Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης: Ποινικός ορθολογισμός

Ιστορία της ανθρωπότητος και ιστορία της εγκληματολογίας εν πολλοίς συμβαδίζουν και είναι αλληλένδετες.

NEWSROOM
Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης: Ποινικός ορθολογισμός

Ορθολογιζομένου του ποινικού νομοθέτη και θεσμοθετούντος μη υπείκοντος σε πρακτικής φύσεως σκοπιμότητες, αλλά με γνώμονα και κριτήριο διαχρονικούς εγνωσμένους ειδικογενικοπροληπτικούς και κατασταλτικούς κανόνες της εφαρμοσμένης εγκληματολογίας και σωφρονιστικής, ουδέν έδαφος «τιμωρητικών» κοινωνικών αντιδράσεων, ως προς τους δράστες συχνών, δυστυχώς, στυγερών εγκλημάτων, θα κατελείπετο. Ελλείψεις, κενά, αλλά και δυσκόλως κατανοούμενες νομοθετικές παλινωδίες, εγείρουν και τροφοδοτούν τις συγκεκριμένες αντιδράσεις, που σε μεγάλο βαθμό, πάντως, έχουν ρεαλιστική βάση ως κίνητρο και εκπορεύονται από ρεαλιστική σκέψη.

Πόρρω, εξ άλλου, απέχουν της επιβεβλημένης επιστημονικής προσέγγισης του ζητήματος εκατέρωθεν διατυπούμενοι, ενίοτε, γενικοί αφορισμοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και εκφράσεις, εναντίον των υποστηρικτών της αυστηροποίησης ή μη της ποινικής μεταχείρισης των δραστών (αδιακρίτως) ειδεχθών εγκλημάτων.

Το έγκλημα είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση και συνυπάρχει με τον άνθρωπο. Ιστορία της ανθρωπότητος και ιστορία της εγκληματολογίας εν πολλοίς συμβαδίζουν και είναι αλληλένδετες.

Δεν θα επρόκειτο παρά για ουτοπικό «απόσταγμα», εάν η όλη συζήτηση αφορούσε την κατάργηση του εγκλήματος και εστρέφετο περί αυτήν. Η έναντι του εγκλήματος αναγκαία και επιβεβλημένη συντεταγμένη πολιτειακή αντίδραση είναι το ζήτημα. Και αυτή δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από υπεύθυνη νομοθέτηση, με γνώμονα την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας και των δικαιωμάτων του πολίτη, με διήκουσα πάντα την και υπερνομοθετικής ισχύος Συνταγματική αρχή της αναλογικότητος, την εμφανιζομένη και διατυπουμένη κατά την Ελληνική αρχαιότητα και ως «αίτημα του ορθού μέτρου», χωρίς να εξαιρείται των βασικών και καιρίων αυτών χαρακτηριστικών το άκρως αποφασιστικό και κρίσιμο στάδιο της έκτισης των ποινών, που έχει εξελιχθεί στην «Αχίλλειον πτέρνα» του ποινικού μας συστήματος.

Δεν αμφισβητείται η υφ’ όρον απόλυση ως ουσιαστικός και βασικός αντεγκληματικός θεσμός.

Η έμμονη νομοθετική αλλοίωσή της βάλλεται και στοχοποιείται

1) Με την παρατηρουμένη εγκατάλειψη της εξυπηρέτησης, με αυτήν, των αναγκών της αντεγκληματικής πολιτικής και την θυσία της στον βωμό της διαχείρισης του μεγάλου αριθμού κρατουμένων, με αθρόες και οριζόντιες χορηγήσεις, χωρίς κριτήρια προσδοκίας συννόμου μελλοντικού βίου και εκτίμησης της πιθανότητος εκτροπής του απολυομένου σε νέα εγκληματική δράση. 2) Με την απ’ ευθείας χορήγησή της από τον νομοθέτη και όχι από την συντεταγμένη Δικαιοσύνη, που απλώς και με δεσμία αρμοδιότητα εκδίδει υποχρεωτικώς την σχετική διάταξη (Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής), όπως συμβαίνει στις τακτικής, πλέον, περιοδικότητος και έκτακτες, κατά τα λοιπά, νομοθετικές ρυθμίσεις για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης (ενδεικτικώς και εκ των πλέον προσφάτων ο νόμος 4322|2015, που παρετάθη με τον νόμο 4411|2016, ο νόμος 4043|2012, κλπ). 3) Με την αποκοπή της από κάθε ουσιαστική δικαστική κρίση και την απόλυτη εξάρτησή της από την εν κρατήσει συμπεριφορά του καταδίκου, «κολοβωμένη» όμως και αυτή, αφού «Μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για την μη χορήγηση της απόλυσης» (άρθρο 106 παρ. 1 εδ. τελευταίο Π.Κ.).

Δεν μπορούμε να παραθεωρούμε την πραγματικότητα ή να προσποιούμεθα άγνοια αυτής, στον βωμό ποικίλων σκοπιμοτήτων, προφανών ή αδήλων, αδιαφόρως. Και αν, όμως, επιχειρήσουμε να το πράξουμε, δεν δυνάμεθα επ’ ουδενί να αποφύγουμε τις συνέπειές της.

Οι πιέσεις που ασκούνται στο Ποινικό Δίκαιο από το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον των ανθρωπίνων σχέσεων και οι κοινωνικές μεταλλάξεις, σε συνδυασμό με τις πληθυσμιακές «οσμώσεις» που η προϊούσα παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται και προκαλεί, ασκούν κατ’ ανάγκη σημαντική επίδραση και στην εγκληματικότητα, της οποίας και αποτελούν παράμετρο μη αμελητέα. Οι σχετικές περί αυτού στατιστικές, στον βαθμό που αρμοδίως διαμορφώνονται και επιτυγχάνονται, αποτελούν απλώς εγκληματολογικές και σωφρονιστικές διαπιστώσεις και καταγραφές, χρήσιμες και αξιοποιήσιμες ενδεχομένως και αναλόγως από την επιστήμη της εγκληματολογίας και της σωφρονιστικής, επ’ ουδενί δε και στον βαθμό που συνάπτονται με αλλοδαπούς εγκληματίες, απαγορευμένες ρατσιστικής φύσεως αναφορές.

Όπως, επί παραδείγματι, δεν αποτελεί τέτοια αναφορά και το γεγονός ότι, κατά μήνα Απρίλιο του 2015, επί συνόλου κρατουμένων 11447 στα παρ’ ημίν σωφρονιστικά καταστήματα, 4856 και ποσοστό 42 % ήταν ημεδαποί και 6591, ποσοστό 57,58 %, ήταν αλλοδαποί, ενώ τον Απρίλιο του 2017, μετά την αποσυμφόρηση του νόμου 4322|2015, επί συνόλου κρατουμένων 9573 στα παρ’ ημίν σωφρονιστικά καταστήματα, 4502 και ποσοστό 47,22 % ήταν ημεδαποί και 5053, ποσοστό 52, 78 %, ήταν αλλοδαποί (Σχετ. το υπ’ αρ. πρωτ. 344|29-5-2017 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτοτελούς τμήματος κοινοβουλευτικού ελέγχου, προς την Βουλή των Ελλήνων, εξ αφορμής ερώτησης βουλευτού της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης).

Ο ιδιαζόντως ειδεχθής χαρακτήρας ενός εγκλήματος δεν συναρτάται προς το αλλογενές ή μη του δράστη, μέχρι δε την αποδεικτική εξιχνίασή του και εν δυνάμει, οιοσδήποτε δύναται να το έχει διαπράξει. Κατά τούτο, η αποδεικτική προανακριτική εξέλιξη του «εγκλήματος των Γλυκών Νερών», το οποίο, ως αφορμή, αναζωπύρωσε και «εκτόξευσε» την συναφή δημόσια συζήτηση, κατ’ ουδέν άλλαξε και ουδόλως έθιξε τον κεντρικό πυρήνα του προβληματισμού της, που ήταν και παραμένει η αντιμετώπιση της «καλπάζουσας» εγκληματικότητος και η συνεπεία αυτής καθημερινώς πληττομένη και δοκιμαζομένη προσωπική ασφάλεια του πολίτη.

Θα συνιστούσε κοινοτοπία η επισήμανση και ο επιτονισμός ότι, για την απρόσκοπτη και εύρυθμη απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης, η συνεκτική και αλληλοϋποστηρικτική λειτουργία και των τριών συστατικών αυτής κλάδων (Ποινικό Δίκαιο, Ποινική Δικονομία και Σωφρονιστικό), αποτελεί condicio sine qua non, με την μεταξύ τους σχέση να προσομοιάζει με αυτήν των συγκοινωνούντων δοχείων. Τουτ’ αυτό ρητέον και για τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διακρίνουν τις εκάστοτε επιβαλλόμενες ποινές (βέβαιες, άμεσα εφαρμόσιμες και αρκετά αυστηρές), προκειμένου αυτές να επιτελούν τον και εγκληματολογικώς επιβεβλημένο αποτρεπτικό ρόλο τους. Τίθεται ως ζήτημα και αντικείμενο προβληματισμού, εάν οι «βαριές» ποινές οδηγούν αφ’ εαυτών στην μείωση ή μη της εγκληματικότητος. Το αναπόφευκτο ερώτημα όμως είναι, εάν επιτυγχάνουν αυτό οι επιεικείς και αναντίστοιχες προς την βαρύτητα του εγκλήματος και την αξία του προσβληθέντος εννόμου αγαθού ποινές, με βεβαιότατα αποφατική την απάντηση.

Ούτε οι αυστηρές κατά την πρόβλεψη, επιβολή και έκτιση ποινές, αντιστρατεύονται και συγκρούονται με την αστυνομική πρόληψη του εγκλήματος, την σωφρονιστική μέριμνα, τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου και γενικότερα την εφαρμοζομένη από την πολιτεία κατάλληλη κοινωνική πολιτική, αλλά, αντιθέτως, αποτελούν αυτές και η συνδρομή τους αδήριτη αναγκαιότητα, προκειμένου το όλον αντεγκληματκό εποικοδόμημα και ο συναφής προς αυτό σχεδιασμός να μην καταστούν και δη αρχήθεν «χωλά» και ατελέσφορα. Θα είμασταν ανειλικρινείς, αν αρνούμεθα ότι το ποινικό μας οικοδόμημα εμφανίζει επικίνδυνες ρωγμές. Τ

ο ζήτημα είναι η αποσόβηση και αποτροπή της κατάρρευσής του, γεγονός που προϋποθέτει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στην προσέγγισή του, με λήψη ορθών αποφάσεων, στην βάση του ρεαλισμού και της ειλικρινείας, μακράν εμμονών, αγόνων προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Άλλως, καθιστάμεθα ή τείνουμε να καταστούμε κράτος των στείρων αντιπαραθέσεων, των ατερμόνων συζητήσεων, των ποικιλωνύμων ειδικών επιτροπών και των ανακυκλουμένων ατελευτήτων προτάσεων και διαβουλεύσεων. Πολιτεία στην οποία θα ευημερούν οι διαδικασίες και θα υποφέρει η νομιμότης.

Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ