Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Ιωάννης Στεφάνου: Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ποδηγέτησης της ανεξαρτησίας του δικαστή

Μολονότι η υπ’ αριθ. 210/7-5-2025 ανακοίνωση της Ένωσης αναφέρεται στις κρίσεις για τις προαγωγές του έτους 2025, ωστόσο δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι επισημαίνει διαχρονικές παθογένειες του τρόπου εφαρμογής των κριτηρίων προαγωγής που περιγράφονται στον Ν. 4938/2022 από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ιωάννης Στεφάνου: Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ποδηγέτησης της ανεξαρτησίας του δικαστή

Εν όψει των προαγωγών δικαστικών λειτουργών του κλάδου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης για το έτος 2025, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, επέλεξε να προβάλει τις παρατηρήσεις της με την υπ’ αριθ. 210/7-5-2025 ανακοίνωσή της. Ήδη από αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι η ανάγκη της Ένωσης να προβάλει  δημόσια τις θέσεις της αναφορικά με την μη εφαρμογή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022) η οποία  αποτελεί εξαιρετικά σπάνια κίνηση που μαρτυρά την δεινή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ των λειτουργών της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα αναφορικά με την προαγωγή τους σε ανώτερους βαθμούς.

Η Ένωση επισημαίνει ότι η εξέλιξη του δικαστικού λειτουργού σε όλους τους προβλεπόμενους βαθμούς θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα κατά την κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ώστε τελικά να γίνεται σεβαστή η κατοχυρωμένη λειτουργική του ανεξαρτησία. Μόνο δε σε περιπτώσεις που πληρούνται οι σαφώς και ρητώς προσδιορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων δικαιολογείται κρίση περί παραμονής στον ίδιο βαθμό. Επισημαίνεται στην συνέχεια, ευλόγως, ότι το ζήτημα της καθυστέρησης ή μη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων δεν μπορεί να κρίνεται από τον Επιθεωρητή και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο  αφηρημένα, αλλά απαιτείται συγκεκριμένη και ειδικά αιτιολογημένη κρίση εν όψει των πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης και των δυσχερειών, με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος ο δικαστικός λειτουργός. Τέλος, η Ένωση επισημαίνει το προφανές, ότι η απαλλαγή δικαστικού λειτουργού από ασκηθείσα εις βάρος του πειθαρχική αγωγή δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο κριτήριο για την μη προαγωγή του.

Μολονότι η υπ’ αριθ. 210/7-5-2025 ανακοίνωση της Ένωσης αναφέρεται στις κρίσεις για τις προαγωγές του έτους 2025, ωστόσο δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι επισημαίνει διαχρονικές παθογένειες του τρόπου εφαρμογής των κριτηρίων προαγωγής που περιγράφονται στον Ν. 4938/2022 από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.. Από τούτο δε γίνεται αντιληπτή συστημική αδυναμία των οργάνων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα (Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και Ολομέλεια του Αρείου Πάγου) να διεξάγουν διαδικασία κρίσεων για προαγωγές δικαστών, κατά τρόπο σύμφωνο με το.

Οι εγγυήσεις δε της δίκαιης δίκης δεσμεύουν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όταν κρίνει προσφυγές ως δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο. Μολονότι δεν αποτελούν δικαστήρια κατά την έννοια του ελληνικού Συντάγματος, αποτελεί όμως Δικαστήρια κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του ΕΣΔΑ.

Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου (Vilho Eskelinen κ.λπ. κατά Φινλανδίας της 19ης.4.2007) οι διαφορές που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων («civil servants», «fonctionnaires») υπάγονται κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εκτός αν έχει ρητώς αποκλεισθεί από την εθνική νομοθεσία η πρόσβαση σε δικαστήριο για κατηγορία υπαλλήλων ή για διαφορές σχετικές με συγκεκριμένες θέσεις και, σωρευτικώς, ο αποκλεισμός αυτός να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, υπό την έννοια ότι το αντικείμενο της διαφοράς σχετίζεται με την άσκηση κρατικής εξουσίας ή θέτει εν αμφιβόλω έναν «ιδιαίτερο δεσμό εμπιστοσύνης και αφοσίωσης» του δημοσίου λειτουργού με το Κράτος. Ως Δικαστήριο, σύμφωνα με την αυτόνομη ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης, νοείται όχι μόνο εκείνο που πληροί το τυπικό κριτήριο της υπαγωγής του στην δικαστική εξουσία, αλλά και εκείνο, το οποίο, αδιαφόρως του σε ποια εξουσία υπάγεται οργανικά, επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία βάσει της κείμενης νομοθεσίας, είναι πάγιας συγκρότησης, οι αποφάσεις του δεν είναι δεκτικές ανατροπής και είναι δεσμευτικές για τα εμπλεκόμενα [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Bilgen κατά Τουρκίας της 9.3.2021 σκ. 73, Emina?ao?lu κατά Τουρκίας της 9.3.2021 σκ. 94, Καμένος κατά Κύπρου της 31.10.2017 σκ. 85, Sturua κατά Γεωργίας της 28.3.2017 σκ. 26, Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας της 9.1.2013 σκ. 88, Olujić κατά Κροατίας της 5.2.2009 σκ. 37].

Εν όψει τούτων, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτελεί «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, στις διαδικασίες κρίσεις των δικαστών για την προαγωγή τους από τον βαθμό του Προέδρου Εφετών στον βαθμό του αρεοπαγίτη, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία και επομένως υποχρεούται να τηρεί όχι μόνο τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης, αλλά και την υποχρέωση αιτιολογίας των αποφάσεων που απορρέει από το ίδιο άρθρο, ώστε, κατά την νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαστήριο που επιλήφθηκε «να µην φαίνεται ότι αυθαιρετεί ή ότι δικάζει κατά διαίσθηση…». Επιπλέον, το κράτος δικαίου και η αποφυγή αυθαίρετης άσκησης εξουσίας είναι θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης (Roche v. the United Kingdom, no. 32555/96, § 116, ECHR 2005-X, and Taxquet v. Belgium [GC], no. 926/05, § 90, ECHR 2010). Στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας επιβάλλουν την ορθή αιτιολόγηση των αποφάσεων, ώστε να ενισχύεται η δημόσια εμπιστοσύνη σε ένα αντικειμενικό και διαφανές σύστημα δικαιοσύνης, που αποτελεί θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Εν τω μεταξύ, εν όψει των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου επί των προαγωγών για το έτος 2025, έλαβε ευρεία δημοσιότητα λόγω της ανάρτησής της στην ιστοσελίδα «dikastis.blogspot.com», η οποία αποτελεί βήμα διαλόγου και ενημέρωσης μεταξύ των δικαστών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, η υπ’ αριθ. 1613/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου επί ποινικής υπόθεσης με την οποία είχε κριθεί ότι η άσκηση διαδοχικώς δικαιοδοτικών καθηκόντων από τον ίδιο δικαστή, στην ίδια υπόθεση, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας του δικαστή που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι είναι μη νόμιμη η συμμετοχή στη σύνθεση δικαστικού συμβουλίου δικαστή, ο οποίος σε προγενέστερο στάδιο της ίδιας υπόθεσης, άσκησε δικαιοδοτικά καθήκοντα. Η απόφαση αυτή αναρτήθηκε εν όψει της συνεδρίασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στο οποίο κατά το έτος 2024.Τόσο η υπ’ αριθ. πρωτ. 210/7-5-2025 ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, όσο και η ανάρτηση στις 9-5-2025 στον ιστότοπο dikastis.blogspot.com της υπ’ αριθ. 1613/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, οι οποίες έγιναν με μόλις 2 ημέρες διαφορά, καταδεικνύουν την συστηματική και διαχρονική τρωτότητα της διαδικασίας κρίσεων από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επί των αιτημάτων προαγωγών δικαστών σε ανώτερους βαθμούς. Η χρήση μη νόμιμων κριτηρίων (απαλλαγές από πειθαρχικές αγωγές), η μη αξιολόγηση ρητώς προβλεπόμενων στο νόμο κριτηρίων (Εκθέσεων Επιθεώρησης), η συμμετοχή στα αποφασιστικά όργανα μελών τους για τα οποία δεν πληρούνται τα εχέγγυα αμεροληψίας που απαιτεί το άρθρο 6 της Σύμβασης λόγω συμμετοχής τους και η απουσία αιτιολογίας των αποφάσεων προαγωγών, κατά παράβαση του άρθρου 6 της Σύμβασης αποτελούν σημεία αδυναμίας συμμόρφωσης του Αρείου Πάγου με το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη και τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας που επιτάσσει η Σύμβαση από τα κράτη μέλη της να τηρούν στις πειθαρχικές διαφορές των δικαστικών λειτουργών, εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού η εθνική νομοθεσία δεν αποκλείει την πρόσβαση των πειθαρχικώς διωκομένων σε «δικαστήριο» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.

Με βάση τα παραπάνω αμιγώς επιστημονικά δεδομένα προκύπτει ότι η Ελληνική δικαιοσύνη πάσχει , και μάλιστα πάσχει εξαιτίας των κεφαλών της, οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι είναι περισσότερο πολιτικές από ότι θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο Δικαστήριο. Η μέγιστη ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση η οποία  έχει κάνει την πολιτική επιλογή επιβολής απόλυτου ελέγχου στην δικαιοσύνη , καταργώντας την ανεξαρτησία της στην πράξη. Η πολιτική αυτή, αν και ευαγγελίζεται την “ευρωπαϊκή” κατεύθυνσή της,  μόνον με προσωποκεντρικά ολοκληρωτικά καθεστώτα  μπορεί να συγκριθεί. Ο απόλυτος έλεγχος που επιχειρείται να επιβληθεί στην δικαιοσύνη , στην πραγματικότητα καταστρατηγεί θεμελιώδεις αρχές του Δημοκρατικού πολιτεύματος , όπως είναι η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Έχουμε την ελπίδα ότι ο Έλληνας δικαστής έχει τις αντιστάσεις να αντιταχθεί σε αυτές τις εκτροπές. Ο ρόλος του δικηγορικού κόσμου της χώρας όμως είναι αυτός που μπορεί πραγματικά να ανατρέψει αυτή την ζοφερή προοπτική, διότι εκ φύσεως οι δικηγόροι είναι οι θεματοφύλακες διαφύλαξης και υπεράσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων και της θεσμικής λειτουργίας του κράτους σε περιόδους κρίσεων και εκτροπής.

Του Ιωάννη Στεφάνου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Α’ αντιπρόεδρου ΔΣΘ 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ