Παρασκευή 02 Μαϊου 2025

Κώστας Κοσμάτος: “Ο ηθικός πανικός που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία ενισχύει το δόγμα νόμος και τάξη”

Οι ανελαστικές αντιλήψεις για την ποινή, η τάση αυστηροποίησης κερδίζουν έδαφος έναντι θέσεων και δράσεων για την κοινωνική επανένταξη

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Κώστας Κοσμάτος: “Ο ηθικός πανικός που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία ενισχύει το δόγμα νόμος και τάξη” Κώστας Κοσμάτος

Πώς ακριβώς το ποινικό δίκαιο προστατεύει την ανηλικότητα επί της ουσίας; Μπορεί το κράτος να διαπαιδαγωγήσει μέσω του εγκλεισμού; Και πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποδειχθεί η αυστηροποίηση των ποινών, όταν αφορά πρόσωπα που βρίσκονται ακόμη υπό το στάδιο προσωπικής διαμόρφωσης;

Εξέλιξη του ελληνικού δικαίου ανηλίκων και νομοθετικές αλλαγές

Η τρίτη έκδοση του βιβλίου σας για το Δίκαιο Ανηλίκων έρχεται σε μια περίοδο σημαντικών αλλαγών. Πώς θα περιγράφατε τη συνολική εξέλιξη του ελληνικού δικαίου ανηλίκων τα τελευταία χρόνια; Ποια κατεύθυνση ακολουθεί και ποιες είναι οι βασικές του ρυθμίσεις;

Η χώρα μας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις βασικές αρχές της διεθνούς νομοθεσίας για τους ανήλικους δράστες. Έτσι, το ελληνικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων, από τον ΠΚ του 1950 μέχρι και τον ΠΚ του 2019 υιοθετεί ένα «μικτό» πρότυπο δικαιοσύνης ανηλίκων, με χαρακτηριστικά του στοιχεία που αναφέρονται τόσο στο αναμορφωτικό/προνοιακό, όσο στο δικαιϊκό πρότυπο.

Ειδικότερα, χαρακτηριστικά γνωρίσματά του αποτελούν η ανάγκη εξειδικευμένης μεταχείρισης με στόχο την διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ της βαρύτητας του εγκλήματος και της μεταχείρισης του δράστη, η ενίσχυση των δικαιωμάτων των ανηλίκων στην σε βάρος τους ποινική διαδικασία.

Περαιτέρω, η αποφυγή της υπερβολικής χρήσης στερητικών της ελευθερίας μέτρων στους ανηλίκους δράστες, έτσι ώστε αυτά να αποτελούν το έσχατο μέσο (ultima ratio) μεταχείρισής τους, μόνο σε εξαιρετικές (από άποψη σοβαρότητας της πράξης) περιπτώσεις, η ενίσχυση των εξωιδρυματικών μέτρων και η κατά προτεραιότητα επιλογή τους έναντι των ιδρυματικών, αποτελούν βασικές διαχρονικές νομοθετικές προβλέψεις.

Ωστόσο, τα παραπάνω χαρακτηριστικά του αλλοιώνονται από τις τελευταίες παρεμβάσεις του ποινικού νομοθέτη με τους Ν 5090/2024 και Ν 5172/2025.

Δηλαδή; Ποιες αλλαγές επέφεραν αυτοί οι δύο νόμοι στην ποινική μεταχείριση των ανηλίκων δραστών και πως τις αξιολογείτε;

Είναι εμφανές ότι ο βασικός πυρήνας των τροποποιούμενων διατάξεων που αφορούν το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων κινείται σε αυστηρή κατεύθυνση, με κυρίαρχο γνώμονα την επιλογή στερητικών της ελευθερίας μέτρων, σύμφωνα με την οποία η αντιμετώπιση της ανήλικης εγκληματικότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται δραστικά με την πρώτη της εμφάνιση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το «μέλλον» του ανηλίκου δράστη διαγράφεται απολύτως εγκληματικό.

Η επιλογή της αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας, έχει σίγουρα επικοινωνιακό προβάδισμα, ωστόσο δεν συνεκτιμά ότι η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων επιτείνει τον στιγματισμό τους, ενισχύει την ιδρυματοποίησή τους και τους οδηγεί μαθηματικά στην υποτροπή τους.

Ιδίως, όταν η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων υλοποιείται υπό τις γνωστές δυσμενείς συνθήκες και με κυρίαρχα τιμωρητικό προσανατολισμό.

Με τις διατάξεις του Ν 5090/2024 διευρύνθηκαν οι προϋποθέσεις του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (καθώς αρκεί για την επιβολή του η τέλεση κάθε κακουργήματος), καθώς και η ανώτατη διάρκειά του (από τα 8 στα 10 έτη).

Περαιτέρω, με τον Ν 5172/2025 παρέχεται η δυνατότητα αντικατάστασης των αναμορφωτικών μέτρων με περιορισμό σε ΕΚΚΝ, όταν κατά τη διάρκεια ισχύος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για τέλεση κακουργήματος.

Πιστεύετε ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο προστατεύει επαρκώς τα δικαιώματα των ανηλίκων ή υπάρχουν σημαντικά κενά στη νομοθεσία και στην πρακτική εφαρμογή της;

Η ενίσχυση των δικαιωμάτων του ανηλίκου σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας αποτελεί βασική προτεραιότητα. Ο ανήλικος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κατά το δικαιικό πρότυπο υποκείμενο δικαίου, συνεπώς, είναι και φορέας δικαιωμάτων, τα οποία θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι θα τα ασκεί απρόσκοπτα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας.

Θετικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί η θέσπιση του Ν 4689/2020 με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

Ωστόσο, η φιλική δικαιοσύνη για τα παιδιά δεν απαιτεί μόνο ορθές νομοθετικές προβλέψεις. Απαιτεί εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό (δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους κλπ), αντίστοιχη υλικοτεχνική υποδομή, στελεχωμένες κοινωνικές δομές, διαρκή εκπαίδευση, ανταλλαγή καλών εμπειριών και πρακτικών. Διαφορετικά, ο νόμος παραμένει «γράμμα κενό».

Δομές κράτησης ανηλίκων

Περνώντας στο έσχατο μέσο της κράτησης, αποτελεί εύλογη απορία το εξής: Πως ακριβώς διαφέρουν τα ειδικά καταστήματα κράτησης νέων από τα κλειστά σωφρονιστικά καταστήματα ενηλίκων;

Είναι αλήθεια ότι ουσιαστική διαφορά δεν είναι ορατή: υπερπληθυσμός και όχι ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Σωφρονιστικών Καταστημάτων ανηλίκων και ενηλίκων είναι πανομοιότυποι.

Για παράδειγμα, αν δει κανείς την Έκθεση Αυτοψίας που έχει διενεργήσει ο Συνήγορος του Πολίτη στο ΕΚΚΝ Αυλώνα το 2015 θα αντιληφθεί τα ελλείμματα στα καταστήματα ανηλίκων.

Πάντως, θα πρέπει να τονιστεί θετικά η (από ετών) λειτουργία του Σχολείου στο Ειδικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Νέων Αυλώνας, με μεγάλη συμμετοχή μαθητών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο Λύκειο, ΙΕΚ) και συχνή εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Άρα υπάρχει εναλλακτικός δρόμος; Ποια είναι η άποψή σας για τη διεθνή τάση που προτάσσει την αποϊδρυματοποίηση και την ενίσχυση των εξωιδρυματικών κυρώσεων;

Η τάση αυτή απηχεί τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη μεταχείριση των ανηλίκων δραστών, όπως έχουν αποτυπωθεί σε διεθνή κείμενα. Η πλήρης εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας αξιώνει την ενίσχυση των εξωιδρυματικών μέτρων και την κατά προτεραιότητα επιλογή τους έναντι των ιδρυματικών.

Αυτή θα πρέπει να είναι και η τάση που θα πρέπει να επικρατήσει και στη χώρα μας, η οποία τα τελευταία χρόνια νοθεύεται, καθώς επιλέγει το ακριβώς αντίθετο: την λύση δια του εγκλεισμού.

Διοικητική αναδιοργάνωση

Στο βιβλίο σας εκφράζετε επιφυλάξεις για τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων σχετικά με τους ανήλικους δράστες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Γιατί;

Η επιλογή αυτή παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα αρχικά στο συνολικό επίπεδο επιλογής μοντέλου άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής. Ειδικότερα στο πεδίο των ανηλίκων η μεταρρύθμιση αυτή αντιφάσκει με τον προσανατολισμό και την ιδιαίτερη μεταχείριση που επιφυλάσσει ο συνταγματικός νομοθέτης (αλλά και η διεθνής έννομη τάξη) για τον ανήλικο δράστη.

Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο πλήρης διαχωρισμός της αστυνομικής λειτουργίας από την απονομή της δικαιοσύνης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται αυτονόητα και η έκτιση των ποινών), είναι απολύτως επιβεβλημένος με βάση τα διεθνή δεδομένα. Αυτό προκύπτει ρητά από διεθνή κείμενα, όπως η Σύσταση Rec (2001) 10 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας, η Σύσταση Rec (2006) 2 για τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες, καθώς και οι «Κανόνες Nelson Mandela» του ΟΗΕ για τη μεταχείριση των κρατουμένων.

Σημειώνεται ότι η ανάθεση του σωφρονιστικού συστήματος στις διωκτικές αρχές είναι αντίθετη όχι μόνο με την πάγια στη χώρα μας (αλλά και στις περισσότερες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης) υπαγωγή των φυλακών και των άλλων υπηρεσιών έκτισης των ποινών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά και με την διεθνή πρακτική της διάκρισης των αστυνομικών υπηρεσιών που αναφέρονται στη δίωξη του εγκλήματος από τις υπηρεσίες ποινικής μεταχείρισης των κρατουμένων.

Είναι προφανές, ότι ο στόχος της κοινωνικής επανένταξης δεν μπορεί να υλοποιηθεί από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που είναι επιφορτισμένο με την δίωξη και καταστολή του εγκλήματος, η λειτουργική εξουσία του οποίου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη του υπόπτου και την προσαγωγή του στη δικαιοσύνη.

Ιδιαίτερα άστοχη είναι η υπαγωγή όλων των δομών που αφορούν τους ανηλίκους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, καθώς η μεταφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται ούτε σε κάποιο δικαιοκρατικό πρότυπο ούτε καν σε κάποια λογική διαπαιδαγώγησης και διάπλασης της συμπεριφοράς που αποτελεί θεμέλιο της φιλελεύθερης αντεγκληματικής πολιτικής στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης ανηλίκων, που, όπως προαναφέρθηκε, διαφέρει από αυτήν των ενηλίκων.

Προγράμματα αναμόρφωσης

Αν και οι πρωτοβουλίες για εκπαίδευση και κατάρτιση εντός των δομών κράτησης είναι χωρίς αμφιβολία ωφέλιμες, παραμένει το ζήτημα της ουσιαστικής εφαρμογής τους. Υπάρχει, ωστόσο, κάποιο παράδειγμα από την ελληνική εμπειρία που θεωρείτε ότι αξίζει να αναδειχθεί ως καλή πρακτική;

Αναμφισβήτητα η λειτουργία του Σχολείου του ΕΚΚΝ, για το οποίο έγινε λόγος και παραπάνω. Πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια του εκπαιδευτικού προσωπικού του Σχολείου, η οποία αποδίδει καρπούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί κρατούμενοι στο ΕΚΚΝ Αυλώνα παρακολουθούν όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης που παρέχονται, με εξαιρετικές επιδόσεις.

Μετασωφρονιστική μέριμνα και επανένταξη

Ενώ το ποινικό θεσμικό πλαίσιο είναι υπαρκτό και μάλιστα αυστηροποιείται, συχνά ακούμε για την έλλειψη μετά-σωφρονιστικής μέριμνας και προγραμμάτων επανένταξης των ανηλίκων. Υπάρχει, άραγε, το (κατάλληλο) θεσμικό πλαίσιο που να υποστηρίζει την κοινωνική επανένταξη των ανηλίκων μετά την αποφυλάκισή τους;

Το ερώτημα αυτό θέτει δύο βασικά υπεοερωτήματα.

Το πρώτο αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στην αυστηροποίηση των ποινών και την εγκληματικότητα. Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τη βάση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το 2011 έως και το 2023 (σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει η Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας), με αναφορές στο σύνολο των εγκλημάτων και δραστών, με έμφαση στους ανήλικους δράστες, τα επίσημα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν σε καμία περίπτωση την οπτική του νέου ποινικού νομοθέτη, αλλά δείχνουν αυξητική τάση της εγκληματικότητας στη χώρα μας την τελευταία διετία, δηλαδή σε καθεστώς αυστηροποίησης της ποινικής μας νομοθεσίας (με το Ν 4855/2021).

Έτσι, η συμμετοχή των ανηλίκων στη συνολική εγκληματικότητα στη χώρα μας κυμαίνεται διαχρονικά από 3%-7%, ενώ εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξητική τάση το έτος 2023. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι διαχρονικά η συμμετοχή των ανηλίκων στη συνολική εγκληματικότητα στη χώρα κατά τα έτη 2010-2022 δείχνει να κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 5% του συνόλου της εγκληματικότητας, ωστόσο το έτος 2023 η συμμετοχή των ανηλίκων φαίνεται ότι αυξάνεται στο 6,8% και σχεδόν διπλασιάζεται από το 2011 (3,5%).

Για τις ηλικίες 13-17 ετών προκύπτει συνολικά σαφώς αυξητική τάση, ιδίως τα έτη 2022 και 2023. Μάλιστα η μέση ετήσια μεταβολή, όπως καταγράφεται από την Ελληνική Αστυνομία, για τα έτη 2016-2023 αφορά σε αύξηση της τάξης του 11%, ενώ η ετήσια μεταβολή για τα έτη 2022 και 2023 αφορά σε αύξηση της τάξης του 61,4%.

Το δεύτερο ερώτημα θέτει το ζήτημα της επανένταξης των κρατουμένων. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ξεκινά από την παραδοχή ότι το σωφρονιστικό μας σύστημα δεν υιοθετεί μοντέλο επανένταξης.

Η ουσιαστική μεταχείριση των ανηλίκων δραστών προϋποθέτει την ύπαρξη «κατάλληλης υποδομής βοήθειας (προς τον ανήλικο) από ειδικευμένο προσωπικό» και βασικές (θεωρητικές και πρακτικές) αρχές που να διέπονται από τους εξής άξονες:

α) Αρχική ανάγκη αποτελεί η δημιουργία υποδομής για διαφορετική μεταχείριση. Τούτο σημαίνει όχι μόνο τη διακηρυκτική συμφωνία, αλλά και -κυρίως- την πρακτική εφαρμογή: την εξατομικευμένη μεταχείριση των νέων κρατουμένων και την αξιοποίηση του χρόνου του. Επιπλέον θα πρέπει να δίδεται στον νέο από την Πολιτεία και το σύστημα έκτισης της ποινής όχι η τιμωρητική απάντηση στην πράξη που έκανε, αλλά η ελπίδα επανάκτησης. Ο χρόνος στη φυλακή δεν πρέπει να κυλά με την απομόνωση και την αδράνεια, αλλά με τη δημιουργία.

β) Την αντιμετώπιση του νέου ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή ως υποκειμένου δικαίου. Η τιμώρηση για την παράβαση των υποχρεώσεών του δεν ισοδυναμεί και με την καταπάτηση των δικαιωμάτων του. Και σ’ αυτή την κατεύθυνση η παροχή και η διασφάλιση της άσκησης των δικαιωμάτων του είναι πρωταρχική υποχρέωση. Τούτο, ωστόσο, σημαίνει αρχικά την άρση των προκαταλήψεων και του στιγματισμού που επιφέρει ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα. Αν ο στόχος είναι η επανένταξη και ο περιορισμός της υποτροπής, πρωταρχικό μέλημα αποτελεί η αντιμετώπιση του νέου με σεβασμό στην προσωπικότητα και στην αξιοπρέπειά του, έτσι ώστε οι αρχές αυτές να γίνουν ίδιο της συμπεριφοράς του.

γ) Στον σχεδιασμό και υλοποίηση εκπαιδευτικού προσανατολισμού, πρακτικών εκπαίδευσης, επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και αποκατάστασης και επανένταξης των νέων κρατουμένων με τη συμμετοχή των ανηλίκων σε οργανωμένες εκπαιδευτικές δράσεις και προγράμματα, σε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Τούτο απαιτεί το άνοιγμα των σωφρονιστικών καταστημάτων σε παρεμβάσεις, αλλά και στη βούληση της πολιτείας για τη στήριξη, ενίσχυση και καθιέρωση αναλόγων προγραμμάτων. Με τον τρόπο αυτό, οι νέοι δεν αποκόπτονται από την κοινωνική ζωή, αλλά αποκτούν τα ερεθίσματα να επανέλθουν δημιουργικά.

δ) Τη συνεχή και ουσιαστική εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού.

ε) Τη σύνδεση των υπηρεσιών εντός και εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων και τη δημιουργία συστήματος υποδοχής στην κοινωνία. Παράλληλα με την καθιέρωση δομών με εξειδικευμένο προσωπικό και υπηρεσιών παροχής συμβουλευτικής και ενημέρωσης ως προθάλαμος για την προετοιμασία ένταξης στην κοινωνική ζωή.

στ) Τη δημιουργία υπηρεσιών που θα στηρίξουν τα νέα άτομα στα πρώτα τους βήματα μετά τη λήξη του εγκλεισμού τους.

Η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής στο πεδίο των ανηλίκων δραστών απαιτεί μεθοδολογία και αναλυτικό σχεδιασμό, ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, αφομοίωση εμπειριών, αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων (με αποστασιοποίηση από την καλλιέργεια του φόβου του εγκλήματος στην κοινή γνώμη, όπως συντηρείται και προβάλλεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης), τόλμη αλλά και πολιτική/ιδεολογική θέση με κοινό συνεκτικό άξονα την υιοθέτηση της βασικής αρχή της διαπαιδαγώγησης που (κατά τα διεθνή πρότυπα πρέπει να) διέπει την ποινική μεταχείριση των ανηλίκων.

Με βάση την εμπειρία σας, πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία να συζητήσει σοβαρά μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της σωφρονιστικής πολιτικής – ιδίως για τις πιο ευάλωτες ομάδες του ποινικού συστήματος;

Τα πράγματα δεν φαίνονται αισιόδοξα. Η ελληνική κοινωνία είναι μπολιασμένη με καθημερινές σκηνές «ηθικού πανικού» σε σχέση με το έγκλημα. Η θεαματική υπερθεατότητα δημιουργεί την πεποίθηση για «ραγδαία» αύξηση της εγκληματικότητας, αναπαράγοντας το φόβο του εγκλήματος στο κοινό, με αποτέλεσμα (το τελευταίο) να υιοθετεί κατασταλτικές και τιμωρητικές πρακτικές που οδηγούν στην εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη».

Οι ανελαστικές αντιλήψεις για την ποινή, η τάση αυστηροποίησης κερδίζουν έδαφος έναντι θέσεων και δράσεων για την κοινωνική επανένταξη.

Δυστυχώς, η εγκατάλειψη του μοντέλου του προνοιακού ποινικού κράτους και η επιλογή για εξουδετέρωση της επικινδυνότητας με όρους εγκλεισμού και αχρήστευσης συμβάλλει καθοριστικά στην παραπάνω προσέγγιση.

Άλλωστε η τάση του πρόσφατου Ν 4985/2022, ο οποίος τροποποίησε το Σωφρονιστικό Κώδικα, είναι εμφανής: η αυστηροποίηση δεν αφορά μόνο την πρόβλεψη και επιβολή των ποινών, αλλά και την έκτισή τους.

* Ο Κώστας Κοσμάτος είναι Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

** Πηγή: NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ