Τετάρτη 15 Μαϊου 2024

Γρηγόριος Τρουφάκος: Βαθύ κράτος;

Είναι σαφές ότι, ως προς την ευθεία και εξόφθαλμη παραβίαση απλών και θεμελιωδών όρων όπως η «τελεσίδικη» καταδίκη, πολύ ολίγα δύναται να αναμείνει κανείς.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γρηγόριος Τρουφάκος: Βαθύ κράτος; Pixabay

Προσφάτως, Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών κήρυξε υπήκοο τρίτης χώρας, ιδρυτικού μάλιστα, κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ένοχο βαρείας σκοπουμένης σωματικής βλάβης και, μετά την αναγνώριση μειωμένου καταλογισμού και μίας ελαφρυντικής περιστάσεως, τον κατεδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών χορηγώντας τριετή αναστολή καθώς και αναστέλλουσα δύναμη στην ασκηθείσα έφεση του.

Πριν καν ολοκληρωθεί η διαδικασία αποφυλακίσεως του «συνελήφθη» από αξιωματικούς της Διευθύνσεως Αλλοδαπών Αττικής εντός των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, κατεσχέθησαν τα προσωπικά είδη του, μέρος των οποίων μόλις του είχαν παραδώσει οι αρμόδιοι υπάλληλοι του σωφρονιστικού καταστήματος, και μετήχθη στα κρατητήρια της ανωτέρω αστυνομικής υπηρεσίας εν αναμονή της διοικητικής απελάσεως του.

Η περαιτέρω διαδικασία υπήρξε, καθ’ όλα τα επί μέρους στοιχεία της, ιδιαιτέρως μειωτική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εξόχως προσβλητική των αντιλήψεων του μέσου πολίτη καθώς και των προσδοκιών του από μία σύγχρονη δημοκρατία «δυτικού τύπου». Και ναι μεν, το κωμικόν είναι ότι ο εν λόγω αλλοδαπός, ο οποίος είχε προγραμματίσει την αναχώρηση του για την επομένη της αποφυλακίσεως, τελικώς, ελέω διαμεσολαβήσεως της Διευθύνσεως Αλλοδαπών Αττικής, ανεχώρησε μετά μία εβδομάδα, το εξοργιστικόν όμως είναι ότι, κυριαρχικώς και ανελέγκτως, μία διοικητική αρχή επέβαλε παρανόμως την διοικητική απέλαση του άρθρου 76 Ν. 3386/2005 εις βάρος προσώπου το οποίο, ως υπήκοος κράτους-μέλους της ΕΕ, ήτο προδήλως εκτός στοχεύσεως του εν λόγω νόμου (Αρθρο 1: 1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτύ : α…. β. Υπήκοος τρίτης χώρας είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας …).

Πέραν τούτου όμως, έστω εκλαμβάνοντας ως υπόθεση εργασίας ότι το περιστατικόν αφορούσε σε αλλοδαπό υπήκοο τρίτης χώρας, η προβληματική της διοικητικής απελάσεως εστιάζεται σε δύο κυρίως στοιχεία: την παράκαμψη θεμελιωδών κανόνων και την, αντίθετη προς την προηγηθείσα δικαστική κρίση, αξιολόγηση χαρακτηριολογικών στοιχείων.

Αμφότερα άπτονται της συστημικής, άλλως ενδημικής, παθογένειας της δημόσιας διοικήσεως και της παθολογικής σχέσεως της με την εκάστοτε νομοθετική ή/και δικαστική αντίληψη. Όπως, επί παραδείγματι, μία διάταξη νόμου τυγχάνει περισσοτέρων ερμηνειών αναλόγως προς την αντίληψη των προϊσταμένων των κατά τόπους φορολογικών ή πολεοδομικών υπηρεσιών ή ένα συμβόλαιο είναι δεκτικόν ή μη μεταγραφής αναλόγως προς την ερμηνεία των κατά τόπους υποθηκοφυλάκων ή, τέλος, όπως το ελληνικό δημόσιο εξαντλεί παν ένδικο μέσον εις πείσμα σωρηδόν και επί μακρόν χρόνον απορρίψεων χάριν παγίως αντιθέτου νομολογίας, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, Αστυνομική Διεύθυνση επέβαλε διοικητική απέλαση (σε υπήκοο ιδρυτικού κράτους-μέλους της ΕΕ, ας μην το ξεχνάμε) χωρίς προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση και, δη, αξιολογώντας τον ως «επικίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Χώρας» εις πείσμα του προδήλου γεγονότος ότι αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο είχε, προ μίας ημέρας, αναγνωρίσει στο εν λόγω πρόσωπο την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ 2ε ΠΚ, χορηγώντας, μάλιστα, και τριετή αναστολή.

Είναι σαφές ότι, ως προς την ευθεία και εξόφθαλμη παραβίαση απλών και θεμελιωδών όρων όπως η «τελεσίδικη» καταδίκη, πολύ ολίγα δύναται να αναμείνει κανείς. Απαιτείται παιδεία και ρεαλιστική πειθαρχική εποπτεία, συνθήκες σπανίως, ει μη μόνον μεμονωμένως, απαντώμενες στους μαιάνδρους του βαθέος κράτους της ελληνικής δημόσιας διοικήσεως.

Απεναντίας, ως προς την άνευ περιορισμών διακριτική ευχέρεια διοικητικών οργάνων να «ανατρέπουν» δικαστικές αποφάσεις ή να αγνοούν πάγιες θέσεις (όχι τάσεις) της εθνικής ή/και υπερεθνικής νομολογίας, θεωρώ πολιτικό δικαίωμα και καθήκον όλων την υποχώρηση του βαθέος κράτους της ελληνικής δημόσιας διοικήσεως.

Το αστυνομικόν στερεότυπον περί την αξιολόγηση της επικινδυνότητος ότι «ο εν θέματι ρέπει σε παράνομες πράξεις για τις οποίες θα απασχολήσει και στο μέλλον» πέραν του θαυμασμού περί την προφητεία και την αταβιστική προσέγγιση του «εγκληματικού φαινομένου», διεγείρει και άλλα αισθήματα. Αισθήματα ανασφάλειας, αισθήματα εκτροπής. Η διακριτική ευχέρεια είναι εργαλείο εξουσίας και, ως τέτοιο, εν δυνάμει διευκολύνει την κατάχρησή της.

Είναι αδιανόητον, καθ’όν χρόνον η φειδωλή χρήση της επικινδυνότητος ως κριτηρίου απελάσεως ή αρνήσεως χορηγήσεως αδείας διαμονής ή οιουδήποτε άλλου μέτρου ή διοικητικής πράξεως συνιστάται, προωθείται και, εν τέλει επιβάλλεται από:

Α. Την εθνική νομοθεσία (κατάργηση της έννοιας της «ιδιαίτερης επικινδυνότητας», Αιτιολογική έκθεση νέου ΠΚ, σελ. 10)

Β. Υπουργικές εγκυκλίους (ενδεικτικώς ΥπΕσΔ.Δ.Α. 30/17.04.2007)

Γ. Γνωμοδοτήσεις Ρυθμιστικών Αρχών (ενδεικτικώς Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, γνωμοδοτήσεις 3/2010 και 3/2012)

Δ. Την εθνική νομολογία (ενδεικτικώς ΣτΕ 2414/2008, 2946/2010, 374/2011, 655/2011, 5002/2013, ΔΠρΛαμίας 4/2022, ΔΠρΑθ 1687/2022 «Μεταξύ των κριτηρίων, τα οποία, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, συνεκτιμώνται από τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους αυτής, είναι η έκδοση σε βάρος του αλλοδαπού τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς, όμως, η ύπαρξη τέτοιας απόφασης να οδηγεί αναγκαστικά και άνευ ετέρου στον χαρακτηρισμό του αλλοδαπού ως επικίνδυνου για την δημόσια τάξη.

Περαιτέρω, άλλο κριτήριο που θέτει ο νομοθέτης είναι η εγγραφή του αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθύμητων, η οποία, επίσης, εφόσον συντρέχει, δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου προσώπου ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τα όργανα της Διοίκησης έχουν μεν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους περί της επικινδυνότητας του αλλοδαπού διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, πρέπει ν’ ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (ΣτΕ…), η δε κρίση τους πρέπει να εκφέρεται αιτιολογημένα, μετά από συνεκτίμηση, στην περίπτωση της ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης, της φύσης, της βαρύτητας, των συνθηκών διάπραξης του εγκλήματος, του ύψους της καταγνωσθείσας με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινής»).

Ε. Την νομολογία Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων (Απόφαση της 2.4.2020 – ECLI:EU:C:2020:257 – Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-715/17, C-718/17 ΚΑΙ C-719/17 Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας, «Σκέψη 143. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη προάσπιση της δημόσιας τάξης στο έδαφός τους καθώς και της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά εκφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, η Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα ρητών παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια μόνο στα άρθρα 36, 45, 52, 65, 72, 346 και 347 ΣΛΕΕ, τα οποία αφορούν εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις. Δεν μπορεί να συναχθεί από τα άρθρα αυτά η ύπαρξη γενικής και εγγενούς στη Συνθήκη επιφύλαξης που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια. H αναγνώριση της ύπαρξης γενικής επιφύλαξης, εκτός των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Δανίας, C-461/05, EU:C:2009:783, σκέψη 51, και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-38/06, EU:C:2010:108, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σκέψη 144. Επιπλέον, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 72 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως ισχύει κατά πάγια νομολογία, μεταξύ άλλων, για τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 346 και 347 ΣΛΕΕ …»), να ερμηνεύει σαφείς διατάξεις, όχι απλώς κατά το δοκούν αλλά, αντιθέτως προς το πνεύμα τους όπως αυτό προσδιορίζεται από αποφάσεις δικαιοδοτικών οργάνων όλων των βαθμών και, μάλιστα, να επιμένει στην ερμηνεία της αυτή.

Δεν οφείλεται απλώς και μόνον σε ένα φευγαλέο σφάλμα ενός και μόνον διοικητικού οργάνου ή φορέως εξουσίας, ούτε είναι απλώς και μόνον αντιφατικόν το γεγονός ότι μία και μόνη, ενιαία υποτίθεται, εγχώρια έννομη τάξη, εντός 48 ωρών, αποφαίνεται για οιονδήποτε δράστη ότι «συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του», αναστέλλει την εκτέλεση της πρωτοβαθμίως επιβληθείσης ποινής του αλλά τον απελαύνει λόγω επικινδυνότητος ως προς την δημόσια ασφάλεια της. Είναι στοιχείον ανησυχίας …

Πας μη Ελλην βάρβαρος απελαθησόμενος;

*Γρηγόριος Τρουφάκος, Δικηγόρος, Δ.Ν

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νοva Criminalia της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (τεύχος 18)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ