Γρηγόριος Πεπόνης: Το βούλευμα “Novartis” – Υπόμνηση αυτονόητων

Ο σεβασμός του δεδικασμένου συνιστά σεβασμό προς την φύση και την αποστολή της Δικαιοσύνης.

NEWSROOM
Γρηγόριος Πεπόνης: Το βούλευμα “Novartis” – Υπόμνηση αυτονόητων

Ηχεί ίσως ως οξύμωρο, αλλά φαίνεται ότι από την ανάγκη υπόμνησης ούτε τα δεδομένα και αυτονόητα διαφεύγουν ή εξαιρούνται.

Δεδομένα και αυτονόητα βεβαίως όχι γενικώς και αφηρημένως σε επίπεδο ευρυτέρων στοχαστικών αναζητήσεων, όπου δυσχερέστατα απαντώνται και συντρέχουν, αλλά στα πλαίσια του παρ’ ημίν ποινικοδικονομικού δικαίου και της διαχρονικής νομολογιακής εφαρμογής του.

Έτσι: I)  Το ποινικό δεδικασμένο άπτεται της δικονομικής αλήθειας και αυτήν πάντοτε απηχεί. Τούτο δε ανεπιλέκτως και αδιακρίτως.

Υφίσταται η αλήθεια των αποδεικτικών δεδομένων και στοιχείων και αυτά κρίνονται και αξιολογούνται πάντοτε αρμοδίως, χωρίς να έχει κάποια σημασία ή αξία η επ’ αυτών υποκειμενική προσέγγιση παντός τρίτου από δικονομική άποψη.

Ούτε δύναται να τεθεί εκποδών η πραγματικότητα αυτή, με την γενική σκέψη ότι μπορεί να συντρέξει περίπτωση που μια δικαστική απόφαση να μην ταυτίζεται με την απόλυτη και σε ιδεατό επίπεδο αλήθεια.

Η δικαστική κρίση δεν απηχεί την «εξ αποκαλύψεως αλήθεια», πολλώ δε μάλλον  δεν απηχούν αυτήν απόψεις τρίτων δικονομικώς προς την κριθείσα, εκάστοτε, υπόθεση, απαλλαγμένες του βάρους της δικαστικής υπηρεσιακής ευθύνης και του δικαστικού υπηρεσιακού καθήκοντος, υπό το οποίον διατελούν και λειτουργούν μόνον οι λαμβάνοντες την απόφαση δικαστικοί λειτουργοί.

Ακριβώς, την ως άνω λειτουργία του δεδικασμένου αποτυπώνει και εκφράζει ευστόχως, αλλά και με προσεγμένη αρμόζουσα σε νομικές έννοιες διατύπωση, η γνωστή ρήση «Κύπτομεν μετά σεβασμού επί του δεδικασμένου, αλλά δεν λησμονούμε ότι αντί αληθείας παραλαμβάνεται και ίσως να μην είναι η αλήθεια».

Δεν λοιδορεί και δεν απαξιώνει το δεδικασμένο η ως άνω αποφθεγματική φράση, αλλά, αντιθέτως, το τιμά προτάσσοντας το «Κύπτομεν μετά σεβασμού» επ’ αυτού,  επισημαίνοντας παραλλήλως το πεπερασμένο της αλήθειας του, που οριοθετείται πάντοτε από το ενυπάρχον στην οικεία δικογραφία γνωστό και αξιολογηθέν αποδεικτικό υλικό.

Ούτε το καταληκτικό «και ίσως να μην είναι η αλήθεια» παρέχει το δικαίωμα στον οποιονδήποτε τρίτο, εν σχέσει με την δικογραφία, να υποκαταστήσει την δικαστική αλήθεια με τον δικό του προσωπικό αξιολογικό υποκειμενισμό.

Το δεδικασμένο, εάν και εφ’ όσον συντρέξει η σπανία εξαίρεση του «ίσως να μην είναι η αλήθεια», επανεξετάζεται και, ενδεχομένως, ανατρέπεται μόνον στις υπό του νόμου θεσπιζόμενες περιπτώσεις και υπό τους τασσόμενους σχετικώς όρους και τις συναφείς προϋποθέσεις.

Αόριστοι και αποκλειστικώς φραστικοί υπαινιγμοί, παντελώς ανεπέρειστοι και εξαντλούμενοι ευθύς ως διατυπωθούν, λόγω απολύτου κενότητας περιεχομένου, είναι δικονομικώς και ως προς το δεδικασμένο απολύτως αδιάφοροι, σίγουρα δε δεν μπορεί να περιγράφουν τα μέλη του κρίναντος δικαστικού σχηματισμού.

Και χίλιες φορές να επαναδικασθεί η ίδια υπόθεση, το «ίσως να μην είναι η αλήθεια» και σε επίπεδο απολύτως θεωρητικό και ιδεατό θα εξακολουθεί να ισχύει,  ως προς την εξενεχθείσα δικαστική διάγνωση.

Εκτός και θεωρήσουμε ότι τούτο παύει ισχύον, από την στιγμή που το δικαστικό «Δια ταύτα» συμφωνεί με την προσωπική μας εκτίμηση.

Ο σεβασμός του δεδικασμένου συνιστά σεβασμό προς την φύση και την αποστολή της Δικαιοσύνης.

Μηδενισμός του δεδικασμένου ουδέν έτερον παρά μηδενισμό του κύρους της δικαστικής λειτουργίας αποτελεί.

  1. II) Στην ποινική διαδικασία το Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει κατά την πεποίθηση των μελών του, τα οποία κρίνουν ακολουθούντα την φωνή της συνείδησής τους και απροσωπόληπτα για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των λοιπών αποδείξεων.

Δεν δεσμεύει το Δικαστικό Συμβούλιο ενδεχόμενη παραπεμπτική Εισαγγελική πρόταση, ούτε ο εκ μέρους του χαρακτηρισμός ως σύννομης της ενεργείας των κατηγορουμένων, που αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας, προϋποθέτει να είχε προηγηθεί περάτωση της Κυρίας Ανάκρισης με έκδοση τυπικής κλήσης από τον Ανακριτή.

Δεν «στοιχείται» το Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά τα μέλη του βουλεύονται και διαβουλεύονται, με το βούλευμά τους να έχει πάντα την υπεροχή και τα εχέγγυα της συλλογικής δικαστικής κρίσης και απόφανσης.

III) Το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος ή άλλως του νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών διασκέφθηκε, έκρινε και κατά νόμον αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των τριών Εισαγγελικών Λειτουργών της πρώην Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς, για το έγκλημα της κατάχρησης εξουσίας που, κατά το κατηγορητήριο, εφέρετο  ότι τελέσθηκε από αυτούς εις βάρος συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων.

Το βούλευμα (απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου) υπήρξε κατά τούτο ομόφωνο, χωρίς κανένας από τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που μετέσχον στην σύνθεση του Συμβουλίου να διαφοροποιηθεί, αλλά αντιθέτως άπαντες (τρία μέλη του Αρείου Πάγου και δύο του Συμβουλίου Επικρατείας) διέγνωσαν την νομιμότητα των ενεργειών των κατηγορουμένων Εισαγγελικών Λειτουργών και αποφάνθηκαν ως ανωτέρω, αφού νόμιμη και κατά καθήκον δράση δεν μπορεί παρά να είναι ασύμβατη με αξιόποινη δραστηριότητα.

Η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου και ευθύς ως εξεδόθη το βούλευμά του έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του νόμου 3126\2003, όλως αυτονοήτως δε το χαρακτηριστικό της αυτό εγείρει και θεμελιοί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το δεδικασμένο και επί οιασδήποτε υπόθεσης, ανεξαρτήτως αντικειμένου αυτής.

Το βούλευμα «NOVARTIS» υπήρξε πόνημα συλλογικού διαγνωστικού προβληματισμού ανωτάτων δικαστών, αναμφισβήτητης ποιότητας, βαθιάς γνώσης και εμπειρίας.

Βεβαίως και δικαιούται κάποιος να έχει για οτιδήποτε την προσωπική του άποψη και να την διατυπώνει, έστω και ανάγοντας ενδεχομένως αυτήν σε περιωπή απόλυτης αλήθειας.

Εάν όμως η λογική είναι το «χρήμα της σκέψης», νοείται στην συνόλη διαδικασία του νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών (κοινοβουλευτική και δικαστική) να αποδοκιμάζεται απολύτως η κρίση της συντεταγμένης Δικαιοσύνης;

Και μπορεί, άραγε αυτό να υιοθετηθεί ως ορθή νομική προσέγγιση τρίτου ως προς την δικογραφία προσώπου;

*Άρθρο του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε.τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ