Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ευαγγελία Γάκη: Ειδικές πραγματογνωμοσύνες

Η πραγματογνωμοσύνη συνιστά ένα από ισχυρότερα αποδεικτικά μέσα

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ευαγγελία Γάκη: Ειδικές πραγματογνωμοσύνες Freepik

Η πραγματογνωμοσύνη συνιστά ένα από ισχυρότερα αποδεικτικά μέσα το οποίο το συναντάμε στο τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του ΚΠΔ με τίτλο οι αποδείξεις και συγκεκριμένα στις διατάξεις των άρθρων 183-208 ΚΠΔ. Ο ανακριτής όταν συντρέχει λόγος πραγματογνωμοσύνης για την εξακρίβωση ορισμένου γεγονότος, πριν εκδώσει διάταξη ως οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30, 102, 138 και 274 ΚΠΔ, διαβιβάζει την δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών με έγγραφο του, στο οποίο αναγράφει την παραγγελία βάση της οποία διενεργεί ποινική δίωξη καθώς και λεπτομερή αναφορά των λόγων ένεκα των οποίων απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ζητώντας απ αυτόν να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα αν συμφωνεί η διαφωνεί με τον διορισμό πραγματογνώμονα, θέτοντας την ημερομηνία και την υπογραφή του. Όπως ορθά ορίζεται στο άρθρο 195 ΚΠΔ, το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να καθορίζεται από τον ανακρίνοντα με λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα. Στη σχετική παραγγελία ή διάταξη θα πρέπει με λογικό ειρμό, συνεπή αλληλουχία και εύληπτη ροή να εκτίθενται, κατά σειρά, ο επιδιωκόμενος σκοπός της επιδιωκόμενης πραγματογνωμοσύνης, τα κύρια και ουσιώδη ζητήματα που χρήζουν διευκρίνισης και επίλυσης και μια σειρά ερωτημάτων στα οποία καλείται να απαντήσει με ειδικές γνώσεις της επιστήμης ή της τέχνης ο διορισθείς πραγματογνώμονας.  Ο ανακριτής δεν δεσμεύεται από την γνώμη του Εισαγγελέα ως προς το διορισμό πραγματογνώμονα, δεδομένου ότι για την διενέργεια η το είδος της πραγματογνωμοσύνης (τακτική ή προκαταρκτική) δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα.

Με έκθεση κοινοποιήσεως διατάξεως καλείται ο πραγματογνώμονας που έχει επιλεγεί, να προσέλθει στο γραφείο του ανακριτή για να δώσει το νόμιμο όρκο σύμφωνα με το άρθρο 194 ΚΠΔ  και να του επιδοθεί η διάταξη διορισμού του. Η κλήση μπορεί να είναι και τηλεφωνική. Στη συνέχεια του επιδίδεται η διάταξη με τους λόγους που επιτάσσουν τον διορισμό του και τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσει, ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας  οφείλει  να προσκομίσει την πραγματογνωμοσύνη εκτός αν με αίτηση του ζητήσει την παράταση της. Παράλληλα γίνεται μνεία της γνώμης του Εισαγγελέα είτε είναι σύμφωνη είτε όχι. Επίσης γίνεται μνεία της υποχρέωσης του αναφορικά με το άρθρο 207 παρ.1βΚΠΔ να γνωστοποιήσει στους τεχνικούς συμβούλους το τόπο και το χρόνο διενέργειας αυτής καθώς και το θέμα αυτής. Η διάταξη του πραγματογνώμονα αφού κοινοποιηθεί σε αυτόν, κοινοποιείται στον Εισαγγελέα, στον κατηγορούμενο αλλά και στον παραστάσα προς υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που απορρέει από την υποχρέωση έγγραφης γνωστοποίησης των στοιχείων τους, όπως επιβάλλει η αξίωση ουσιαστικής άσκησης του δικαιώματος του εισαγγελέα και των διαδίκων,  προκείμενου ν ασκήσουν από τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματα τους, που προβλέπονται στα άρθρα 191, 192 και 204 ΚΠΔ, σε προθεσμία που τάσσει ο ανακριτής. Η έλλειψη της ανωτέρω πρόσκλησης καθιστά την ανακριτική διάταξη ως και τη διεξαχθείσα με βάση αυτή πραγματογνωμοσύνη, απόλυτα άκυρη. Επιπλέον με την προσθήκη της παρ. 1 του άρθρου 204 ΚΠΔ απαιτείται η γνωστοποίηση ανάθεσης της πραγματογνωμοσύνης όπως προβλέπει το άρθρο 192 ΚΠΔ σε όλους τους διαδίκους για το διορισμό τεχνικών συμβούλων, ακόμα και στη περίπτωση που η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται στα κατ άρθρο 184 ΚΠΔ εργαστήρια. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η περίπτωση της έγγραφης γνωστοποίησης καταλαμβάνει και το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης και αφορά τόσο τον ύποπτο όσο και τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας.

Α. Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ.

Ειδικότερα, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ και ειδικότερα, του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, των γενετησίων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους, της κατάχρησης ανηλίκων, της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας, της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους, των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, της μαστροπείας και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, προβλέπονται από τον κώδικα δύο «ιδιώνυμες» πραγματογνωμοσύνες.

Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ.

Η πρώτη  δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Έχει το ρόλο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται για την ενίσχυση των ευάλωτων μαρτύρων (vulenarable witnesses). Ο όρος αυτός περιγράφει μάρτυρες -συνήθως ανηλίκους ή θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων – τους οποίους ο νομοθέτης κρίνει ότι λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, θα πρέπει να τους εξαίρεση από την κατ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντική την ποιότητα της μαρτυρίας τους. Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην δει ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι πρέπει να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και ψυχική του υγεία. Στο πλαίσιο του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, ρυθμίσεις που κατατείνουν στη προστασία ευάλωτων μαρτύρων συναντά κανείς όπως είπαμε, στις διατάξεις των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ. Κατά την εξέταση του ανήλικου (είτε του ενήλικου ) θύματος λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εγκλημάτων του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ, ο νομοθέτης  παρεκκλίνει από το γενικό κανόνα του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων, προϋποθέτοντας για την διεξαγωγή αυτής, το διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων (παιδοψυχίατρων ή παιδοψυχολόγων, ψυχιάτρων και ψυχολόγων αντίστοιχα).  Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να προστατεύσει τα ανήλικα είτε τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής  κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να  υποβληθούν.

Ειδικότερα το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχίατρος η παιδοψυχολόγος,  όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος διορισθέντας πραγματογνώμονας από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, εν συνέχεια παρίσταται στην και κατά την διάρκεια εξέτασης αυτού, είτε από το προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή. Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα είναι η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωση του για την σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Επιπλέον η συνεργασία με τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται από το πίνακα πραγματογνωμόνων. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος γίνεται στα Αυτοτελή γραφεία προστασίας ανήλικων θυμάτων της εφετειακής περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους για το σκοπό αυτό. Παρατηρούμε ότι, με το άρθρο 120 του ν. 4855/2021, απαλείφεται ο όρος υποχρεωτικά που είχε εισαχθεί με το ΝΚΠΔ, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1. Επομένως, δίνεται η  δυνατότητα όπου δεν υφίστανται αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων, η δικανική εξέταση των ανηλίκων να διενεργείται  είτε από ειδικά εκπαιδευμένο παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή σε περίπτωση έλλειψης τους ψυχολόγο ή ψυχίατρο που περιλαμβάνεται στο πίνακα πραγματογνωμόνων. Ο χώρος πρέπει να είναι ειδικά εξοπλισμένος και διαμορφωμένος για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το άρθρο 7 της ΥΑ 7320/2019 Απόφασης του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην περιφέρεια της Αττικής έχει δημιουργηθεί και εξοπλιστεί  κατάλληλος χώρος στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, που εδράζεται στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών επι της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, προσαρμοσμένος για την προσήκουσα εξέταση των ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας,  αφού τα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων-«Σπίτι του Παιδιού»  δεν έχουν ακόμα στελεχωθεί κατάλληλα και δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία (αρχές του 2022 ετέθη σε λειτουργία των Αθηνών).

Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρίσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής. Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας στην παρ. 4,ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ). Μια μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι προκαλείται. Μέχρι και σήμερα λόγω αδυναμίας καταγραφής της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, λόγω της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, όσον αφορά τις δικογραφίες που έχουν σχηματισθεί για πράξεις του 2020 και πριν,  δύναται να θεωρηθεί  στην πράξη ότι αρκεί η προσκόμιση βεβαίωσης από την υπηρεσία που θα διενεργήσει την προβλεπόμενη διαδικασία ότι δεν υφίσταται υλικοτεχνική υποδομή. Παρόλα αυτά από το 2021 λειτουργεί όπως αναφέραμε στην Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος για την εξέταση του ανηλίκου θύματος, όπου υπάρχει η δυνατότητα πλέον καταγραφής. Η καταγραφή σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο (CD,DVD,USB κλπ) της κατάθεσης του ανηλίκου που θα συνοδεύει την  έκθεση εξέτασης του ως στοιχείο της δικογραφίας, συνιστά έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ.γ του ΠΚ, επομένως  θα χορηγείται αντίγραφο αυτού στους διαδίκους, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρα 100,105,106,107,108,147 και 244 ΚΠΔ). Παρόλα αυτά δεν είναι σύννομη η τήρηση αντιγράφου αυτού, υπο την έννοια της τήρησης αρχείου στην Υπηρεσία της Διεύθυνσης Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων όπως αυτό προβλέπεται στην παρ. 1 εδάφιο στ του άρθρου 7 της ΥΑ 7320/2019. Από την διαδικασία αυτή εξαιρείται η κατ αντιπαράσταση εξέταση τους με τον κατηγορούμενο, δεδομένο ότι η θέαση αυτού είναι δυνατόν να προκαλέσει ψυχική αναστάτωση και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας του ανηλίκου.

Για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων είτε ενήλικων θυμάτων ενώπιων του ανακριτή, ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία. Ειδικότερα, διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο είτε το ενήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, που θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ  σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμων ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο). Ο επιστήμων ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης. Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα, ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του. Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους πραγματογνώμονες δια μέσου των συνηγόρων, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τη κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων». Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια) προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας). Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω η ρύθμιση του άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ με βάση το οποίο είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (στην περίπτωση ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος).

Ο ανακριτής, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε ο δικονομικός τύπος των άρθρων 227 παρ.1 και 4 και 228 παρ.1και 3 ΚΠΔ κατά την προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση πρέπει να επαναλάβει τη λήψη της μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ, παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του να του εγχειρίσουν γραπτό κατάλογο ερωτήσεων προς το μάρτυρα, δυνατότητα που δίνεται πλέον μετά τον ΝΚΠΔ, ώστε να διασφαλιστούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. (άρθρα 227 παρ. 3 και 228 παρ. 2 ΚΠΔ) (ΣυμβΠλημΚερκ23/2014).

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με την σειρά του, που διαπιστώνει κατά την κρίση του επί της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης (άρθρο308παρ.1ΚΠΔ) μην νομότυπη λήψη της κατάθεσης κατά την προδικασία πρέπει να διατάσσει τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (άρθρο 310 παρ.1δ και 3 ΚΠΔ) για την ορθή επανάληψη της λήψης της μαρτυρικής κατάθεσης από τον ανακριτή.

Η γραπτή έκθεση, η οποία είναι ουσιαστικά η πραγματογνωμοσύνη,  πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ  στη περίπτωση που ενώ, οι συνεδρίες για  την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011, ΝΟΜΟΣ, και ΑναθΔικ 4/2012 ΠοινΧρον 2013,232, έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προισχύον δίκαιο, άρθρο  226 Α παρ.2 ούτε και στο ισχύον, άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ, συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο.

Όμως στην πράξη, δημιουργούνται δύο ζητήματα, αφενός ως προς το πως θα περατωθεί η ανάκριση και ο Ανακριτής θα διαβιβάσει τα έγγραφα της δικογραφίας στο Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 308 ΚΠΔ, εφόσον για να συμβεί αυτό, πρέπει κατά ρητή αναφορά στο νόμο να έχει  γίνει και η τελευταία ανακριτική πράξη πριν την απολογία του κατηγορουμένου, αφού η ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από το παιδοψυχολόγο /παιδοψυχίατρο δεν θα έχει ολοκληρωθεί και αφετέρου θα παρακαμφθεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του συνόλου της δικογραφίας σύμφωνα με τα άρθρα 100 και 308 παρ.1 ΚΠΔ, μετά το πέρας της ανάκρισης.

Ο ανακριτής οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επι ποινή δεν ακυρότητας και στον κατηγορούμενου, οι οποίοι δικαιούται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στο διορισμό τεχνικών συμβούλων. Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης της ανήλικης στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής προανάκρισης) και συνεπώς η γνωστοποίηση στον ύποπτο του διορισμού πραγματογνώμονος, προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, δεν είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 204 παρ.2 ΚΠΔ. Επιπλέον με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης η στους συνηγόρους του δηλώντα προς υποστήριξη κατηγορίας,  να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου η παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ.  Σύμφωνα με το άρθρο 207 παρ.2 ΚΠΔ ρητά εξαιρείται το δικαίωμα προσωπικής επαφής του τεχνικού συμβούλου με τον ανήλικο.

Σύμφωνα με το  άρθρο  227 παρ.4 εδ.β (αντίστοιχο 228 παρ. 3β) σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέταση του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από τη υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα. (άρθρο 19 παρ. 4 και  20 παρ.3 -6 οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας(4267/2014), άρθρα 9 παρ.4, 12 παρ.4 και 15 παρ.3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5   εδ.α η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα. (226Α παρ.4α και 226Β παρ 4 προισχύον δίκαιο). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης  ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεση του ανήλικού, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.

Τέλος, στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ, ορίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εμφάνιση και εξέταση του ανηλίκου θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου από τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης, αλλά αυτή μπορεί να διενεργηθεί κατ’ εξαίρεση μόνον κατόπιν αιτήματος από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα. Τότε μόνο, όταν γίνει δηλαδή δεκτό το αίτημα από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, μπορούν να τεθούν ερωτήματα στο ανήλικο θύμα ενόσω όμως αυτό βρίσκεται σε άλλο χώρο και όχι ενώπιον του δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων, μέσω ανακριτικού υπαλλήλου που διορίστηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, παρουσία ειδικού επιστήμονα της παρ. 1 εδ. α΄ του αρ. 227, επερχόμενης τοιουτοτρόπως κάμψης της θεμελιώδους αρχής της αμεσότητας, που απαιτεί προσωπική και άμεση επικοινωνία του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

Ζήτημα τίθεται όμως αν παρόλα αυτά  επιλύεται το πρόβλημα επικίνδυνης συρρίκνωσης δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3δ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε ΔΣΑΠΔ. Δεν επιλύεται διότι ο συνήγορος δεν έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέες ερωτήσεις με βάση τις απαντήσεις του ανήλικου η του ενήλικου μάρτυρα.(Χαρ. Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688). Θα ήταν ορθότερο ενδεχομένως η παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση , ακόμη και αν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις απευθείας στο μάρτυρα πάρα μόνο υποβάλλοντας τα εγγράφως στον ανακρίνοντα. Η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΕΔΔΑ να βασισθεί αποκλειστικά σε μια κατάθεση χωρίς να παρασχεθεί στο κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλλει ερωτήσεις (αντιπροσωπευτικές αποφάσεις ΕΔΔΑ, Bocos Questa κατά Ολλανδίας, της 10.11.2005,  15.12.2011,al-Khawaja and Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου και 15.12.2015 υπόθεση Schatschaschvili κατά Γερμανίας)

Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021, επεκτείνεται η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ σχετικά με την εξέταση ως μαρτύρων των θυμάτων του άρθρου 323Α  εμπορίας ανθρώπων και στα άρθρα 336 βιασμού, 337 παρ.4 της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε εργασιακό χώρο, 338 της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη,343 της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη,345 της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και 349 παρ.3 της μαστροπείας. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξασφάλιση της ανεπηρέαστης και αντικειμενικής κατάθεσης των ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων που μνημονεύονται στην διάταξη αυτή. Όπως παρατηρούμε από την αιτιολογική έκθεση, εμπλουτίζεται ο κατάλογος των αδικημάτων, για τα οποία προβλέπεται αυτή η ειδική διαδικασία εξέτασης ως ειδικοί μάρτυρες και ο λόγος είναι διότι ο νομοθέτης θέλει να προστατέψει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως πολίτες τρίτων χωρών, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης που λόγω της κακοποίησης που έχουν υποστεί αδυνατούν να καταθέτουν χωρίς την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, αλλά και στην αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων που προέρχονται από την επανειλημμένη εξέταση τους από τις αρχές.

Από την μελέτη του άρθρου αυτού παρατηρείται ότι οι διαδικασίες είναι όμοιες με αυτές του άρθρου 227 ΚΠΔ, όπως τις αναφέραμε ανωτέρω. Σημαντικό είναι  να αναφέρουμε ότι  ο τίτλος της διάταξης αυτής παρέμεινε ο ίδιος. Θεωρούμε ότι αυτό συνέβη λόγω προφανούς παραδρομής, διότι πλέον μετά και την προσθήκη με το νόμο 4855/2021 και άλλων αδικημάτων στην διαδικασία του άρθρου 228, o τίτλος αυτός δεν προσδιορίζει με ακρίβεια  το περιεχόμενο του, αφού δεν αφορά μόνο μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων. Επομένως, κατά την γνώμη του γράφοντος, ορθότερο θα ήταν το άρθρο 228 ΚΠΔ να μετονομαστεί «ενήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας», αφού πλέον η διαδικασία εξέτασης των ανήλικων μαρτύρων προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι,  στην διάταξη του άρθρου 228 ΚΠΔ, διατηρήθηκε η εξαίρεση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 204 έως και 208 ΚΠΔ, εν αντίθεσή με το  άρθρο 227 ΚΠΔ, όπου  ο νομοθέτης χορήγησε ρητά στην παρ. 2 αυτή την δυνατότητα. Ωστόσο χωρίς καμία δικαιολογητική βάση και λογικά εκ προφανούς παραδρομής, διατηρήθηκε το άρθρο 228 παρ. 1 ΚΠΔ η εξαίρεση από τα δικαιώματα των άρθρων 204-208 ΚΠΔ. Επομένως αποτελεί παραφωνία το γεγονός ότι επιτρέπεται στην περίπτωση των ανήλικων θυμάτων η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου, ενώ για τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων που εντάσσονται σ αυτή την διάταξη να απαγορεύεται η δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ. Ο πραγματογνώμονας που διορίζεται έχει και εδώ και όπως και στο άρθρο 227 ΚΠΔ, την υποχρέωση να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος καθώς και να παρίσταται στην εξέταση του. Οφείλει να συντάξει γραπτή έκθεση. Επομένως προηγείται ο διορισμός (ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων 183 επ.), έπεται η προετοιμασία του θύματος για την εξέταση του και η κρίση της ψυχικής κατάστασης και της  αντιληπτικής ικανότητας, ακολουθεί η υποβολή πραγματογνωμοσύνης και στο τέλος η κατάθεση του (ΑΠ 156/2007, ΣυμβΠλημΡόδου 42/2021 και Συμβ ΠλημΑμφ 200/2021, ΑΠ 884/2022).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 228 παρ. 5 ΚΠΔ, στη περίπτωση που το δικαστήριο μετά από αίτηση του εισαγγελέα ή των διαδίκων, κρίνει ότι ο παθόντας πρέπει να καταθέσει μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, δύναται να διορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει τον παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται, σύμφωνα πάντα με την διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όμοια με αυτή του άρθρου 227 par. 6 ΚΠΔ.  Παρατηρούμε την ομοιότητα της διάταξης με αυτή του άρθρου 328 ΚΠΔ (εξέταση των μαρτύρων που έχουν κόλλημα να εμφανιστούν) που ανήκει στο προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας και με την διάταξη του άρθρου  354 ΚΠΔ (μάρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν) που ανήκει στη κύρια διαδικασία. Κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας μετά από αίτηση του Εισαγγελέα ή του διαδίκου ή ακόμα και αυτεπαγγέλτως ο Πρόεδρος θα ορίσει ανακριτικό υπάλληλο που θα εξετάσει το παθόντα στο τόπο όπου βρίσκεται παρουσία ειδικού επιστήμονα (παιδοψυχολόγου ή ψυχιάτρου σε περίπτωση ανηλίκου ή ενηλίκου) και γραμματέα που θα συντάξει έκθεση. Στην κύρια διαδικασία θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 354 ΚΠΔ και την εξέταση θα πραγματοποιήσει  ο Πρόεδρος ή μέλη του δικαστηρίου αντί για τον ανακριτικό υπάλληλο. Προκειμένου να εξετασθεί ο μάρτυρας το δικαστήριο διατάσσει την διακοπή της δίκης μέχρι το πολύ δεκαπέντε μέρες (353 παρ. 4 ΚΠΔ) ή την αναβολή για νέες αποδείξεις (352 ΠΑΡ. 3 ΚΠΔ). Εάν γίνει δεκτό το αίτημα οι ερωτήσεις καθορίζονται  με σαφήνεια και υποστηρίζεται ότι μ αυτή τη διαδικασία αναπληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η παρουσία του ανηλίκου ή του ενηλίκου στο ακροατήριο.(Σεβαστίδης, ο.π. σε 2688).

Με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε, η παρ. 5 του άρθρου 228 ΚΠΔ και ο παθόντας μπορεί να κλητευθεί και  εξεταστεί διαρκούσης της συνεδριάσεως με φυσική παρουσία κεκλεισμένων των θυρών, όπως προβλέπει το  άρθρο 330 ΚΠΔ, αφού προηγηθεί αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Ο νομοθέτης θέλει με την προσθήκη αυτή, να δώσει στο δικαστήριο την ευχέρεια να καλέσει τον ενήλικο παθόντα ενώπιων του αφού η προσθήκη αυτή αφορά μόνο τους ενηλίκους (προβλέπεται μόνο στο άρθρο 228 ΚΠΔ και όχι στο 227 ΚΠΔ που αφορά ανηλίκους) και στην περίπτωση που αυτό θεωρείται αναγκαίο, αφού απαιτεί την έκδοση ειδικά αιτιολογημένης απόφασης, ώστε να εξασφαλίζεται όσο γίνεται η προστασία του μάρτυρα-παθόντα από ανώφελη προσαγωγή του ενώπιων του δικαστηρίου, αλλά επιπροσθέτως και για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στη περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που δικαιολογούν την ενοχή του και απαιτείται η εκ νέου κατάθεση του θύματος. Το δικαστήριο δύναται, είτε να διακόψει 353 ΚΠΔ όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής ή ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος, είτε να αναβάλει για «κρείσσονες αποδείξεις» σύμφωνα με το άρθρο 352  ΚΠΔ έτσι ώστε  να κλητεύσει  τον παθόντα στο ακροατήριο, τηρώντας πάντα τις ιδιαίτερες διατυπώσεις, υπο τις οποίες πρέπει να γίνει η εξέταση του. Όσον αφορά την διαδικασία εξέτασης του θα πρέπει  να διορισθεί ως συμπράττων ειδικός επιστήμονας ψυχολόγος ή ψυχίατρος, είτε εντός, είτε εκτός για λόγους ταχύτητας, του καταλόγου των πραγματογνωμόνων, που θα έχει την αποστολή να προετοιμάσει τον ενήλικο για την εξέταση του, θα συντάξει γραπτή έκθεση περί της αντιληπτικής του ικανότητας και φυσικά θα παρασταθεί κατά την εξέταση του, εφαρμόζοντας όσα προβλέπονται και για τους ανηλίκους, όπως αναλύσαμε ανωτέρω. Επομένως το δικαστήριο, στο διατακτικό του θα κλητεύσει τον παθόντα, θα διορίσει ως ειδικό επιστήμονα για να παρασταθεί ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο οποίος αφενός θα πρέπει να προετοιμάσει ψυχολογικά τον ενήλικο για τον σκοπό και την αναγκαιότητα της εξέτασης και αφετέρου να γνωμοδοτήσει ως προς την αντιληπτική  ικανότητα του ενηλίκου και τέλος θα προκαθορίσει ότι η εξέταση θα γίνει με βάση συγκεκριμένες ερωτήσεις τις οποίες και θα θέσει στο διατακτικό της απόφασης του. Η πρόβλεψη αυτή ικανοποιεί την δυνατότητα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ.3 περ. δ της ΕΣΔΑ και προβλέπεται στη παρ 2 του άρθρου 228 ΚΠΔ, η οποία δίδει το δικαίωμα στους συνηγόρους των διαδίκων να ζητήσουν να υποβληθούν στον παθόντα από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, αφού κρίνει ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος αν αυτές θα επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του παθόντος.

Η δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που προβλέπεται στην διάταξη  του άρθρου 352Α ΠΚ θεσπίζει διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασης τόσο του κατηγορουμένου όταν το θύμα είναι ανήλικο και όχι ενήλικο, όσο και των ανήλικων και όχι των ενήλικων θυμάτων στις περιπτώσεις των ανωτέρω εγκλημάτων. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εντοπιστεί όσον αφορά τον κατηγορούμενο, έγκαιρα τυχόν γενετήσια διαστροφή ή παιδοφιλία των προβλεπόμενων στο Κεφάλαιο 19ο του Ποινικού Κώδικα εγκλημάτων. Επομένως, πρόκειται για την καλούμενη ψυχολογική -ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, δηλαδή την ειδική εξέταση τόσο του κατηγορουμένου όσο και του ανήλικου θύματος, που αποσκοπεί στην υποβολή θεραπείας αυτών, δηλαδή του μεν κατηγορουμένου ως προς τον έγκαιρο εντοπισμό τυχόν γενετήσιας διαστροφής του με την λήψη μέτρων κατάλληλης θεραπείας σε περίπτωση καταδίκης (352Α παρ 2), τον αποκλεισμό επανάληψης στο μέλλον και την διευκόλυνση της οικογενειακής του επανένταξης, του δε θύματος ως προς την επίβλεψη και την αντιμετώπιση του μετατραυματικού συνδρόμου και την υποβολή αυτού σε θεραπεία. Κατά συνέπεια η πραγματογνωμοσύνη αυτή, έχει συγκεκριμένη χρησιμότητα, όπως προβλέπεται από την διάταξη και δεν διενεργείται γιατί αποσκοπεί στην διεύρυνση της υπόθεσης και την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, ως προς την τέλεση ή μη των προαναφερόμενων αδικημάτων εις βάρος των ανηλίκων, ούτε ως προς την ύπαρξη λόγου άρσης ή μείωσης του καταλογισμού σύμφωνα με το άρθρο 34 ή 36 ΠΚ.

Η διαδικασία αυτή διατάσσεται είτε στην προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα είτε στην κυρία ανάκριση από τον αρμόδιο ανακριτή. Η εξέταση αυτή συνιστά πραγματογνωμοσύνη, υπαγόμενη στις διατάξεις των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ. Στο στάδιο της κυρίας ανάκρισης, την εν λόγω ψυχοδιαγνωστική εξέταση του κατηγορουμένου, διατάσσει ο ανακριτής, με την έκδοση διάταξης, αφού υποχρεωτικά ακουστεί ο εισαγγελέας σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ2 και 4 και 138  παρ. 1 ΚΠΔ. Δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Η εξέταση αυτή δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αντιθέτως διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου και  μόνο κατόπιν συναινέσεως του. Αν δεν συναινέσει ο κατηγορούμενος, δεν δύναται ο ανακριτής να προχωρήσει στην διενέργεια της. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι παρόλο που δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου, ότι η συναίνεση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι γραπτή και να εγχειρίζεται στη δικογραφία. Η συναίνεση  δύναται να περιλαμβάνεται είτε στην προφορική απολογία του ενώπιον του ανακριτή είτε στο υπόμνημα που υποβάλλει σ αυτόν  ή πριν απ αυτήν, σε χωριστό έγγραφο  το οποίο και θα συμπεριληφθεί στην δικογραφία. Το λογικό  είναι να δίνεται η συναίνεση στην αρχή της διαδικασίας ώστε να μην χρειάζεται μετά νέα συμπληρωματική απολογία, όπως απαιτείται μετά την τελευταία ανακριτική πράξη. Σε περίπτωση αρνήσεως του ανακριτή να προχωρήσει στην διενέργεια αυτής της εξέτασης, απαιτείται η έκδοση διάταξης η οποία θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο, όπως προβλέπουν τα άρθρα 102 και 274 ΚΠΔ. Επι της διάταξης αυτή ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

Μετά την συναίνεση του φερόμενου ως δράστη και την γνωμοδότηση του αρμόδιου Εισαγγελέα, επιστρέφει η δικογραφία στον ανακριτή, όπου προβαίνει στην έκδοση διάταξης με την οποία διορίζει πραγματογνώμονα ψυχίατρο, από τον πίνακα πραγματογνωμόνων που καταρτίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Στην ανωτέρω ανακριτική διάταξη παρατίθενται οι ερωτήσεις που απευθύνονται στον πραγματογνώμονα, η εισαγγελική γνωμοδότηση που δεν απαιτείται να είναι σύμφωνη, καθώς και τη συναίνεση του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει την διάταξη αυτή στον εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας, ήτοι το νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου θύματος, διότι δεν προκύπτει καμία εξαίρεση από το νόμο όσον αφορά την κοινοποίηση της διατάξεως στον τελευταίο. Επομένως ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας νομιμοποιείται εν προκειμένω, στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από τα άρθρα 191 και 192 ΚΠΔ και τον διορισμό αντίστοιχα τεχνικού συμβούλου σύμφωνα με τα άρθρα 204 ΚΠΔ., δικαίωμα το οποίο έχει και ο κατηγορούμενος αντίστοιχα. Αν μετά τη έκδοση της διάταξης ο κατηγορούμενος ανακαλέσει την δήλωση συναίνεσης του για την διενέργεια της ψυχοδιαγνωστικής του εξέτασης, τότε αυτός δεν δύναται να εξαναγκαστεί και ως εκ τούτου, ματαιώνεται η διενέργεια αυτής.

Όσα λεπτομερώς περιγράφονται ανωτέρω για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν και σ αυτήν όσον αφορά την ορκοδοσία και την ανάληψη καθηκόντων μετά δε την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης αυτός υποβάλλει την έκθεση του στο ανακριτή  (αρ. 198 και 148 ΚΠΔ). Σε περίπτωση που το πόρισμα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης κατατείνει υπερ του εντοπισμού τυχόν γενετήσιας διαστροφής του κατηγορουμένου, δύναται στη περίπτωση αυτή το δικαστήριο να επιβάλει στον καταδικασθέντα την παρακολούθηση προγράμματος ψυχογενετήσιας θεραπείας του, η οποία εκτελείται κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ή ανεξάρτητα απ αυτήν.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και όσον αφορά τα ανήλικα θύματα όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, προκειμένου να κριθεί αν έχουν ανάγκη θεραπείας. Κατά τα λοιπά καθώς και για την διενέργεια της προκείμενης πραγματογνωμοσύνης ισχύουν όσα λεπτομερώς εκτίθενται ανωτέρω στις οικείες παραγράφους περί πραγματογνωμοσύνης και διορισμού τεχνικού συμβούλου από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον παριστάμενο προς υποστήριξη κατηγορίας. Κατά την κρίση του γράφοντος ο νομοθέτης θα ήταν σκόπιμο να επεκτείνει την ιδιώνυμη πραγματογνωμοσύνη αυτή και στους δράστες των ενήλικων θυμάτων αλλά και στα ενήλικα θύματα, δεδομένου ότι πρόβλεψε και γι αυτούς μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του ν. 4855/2021 μια ειδική διαδικασία εξέτασης τους σύμφωνα με το άρθρο 228 ΚΠΔ.

Τέλος με την παράγραφο 4 του άρθρου 352Α πκ δίνεται η δυνατότητα στον εισαγγελέα, στον ανακριτή είτε στο δικαστήριο την απομάκρυνση του υπαίτιου από το περιβάλλον. Αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται στην πράξη όσο θα έπρεπε, παρόλο που εξασφαλίζει την ασφάλεια του ανήλικου θύματος.

IV. Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη

α. Προβλέπεται στο άρθρο 200 ΚΠΔ και δύναται να διενεργηθεί στο στάδιο της προδικασίας μόνο από τον ανακριτή όταν η δικογραφία βρίσκεται  στο στάδιο της ανάκρισης. Ο σκοπός της είναι να κριθεί ο καταλογισμός του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται (άρθρα 34 και 36 ΠΚ), να παρακολουθήσει την διαδικασία και να αποφασιστεί η αναστολή ή μη της διαδικασίας κατ άρθρο 80 ΚΠΔ και τέλος να διαπιστωθεί η διανοητική κατάσταση του καταδικασθέντος ώστε να κριθεί αν υφίσταται λόγος αναβολής εκτέλεσης της ποινής. (555 ΚΠΔ).

Ο ανακριτής, θα διενεργήσει την συγκεκριμένη πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 200 ΚΠΔ, αν αποφασίσει τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο.  Αλλιώς θα διενεργήσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη κατά άρθρα 183 επ. ΚΠΔ.

Ο ανακριτής επομένως για να αποφασίσει με διάταξη του τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο θα πρέπει προηγουμένως να διενεργήσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη κατ άρθρο 183 ΚΠΔ, διορίζοντας δύο τουλάχιστον πραγματογνώμονες, οι οποίοι και θα γνωμοδοτήσουν θετικά. Άρα ο ανακριτής εκδίδει δύο διατάξεις, μια για τον διορισμό των πραγματογνωμόνων και μια για τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο. Χωρεί προσφυγή κατά της διάταξης εγκλεισμού του ανακριτή σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 200 παρ. 1 εδ γ ΚΠΔ η οποία έχει τριήμερη προθεσμία από την επίδοση της στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του (168 ΚΠΔ). Ο συνήγορος έχει δικαίωμα να ασκήσει και μόνος του χωρίς την συναίνεση του κατηγορουμένου. Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Οι πραγματογνώμονες είτε :α) θα γνωμοδοτήσουν οι ίδιοι για την ψυχική και διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου οπότε εκεί δεν χωρεί εφαρμογή του 200 ΚΠΔ ή β) θα γνωμοδοτήσουν θετικά για τον εγκλεισμό του κατηγορουμένου (τρίμηνης διάρκειας) σε δημόσιο ψυχιατρείο ώστε να αποφανθούν εκεί για τα ανωτέρω. Αν εγκλειστεί σε δημόσιο ψυχιατρείο, οι πραγματογνώμονες θα τον παρακολουθήσουν και θα συντάξουν τελικώς, μετά την παρακολούθηση την τελική τους γνωμοδότηση για την ψυχική του υγεία ή την διανοητική του ικανότητα. Η απόφαση των πραγματογνωμόνων για εγκλεισμό στο ψυχιατρείο πρέπει να είναι  ομόφωνη, επομένως σε περίπτωση διαφωνίας τους ο ανακριτής πρέπει να διορίσει και τρίτο. Άρα οι πραγματογνώμονες σε περίπτωση απόφασης εγκλεισμού οφείλουν να γνωμοδοτήσουν σε δύο στάδια: α) επι της διαδικασίας, για αν θεωρούν αναγκαία την εισαγωγή του κατηγορουμένου στο δημόσιο ψυχιατρεία και β) επι της ουσίας, τον παρατηρούν στο ψυχιατρείο και συντάσσουν την γνωμοδότηση, η οποία απαντά στα ερωτήματα της διάταξης του ανακριτή.

β. Σε περίπτωση που ο εγκλεισμός αποφασισθεί από τον ανακριτή απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας προσφεύγουν στο δικαστικό συμβούλιο κατά άρθρο 307 περ. α ΚΠΔ. Εάν ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση να διορίσει συνήγορο, ο ανακριτής οφείλει να του διορίσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και χωρίς την υποβολή αιτήματος.

Θεωρείται ένα επαχθές δικονομικό μέτρο γι αυτό και ο ανακριτής, ακόμα και αν δεν ορίζεται ρητά στο νόμο, πρέπει να το επιλέγει  α) στα κακουργήματα (στα πλημμελήματα μόνο κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου είτε του συνηγόρου του) και β) αν προκύπτει από την δικογραφία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται και είναι ανάγκη να διερευνηθεί δια της πραγματογνωμοσύνης ο καταλογισμός και η αντίληψη της διαδικασίας. Επομένως δεν αρκούν οι απλές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα.

Τέλος σε περίπτωση έκδοσης εντάλματος προσωρινής κράτησης ή διάταξης ηλεκτρονικής επιτήρησης, αναστέλλεται μέχρι να παρέλθει η  προθεσμία εγκλεισμού του κατηγορουμένου στο ψυχιατρείο,(200 παρ. 3β ΚΠΔ).

V. Πραγματογνωμοσύνη για διαπίστωση εξάρτησης από τα ναρκωτικά

α. Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 3 εδ. Β Ν. 4139/2013 σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να καθορισθεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης το είδος και η βαρύτητα αυτής. Η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται από τα δημόσια κέντρα απεξάρτησης, από ψυχιατρικές κλινικές και τα εργαστήρια ιατροδικαστικής και τοξικολογίας των Α.Ε.Ι της χώρας, τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες ή από τα νομαρχιακά ή περιφερειακά νοσοκομεία. Η απόρριψη ή αποδοχή του αιτήματος πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Επομένως ακόμα και στο στάδιο της ανάκρισης δικαιούται να ζητήσει ο κατηγορούμενος την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ακόμα και μετά την απολογία του, έστω και αν δεν ανέφερε ότι είναι εξαρτημένος. Ο ανακριτής δικαιούται να απορρίψει το αίτημα με έκδοση διάταξης κατά της οποίας μπορεί να προσφύγει ο κατηγορούμενος στο δικαστικό συμβούλιο.

Με την Υ.Α. 42β/οικ. 3982 της 7.10/4.11.87 (ΦΕΚ 577Β/1987) ορίζονται λεπτομέρειες για τον ορθό τρόπο διάγνωσης της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες. Ο έλεγχος διακρίνεται σε εργαστηριακό και κλινικό. Κατά το άρθρο 1 της Υ.Α. ο εργαστηριακός έλεγχος γίνεται με ανάλυση σωματικών υγρών του εξεταζόμενου (αίμα, ούρα) σε χρόνο μικρότερο από 48-72 ώρες από την λήψη της τελευταίας ναρκωτικής ουσίας από τον εξεταζόμενο. Κατά τον κλινικό έλεγχο ο εξεταζόμενος εισάγεται άμεσα για κλινική παρακολούθηση σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα ή σωφρονιστικό κατάστημα για πέντε τουλάχιστον μέρες.  Κατά το άρθρο 2  της ως ανω Υ.Α. ο εξεταζόμενος για να κριθεί ως εξαρτώμενος πρέπει να πληροί τουλάχιστον τρία από τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος. Επομένως τα δικαστήρια είναι δύσπιστα όταν η πραγματογνωμοσύνη δεν είχε συνταχθεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια ή ότι το συμπέρασμα για την εξάρτηση του κατηγορουμένου από ναρκωτικές ουσίες είναι γενικό χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα σε ένα από τα εννέα κριτήρια.

β. Και εδώ ο κατηγορούμενος όπως και στις υπόλοιπες πραγματογνωμοσύνες μπορεί να διορίσει τεχνικό σύμβουλο (άρ. 204 επ. ΚΠΔ), αλλά και να υποβάλει αίτημα εξαίρεσης του πραγματογνώμονα, επικαλούμενος νόμιμο λόγο, οπότε πρέπει να τηρηθούν οι διατυπώσεις οι οποίες διασφαλίζουν άσκηση των δικαιωμάτων του.

VI. Ανάλυση DNA

Το άρθρο 201 ΚΠΔ ρυθμίζει μια ειδικότερη μορφή πραγματογνωμοσύνης, την ανάλυση του DNA, η οποία αποτελεί και μια σύνθετη ανακριτική πράξη, διότι αποτελείται αφενός από την λήψη του γενετικού υλικού και αφετέρου από την ανάλυση του.

Οι προϋποθέσεις για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι οι εξής:

Ι) να υφίσταται σοβαρές ενδείξεις τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον του ενός έτους. Οι ενδείξεις πρέπει να είναι σοβαρές και δεν αρκεί η υποβολή έγκλησης ή μήνυσης κατά ορισμένου προσώπου.

ΙΙ) να βρεθεί γενετικό υλικό στο τόπο του εγκλήματος, στο θύμα ή οπουδήποτε αλλού, καθώς αν δεν βρεθεί, τότε δεν μπορούμε να έχουμε και συγκρίσιμο γενετικό υλικό και δεν μπορεί να ληφθεί τέτοιο από τον κατηγορούμενο

ΙΙΙ) η ανάλυση DNA να θεωρείται απαραίτητη, λόγω μη επάρκειας των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων.

Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης κρίνεται απαραίτητος ο διορισμός του, κατά ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 200 παρ. 1 εδ β ΚΠΔ.

Η ανάλυση DNA μπορεί να διαταχθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης, δηλαδή κατά την προκαταρκτική εξέταση, την αστυνομική προανάκριση την κυρία ανάκριση, τα συμβούλια και την επ ακροατηρίω διαδικασία. Κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, της αστυνομικής προανάκρισης και της προανάκρισης, την λήψη γενετικού υλικού διατάσσει ο εισαγγελέας με εντολή προς τους ανακριτικούς υπαλλήλους έτσι σε περίπτωση προκαταρκτικής εξέτασης που έχουμε ύποπτο και όχι κατηγορούμενο, για να διενεργηθεί λήψη και ανάλυση DNA, πρέπει κατ απαίτηση του νόμου να υφίσταται σοβαρές ενδείξεις ότι το πρόσωπο αυτό τέλεσε την αξιόποινη πράξη. κατά την διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, τη λήψη του γενετικού υλικού την διατάσσει ο ανακριτής, με έκδοση σχετική διάταξης για την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με τη διαβίβαση του σχετικού εγγράφου στον εισαγγελέα πλημ/κών προς γνωμοδότηση (αρ. 30 παρ. 2 και 4 και 138 παρ. 1 ΚΠΔ), χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Ο ανακριτής με την διάταξη του παραγγέλνει α)  την ιατροδικαστική υπηρεσία να επιμεληθεί για την λήψη βιολογικού υλικού από τον κατηγορούμενο (πχ. Δυο κ.ε. αίματος ) και την παράδοση αυτού στο Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της ΔΕΕ της ΕΛΑΣ, προκειμένου να εξεταστούν συγκριτικά με τα δείγματα που έχουν υποβληθεί ήδη στην ανωτέρω αστυνομική διεύθυνση β) την ανάλυση των δειγμάτων βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου από το Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο απο τα εν λόγω δείγματα ταυτίζεται με το γενετικό υλικό το οποίο έχει εντοπισθεί στα πειστήρια, διατάσσοντας προθεσμία γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων. Η ανωτέρω διάταξη κοινοποιείται προς όλους όσους ορίζει ο νόμος (εργαστήρια, εισαγγελέα, κατηγορούμενο και υποστήριξα κατηγορία), με την επισήμανση για άσκηση του δικαιώματος των διαδίκων για διορισμό τεχνικού συμβούλου. (άρθρο 204-208 ΚΠΔ). Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας ανάλυσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας αλλά και  ο ανακριτής, ασχέτως αν η ανάλυση είναι θετική ή αρνητική.

Η ανάλυση DNA διεξάγεται αποκλειστικά σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο σύμφωνα με την διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 201 παρ 2 και 3 ΚΠΔ. Τέτοιο εργαστήριο είναι κατ άρθρο 30 παρ. 1  και 2 ΠΔ 14/2001 Εργαστήριο ανάλυσης βιολογικών υλικών που ανήκει στην ΔΕΕ.

Η εν λόγω πραγματογνωμοσύνη είναι υποχρεωτική, δεν απαιτείται η συναίνεση του κατηγορουμένου και υπάρχει δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 201 παρ. 1 εδ ε ΚΠΔ να την ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπου θα πρέπει υποχρεωτικά από το νόμο να ικανοποιηθεί το αίτημα αυτό, αλλιώς συνίσταται απόλυτη ακυρότητα άρθρο 171 παρ. 1 εδ δ. Σε περίπτωση που την ζητήσει ο κατηγορούμενος τότε δεν χρειάζεται να έχουμε  πλημμέλημα που έχει κατώτατο όριο πλαισίου ποινής κάτω του ενός έτους.

ΟλΑΠ (σε συμβούλιο) 1/2017 ΠοινΧρ 2017 605 Η δικονομική πορεία της υπόθεσης, που ήχθη προς κρίση ενώπιον της ολομέλειας, έχει ως εξής: -Ασκήθηκε ποινική δίωξη για διακεκριμένες κλοπές, ληστεία, αρπαγή κλπ. και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης. -εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, με την οποία διατάχθηκε η λήψη γενετικού υλικού του κατηγορουμένου προς ανάλυση του DNA και η σύγκριση αυτού, με γενετικό υλικό, που είχε βρεθεί ενώ τάχθηκε προθεσμία σαράντα οκτώ (48) ωρών, στον κατηγορούμενο, αρχόμενη, από την επίδοση σε αυτόν, της διάταξης, προς τυχόν διορισμό τεχνικού συμβούλου, -ενώ διαρκούσε η προθεσμία διορισμού τεχνικού συμβούλου (δεν είχε δηλαδή παρέλθει η 48ωρη προθεσμία), έλαβε χώρα η λήψη dna και ακολούθως ο κατηγορούμενος ζήτησε με αίτησή του αφενός μεν, την κήρυξη της ακυρότητας της λήψης του γενετικού υλικού του, τη μη περαιτέρω επεξεργασία και την καταστροφή τόσο του ληφθέντος γενετικού υλικού του όσο και κάθε αρχείου και εγγράφου, που αποτελούσε προϊόν ανάλυσης αυτού, αφετέρου δε την λήψη εκ νέου γενετικού υλικού του, με την παρουσία του διορισθέντος τεχνικού συμβούλου του. -το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκανε δεκτή την αίτηση με το σκεπτικό ότι και κατά τη λήψη γενετικού υλικού για την ανάλυση DNA από τον κατηγορούμενο, η οποία είχε διαταχθεί κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, ο τελευταίος είχε δικαίωμα να διορίσει τεχνικούς συμβούλους εντός της ταχθείσας από τον Ανακριτή 48ωρης προθεσμίας και ότι εφ’ όσον δεν είχε παρέλθει η προθεσμία αυτή, η λήψη εξ αυτού γενετικού υλικού προς τον ως άνω σκοπό και η περαιτέρω, βάσει του ληφθέντος υλικού ανάλυσή του, ήταν άκυρες ανακριτικές πράξεις και για τον λόγο αυτό κήρυξε την ακυρότητά τους. -άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα υπέρ του νόμου αναίρεση, έγινε δεκτό ότι η λήψη dna δεν αποτελεί απλώς υλική πράξη αλλά εντάσσεται στο σύνολο του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης. Έτσι τόσο η πράξη της λήψης του γενετικού υλικού, όσο και εκείνη της ανάλυσης αυτού, αποτελούν αναγκαίες μερικότερες πράξεις της ανακριτικής πράξης της πραγματογνωμοσύνης για την ανάλυση DNA. Και τούτο γιατί, κατά λογική αναγκαιότητα, η έγκυρη διενέργεια της δεύτερης (ανάλυσης DNA) και το ασφαλές αποτέλεσμα αυτής, προϋποθέτει την έγκυρη διενέργεια της πρώτης (λήψης του γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο), τόσο κατά τους κανόνες της επιστήμης, όσο και κατά τους κανόνες, που ορίζει ο ΚΠΔ για τη διεξαγωγή της (πραγματογνωμοσύνης αυτής), ώστε το λαμβανόμενο γενετικό υλικό να είναι κατάλληλο για την επακολουθούσα ανάλυσή του και έτσι να προκύπτει ασφαλής διάγνωση, ότι τα εκ της αναλύσεως προκύπτοντα γενετικά αποτυπώματα ανήκουν στο πρόσωπο, από το οποίο ελήφθη το αναλυθέν γενετικό υλικό. Επομένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ.

Ήδη με το Ν.4855/2021 εισήχθη προσθήκη στο άρθρο 201 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης, που αφορά αυτόφωρα εγκλήματα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 ιδίου Κώδικα περί διορισμού τεχνικού συμβούλου. Η προβλεπόμενη εξαίρεση αφορά την περίπτωση που όχι μόνο έλαβε χώρα αυτόφωρη πράξη αλλά επιπλέον τηρήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία και επομένως δεν ισχύει αν έλαβε μεν χώρα αυτόφωρη πράξη, ο εισαγγελέας ωστόσο έκρινε ότι συντρέχουν λόγοι μη εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας και έδωσε π.χ. εντολή να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση. Σημειώνεται ότι υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς είχε εκδοθεί σχετικά η υπ΄αριθμ. 4/2018 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά την οποία στα καταλαμβανόμενα επ΄αυτοφώρω εγκλήματα και δη στο πλαίσιο της διενεργούμενης κατ΄άρθρο 243§2 ΚΠΔ προανάκρισης δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της κατά το άρθρο 200Α ιδίου Κώδικα διαδικασίας, η γνωστοποίηση στο υπό εξέταση πρόσωπο της απόφασης του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου για λήψη από αυτό γενετικού υλικού και περαιτέρω ανάλυση του καθώς και η χορήγηση στο ίδιο πρόσωπο προθεσμίας για τον εκ μέρους του διορισμό τεχνικού συμβούλου.

*Ευαγγελία Γάκη, Δικαστής Στρατοδικείου Αθηνών, Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήματος Νομικής, ΑΠΘ

Εισήγηση στο Επιμορφωτικό Σεμινάριο της ΕΣΔΙ

Πηγή: antimolia.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ