ελάχιστοι) καταδικασθέντες και εκτίοντες ισόβια κάθειρξη να εκτίσουν πρόσκαιρη και ως το ανώτατο όριό της.
Δυστυχώς η αδικία που έχει προκύψει δημιουργεί μια κοινωνία κρατουμένων δύο ταχυτήτων και προσβάλλει θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Από τη μία, έχουμε πολίτες που διαπράττοντας πρόσφατα το ίδιο ακριβώς οικονομικό έγκλημα αντιμετωπίζουν ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης και από την άλλη, έχουμε ανθρώπους που καταδικάστηκαν πριν από χρόνια για την ίδια πράξη σε ισόβια κάθειρξη. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους; Η ημερομηνία στο ημερολόγιο.
Η διατήρηση αυτών των «νομικών απολιθωμάτων» προσβάλλει την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στον νόμο και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των διαδίκων στη δικαιοσύνη.
Είναι επιτακτική ανάγκη η νομοθετική και η δικαστική εξουσία να παρέμβουν. Απαιτείται είτε η θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία ενός σαφούς μηχανισμού επανεξέτασης αυτών των ποινών, είτε η δικαστική ερμηνεία των υφιστάμενων διατάξεων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκατασταθεί η κατάφωρη αδικία σε βάρος των ελαχίστων αυτών καταδικασθέντων.
Το να αφήνουμε ανθρώπους να εκτίουν ποινές που έχουν καταργηθεί δεν είναι απλώς άδικο. Είναι μια δήλωση παραίτησης από την ίδια την ουσία της δικαιοσύνης: την ικανότητά της να εξελίσσεται, να αναγνωρίζει τις υπερβολές του παρελθόντος και να αποδίδει σε όλους, ανεξαιρέτως, μια μεταχείριση σύμφωνη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι θέμα χρονικής σύμπτωσης. Όταν το κράτος αναγνωρίζει ότι μια ποινή είναι υπερβολική, αυτή η αναγνώριση πρέπει να ωφελεί όλους όσους υφίστανται τις συνέπειές της, ανεξάρτητα από το χρόνο καταδίκης τους.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr