Ιωάννης Γλύκας: Η ίδρυση των «Ποινικολόγιων» είναι απάντηση σε μια πραγματική ανάγκη
Η εισήγηση του προέδρου του Επιστημονικού Συνδέσμου Δικηγόρων «Οι Ποινικολόγιοι» στο πρώτο συνέδριο
dikastiko H ίδρυση του Επιστημονικού Συνδέσμου Δικηγόρων «Οι Ποινικολόγιοι» δεν υπήρξε μια τυπική πρωτοβουλία, ούτε αποτέλεσε προϊόν συγκυρίας. Ήταν απάντηση σε μια πραγματική ανάγκη… την ανάγκη να σταθούμε ενωμένοι, οργανωμένοι και ουσιαστικά υποστηριγμένοι μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο ρόλος του ποινικολόγου γίνεται καθημερινά πιο απαιτητικός, πιο σύνθετος και πιο εκτεθειμένος.
Ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε μια εποχή όπου η ποινική δικηγορία δεν περιορίζεται πλέον στην αίθουσα του δικαστηρίου. Απαιτεί συνεχή επιστημονική ενημέρωση, άμεση πρόσβαση στη γνώση, καλλιέργεια δεξιοτήτων, κατανόηση νέων τεχνολογιών, αντοχή σε κοινωνικές πιέσεις και αυξημένη επαγγελματική ευθύνη.
Γι’ αυτό δημιουργήσαμε τον Σύνδεσμό μας. Για να βρίσκεται πραγματικά κοντά στον δικηγόρο.
Σε μία εποχή που το ποινικό δίκαιο μεταβάλλεται διαρκώς η φωνή μας οφείλει να παραμένει σταθερή, νηφάλια και προσηλωμένη στην υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δεν είναι απλώς ένας επαγγελματικός φορέας, είναι ένας ζωντανός οργανισμός σκέψης, ανταλλαγής εμπειριών και επιστημονικής αναζήτησης. Το πρώτο συνέδριό μας φιλοδοξεί να αποτελέσει χώρο γόνιμου διαλόγου για τα ζητήματα που απασχολούν τη δικαιοσύνη σήμερα από τις νομοθετικές εξελίξεις έως τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής στην απονομή του δικαίου.
Για την επιστημονική υποστήριξη και συνεχή επιμόρφωσή μας χρειαζόταν ένας φορέας που να παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις, να παράγει και να διαχέει έγκυρη γνώση, να οργανώνει δράσεις, συνέδρια, σεμινάρια και συζητήσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της καθημερινής πρακτικής. Θεωρούμε ότι καλύπτουμε ένα σημαντικό κενό.
Ο ποινικολόγος είναι συχνά στην πρώτη γραμμή ενός δημοσίου διαλόγου που πολλές φορές γίνεται βεβιασμένα με παρερμηνείες και ακρότητες.
Η ποινική δικηγορία όσο υψηλού επιπέδου και αν είναι παραμένει μοναχικό επάγγελμα. Ο δικηγόρος πρέπει να μπορεί να βρει στήριξη, καθοδήγηση, συνεργασία και ανταλλαγή εμπειριών. Να νιώθει ότι πίσω του υπάρχει ένας οργανισμός που τον στηρίζει, τον κατανοεί και τον ενισχύει φυσικά μαζί με τον δικηγορικό μας Σύλλογο.
Σήμερα ως διοίκηση μαζί με τους συναδέλφους μου στοχεύουμε σε κάτι ζωντανό που δεν περιορίζεται σε τυπικούς ρόλους αλλά λειτουργεί ως πραγματική δύναμη στήριξης και εξέλιξης για κάθε συνάδελφο. Ένας σύνδεσμος που ιδρύθηκε από δικηγόρους για τους δικηγόρους.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Στον πυρήνα κάθε δημοκρατικής πολιτείας βρίσκεται η έννοια του κράτους δικαίου. Πρόκειται για τη θεμελιώδη αρχή ότι η εξουσία —νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική— δεσμεύεται από το δίκαιο, και ότι ο πολίτης δεν υπόκειται στη βούληση αλλά στον νόμο. Ωστόσο, το κράτος δικαίου δεν είναι μια στατική έννοια· είναι ένας ζωντανός μηχανισμός που δοκιμάζεται κάθε φορά που ο δημόσιος διάλογος για το έγκλημα και την τιμωρία διολισθαίνει προς τον ποινικό λαϊκισμό.
Η ποινική νομοθέτηση οφείλει να διέπεται από ορισμένες θεμελιώδεις αρχές:
- Αρχή της νομιμότητας που κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου.
- Αρχή της αναλογικότητας, που απαιτεί ισορροπία μεταξύ προσβολής και κύρωσης.
- Αρχή της επικουρικότητας του ποινικού δικαίου, που υπαγορεύει ότι η ποινική κύρωση είναι το έσχατο μέσο κοινωνικής αντίδρασης, όχι το πρώτο.
Αυτές οι αρχές συγκροτούν την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου: προστατεύουν τον πολίτη όχι μόνο από το έγκλημα, αλλά και από την αυθαιρεσία της ίδιας της Πολιτείας.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες, συχνά παρατηρούμε την τάση της πολιτείας να αντιδρά νομοθετικά υπό την πίεση της επικαιρότητας. Ένα έγκλημα προκαλεί κοινωνική αγανάκτηση, οδηγεί σε εξαγγελίες “αυστηροποίησης των ποινών”, σε νέους ποινικούς τύπους ή σε κατάργηση θεσμών επιείκειας. Αυτή η πρακτική, που συνιστά ποινικό λαϊκισμό, απομακρύνει τη νομοθέτηση από την επιστημονική τεκμηρίωση και την ορθολογική αντεγκληματική πολιτική.
Ο ποινικός λαϊκισμός δεν είναι απλώς ρητορική· είναι νομοθετική πρακτική που υπονομεύει τη θεσμική ισορροπία του κράτους δικαίου. Δημιουργεί ένα δίκαιο “επικοινωνιακής κατανάλωσης”, όπου οι ποινές λειτουργούν περισσότερο ως πολιτικά σύμβολα παρά ως μέσα δικαιοσύνης.
Κυρίες και Κύριοι, το κράτος δικαίου δεν είναι αφηρημένη θεωρητική σύλληψη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία επιλέγει να περιορίσει την αυθαιρεσίας της εξουσίας, να προστατεύσει τον πολίτη και να εξασφαλίσει ότι η δικαιοσύνη δεν θα λειτουργεί κατά το δοκούν αλλά με βάση κανόνες, διαδικασίες και θεσμικές εγγυήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο το Κράτος Δικαίου σημαίνει ότι κάθε κρατική ενέργεια πρέπει να εδράζεται στη νομιμότητα, ότι οι εξουσίες οριοθετούνται μεταξύ τους ώστε να αποτρέπεται η κατάχρηση, ότι τα δικαιώματα του ατόμου δεν υπόκεινται σε περιστασιακές πολιτικές σκοπιμότητες, ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές, ότι η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα αποτελούν θεμέλια της κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Το κράτος δικαίου δεν είναι μια κατάσταση δεδομένη . Είναι μια συνεχής κατάκτηση, μια αδιάκοπη προσπάθεια διαφύλαξης των θεσμών, της αξιοπρέπειας και των ελευθεριών των πολιτών. Αυτή η προσπάθεια είναι χρέος όλων μας – ιδίως δε των ποινικολόγων που βρισκόμαστε καθημερινά στην πρώτη γραμμή όπου τα δικαιώματα συγκρούονται. Ανάμεσα στις θεμελιώδεις εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου καμία δεν είναι τόσο καθοριστική, τόσο ουσιαστική και τόσο εύθραυστη όσο το τεκμήριο αθωότητας . Το τεκμήριο αθωότητας δεν είναι μια δικονομική λεπτομέρεια. Είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε δίκαιης ποινικής διαδικασίας.
Σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως των υποψιών, της φήμης ή του κοινωνικού θορύβου αντιμετωπίζεται από το κράτος ως αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Όχι στη θεωρία.
Όχι συμβολικά.
Αλλά στην πράξη, στην έρευνα, στην προανάκριση, στη δίκη, στη δημόσια σφαίρα.
Το τεκμήριο της αθωότητας εξισορροπεί τη δύναμη του κράτους έναντι του ατόμου, καθορίζει ότι το βάρος απόδειξης το φέρει η πολιτεία, απαγορεύει την καταδίκη όταν υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες, επιβάλλει σε δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικές και διοικητικές αρχές να αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο με ουδετερότητα και σεβασμό, προστατεύει τον πολίτη από την κοινωνική και θεσμική προκατάληψη.
Είναι ένα δικαίωμα που δεν χωρίζεται από τη δημοκρατία.
Όταν παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας τραυματίζεται το ίδιο το Κράτος Δικαίου.
Σήμερα συνάδελφοι το τεκμήριο αθωότητας δέχεται πιέσεις από πολλές πλευρές. Πολλές φορές ο δημόσιος λόγος των αρχών ξεπερνά τα όρια της ουδετερότητας. Εκφράσεις όπως «δράστης», «ένοχος», «υπεύθυνος» πριν καν ολοκληρωθεί η αποδεικτική διαδικασία προσβάλλουν ευθέως το τεκμήριο και πλήττουν την ανεξαρτησία της δικαστικής κρίσης.
Από τα ΜΜΕ και την κοινωνία των δικτύων σε μια εποχή που η πληροφορία ταξιδεύει γρηγορότερα από την αλήθεια, όπου η εικόνα αντικαθιστά το τεκμήριο και όπου ο ψηφιακός όχλος σχηματίζει άποψη πριν καν σχηματισθεί δικογραφία, το τεκμήριο αθωότητας συχνά θυσιάζεται στον βωμό της τηλεθέασης και του εντυπωσιασμού.
Η κοινωνική προκατάληψη προηγείται της δικαστικής κρίσης.
Η προσωρινή κράτηση, οι βαρείς περιοριστικοί όροι, η δημοσιοιποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων – όλα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται με απόλυτη σύνεση, διότι στην πράξη συχνά λειτουργούν ως «πρόωρη τιμωρία» αντί να παραμένουν αμιγώς δικονομικά εργαλεία.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από νομικές έννοιες. Ο ποινικολόγος γνωρίζει καθημερινά ότι οι υποθέσεις δεν εκδικάζονται μόνο στην αίθουσα αλλά πολλές φορές και στα μέσα ενημέρωσης, στα κοινωνικά δίκτυα, ακόμη και στους διαδρόμους της κοινωνικής συζήτησης. Σε αυτό το περιβάλλον η υπεράσπιση του τεκμηρίου αθωότητας δεν είναι απλώς ένα νομικό καθήκον.
Είναι ηθική υποχρέωση.
Είναι στάση απέναντι στη δημοκρατία.
Ο ποινικολόγος δεν υπερασπίζεται μόνο εντολείς.
Υπερασπίζεται αρχές .
Υπερασπίζεται θεσμούς.
Υπερασπίζεται τον ίδιο τον πολιτισμό της δικαιοσύνης.
Κάθε φορά που απαιτούμε τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, κάθε φορά που επισημαίνουμε τις υπερβάσεις της εξουσία , κάθε φορά που αντιστεκόμαστε στην εύκολη προκαταδίκη, δεν υπερασπιζόμαστε απλώς έναν άνθρωπο. ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Και αυτό το Κράτος Δικαίου δεν είναι τίποτε άλλο από την υπόσχεση ότι ο άνθρωπος δεν θα υποτάσσεται στην αυθαιρεσία, ότι η δικαιοσύνη θα λειτουργεί με κανόνες και ότι η ποινική διαδικασία θα υπηρετεί την αλήθεια και όχι την προκατάληψη.
Συνάδελφοι, το τεκμήριο αθωότητας είναι η τελευταία γραμμή άμυνας του ανθρώπου απέναντι στον κρατικό μηχανισμό. Είναι ο κανόνας που κρατά όρθια την δικαιοσύνη και εγγυάται ότι η ενοχή δεν είναι υπόθεση εντυπώσεων, αλλά προϊόν μια δίκαιης, αμερόληπτης και θεσμικά θωρακισμένης διαδικασίας. Όσο το τεκμήριο αθωότητας προστατεύεται τόσο το κράτος δικαίου παραμένει ζωντανό.
Όταν το τεκμήριο αθωότητας υποχωρεί, το κράτος δικαίου τραυματίζεται. Και μαζί τραυματίζεται η Δημοκρατία. Η υπεράσπιση του τεκμηρίου αθωότητας είναι χρέος όλων μας.
Χρέος επιστημονικό, θεσμικό και βαθύτατα ηθικό. Και είμαι βέβαιος ότι μέσα από τα συνέδρια σαν το σημερινό, μέσα από τη συλλογική μας παρουσία και τον διάλογο θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε ακλόνητα αυτή την αρχή.
Εδώ αναδεικνύεται η κρίσιμη αποστολή του ποινικολόγου- του δικηγόρου, του πανεπιστημιακού, του ερευνητή. Οφείλει να είναι η συνείδηση του κράτους δικαίου, ο υπερασπιστής των αρχών και όχι πρόσκαιρων εντυπώσεων. Η δουλειά του δεν είναι να ακολουθεί το ρεύμα της κοινωνικής οργής αλλά να το ερμηνεύει και να το αντισταθμίζει με τη λογική του δικαίου.
Μέσα από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, την επιστημονική επιχειρηματολογία και τη δημόσια παρέμβαση, συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στην κοινωνική ανάγκη για ασφάλεια και στην ατομική αξίωση για ελευθερία. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων δεν είναι πράξη ανοχής προς το έγκλημα· είναι πράξη πίστης στο Σύνταγμα και στους θεσμούς του.
Το κράτος δικαίου κρίνεται τελικά όχι από την αυστηρότητα των ποινών, αλλά από την ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμει. Ένα δίκαιο που τιμωρεί χωρίς μέτρο, ή που νομοθετεί για να ικανοποιήσει το κοινό αίσθημα, παύει να είναι δίκαιο και μετατρέπεται σε μηχανισμό εξουσίας.
Ως φύλακας αυτής της ισορροπίας, υπενθυμίζει διαρκώς ότι η πραγματική δημοκρατία δεν δοκιμάζεται στις εύκολες υποθέσεις, αλλά στις δύσκολες — εκεί όπου η υπεράσπιση του δικαιώματος συγκρούεται με τη λαϊκή πίεση.
Η υπεράσπιση του κράτους δικαίου είναι έργο διαρκές και απαιτητικό. Σε κάθε εποχή όπου ο ποινικός λαϊκισμός απειλεί να μετατρέψει τη νομοθέτηση σε εργαλείο πολιτικής επιβίωσης, οι ποινικολόγοι οφείλουμε να θυμίζουμε ότι το ποινικό δίκαιο δεν είναι το πεδίο της εκδίκησης, αλλά της δικαιοσύνης. Και ότι η ελευθερία του πολίτη —ακόμη και του κατηγορουμένου— είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η νομιμότητα, η αξιοπρέπεια και, τελικά, η ίδια η Δημοκρατία.
Είναι πολύ σημαντικό να συζητούμε σήμερα για μία από τις πιο λεπτές και κρίσιμες πτυχές του ποινικού δικαίου — την εγγυητική του λειτουργία στο στάδιο της επιμέτρησης των ποινών.
Πρόκειται για ένα στάδιο όπου το δίκαιο παύει να είναι απλώς αφηρημένος κανόνας και γίνεται πράξη· όπου το κράτος δικαίου δοκιμάζεται στην πράξη της απονομής της δικαιοσύνης.
Η επιμέτρηση της ποινής δεν είναι τεχνική διαδικασία· είναι μια πράξη ευθύνης. Είναι η στιγμή που ο δικαστής, μέσα στα όρια που του θέτει ο νόμος, καλείται να εξατομικεύσει τη δίκαιη ποινή για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Ο ποινικός μας Κώδικας ορίζει δύο άξονες: τη βαρύτητα της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη.
Αυτή η φαινομενικά απλή διάταξη ενσωματώνει μια βαθιά εγγύηση: ότι ο άνθρωπος δεν θα τιμωρείται αφηρημένα, αλλά ως πρόσωπο· ότι η ποινή δεν θα είναι προϊόν οργής ή εντυπώσεων, αλλά σταθμισμένη έκφραση δικαιοσύνης.
Κεντρικός πυλώνας αυτής της εγγυητικής λειτουργίας είναι η αρχή της αναλογικότητας, συνταγματικά κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ουσιαστικά ενσωματωμένη στο άρθρο 79 ΠΚ. Η ποινή πρέπει να αντιστοιχεί στη βαρύτητα της προσβολής και στον βαθμό ενοχής του δράστη.
Η αναλογικότητα δεν είναι αριθμητική ισορροπία — είναι ηθική και ννομική συμμετρία. Όταν η ποινή υπερβαίνει τη δίκαιη αναλογία, το ποινικό δίκαιο παύει να είναι εγγύηση και μετατρέπεται σε εργαλείο εξουσίας. Η υπερβολή, ακόμη κι όταν υπηρετεί “καλές προθέσεις”, πλήττει την ίδια τη νομιμότητα.
Η απαίτηση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας —όπως ορίζει το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 ΚΠΔ— είναι η πιο ισχυρή θεσμική εγγύηση στο στάδιο της επιμέτρησης. Η αιτιολόγηση της ποινής δεν είναι μια τυπική διαδικασία· είναι το δικαίωμα του πολίτη να γνωρίζει γιατί το κράτος αποφάσισε να του στερήσει την ελευθερία ή να του επιβάλει μια κύρωση.
Η αιτιολογία μετατρέπει την εξουσία σε λογοδοσία, και τη δικαιοσύνη σε πράξη εμπιστοσύνης προς τον πολίτη. Αντίθετα, η αδιαφάνεια στην επιμέτρηση υπονομεύει τη νομιμότητα και θολώνει τα όρια ανάμεσα στη δικαστική κρίση και την υποκειμενική εντύπωση.
Στο σημερινό κοινωνικό περιβάλλον, η ποινική δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σε κενό.
Οι πιέσεις της κοινής γνώμης, η επικοινωνιακή ρητορική της «μηδενικής ανοχής» και ο ποινικός λαϊκισμός δημιουργούν συχνά ένα κλίμα αυστηροποίησης που απειλεί να διαβρώσει την ουσία της δικαιοσύνης.
Όμως ο δικαστής και ο ποινικολόγος δεν είναι θεατές της κοινωνικής αγανάκτησης — είναι θεματοφύλακες του κράτους δικαίου.
Η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να παραμένει πράξη ψυχρής λογικής και όχι θερμής συναισθηματικής αντίδρασης. Μόνο έτσι το ποινικό δίκαιο διατηρεί τον εγγυητικό του χαρακτήρα: ως φραγμό απέναντι στην αυθαιρεσία και όχι ως εργαλείο ικανοποίησης του κοινού αισθήματος.
Ο ποινικολόγος, στην πράξη, είναι ο φυσικός υπερασπιστής αυτής της ισορροπίας.
Η υπεράσπιση δεν είναι απλώς επαγγελματικό καθήκον — είναι θεσμική λειτουργία.
Υπενθυμίζει στο δικαστήριο και στην κοινωνία ότι η Δικαιοσύνη δεν εκφράζεται με την αυστηρότητα, αλλά με το μέτρο· ότι η αξία του ανθρώπου δεν χάνεται ακόμη και όταν καταδικάζεται.
Κάθε φορά που ζητάμε από το δικαστήριο να αιτιολογήσει την ποινή, κάθε φορά που επισημαίνουμε την ανάγκη αναλογικότητας ή επικουρικότητας, δεν υπερασπιζόμαστε μόνο τον εντολέα μας — υπερασπιζόμαστε το ίδιο το Σύνταγμα.
Η επιμέτρηση της ποινής είναι η στιγμή όπου η δικαιοσύνη αποκτά πρόσωπο. Είναι η στιγμή που η θεωρία συναντά την πράξη, και το κράτος δικαίου μετατρέπεται από ιδέα σε πράξη ευθύνης.
Εκεί, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο εγγυητικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου παίρνει σάρκα και οστά.
Αν το δίκαιο είναι η φωνή της λογικής μέσα στην κοινωνία, τότε η δίκαιη επιμέτρηση είναι η φωνή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα στο ποινικό σύστημα.
Και γι’ αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η διαρκής μας ευθύνη —ως Δικηγόροι, ως δικαστές, ως λειτουργοί του δικαίου— είναι να θυμίζουμε ότι η δικαιοσύνη δεν είναι πράξη δύναμης, αλλά πράξη μέτρου, σεβασμού και ελευθερίας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η έννοια του τεκμηρίου αθωότητας δεν είναι μια τυπική δικονομική αρχή.
Είναι ο πυρήνας της ποινικής δικαιοσύνης, η ίδια η ηθική υπόσχεση του κράτους δικαίου προς τον πολίτη ότι δεν θα θεωρηθεί ένοχος πριν η ενοχή του κριθεί αμετάκλητα.
Ωστόσο, στην πράξη, το τεκμήριο αυτό δοκιμάζεται σοβαρά — και μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη των περιορισμών του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων.
Το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων —όπως η έφεση ή η αναίρεση— αποτελεί θεμελιώδες εγγυητικό μέσο ελέγχου της δικαστικής κρίσης.
Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής έως την τελεσιδικία ή το αμετάκλητο δεν είναι προνόμιο· είναι έκφραση του τεκμηρίου αθωότητας.
Διότι, όσο η υπόθεση εκκρεμεί, ο κατηγορούμενος δεν είναι ένοχος, αλλά κατηγορούμενος. Και κάθε κύρωση που εφαρμόζεται πριν την τελεσίδικη κρίση, ακόμη κι αν τυπικά λέγεται «εκτέλεση απόφασης», συνιστά στην ουσία πρόωρη άρση της αθωότητας.
Ωστόσο, ο νομοθέτης, επικαλούμενος λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας ή κινδύνου φυγής, επιτρέπει σε πολλές περιπτώσεις την άμεση εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης, παρά την άσκηση ένδικου μέσου.
Το άρθρο 497 ΚΠΔ προβλέπει ότι η έφεση δεν έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα· το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την αναστολή αν κρίνει ότι ο καταδικασθείς ενδέχεται να διαπράξει νέα εγκλήματα ή να αποφύγει την εκτέλεση.
Η λογική είναι, βεβαίως, αντικειμενικά κατανοητή: η Πολιτεία οφείλει να προστατεύει το κοινωνικό συμφέρον.
Όμως, εδώ ακριβώς τίθεται το κρίσιμο ζήτημα: πότε η εξαίρεση αυτή μετατρέπεται σε κανόνα και υπονομεύει το τεκμήριο αθωότητας;
Το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να λαμβάνεται ως ζωντανή αρχή και όχι νομική φράση.
Το τεκμήριο αθωότητας, κατοχυρωμένο στο άρθρο 6 §2 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 14 §2 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, και στο άρθρο 71 του ΠΚ, δεν περιορίζεται στο “δικαίωμα να μη λέγεσαι ένοχος”.
Περιλαμβάνει και την πρακτική συνέπεια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να σε μεταχειρίζεται ως ένοχο πριν η ενοχή σου κριθεί αμετάκλητα.
Η άμεση εκτέλεση της ποινής μετά από πρωτόδικη καταδίκη, όταν δεν υπάρχουν εξαιρετικοί λόγοι επικινδυνότητας ή διαφυγής, ισοδυναμεί στην ουσία με προσωρινή κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας.
Η στέρηση της ελευθερίας πριν την τελεσιδικία, ακόμη και υπό “νόμιμη” μορφή, προσβάλλει την ίδια τη λογική του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
4. Η νομολογία και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει επισημάνει επανειλημμένα ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν ανέχεται διατυπώσεις ή πρακτικές που προδικάζουν την ενοχή του προσώπου πριν την τελεσίδικη κρίση.
Η ίδια λογική πρέπει να ισχύει και για τις αποφάσεις περί μη χορήγησης αναστολής: όταν ο δικαστής, στο σκεπτικό του, περιγράφει τον καταδικασθέντα ως «επικίνδυνο», «αμετανόητο» ή «βεβαιωμένα ένοχο», προδικάζει την ενοχή του, παραβιάζοντας όχι μόνο το άρθρο 6 §2 ΕΣΔΑ, αλλά και την εγγυητική ουσία του κράτους δικαίου.
Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου στην κρίση περί αναστολής δεν είναι απόλυτη — είναι δέσμια από την αρχή της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας και, κυρίως, του σεβασμού στο τεκμήριο αθωότητας.
Στην ελληνική πρακτική, παρατηρείται ότι η μη χορήγηση αναστολής τείνει να καταστεί σχεδόν αυτόματη σε σοβαρότερα εγκλήματα, χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία.
Έτσι, η αναστολή —αντί να είναι ο κανόνας και η εξαίρεση να απαιτεί ειδική τεκμηρίωση— καταλήγει να λειτουργεί αντίστροφα.
Αυτό, ωστόσο, σημαίνει ανατροπή του τεκμηρίου αθωότητας.
Διότι, όταν η Πολιτεία φυλακίζει τον πολίτη προτού κριθεί αμετάκλητα ένοχος, στην ουσία του αναγνωρίζει de facto ενοχή.
Και όταν αυτό γίνεται συστηματικά, το κράτος δικαίου μετατρέπεται σε κράτος υποψίας.
Ο ποινικολόγος έχει εδώ κρίσιμο ρόλο: να υπενθυμίζει, με νομική αλλά και ηθική συνέπεια, ότι το δικαίωμα στο ένδικο μέσο δεν είναι τυπική διαδικασία· είναι ουσιαστική εγγύηση της αθωότητας.
Η έφεση ή η αναίρεση δεν μπορεί να απονευρώνονται, αν δεν συνοδεύονται από ένα πραγματικό, ουσιαστικό ανασταλτικό αποτέλεσμα και όταν τις περισσότερες φορές έχουμε έκτιση της ποινής.
Από την άλλη πλευρά, ο δικαστής, όταν αποφασίζει επί του αιτήματος αναστολής, δεν καλείται να “προστατεύσει μόνο την κοινωνία”· καλείται να προστατεύσει το Σύνταγμα — να διασφαλίσει ότι η ελευθερία του ανθρώπου δεν θα στερηθεί προτού το δίκαιο ολοκληρώσει την πορεία του.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, μέχρι την τελεσιδικία, είναι στην ουσία μια πρακτική μορφή του τεκμηρίου αθωότητας.
Όταν αυτή περιορίζεται χωρίς εξατομίκευση, το τεκμήριο μετατρέπεται από θεμέλιο του κράτους δικαίου σε ρητορική διακήρυξη.
Η αληθινή Δικαιοσύνη δεν είναι εκείνη που σπεύδει να επιβάλει την ποινή, αλλά εκείνη που έχει τη δύναμη να περιμένει — να περιμένει την αλήθεια, την αμετάκλητη κρίση, και να τιμωρεί μόνο όταν η ενοχή έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία.
Διότι, στο τέλος, το μέτρο του κράτους δικαίου δεν είναι πόσο αυστηρά τιμωρεί, αλλά πόσο σεβαστικά αμφιβάλλει μέχρι να πει την τελευταία του λέξη.
Η διαρκής και συχνά ασυνεχής νομοθετική μεταβολή στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περιβάλλοντος αυξημένης ανασφάλειας δικαίου. Η σταθερότητα των κανόνων που διέπουν την ποινική ευθύνη συνιστά απαραίτητο όρο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την έννομη τάξη, καθώς τους επιτρέπει να γνωρίζουν με σαφήνεια ποια συμπεριφορά και ποιες κυρώσεις συνεπάγεται.
Ωστόσο όταν οι τροποποιήσεις των ποινικών διατάξεων υιοθετούνται με συχνότητα που υπερβαίνει τα όρια της θεσμικής ομαλότητας ή χωρίς την αναγκαιότητα, συστηματικότητα και νομοτεχνική αρτιότητα, προκύπτουν ουσιώδη προβλήματα στην εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου.
Το φαινόμενο αυτό επιβαρύνει τόσο τους δικαστικούς όσο και τους δικηγόρους, οι οποίοι καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, με αυξημένο κίνδυνο ερμηνευτικών αποκλίσεων και πρακτικών αβεβαιοτήτων.
Κατά συνέπεια η αστάθεια του νομοθετικού περιβάλλοντος πλήττει το κύρος του Ποινικού Δικαίου ως utima ratio της κρατικής καταστολής, αποδυναμώνοντας τον εγγυητικό του χαρακτήρα και την ικανότητά του να υπηρετεί τη θεμελιώδη ισορροπία μεταξύ κοινωνικής προστασίας και προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Η ανάγκη για συνεκτικές και σταθερές νομοθετικές παρεμβάσεις καθίσταται συνεπώς επιτακτική προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και η διατήρηση της θεσμικής αξιοπιστίας του ποινικού συστήματος.
Η συνεχής νομοθετική κινητικότητα δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας. Η ανασφάλεια δημιουργεί ένα κλίμα νομικής αβεβαιότητας τόσο στους πολίτες όσο και στους νομικούς αλλά και υποβάθμιση της αξιοπιστίας του ποινικού και σωφρονιστικού συστήματος δίνοντας την εντύπωση ενός δικαίου που κινείται με γνώμονα την εκάστοτε συγκυρία και βάση τις σταθερές αρχές.
Παρόλο που η σταθερότητα του νόμου είναι θεμελιώδης σταθερή αρχή, η στοιχειώδης εξέλιξη της κοινωνίας απαιτεί αλλαγές στο νομικό πλαίσιο. Μια μετατροπή είναι συχνά απαραίτητη για να προσαρμοστεί το δίκαιο στις νέες κοινωνικές εξελίξεις. Ωστόσο η κριτική επικεντρώνεται στον τρόπο και την ταχύτητα με τον οποίο γίνονται οι αλλαγές χωρίς να ακολουθείται μια ολοκληρωμένη στρατηγική.
Η μαγική λέξη είναι ισορροπία μεταξύ της ανάλογης προσαρμογής του νόμου σε δίκαιες συνθήκες και της διατήρησης σταθερότητας ασφάλειας δικαίου. Όταν οι αλλαγές έρχονται η μία μετά την άλλη, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο προηγούμενος νόμος απέτυχε οδηγώντας σε νέα βεβιασμένα νομοθετήματα διαιωνίζοντας το πρόβλημα.
Κανένας νόμος δεν προλαβαίνει να λειτουργήσει στην πράξη. Αυτή είναι επιδερμική προσέγγιση.
Αντί για αποσπασματικές και βεβιασμένες αλλαγές που αποσκοπούν σε πρόσκαιρες εντυπώσεις ωραιοποιημένες, απαιτείται ένας απαιτητικός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και όχι να εστιάσουμε σε επιφανειακές τροποποιήσεις.
Η πεποίθηση ότι η συνεχής αλλαγή του νόμου αποτελεί λύση για τη μεταβολή της πραγματικότητας έχει καταστεί μεγαλύτερη πλάνη καθότι είναι πολύ μακριά από την εφαρμογή. Οι όποιες αλλαγές οφείλουν να προκύπτουν από ενδελεχή μελέτη, ουσιαστική δικαιοσύνη με όλους και όχι με φίλους και κόλακες του εκάστοτε υπουργού Δικαιοσύνης.
Επιτρέψτε μου να σταθώ σε ένα ζήτημα θεσμικής σημασίας που αφορά τη σχέση των λειτουργών της δικαιοσύνης – δικαστών – εισαγγελέων και δικηγόρων και να υπογραμμίσω ότι αυτή η σχέση πρέπει να στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, την ανεξαρτησία και τη συνεργασία, όχι σε υποδείξεις, κατευθύνσεις ή αντιπαραθέσεις.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ως θεσμικός φορέας που εκφράζει δικαστές και εισαγγελείς έχει κατά καιρούς τοποθετηθεί δημόσια για θέματα που άπτονται του δικηγορικού λειτουργήματος προβαίνοντας σε υποδείξεις προς το δικηγορικό σώμα.
Ωστόσο ως μέλη του δικηγορικού σώματος και ιδίως εμείς που υπηρετούμε την ποινική δικηγορία οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο δικηγόρος δεν είναι υποτελής σε κανένα θεσμό. Ο ρόλος του είναι ισότιμος, θεσμικός και απορρέει από το Σύνταγμα και τους κώδικες.
Δεν είναι αποδεκτό το δικηγορικό σώμα να δέχεται υποδείξεις ή καθοδήγηση από δικαστικούς ή εισαγγελικούς φορείς, ούτε να τίθεται σε θέση υπέρτερης εξουσίας από αυτούς.
Η λειτουργία όλων των θεσμών -δικαστική, εισαγγελική, δικηγορική- πρέπει να βασίζεται σε αμοιβαίο σεβασμό, κοινό όραμα για το κράτος δικαίου και συνεργασία σε θεσμικό πλαίσιο. Όχι σε αντιπαραθέσεις, όχι σε ανταγωνιστικές ή εχθρικές προσεγγίσεις.
Η ισχύς των θεσμών δεν κρίνεται μόνο από τη νομική τους θεμελίωση αλλά από το πώς συνεργάζονται στην πράξη. Όταν γίνονται τοποθετήσεις, αυτό δεν μπορεί να μεταφράζεται σε υπέρβαση των ορίων της δικηγορικής ανεξαρτησίας. Το δικηγορικό σώμα δεν είναι «υπό τον έλεγχο» κανενός άλλου φορέα .Είναι αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος της Δικαιοσύνης. Και ως τέτοιο απαιτείται:
-η αναγνώριση της αξίας και του ρόλου του δικηγόρου ως θεματοφύλακα δικαιωμάτων και εγγυητή της δίκαιης δίκης.
– η αποδοχή ότι όποια τοποθέτηση θεσμικού φορέα θα γίνεται στο πλαίσιο συνεργασίας και όχι οδηγίας.
– η απόφαση να λειτουργούμε με σεβασμό προς τους δικαστές, τους εισαγγελείς αλλά πρωτίστως προς τον πολίτη τον οποίο εκπροσωπούμε και προστατεύουμε.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν δίστασε να μας «προειδοποιήσει» ότι αν δεν «κάνουμε αυτό που πρέπει», θα χάσουμε το «προνόμιο» της αυτόνομης ρύθμισης του πειθαρχικού ελέγχου των μελών μας.
Πρώτον, πρέπει να έχει υπόψιν το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστών ότι η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικηγορικών συλλόγων κατοχυρώνεται με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος.
Δεύτερον, ούτως ή άλλως ο Πρόεδρος της ΕνΔΕ δεν είναι σε θέση να προειδοποιεί για οιαδήποτε νομοθετική αλλαγή, καθώς δεν έχει οιαδήποτε τέτοια αρμοδιότητα.
Στηρίζουμε τη δημοκρατία, υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αλλά ποτέ δεν θα δεχθούμε ότι ο ρόλος μας υποβαθμίζεται ή τίθεται ως «υπάκουος».
Η σχέση θεσμών είναι σχέση συνεργασίας και όχι εξουσιαστική. Εμείς δεν υπονομεύουμε το κύρος της δικαιοσύνης. Θα πρέπει όλοι να αναλογιστούμε πότε υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης όταν διαχειρίζεται διατεταγμένη υπηρεσία, όταν εξαναγκάζεται να λειτουργεί ως όργανο πολιτικής αντεκδίκησης, όταν το έργο της κατασυκοφαντείται, όταν η εκτελεστική εξουσία επιχειρεί να παρεισφρύσει, όταν η νομοθετική εξουσία σκόπιμα παρεμβαίνει τότε υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης και όχι από τους δικηγόρους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Άγη Σ. Μπίσια: Η γυναίκα δικηγόρος – μητέρα στην Ελλάδα / Aπό την αντοχή στην αναγνώριση Παναγιώτης Σταμάτης: Μη νόμιμη λήψη sms κατά το ΓΚΠΔ Ιωάννης Πανούσης: Ενάρετοι και τολμηροί δικαστές; Αντώνης Π. Αργυρός: Επιτέλους τι ακριβώς θέλουν οι δικηγόροι; Δημήτρης Χρ. Αναστασόπουλος: Ενώνουμε τις γενιές και τις δυνάμεις – Ακούμε την εμπειρίαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

