Κώστας Μίχος: Γιατί ο Αναστασόπουλος

Σήμερα, η δικηγορία είναι ένα πολύ διαφορετικό επάγγελμα από αυτό που ήταν στην αρχή αυτού του κύκλου, το 2009 και το 2010. Αλλά το ίδιο διαφορετικό είναι και το Δικηγορικό Σώμα. Οι πυκνές -και πρωτοφανείς- αλλαγές μέσα σε ένα μικρό, σχετικά, χρονικό διάστημα, άνοιξαν στην δικηγορία ένα μεγάλο εσωτερικό και -σε μεγάλο βαθμό- διαγενεακό κενό, σε περισσότερα επίπεδα.

NEWSROOM
Κώστας Μίχος: Γιατί ο Αναστασόπουλος

Φτάνουμε στις δικηγορικές εκλογές του 2025, που -συμβολικά- γίνονται σε μια καμπή ενός κύκλου 15 ετών μεγάλων αλλαγών τόσο στον δικηγορικό κόσμο, όσο και στον μεγάλο του περίγυρο.

Η δικηγορία άλλαξε με έναν ριζικό τρόπο στα χρόνια αυτά.

Το πρώτο ορόσημο ήταν η είσοδος της χώρας στην κρίση το 2010. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης συμπαρέσυρε, τότε, ολόκληρους κλάδους της δικηγορίας, όπως τους σχετικούς με τις τραπεζικές εργασίες και την κτηματαγορά. Έφερε μαζί μια μεγάλη μείωση των αμοιβών αγοράς, που επιτάθηκε με τη επιβολή του ΦΠΑ (που στην πράξη απορροφήθηκε στις δικηγορικές αμοιβές). Και μαζί έφερε τα δικηγορικά γραφεία αντιμέτωπα με μια κατακλυσμιαία -ας το πούμε κομψά ασύμφορη- ύλη, απότοκο των επιπτώσεων που είχε η κρίση στους πελάτες μας ως μονάδες – την ώρα που η οικονομικά επωφελής ύλη μειώθηκε. Σαν αποτέλεσμα, το επάγγελμα πέρασε σε «λειτουργία έκακτης ανάγκης», ενώ τα παράθυρα μίκρυναν δραματικά για τους νέους δικηγόρους.

Δεύτερο ορόσημο ήταν η αλλαγή στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το 2016: Η νέα τακτική κατήργησε στην πράξη την διαδικασία του ακροατηρίου στις πολιτικές δίκες. Σαν αποτέλεσμα, η δικαστηριακή ζωή άλλαξε δραματικά. Η ζωή της Ευελπίδων μετακινήθηκε από τα ακροατήρια στις «γραμματείες – αποθετήρια φακέλων». Ακολούθησε και η επιβολή του ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, που μείωσε σε μεγάλο βαθμό γενικά την αστική ύλη. Ενώ στα επόμενα χρόνια, η εισαγωγή των ηλεκτρονικών διαδικασιών μείωσε ακόμη περισσότερο την ανάγκη φυσικής μετάβασης στον χώρο των δικαστηρίων. Κάπως έτσι, τα δικαστήρια έπαψαν βαθμιαία, κι ενώ η κρίση βάθαινε αντί να ρηχαίνει, να αποτελούν τον φυσικό χώρο συνάθροισης των δικηγόρων.

Και εκεί ήρθε το τρίτο ορόσημο: η αντικατάσταση, σε μεγάλο βαθμό, της φυσικής «Αγοράς» των δικηγόρων από την διαδικτυακή διάδραση. Ειδικά για πολλούς νέους δικηγόρους, η συμμετοχή σε «δικηγορικές ομάδες» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγινε ο βασικός τρόπος συμμετοχής τους στην κοινωνία των δικηγόρων.

Το τέταρτο ορόσημο ήταν η εποχή του κορονοϊού και οι «συνήθειες» που άφησε: Οι τηλεδιασκέψεις και η απομακρυσμένη επικοινωνία έγιναν ο κανόνας στην δικηγορική καθημερινότητα, που έχασε, έτσι, ένα ακόμη παράθυρο στην ζωντανή διάδραση και στην κινητικότητα.

Σήμερα, η δικηγορία είναι ένα πολύ διαφορετικό επάγγελμα από αυτό που ήταν στην αρχή αυτού του κύκλου, το 2009 και το 2010. Αλλά το ίδιο διαφορετικό είναι και το Δικηγορικό Σώμα. Οι πυκνές -και πρωτοφανείς- αλλαγές μέσα σε ένα μικρό, σχετικά, χρονικό διάστημα, άνοιξαν στην δικηγορία ένα μεγάλο εσωτερικό και -σε μεγάλο βαθμό- διαγενεακό κενό, σε περισσότερα επίπεδα. Και συγχρόνως ενεργοποποίησαν και ένα μεγάλο κύμα φυγής.

Πρώτα απ’ όλα, προκλήθηκε ένα κενό φυσικής επικοινωνίας, που υπήρξε πάντα ο φορέας μετάδοσης για τα ήθη και τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος – η ζύμωση στα ακροατήρια, οι συζητήσεις των «μεγάλων» με τους «μικρούς» στο «κάτω κυλικείο», στον Δεληγιάννη, στο Τίβολι και στο Φίλιον.

Δεύτερον, ανοίχθηκε ένα κενό προσδοκιών και παραστάσεων, με τους «μεγάλους» να αντιμετωπίζουν τους δικούς τους κλυδωνισμούς και τις ματαιώσεις που τους επεφύλασσε η τροπή των πραγμάτων. Και τους νεώτερους να πρέπει να διεκδικήσουν την είσοδό τους στο επάγγελμα μέσα από πολύ στενά περάσματα ευκαιριών: Σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε αγγελίες, οι νέοι δικηγόροι ζητούν ημιαπασχόληση ή εξωτερική συνεργασία – κι αυτό είναι ενδεικτικό της δυσκολίας που αισθάνονται να «χωρέσουν» τις προσδοκίες τους στις υπάρχουσες δομές της δικηγορικής ζωής.

Τρίτον, ένα κενό ανάμεσα στα μεγάλα και στα μικρά ή μεσαία σχήματα: Η χώρα μας είχε και έχει 100 ή 200, το πολύ, μεγάλους «πελάτες», όχι παραπάνω, άρα έχει, αντίστοιχα, χώρο μόνο για 10 ή 20 μεγάλα δικηγορικά σχήματα, γιατί «μεγάλα δικηγορικά σχήματα» χωρίς «μεγάλους πελάτες» δεν μπορούν να υπάρξουν. Αντίθετα, ο τρόπος οργάνωσης της αγοράς -και συνολικά της χώρας- χρειάζεται τα μικρά ή μεσαία σχήματα, ας τα ονομάσουμε σχήματα boutique, που μπορούν να λειτουργήσουν με χαμηλό κόστος για την κάλυψη πιεστικών αναγκών. Ωστόσο, ο 15ετής κύκλος άνοιξε ένα ακόμη μεγαλύτερο κενό πόρων και δυνατοτήτων ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους της δικηγορίας.

Σ’ όλα αυτά, πρέπει να προσθέσει κανείς και μια ακόμη διάσταση: Η έκπτωση και η ένταση του δημόσιου λόγου έχουν κάνει περισσότερο από ποτέ επιτακτική την ανάγκη μιας δημόσιας φωνής, που να αρθρώνει έναν νηφάλιο λόγο, που θα υπερασπίζεται τον νομικό πολιτισμό τμας, χωρίς να υποκύπτει σε σκοπιμότητες και υπολογισμούς.

Κάτω από τα δεδομένα αυτά, οι δικηγορικές εκλογές του 2025 αποκτούν χαρακτηριστικά μιας καμπής για το Δικηγορικό Σώμα.

Γιατί, λοιπόν, ο Αναστασόπουλος;

Ο γράφων θα ξεχώριζε τρεις συν έναν, τέταρτο, λόγους:

Πρώτον, γιατί ο Αναστασόπουλος, με την συνεπή κατάθεσή του, τόσο με την δράση της επιστημονικής ένωσης e-Themis, όσο και με την δράση του ως Σύμβουλος ΔΣΑ, απέδειξε ότι το Δικηγορικό Σώμα μπορεί και πρέπει να μένει Δικηγορικό Σώμα και όχι διαδικτυακή κοινότητα. Η αίσθηση κοινότητας, παραδόσεων και προσδοκιών του Δικηγορικού Σώματος χτίζεται μόνο μέσα από την φυσική ζύμωση και κοινή δράση. Ο Αναστασόπουλος είναι ο Πρόεδρος που μπορεί να εγγυηθεί ότι θα βαδίσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση.

Δεύτερον, γιατί ο Αναστασόπουλος προέρχεται από τον κόσμο των δικαστηρίων, έχει μαρτυρία στο έδρανο. Αλλά και παρουσιάζοντας ψηφοδέλτια που διατρέχουν οριζόντια, κάθετα και διαγώνια τις διαγενεακές και οργανωτικές τάξεις της Δικηγορίας, δικαστηριακής, συμβουλευτικής, έμμισθης, μπορεί να κρατήσει το κοινό κέντρο βάρους και την ενότητα του Δικηγορικού Σώματος πάνω σε όσα αποτελούν το θεμιτό ΚΟΙΝΟ συμφέρον του κλάδου – που υπήρξε πάντα συνδεδεμένο με το συμφέρον της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.

Τρίτον, γιατί ο Αναστασόπουλος είναι αυτός που μπορεί να αρθρώσει τον ανεξάρτητο ΝΗΦΑΛΙΟ δημόσιο λόγο που -ανάμεσα σε κάθε είδους φωνασκίες- έχει ανάγκη η κοινωνία να ακούσει από το Δικηγορικό Σώμα. Οι αντίπαλοί του θα σπεύσουν να πουν, μα έχει κομματική ταυτότητα. Μα και αυτοί που το λένε έχουν (ή είχαν όσο τους ήταν βολικό). Αλλά στην ιστορία του Σώματος είχαμε Προέδρους, τον Νώντα Ζαφειρόπουλο, τον Τάκη Παππά, τον Φώτη Κουβέλη, τον Δημήτρη Παξινό, που το ίδιο τους είχαν πει οι αντίπαλοί τους όταν κατήλθαν, αλλά κανείς δεν έμεινε να το ισχυρίζεται όταν απήλθαν. Ο Αναστασόπουλος έχει την συγκρότηση -και έχει αποδείξει, τρίτη φορά υποψήφιος- ότι έχει το βάρος να σταθεί σ’ αυτήν την παράδοση – και ν’ αντισταθεί να την προσφέρει οπουδήποτε.

Και το τελευταίο και σημαντικότερο: ο Αναστασόπουλος, με την προσωπική του ιστορία, είναι η απόδειξη και το παράδειγμα, ότι, όσο και αν οι συνθήκες αλλάζουν, η Δικηγορία είναι πάντα το επάγγελμα της μαγείας του ασυμμέτρου, της κοινωνικής κινητικότητας, της προσωπικής αξιότητας και προόδου: Ο νέος δικηγόρος από το Πεταλίδι Μεσσηνίας, που χωρίς πλάτες, με σκληρή δουλειά, με ανεπίληπτη μαρτυρία δικηγορικών παραστάσεων, έφτασε να είναι ώρα να συνεχίσει μια ιστορία που ξεκινάει από μακριά και είναι να πάει μπροστά ακόμη πιο μακριά..

*Κώστας Μίχος, Δικηγόρος Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr