Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Κώστας Μίχος – Νέος ΚΠΟΛΔ: Γιατί οι προθεσμίες και τα πειθαρχικά δεν θα λύσουν το πρόβλημα

Ο λόγος που δεν μπορούμε να έχουμε δικαστικές αποφάσεις σε χρόνους που εκδίδονται σε κανονικά κράτη της Ευρώπης είναι άλλος: Είναι ότι δεν είμαστε ένα κανονικό κράτος της Ευρώπης. Κι ότι όσο δεν μπορούμε να γίνουμε, δεν γίνεται να ζητάμε από την Δικαιοσύνη να κάνει υπερωρίεςγια να βουλώσει τις τρύπες.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Κώστας Μίχος – Νέος ΚΠΟΛΔ: Γιατί οι προθεσμίες και τα πειθαρχικά δεν θα λύσουν το πρόβλημα

Διαβάζουμε στον τύπο ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει σε τελικό στάδιο επεξεργασίας Νέο Κώδικα Πολιτική Δικονομίας, με στόχο «να δώσει τέλος»στο χρόνιο πρόβλημα των καθυστερήσεων στην εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων.

Η στόχευση, γράφουν τα δημοσιεύματα, είναι με τις αλλαγές αυτές να εκδίδονται τελεσίδικες αποφάσεις σε 650 ημέρες.

Ήδη, στην ίδια κατεύθυνση, η ηγεσία της Δικαιοσύνης έχει προλάβει να εξαπολύσει ένα πογκρόμ πειθαρχικών σε βάρος δικαστών που δεν έπιασαν τους «στόχους» που ήδη προβλέπονται σήμερα – δηλαδή δεν κατάφεραν να γράψουν μία δικαστική απόφαση ανά δυό μερόνυχτα.

Οι πολίτες που διαβάζουν τα στατιστικά των ελληνικών δικαστηρίων ή έχουν οι ίδιοι πικρή εμπειρία από μακροχρόνιεςεμπλοκές τους σε δίκες, έχουν ίσως κάθε δίκιο -βλέποντας τα πράγματα «απ’ έξω»- να πιστεύουν ότι πράγματι, έφτασε η ώρα να «πέσει βούρδουλας».

Πράγματι, θα αναρωτιόταν ένας πολίτης, δεν φτάνουν 650 ημέρες (δηλαδή μέχρι δύο χρόνια) για να λυθεί μια διαφορά σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, όπως σε κανονικά ευρωπαϊκά κράτη;

Η απάντηση, ωστόσο, δεν είναιαυτή που θα ήθελε να ακούσει ο συμπολίτης μας που κάνει αυτήν την ερώτηση- κι ούτε, δυστυχώς, αυτή που σχεδιάζει να δώσει η ηγεσία της Δικαιοσύνης.

Η απάντηση είναι πως όχι, δεν μπορούμε να έχουμε τελεσίδικες αποφάσεις σε 650 ημέρες αν απλά γράψουμε σε έναν νόμο, ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις θα εκδίδονται σε 650 ημέρες, είτε επί ποινή απολύσεως, είτε και επί ποινή μαστιγώματος.

Ο λόγος είναι ο εξής και είναι πολύ απλός: Το πρόβλημα της Δικαιοσύνης δεν είναιότι έχει ράθυμες προθεσμίες, ράθυμους δικαστές και ράθυμους δικηγόρους. Ούτε είναι ότι μέχρι σήμερα έλειψε αυτός που «θα σφίξει τα λουριά».

Ο λόγος που δεν μπορούμε να έχουμε δικαστικές αποφάσεις σε χρόνους που εκδίδονται σε κανονικά κράτη της Ευρώπης είναι άλλος: Είναι ότι δεν είμαστε ένα κανονικό κράτος της Ευρώπης. Κι ότι όσο δεν μπορούμε να γίνουμε, δεν γίνεται να ζητάμε από την Δικαιοσύνη να κάνει υπερωρίεςγια να βουλώσει τις τρύπες.

Ένα «κανονικό κράτος» έχει θεσμούς, τρόπους λειτουργίας και αυτοματισμούς τέτοιους, ώστε η Δικαιοσύνη να χρειάζεται να παρεμβαίνει μόνο κατ’ εξαίρεση. Εμείς έχουμε το αντίθετο: έχουμε την Δικαιοσύνη από την οποία όλοι οι θεσμοί και λειτουργίες, δημόσιες και ιδιωτικές, αξιώνουν να καλύψει τα κενά και τα απόνερά τους.

Είναι σαν να έχουμε δρόμους με χαλασμένα φανάρια και να λέμε ότι το πρόβλημα είναι οι τροχονόμοι, που δεν προλαβαίνουν να βρίσκονται σε κάθε διασταύρωση.

Μερικά παραδείγματα:

Στις οικονομικές συναλλαγές, η διαχρονική γενική κουλτούρα αφερεγγυότητας και ο «ελληνικός τρόπος» να στήνουμε και να κάνουμε τις δουλειές μας «στο περίπου», γεμίζει ασφυκτικά τα αστικά και ποινικά πινάκια με τα απόνερα πάσης φύσεως διενέξεων.

Έχουμε τριάντα χρόνια τώρα στρεβλή τραπεζική λειτουργία και υπερχρεωμένους ιδιώτες και επιχειρήσεις και δάνεια στον αέρα; Οι τράπεζες έλυσαν το πρόβλημά τους με τις ανακεφαλαιοποιήσεις που πλήρωσαν άλλοι, αλλά τα δικαστήρια έμειναν να δικάζουν τα απόνερα των συνεπειών της κακής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και της κατάρρευσης της οικονομίας για άλλα δέκα και είκοσι χρόνια.

Δεν έχουμε 200 χρόνια τώρα Κτηματολόγιο και πρέπει να φτιάξουμε;Ελάτε σε 650 ημέρες τα δικαστήρια να μας πείτε αν το ακίνητοανήκε σε ιδιώτη το 1885 ή αν είναι του Δημοσίου ως διαδόχου του Οθωμανικού κράτους από το 1830.

Την ίδια ώρα, η αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση μετατρέπει τα δικαστήρια σε «παράλληλη Διοίκηση» και η υπερβολή των ειδικών ποινικών νόμων αξιώνει από τα ποινικά δικαστήρια να γίνουν αυτά το μέσο επιβολής της κοινωνικής συμμόρφωσης.

Στην χώρα μας, που συνεχίζει να πάσχει από μια ελλιπή κουλτούρα λογικών λύσεων και μέτρου, ακόμη και μια πολυκατοικία για να λειτουργήσει, χρειάζεται τον δικηγόρο και τον δικαστή της. Από μια ανώμαλη εξέλιξη σε μια συναλλακτική σχέση μέχρι και έναν τσακωμό στο facebook, στα δικαστήρια καταλήγει ένας ασύμμετρος όγκος πάσης φύσεως υποθέσεων και διαφορών.

Από την άλλη, έχουμε ένα νομικό σύστημα με τον διαδικαστικό και θεωρητικό εξοπλισμό που αναλογείσε ένα νεωτερικό κράτος: Η εκδίκαση των υποθέσεων στηρίζεται σε προδικασία, οι κατηγορούμενοι ασκούν δικαιώματα και οι αποφάσεις αιτιολογούνται· μια δικαστική απόφαση για μια διαφορά αντικειμένου 5 ή 10.000 Ευρώ μπορεί να εκτείνεται σε 20 ή 30 σελίδες – και απαιτεί απασχόληση δικηγόρων και δικαστών κατά κανόνα πολλαπλάσιας αξίας από το αντικείμενο της διαφοράς.

Μέσα από αυτήν την αντίφαση, δηλαδή να έχουμε ένα νομικό σύστημα νεωτερικών εγγυήσεων, το οποίο καλείται να σηκώσει έναν τερατώδη όγκο διαφορών και υποθέσεων που γεννιούνται μέσα από προνεωτερικές παθογένειες, η Δικαιοσύνη δουλεύει εδώ και χρόνια «στα κόκκινα», ήδη πολύ πέρα από τις φυσικές και ψυχικές αντοχές όσων την υπηρετούν με εντιμότητα.

Οι δικαστές χρεώνονται κατ’ έτος με 150 ή και 200 υποθέσεις. Δηλαδή, πρέπει να βγάζουν μια απόφαση ανά μία ή δύο (ημερολογιακές) ημέρες τον χρόνο, χώρια τις λοιπές υπηρεσίες τους.Το χειρότερο είναι, ότι στα παγκάκια των πειθαρχικών του Αρείου Πάγου, δίπλα σε πράγματι όχι λίγους αμελείς κάθονται κι αυτοί που θα έπρεπε να είναι τα «καμάρια» της Δικαιοσύνης, επειδή έκαναν το βαρύ «αμάρτημα» να μην «ξεπετάξουν» τις υποθέσεις που χρεώθηκαν. Με την νευρικότητα να εξαπλώνεται ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας διαδικασίας, στην οποία προέχει η νηφαλιότητα.

Για τους δικηγόρους -και κυρίως όσους επιμένουν να υπηρετούν την μετωπική δικηγορία, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Υπηρετώντας μια ανεξέλεγκτη και ασύμμετρη ύλη, η πλειοψηφία των ευσυνείδητων δικηγόρωνκάνουν ήδη υπερωρίες στην μεθόριο της ανάγκης και της ευσυνειδησίας. Με χαμηλές αμοιβές και με αναντίστοιχα υψηλές απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν.

Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτήν την ευρύτερη παθογένεια, όποιος πιστέψειότι αρκεί να«σφίξει τα λουριά», δεν θα πρέπει να περιμένει πολλά, πέρα τουλάχιστον από πομπώδεις τίτλους.

Αντίθετα, όσο στο όνομα της ανάγκης θα σφίγγουν στα χαρτιά τα χρονόμετρα, τόσο θα ανακυκλώνεται και το έλλειμμα ποιότητας και εμπορευσιμότητας της «υπηρεσίας», χωρίς εν τέλει ούτε να βελτιώνονται οι χρόνοι – το είδαμε αυτό με τις περίφημες «εκατό ημέρες».

Υπάρχει, όμως, λύση;Λύση εκτός από το να περιμένουμε να γίνουμε ένα σύγχρονο κράτοςμε μια  σύγχρονη οικονομία σε 30 ή 50 χρόνια – ή όποτε ή ποτέ;

Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει μαγικό ραβδί.

Αλλά υπάρχουν πολλά μικρά και μεγάλα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά την κατάσταση σε μια μεσοπρόθεσμη χρονική προοπτική.

Στις αστικές υποθέσεις, το κρίσιμο είναι να ενισχυθεί η διαμεσολάβηση. Να βάλουμε έναν στόχο, σε τρία χρόνια από σήμερα να μειώσουμε στο 50% τις υποθέσεις που φτάνουν στο ακροατήριο. Φέραμε την διαμεσολάβηση, αλλά την αφήσαμε μισή. Πρέπει να εξασφαλίσουμε να έχουν οι διαμεσολαβητές εκπαίδευση και δεξιότητες. Να αμείβονται ανάλογα και να αξιολογούνται με βάση τις υποθέσεις που «έκλεισαν».Να αμείβονται ανάλογα και οι δικηγόροι για τις θετικές τους υπηρεσίες. Ο στόχος πρέπει να είναι να εκπαιδευτούν η οικονομία και η κοινωνία στην αξία της διαμεσολάβησης και του συμβιβασμού.

 

Στις ποινικές υποθέσεις, το κύριο ζητούμενο είναι να ενισχυθεί η προδικασία- το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό στο οποίο κινήθηκαν οι αλλαγές των τελευταίων ετών. Στην ποινική προδικασία να γίνεται ένα πραγματικό ξεδιάλεγμα, να μην αφήσουμε άλλο χώρο στην ευθυνόφοβη αρχή «στείλ’ το παραπάνω να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο». Να μην φτάνουν όλες οι υποθέσεις στα ακροατήρια. Και συγχρόνως να ενισχυθεί και η ποινική συνδιαλλαγή – το plea bargain.

Στις διοικητικές και φορολογικές υποθέσεις, αυτό που προέχει είναι να ενισχυθούν θεσμοί διοικητικής επίλυσης, να φτάνουν στα δικαστήρια μόνο οι υποθέσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν διοικητικά, με διοικητικό συμβιβασμό ή με αποτελεσματικό δευτεροβάθμιο διοικητικό έλεγχο.

Και είναι και δύο ακόμη σημαντικά μέτρα:

Το ένα, να αυξηθούν οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων.

Το δεύτερο, οι δικαστές να αξιολογούνται όχι με βάση μέτρα «απόδοσης» που τις περισσότερες φορές δεν μπορούν αντικειμενικά να υπηρετηθούν, αλλά κυρίως με την ποιότητα και πληρότητα του έργου τους.

Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να εξηγήσουμε στην «Κοινή Γνώμη», που πιέζει για «επιτάχυνση», είναι ένα:

Δεν έχει νόημα να ζητάς από την Δικαιοσύνη να τρέξει πιο γρήγορα, τρέχει ήδη χρόνια τώρα πιο γρήγορα απ’ όσο αντέχει. Η Δικαιοσύνη δεν είναι το «αργό γαϊδούρι» της ανταγωνιστικότητας, να του δίνεις κλωτσιές «για να πάρει μπρος η οικονομία», ούτε ο «κοιμώμενος Κένταυρος», που άμα τον κεντρίσουμε, θα λυθούν οι «χρόνιες παθογένειες».

Αντίθετα, μια Δικαιοσύνη που θα λειτουργεί με το πιστόλι στον κρόταφο όχι μόνο δεν θα είναι μια καλύτερη ή γρηγορότερη Δικαιοσύνη – θα είναι μια επικίνδυνη Δικαιοσύνη.

*Κώστας Μίχος, Δικηγόρος Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ