Κώστας Παπαδάκης: Η κατάχρηση της νομοθετικής εξουσίας βλάπτει σοβαρά την έννομη και δικαστική προστασία

Μια σύντομη παρουσίαση και σχολιασμός των κυριότερων μεταβολών του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

NEWSROOM
Κώστας Παπαδάκης: Η κατάχρηση της νομοθετικής εξουσίας βλάπτει σοβαρά την έννομη και δικαστική προστασία

Με το ν. 5221/2025 (ΦΕΚ Α΄ 133/28.7.2025) ψηφίστηκε μια ακόμα σαρωτική τροποποίηση στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι περισσότερες διατάξεις του οποίου θα τεθούν σε ισχύ από την 1.1.2026.

Πρόκειται για την τριακοστή (30)  συνολικά τροποποίηση του Κ.Πολ.Δ. μετά τη θέση σε ισχύ του δικονομικού συστήματος  της «νέας τακτικής διαδικασίας» με το νόμο 4335/2015, αυτόν που καθ ομολογίαν του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ Νίκου Παρασκευόπουλου ψηφίστηκε χωρίς ο ίδιος να συμφωνεί επειδή αυτό ζητούσαν οι δανειστές της τρόϊκα. Ενώ η τρέχουσα τροποποίηση είναι η εικοστή (20) από το 2019 που είναι κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία μέχρι και σήμερα.

Κύριοι σκοποί των τροποποιήσεων αυτών, που προφανώς δεν επιτεύχθηκαν (γιατί άραγε ; ) με τις προηγούμενες, σύμφωνα με την Αιτιολογική έκθεση του νόμου είναι η πολλαπλά διατυπούμενη και συνεχώς εξαγγελλόμενη, αλλά και διαρκώς αποτυγχάνουσα επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, αλλά και «η αποτελεσματική στήριξη της λειτουργίας του τραπεζικού και επενδυτικού πλαισίου, ειδικότερα στους πλειστηριασμούς».

Και τα μέσα με την οποία τους επιδιώκει είναι η εντατικοποίηση των διαδικασιών εξέλιξης της αγωγής, η πρόβλεψη προδικασίας στη νέα τακτική διαδικασία, η διαφοροποίηση στον τρόπο άσκησης ενδίκων μέσων, η μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους κλπ.

Μια σύντομη παρουσίαση και σχολιασμός των κυριότερων μεταβολών (η αρίθμηση των άρθρων αναφέρεται στον κ.Πολ.Δ.) :

ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1) Η αγωγή και κάθε άλλο εισαγωγικό δικόγραφο επιδίδεται εντός 30 ημερών από την κατάθεσή του (άρθρο 215 παρ. 2) , ακόμα και σε εναγόμενο κάτοικο εξωτερικού. Αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη με «διάταξη».

Η λειτουργία της αγωγής ως μέσου πίεσης εξωδικαστικής λύσης της διαφοράς καταργείται άλλη μια φορά και ενώ έχουν αποτύχει όλες οι ενδιάμεσες θεσμικές προσπάθειες, όπως π.χ η πολυδιαφημισμένη διαμεσολάβηση. Απόδειξη η επαναφορά και του άρθρου 209 για συμβιβαστική απόπειρα Πρωτοδίκη μετά από αίτηση διαδίκου/ων.

Ο εξαναγκασμός σε άμεση σχεδόν επίδοση της αγωγής και εκατέρωθεν κατάθεση φακέλλου και προτάσεων αποτελεί μια άσκοπη εμπροσθοβαρή υποχρέωση που εξαντλεί οικονομικά τους διαδίκους, ματαιώνει κάθε δυνατότητα συνδιαλλαγής τους και στοιβάζει στα δικαστήρια τεράστιους όγκους εγγράφων, συχνά ανεπίκαιρων όταν έρθει η ώρα της πλασματικής συζήτησης υποχρεώνοντάς τους συχνά σε οψιγενείς προσθήκες έως τότε.

2) Η πρόβλεψη, όχι για πρώτη φορά σε δικονομική διάταξη προθεσμιών προσδιορισμού δικασίμων (άρθρα 215) και έκδοσης αποφάσεων (άρθρο 307) : Προθεσμίες πλασματικών δικασίμων νέας τακτικής σε 6 έως 9 μήνες μετά την κατάθεση των αγωγών και έκδοσης αποφάσεων 8 μηνών σε νέα τακτική και ειδικές διαδικασίες, 4 στην εκούσια. 

Αλλά η εμπειρία έχει δείξει ότι η αιτία των καθυστερήσεων είναι η ανεπάρκεια προσωπικού και υποδομών και η πολυνομία. Αυτά δεν λύνονται με πιεστικές προθεσμίες, αλλά με μεταβολή των παραπάνω συνθηκών.

3) Η καθιέρωση «προδικασίας» στη νέα τακτική διαδικασία με τη διαδικασία της διάταξης (άρθρο  237), που εκδίδει μετά την κατάθεση προτάσεων και προσθήκης – αντίκρουσης από κάθε πλευρά ο δικαστής του Μονομελούς η ο εισηγητής του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που έχει χρεωθεί την υπόθεση. Με αυτήν κρίνεται αμετάκλητα το ανυπόστατο η απαράδεκτο της αγωγής. 

Σε περιπτώσεις που κρίνεται ότι η αγωγή πάσχει από πραγματική αοριστία, με τη διάταξη «καλείται» ο ενάγων να την αποκαταστήσει σχεδόν άμεσα. Ενώ με τη διάταξη επίσης θα κρίνεται (όχι πάντα δεσμευτικά) πριν από τη δίκη αν απαιτείται η εξέταση μαρτύρων ή  των διαδίκων ή η διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης ή η συνεκδίκαση, ο χωρισμός και η αναστολή της δίκης κατά τα άρθρα 246 – 250 Κ.Πολ.Δ.

Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί απροκάλυπτα στην αποβολή σημαντικού αριθμού αγωγών από την τελική δικαστική κρίση, προκαταλαμβάνει την τελική δικαστική απόφαση και οδηγεί σε απόρριψη αγωγών χωρίς τη δυνατότητα υπεράσπισής τους από τον ενάγοντα.

Το αμετάκλητο της διάταξης στερεί τη δυνατότητα δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας ενάντια σε οριστική απόφαση, άρα και αυτό αντίκειται στην αρχή της δίκαιης δίκης.

Η υποβοήθηση του ενάγοντος με την αποκάλυψη των αδυναμιών της αγωγής του συνιστά εξαίρεση από την αρχή του συζητητικού συστήματος και αυτήν της ισότητας των διαδίκων (άρθρο 110 Κ.Πολ.Δ.).

Ενώ η εκ των προτέρων πρόβλεψη για εξέταση των μαρτύρων η των διαδίκων , πέρα από την προκατάληψη του δικαστηρίου, αποτυπώνει παραδοχή της ανάγκης για μερική έστω επαναφορά των καταργημένων από τη νέα τακτική διαδικασία αρχών της αμεσότητας στην αποδεικτική διαδικασία και δημοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων.

Η διάταξη εκτός του ότι δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα και βοηθήματα, δεν επιδίδεται, ούτε κοινοποιείται. Συνεπώς ο δικηγόρος θα ξημεροβραδιάζεται στον Η/Υ, αφού πρέπει να παρακολουθεί καθημερινά από το «Σόλωνα» την τυχόν έκδοσή της και να ανταποκρίνεται εμπρόθεσμα στις υποδείξεις της. Ο πληρωμένος δικηγόρος με παχυλή χρονοχρέωση από τους ευκατάστατους διαδίκους η ο απλήρωτος μαχόμενος δικηγόρος των λοιπών διαδίκων.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ – ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ Κ.Λ.Π.

Γενικεύεται η προθεσμία των 5 εργασίμων ημερών από τη συζήτηση και την κατάθεση προσθήκης αντίκρουσης στις διαδικασίες που οι προτάσεις κατατίθενται επί της έδρας ειδικές διαδικασίες, εφετεία κ.λ.π (άρθρα 524, 548, 570).

ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΕΣ

1) Η αγωγή επιδίδεται εντός 10 ημερών από την κατάθεσή του (άρθρο 468), και 30 ημερών σε εναγόμενο κάτοικο εξωτερικού. Αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Πρόκειται για εξωφρενική ρύθμιση, δεν χρειάζονται σχόλια.

2) Αυξάνεται το όριο των μικροδιαφορών στις 8.000€. (άρθρο 467)

3) Καταργούνται οι συνέπειες της ερημοδικίας από τη μη παράσταση στο ακροατήριο, που ούτως η άλλως είναι πλασματική (άρθρο 469).

4) Επανεισάγεται μετά από χρόνια η  αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 469). Το γιατί μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στη βεβαιότητα των νομοθετούντων ότι με τις ρυθμίσεις τους θα παραχθούν αθρόες ερημοδικίες.

5) Διατηρείται η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, η γραφειοκρατική  διαδικασία κατάθεσης προτάσεων κλπ, που πλέον προβλέπεται εντός 20 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής (άρθρο 468).

Εν τέλει η μοναδική διαδικασία στον κ.Πολ.Δ που παλιά καθιστούσε εφικτή την πρόσβαση με αμεσότητα στη δικαστική προστασία χωρίς περιττά έξοδα, παράσταση δικηγόρων και γραφειοκρατία έχει γίνει δυσχερέστερη από τις ειδικές διαδικασίες και μοιάζει περισσότερο με τη νέα τακτική διαδικασία.

Αν όλα αυτά δεν εκφράζουν μήνυμα αποπομπής των διαδίκων και απεμπόλησης των απαιτήσεων μικρού ύψους, τότε τι είναι ;

ΑΝΑΒΟΛΕΣ

Διατηρούνται οι αναβολές (άρθρο 241) όχι βέβαια στις πλασματικές συζητήσεις, αλλά στις ειδικές διαδικασίες και στο εφετείο, άπαξ σε κάθε βαθμό μόνο για σπουδαίο λόγο, αλλά διπλασιάζεται το παράβολο αναβολών ενώπιον του μονομελούς και πολυμελούς πρωτοδικείου και υπερδιπλασιάζεται του εφετείου.

Η παραβίαση της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διάθεσης και συζήτησης (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) είναι προφανής.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

1) Αλλάζει ο τρόπος άσκησης των ένδικων μέσων (άρθρο 495) καθώς ενοποιούνται οι διαδικασίες κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου. Η κατάθεση δεν γίνεται πλέον στη γραμματεία του εκδόντος δικαστηρίου, αλλά στη γραμματεία του αρμόδιου για το ένδικο μέσο  δικαστηρίου. Ο προσδιορισμός γίνεται υποχρεωτικά κατά την κατάθεση χωρίς να επαφίεται στην πρωτοβουλία του εκκαλούντος ή του εφεσιβλήτου και η επίδοση της έφεσης με τη δικάσιμο γίνεται εντός 30 ημερών.

Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι μέχρι την εφαρμογή της δυνατότητας ηλεκτρονικής κατάθεσης ατελείωτες ουρές δικηγόρων από όλα τα αντίστοιχα πρωτοδικεία στις γραμματείες των Εφετείων για την κατάθεση εφέσεων, καθώς και από όλη τη χώρα στον Αρειο Πάγο για την κατάθεση αναιρέσεων.

 2) Αυξάνεται το όριο αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου για εκδίκαση εφέσεων κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου από τις 30.000 στις 60.000  € (άρθρο 16).

Πρόκειται για μια ακόμα επέκταση της αρμοδιότητας μονομελών δικαστηρίων σε βάρος των πολυμελών.

3) Εισάγεται υποχρεωτικά η κατάργηση δίκης σε περίπτωση ματαίωσης αν δεν προσδιοριστεί νέα δικάσιμος εντός έτους από τη ματαίωση σε δίκες ενώπιον του εφετείου και εντός 90 ημερών σε λοιπές δίκες (πλην δικών για ένδικα μέσα, άρθρο 495) .

4) Μειώνεται η καταχρηστική (δηλαδή αυτή που ισχύει με χρονική αφετηρία την έκδοση της απόφασης όταν δεν έχει γίνει επίδοση) προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων σε ένα έτος από δύο (άρθρο 518).

5) Επαναφέρεται η εισήγηση στον Αρειο Πάγο (να και ένα θετικό, άρθρο 571).

6) Θεσπίζονται περιορισμοί στον αριθμό σελίδων δικογράφων (άρθρο 566) ενώπιον του Αρείου Πάγου (30 σελίδες το αναιρετήριο, 20 οι πρόσθετοι λόγοι, 10 οι προτάσεις και τα υπομνήματα κλπ). Και εξουσιοδοτείται ο Αρειος Πάγος, με τον κανονισμό Λειτουργίας του να διαμορφώσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής.

ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΜΙΣΘΙΟΥ

1) Μεταφέρεται η αρμοδιότητα για την έκδοση διαταγών πληρωμής και διαταγών απόδοσης μισθίου στους δικηγόρους (άρθρα 625 επ).

Ασφαλώς και δεν είναι αδιάφορη η οικονομική ανάσα χιλιάδων δικηγόρων από τις αμοιβές για τις υποθέσεις αυτές. Αλλά η μεταφορά αυτής της δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους δεν γίνεται για να ωφελήσει τη δικηγορία, αλλά για να συμβάλει στην απαλλαγή των δικαστηρίων από μια ογκώδη και ανεπιθύμητη δικαστική ύλη και να την φορτώσει στους δικηγόρους με αντάλλαγμα μικρές αμοιβές εκτός κάθε ορίου αναλογικότητας. Και με τον κίνδυνο της ευθύνης τους όχι μόνο για δόλο, αλλά και για «βαρειά αμέλεια» !

Κυρίως όμως φέρνει τους δικηγόρους σε αντίθεση με το θεσμικό τους ρόλο, δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στη δικαιοδοτική και την υπερασπιστική λειτουργία, προκαλεί δεοντολογικές συγκρούσεις με συναδέλφους τους και εκτρέπει την κοινωνική τους αποστολή.

Ωστόσο με τον τωρινό νόμο τα πράγματα πάνε πολύ πιο μακριά. Και αυτό γιατί οι υποθέσεις που καλούνται να δικαιοδοτήσουν οι δικηγόροι δεν περιορίζονται πλέον στην εκούσια (σωματεία, κληρονομητήρια), σε διαδικαστικές πράξεις (ένορκες βεβαιώσεις) και σε συναινετικές προσημειώσεις και άρσεις, αλλά εκτείνονται σε έκδοση εκτελεστών τίτλων, δηλαδή σε προδικασία αναγκαστικές εκτέλεσης. Οι δικηγόροι αναλαμβάνουν την ευθύνη να εκδίδουν εκτελεστούς τίτλους, με βάση τους οποίους θα γίνονται πλειστηριασμοί και εξώσεις, κυρίως πρώτης κατοικίας. Και αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τον θεσμικό τους ρόλο, αφού τους καθιστά φορείς εξουσίας ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα.

Δεν αποτελεί συνεπώς επιτυχία του δικηγορικού συνδικαλισμού αυτό, όπως επαίρεται ο πρόεδρος του Δ.Σ.Α ήδη από τη θέσπιση του ν. 5108/2024, αλλά συνέργεια στη διάλυση των πολιτικών δικαστηρίων, ένοχη συμμετοχή στην ιδιωτικοποίηση της απονομής δικαιοσύνης και αλλοτρίωση της δικηγορίας.

Και θα είναι τεράστιο σφάλμα για τους δικηγορικούς συλλόγους να κολακευθούν και να υποστηρίζουν τέτοιου είδους νομοθετήματα.

2) Προστίθενται στις ρυθμίσεις για τις διαταγές απόδοσης μισθίου (άρθρο 637) πέραν της δυστροπίας και καθυστέρησης καταβολής μισθωμάτων που ισχύει μέχρι σήμερα και οι μισθώσεις των οποίων έχει απλώς λήξει ο συμβατικός χρόνος.

Πρόκειται για περίπτωση σοβαρού περιορισμού της έννομης προστασίας της κατοικίας σε μια περίοδο που το στεγαστικό πρόβλημα είναι ένα από τα κορυφαία που αντιμετωπίζουν εργαζόμενοι και νεολαία και για παράδοση της πολιτικής δικονομίας στα συμφέροντα του κατασκευαστικού και τουριστικού κεφαλαίου και των βραχυχρόνιων μισθώσεων.

ΕΚΟΥΣΙΑ (άρθρα 807 επ).

Προβλέπεται και ισχύει για περιπτώσεις ιδιοχείρων διαθηκών ανθρώπων που θα πεθαίνουν μετά την 1.11.2025 η δημοσίευση και κήρυξη κυρίας από συμβολαιογράφους.

Ατυχής και εδώ μεταφορά δικαιοδοτικής κρίσης σε μη δικαιοδοτικά όργανα, που άλλωστε δεν είναι σε θέση να διεξάγουν δίκη σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της γνησιότητας, παρεμβάσεων κ.λ.π.

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

1) Καταργείται η υποχρέωση εντοπιότητας των υπαλλήλων του πλειστηριασμού συμβολαιογράφων (άρθρο 959). Πλέον είναι δυνατό να ορίζεται από τον επισπεύδοντα συμβολαιογράφος από οποιοδήποτε σημείο της χώρας για τη διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι συμβολαιογράφοι των τραπεζών, fund kai servicers  θα μπορούν να συμβάλουν ανεμπόδιστα στην «η αποτελεσματική στήριξη της λειτουργίας του τραπεζικού και επενδυτικού πλαισίου, ειδικότερα στους πλειστηριασμούς».

2) Επαναφέρεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής σε περιπτώσεις ανακοπών του άρθρου 633 μετά από δεύτερη επίδοση δηλαδή αφού έχει παρέλθει άπρακτη προθεσμία ανακοπής του 632.

Και εδώ διακρίνεται αντίφαση με την κατεύθυνση της επιτάχυνσης και της οικονομίας της δίκης. Γιατί ;

3) Καταργείται το άρθρο 912 και πλέον η αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης διατάσσεται πλέον μόνον από το αρμόδιο για την εκδίκαση του ενδίκου μέσου δικαστηρίου (άρθρο 913) το οποίο έχει μάλιστα και τη δυνατότητα σε κάθε στάση της δίκης να κηρύξει προσωρινά εκτελεστή την εκκαλούμενη απόφαση (!!!).

 4) Καταργείται η δυνατότητα προβολής λόγων ανακοπής των άρθρων 632 σε ανακοπή Κ.Πολ.Δ. 933.

5) Προβλέπεται επαναπροσδιορισμός των εκκρεμών ανακοπών περί την εκτέλεση που έχουν προσδιοριστεί για να εκδικαστούν μετά την 1.1.2026 σύμφωνα με  Υπουργική Απόφαση που θα εκδοθεί κατ εξουσιοδότηση του νόμου και θα ισχύει από την έκδοσή της στο πρότυπο των επαναπροσδιορισμών των υποθέσεων του «νόμου Κατσέλη».

Ας σημειωθεί ότι σήμερα το Πρωτοδικείο Αθηνών δίνει δικασίμους για ανακοπές άρθρου 933 κ.Πολ.Δ. τον Ιούνιο 2036 ! Αυτή είναι η προστασία των οφειλετών που συνήθως είναι οι ανακόπτοντες για να σώσουν την πρώτη κατοικία τους. Το σύστημα έχει βαρέσει διάλυση !

ΙΙ. ΓΙΑΤΙ ΑΡΓΕΙ Η «ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ;

Η καθυστέρηση των ελληνικών δικαστηρίων στην έκδοση οριστικών και τελεσίδικων αποφάσεων κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε μια από τις χαμηλότερες παγκόσμια.

Η αιτιολογική έκθεση του ν. 5221/2025 κάνει λόγο για μέσο όρο 1492 ημερών (κάτι παραπάνω από τέσσερα χρόνια) από την άσκηση αγωγής μέχρι την τελεσίδικη έκδοση απόφασης.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποια δεδομένα και με ποια επεξεργασία τους διαμορφώνεται αυτός ο μέσος όρος που διαψεύδεται από την καθημερινή εμπειρία όσων ασχολούνται με τη μαχόμενη δικηγορία. Γιατί στα πρώτα τέσσερα χρόνια από την κατάθεση της αγωγής, τουλάχιστον στη νέα τακτική διαδικασία, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει καν προσδιορισθεί δικάσιμος. Πολύ δε μάλλον δεν έχει εκδοθεί απόφαση και μάλιστα τελεσίδικη. Πιθανολογώ ότι στη διαμόρφωση του μέσου όρου, αν είναι ακριβής, έχουν συμβάλει οι χρόνοι έκδοσης αποφάσεων των ειρηνοδικείων και περιφερειακών Πρωτοδικείων, ιδίως με τις ειδικές διαδικασίες τους. Αυτών που κυρίως οι προτελευταίες νομοθετικές επιδρομές έχουν διαλύσει χάριν της επιτάχυνσης.

Με έκπληξη ακόμα διαβάζω τον πρόλογο του Δ. Βερβεσού στην πρόσφατη παρουσίαση (Ιούλιος 2025) των νέων αλλαγών στον Κ.Πολ.Δ. από τον Δ.Σ.Α. Σύμφωνα με αυτόν, προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι «ο ρυθμός απονομής της δικαιοσύνης έχει βελτιωθεί σε ποσοστό 19% εξ αυτού του λόγου», δηλαδή από τη μεταφορά της ύλης προσημειώσεων, κληρονομητηρίων, σωματείων μια ενόρκων βεβαιώσεων σε δικηγόρους. 

Θα ήθελα πολύ να γνωρίζω επίσης ποια δεδομένα και με ποια επεξεργασία τους διαμορφώνεται αυτό το ποσοστό μέσα σε έναν χρόνο μόνο. Και αν είναι αλήθεια να παρατηρήσω ότι πολύ «φτηνά πουληθήκαμε» αν έχουμε αποφέρει τέτοια πρόοδο στο σύστημα.

Ως αιτία για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και την αδυναμία γρήγορης ανταπόκρισης των δικαστηρίων στην πληθώρα των υποθέσεων τα παλιότερα χρόνια εκφερόταν η δικομανία των Ελλήνων. Ευτυχώς έχει πλέον εγκαταλειφθεί αφού πρώτα για πολλές δεκαετίες χωρίς ποτέ να τεκμηριωθεί με συγκεκριμένα στοιχεία, συνέτεινε με τον λαϊκισμό της στον αποπροσανατολισμό και στην απαλλαγή των κυβερνήσεων από τις ευθύνες τους για την ανεπάρκεια των υποδομών και την πολυνομία. Είμαστε όλοι σε θέση συγκρίνοντας την καθημερινή συμπεριφορά όσων ζούν στην Ελλάδα με εκείνη των κατοίκων άλλων χωρών που αποτελούν πρότυπα για τους νομοθετούντες να διαπιστώσουμε ότι δεν είναι καθόλου εριστική και δικομανής. Και βέβαια ότι και να ήταν στερείται τα οικονομικά μέσα για την πρόσβαση στην έννομη προστασία, αφού όλα είναι σε αυτήν «επί χρήμασι».

Πρόσφατα ξαφνικά άρχισε να επαναφέρεται από την κυβέρνηση και η θεωρία του δικηγορικού πληθωρισμού. Θα αντιμετωπισθεί και αυτό  το ψέμμα, όπως και παλιά, όταν έρθει η ώρα. Δεν είναι σαφές ακόμα ποιά ανάγκη, πέρα από τον αποπροσανατολισμό, την οδηγεί να τρίζει τα δόντια στους δικηγόρους. Ισως η «αγορά» έχει ανάγκη από ανίσχυρους νομικούς μισθωτούς και όχι από δικηγόρους συνεργάτες. Αλλωστε η επικήρυξη της αυταπασχολούμενης μαχόμενης υπερασπιστικής δικηγορίας που τόσο τους ενοχλεί εξελίσσεται επί δεκαετίες και δυστυχώς με αρκετή επιτυχία.

Οι πραγματικές αιτίες της καθυστέρησης έκδοσης δικαστικών αποφάσεων στη χώρα μας, είναι δύο, βασικές και αθεράπευτες γιατί καμμία νομοθετική παρέμβαση δεν τις στόχευσε, αλλά όλες τις επιδείνωσαν: Η πολυνομία και η έλλειψη επαρκών υποδομών και προσωπικού.

Η ελληνική δικαιοσύνη είναι μια  “Δικαιοσύνη – φλού” χωρίς ασφάλεια δικαίου, που κανείς δεν είναι βέβαιος για τίποτα μέσα στην πληθώρα της πολυνομίας και των διαδοχικών νομοθετικών τροποποιήσεων. Όσοι προσέρχονται στα δικηγορικά γραφεία συχνά έχουν την εντύπωση ότι εμπαίζονται από τους δικηγόρους, όταν οι τελευταίοι δηλώνουν αβέβαιοι για το τι ισχύει στην υπόθεση τους, ότι η νομική συμβουλή που θα τους δώσουν, για να είναι ασφαλής, προϋποθέτει χρονοβόρα και, φυσικά, δαπανηρή και αμειβόμενη μελέτη, και διότι τα πάντα αποτελούν ζήτημα ερμηνείας, διαχρονικότητας και μεταβατικότητας. 

Το 1993 διαπιστώθηκε ότι η σχέση του όγκου της νομοθετικής ύλης ανάμεσα στην Ελλάδα και τις δεκαπέντε πρώτες τότε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 40 προς 1. Για κάθε ένα νόμο δηλαδή που έχει η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία κλπ, η Ελλάδα έχει 40. Φαντασθείτε πόσο ανάλογα πολλαπλασιάζεται ο χρόνος εργασίας του δικηγόρου ή του δικαστή προκειμένου να διαγνώσει το νομικό καθεστώς που ισχύει για μια υπόθεση και να αποφασίσει σωστά. Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι αν τότε ίσχυε αυτή η αναλογία, σήμερα έχει πολλαπλασιαστεί. Στα τριανταδύο χρόνια που πέρασαν, έχει προστεθεί σωρεία διατάξεων κοινοτικού δικαίου, αφομοιωμένων (όπως – όπως και μη), εξακολουθεί να συντηρείται και να επαυξάνεται η πολυνομία, που είναι εκατονταπλάσιας αναλογίας σε τομείς όπως το κοινωνικοασφαλιστικό, εργατικό, πολεοδομικό, φορολογικό κ.α., ενώ κανένας από τους κυβερνώντες Υπουργούς Δικαιοσύνης δεν έχει θέσει στόχο οποιαδήποτε κωδικοποίηση στη νομοθεσία. Όλοι τροποποιούν, όλοι απλώνουν και κανείς δεν μαζεύει. Η προμήθεια κωδίκων πρέπει να γίνεται συχνότερα από την προμήθεια εφημερίδων και η απλήρωτη δουλειά των δικηγόρων πολλαπλασιάζεται. Τριά ντα φορές στα τελευταία δέκα χρόνια. 

Όλα αυτά όμως πολλαπλασιάζουν ανάλογα και τον χρόνο ενασχόλησης των δικαστών και προσθέτουν ευθύνες για την επιλογή των εφαρμοστέων διατάξεων, καθώς διαρκώς τίθενται ζητήματα μεταβατικού και διαχρονικού δικαίου κλπ. Το έδαφος για την ανάπτυξη οποιασδήποτε θεωρίας και νομολογίας διαρκώς ανατρέπεται. Τα συγγράμματα πετιούνται, ενώ εύλογα διστάζει κανείς να συντάξει και να εκδόσει νέα. Και είναι εντυπωσιακό ότι δεν διαμαρτύρεται κανείς για αυτό, ούτε οι δικηγορικοί σύλλογοι, ούτε οι ενώσεις δικαστών, ούτε οι πανεπιστημιακοί, που καλούνται κάθε λίγο να μεταβάλλουν το αντικείμενο της διδασκαλίας τους. 

Και δεν είναι βέβαια φαινόμενο μόνο του αστικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, η πολυνομία. Απαντά ανάλογα και στο ποινικό δίκαιο, την ποινική δικονομία, τη διοικητική διαδικασία και δικονομία κλπ. Και όλοι οι εκάστοτε Υπουργοί Δικαιοσύνης νομίζουν ότι η ευκολία της ηλεκτρονικής ενημέρωσης των κειμένων του νόμου επιλύει όλα τα παραπάνω. Αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Το κυριότερο όμως είναι η ανασφάλεια δικαίου που γεννά η κατάχρηση της νομοθετικής εξουσίας. Μια ανασφάλεια πολύ βολική για τις εκάστοτε εξουσίες, καθώς ελαφρύνει την υπαιτιότητα για την εσφαλμένη εφαρμογή της νομοθεσίας. Και φυσικά δεν είναι μόνο θέμα χρόνου έκδοσης αποφάσεων, κυρίως γεννάται θέμα περιεχομένου, θέμα έκδοσης ορθών και «δίκαιων» νομικά αποφάσεων.

Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες το μόνο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση μέχρι την επίτευξη ικανοποιητικών κωδικοποιήσεων, συνθέσεων και  και συγκεντρώσεων που θα αποδυναμώσουν την πολυνομία θα ήταν η συγκρότηση κατά κανόνα συλλογικών συνθέσεων (πολυμελών) δικαστηρίων και η ταυτόχρονη επιλογή μιας απλής και άμεσης διαδικασίας προσφυγής στην έννομη προστασία χωρίς αυξημένα παράβολα και έξοδα. Με τη δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης πάντα ανοιχτή. Και κυρίως με την υποχρέωση του κράτους πρόνοιας να εκτείνει τη δικαστική του προστασία όχι μόνο στη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αλλά και στην ικανοποίησή της, τουλάχιστον σε αυτονόητες περιπτώσεις κοινωνικά αδύναμων διαδίκων (εργατικά, διατροφές κλπ). 

Αλλά κάνουν ακριβώς το αντίθετο, σταθερά, τουλάχιστον την τελευταία 15ετία. Προσπαθούν να  μειώσουν τα έξοδα από μισθούς και την απασχόληση δικαστών καθιστώντας κατά κανόνα αρμόδια σε κάθε διαδικασία τα  μονομελή δικαστήρια. Διαμορφώνουν μια “δικαιοσύνη” μονομελή και αναγκαστικά επισφαλή, διότι ενώ η πολυνομία για να αντιμετωπισθεί, θα απαιτούσε περισσότερα μάτια και χέρια στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας, για λόγους οικονομικών περικοπών η δικονομική νομοθεσία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων ωθεί συστηματικά σε περιορισμό τα πολυμελή δικαστήρια και αυξάνει επικίνδυνα τις αρμοδιότητες των Μονομελών, που έτσι και αλλιώς υπήρχαν σε Ειδικές Διαδικασίες, ανεξαρτήτως του ύψους του ποσού της υπόθεσης (κακώς επίσης και τότε) που καλούνταν να κρίνουν. Όμως τα μονομελή δικαστήρια, εκτός του ότι επαυξάνουν επικίνδυνα τις πιθανότητες δικαστικής αυθαιρεσίας, περιορίζουν σε ένα και μόνο πρόσωπο την ευθύνη για την ορθή εφαρμογή του δικαίου στην υπόθεση που αντιμετωπίζουν, και αυτό φυσικά προκαλεί και λάθη και καθυστέρηση. 

Σήμερα έχουμε μονομελή δικαστήρια στη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων και σε πρώτο, αλλά ακόμα και σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Τα λάθη και η καθυστέρηση είναι αναπόφευκτα.

Αλλά και το προσωπικό της γραμματείας των δικαστηρίων είναι λίγο. Οι σύλλογοί τους  μιλάνε για κενά 1.500 οργανικών θέσεων πανελλαδικά (σε σύνολο 5.000 περίπου δικαστικών υπαλλήλων), ενώ αν οι ελλείψεις αναχθούν στην αναλογία γραμματέων προς δικαστές, που σύμφωνα με τα πρότυπα της Ε. Ε. είναι πολλαπλάσια 3 προς 1, τότε θα απαιτούνταν να προσληφθούν άλλες 10.000 δικαστικοί υπάλληλοι πλέον όσων υπηρετούν. Οι υποδομές και σε εγκαταστάσεις και κτίρια και σε ανθρώπινο δυναμικό, λιγοστεύουν, τα χιλιάδες οργανικά κενά σε θέσεις γραμματέων και δικαστών δεν καλύπτονται και τα ανακριτικά γραφεία, αυτά που διενεργούν ανακρίσεις για σοβαρές, χρονοβόρες και ογκώδεις υποθέσεις, δεν στελεχώνονται με το απαιτούμενο προσωπικό, γενικό και ειδικό, ενώ δεν υπάρχουν καν κριτήρια για τον τρόπο τακτοποίησης των δικογραφιών και αρχειοθέτησης και σήμανσης των εγγράφων τα οποία περιέχονται σε αυτές. Μόνο οι πορτιέρηδες της δικαστικής αστυνομίας έχουν προστεθεί, που δεν προσφέρουν προς το παρόν τίποτα εκτός από την εκνευρισμό των εισερχομένων στα δικαστήρια με τους σχολαστικούς ελέγχους τους. Γεμάτες με ένστολους κάθε είδους οι πόρτες των δικαστηρίων, άδεια τα γραφεία και τα αρχεία τους. Οι αίθουσες μικρές και χωρίς θέρμανση. Το σύνολο σχεδόν των φωτοτυπικών στα δικαστήρια δεν εκτυπώνουν έγχρωμες φωτοτυπίες, αλλά κανείς Υπουργός δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα από αυτά.

Ολες αυτές οι συστηματικές περικοπές και η εγκατάλειψη γίνονται σε μια χρονική περίοδο που ο λαός δοκιμάζεται οικονομικά, αλλά τα δικαστήρια δίνουν λεφτά στον προϋπολογισμό. Γιατί όταν θέλει κάποιος “να βρει το δίκιο του”, στοιχίζει πολύ ακριβά. Πέρα από την αμοιβή των δικηγόρων, ένα σωρό έξοδα υπάρχουν για να θυμίζουν σε αυτόν που ζητά την έννομη και δικαστική προστασία ότι για να τεθεί σε λειτουργία «το κατάστημα» πρέπει να πληρώσει : Μεγαρόσημα, δικαστικά ένσημα, τέλη απογράφου, εξαγορές ποινών, παράβολα, γραμμάτια προείσπραξης δικηγόρων και, βέβαια, στις αστικές διαδικασίες, αμοιβές δικαστικών επιμελητών και υψηλά έξοδα για επιδόσεις και εκτελέσεις. Ακόμα και αν κάποιος διάδικος κερδίσει μία υπόθεση, είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει να την εκτελέσει μόνος του, με τεράστια έξοδα και αβέβαιο αποτέλεσμα, εκτός βέβαια αν είναι τράπεζα, fund ή servicer, η δράση των οποίων επίσης παραμένει ανεξέλεγκτη από τα ελληνικά δικαστήρια. Είναι μια δικαιοσύνη που την απολαμβάνουν οι οικονομικά ισχυροί που μπορούν να πληρώνουν δικηγόρους και να εξαντλούν τα ένδικα μέσα. Οι άλλοι αργά η γρήγορα εγκαταλείπουν.

Τι γίνονται τα έσοδα από τη λειτουργία των δικαστηρίων ; Διάθεση στον κεντρικό προϋπολογισμό για την πληρωμή των τραπεζιτών, αλλά και όλο και νέες φυλακές, υπουργικές λιμουζίνες και μισθοί δικαστικών αστυνομικών. Στοιχειώδης ανταποδοτικότητα δεν υπάρχει. Οι στατιστικές των δαπανών για τη δικαιοσύνη του 2023 κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. Αλλά αυτές δεν τις μνημονεύουν διότι δεν τους συμφέρει. Αποτέλεσμα το μπάχαλο που ζούμε κάθε μέρα.

Και έτσι ως αποτέλεσμα παρέχεται μια “δικαιοσύνη” απελπιστικά αργή, παρά τις συνεχείς υποσχέσεις – κοροϊδίες των εκάστοτε ψευτομεταρρυθμιστών του Υπουργείου Δικαιοσύνης για επιτάχυνση. Και πως να γίνει αλλιώς όταν από τη μια μειώνονται διαρκώς οι υποδομές σε ανθρώπινο δυναμικό και κτίρια και από την άλλη η αθεράπευτη πολυνομία πολλαπλασιάζει τον χρόνο ενασχόλησης των παραγόντων της ;

Πρόχειρα ναι, γρήγορα όχι” έλεγε για την ελληνική δικαιοσύνη το πετυχημένο σλόγκαν μιας δικηγορικής παράταξης πριν 25 περίπου χρόνια αντιστρέφοντας το διαφημιστικό σλόγκαν γνωστής αλυσίδας ταχυφαγείων και είχε δίκιο. Σήμερα η κατάσταση είναι χειρότερη και από τότε. Ολα είναι πολύ αργά, εκτός από όσα ωφελούν το κεφάλαιο, την εργοδοσία, τις τράπεζες και το κράτος. Σύντομες πραγματικά δικάσιμοι υπάρχουν μόνο για μεγάλους εργοδότες που ζητούν να κηρύσσονται απεργίες παράνομες και καταχρηστικές. Για αυτούς και μόνο τα δικαστήρια δουλεύουν μέρα νύχτα και Σαββατοκύριακα. Και τους δικαιώνουν σχεδόν πάντα.

Απέναντι σε όλα τα παραπάνω, οι απανωτές νομοθετικές παρεμβάσεις του Υπουργείου είναι «συμφοριασμένες», αποδεικνύουν την αποτυχία και ετοιμάζουν  τη νέα αποτυχία στην οποία είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες αποτυχία. Θυμίζουν τον Ξέρξη που διέταξε να μαστιγώσουν τα κύματα της θάλασσας για να την εκδικηθεί που φουρτούνιασε και δεν τον άφησε να περάσει τα Δαρδανέλια. Μόνο που η θάλασσα κάποτε γαληνεύει. Η κατάσταση που έχουν δημιουργήσει στη νομοθεσία και τα δικαστήρια όχι. Πρόθυμοι κωπηλάτες στον σημερινό Ξέρξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι οι εκπρόσωποι των Δικηγορικών Συλλόγων που θεωρούν κατόρθωμα ότι σε αυτή τουλάχιστον τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή τους πήραν, ότι πέτυχαν μερικές μικρορυθμίσεις και κυρίως να μην εφαρμοσθεί ο νόμος από τον Σεπτέμβριο 2025, αλλά λίγους μήνες αργότερα. Χωρίς όραμα, πυξίδα, αφήγημα και στόχους για τη «δικαιοσύνη». 

Ετσι, ανεξαρτήτως των δηλουμένων προθέσεων του νομοθέτη (στις οποίες πάντως δεν συμπεριλαμβάνεται η διατύπωση της διευκόλυνσης της πρόσβασης στην έννομη προστασία) που απαντούν σχεδόν πανομοιότυπα σε όλες τις αιτιολογικές εκθέσεις των τελευταίων τροποποιήσεων, η πραγματικότητα έρχεται άλλη μια φορά να τους διαψεύσει.

Και εκείνο που αποφεύγουν να παραδεχθούν είναι ότι οι ρυθμίσεις τους αποσκοπούν και κατατείνουν άλλη μια φορά στον περιορισμό της δικαστικής προστασίας των και τη δυσχέρανση της πρόσβασης σε αυτήν ιδίως των οικονομικά αδύναμων, δηλαδή των εργαζομένων, αυτοαπασχολούμενων και λαϊκών τάξεων, η ενίσχυση της γραφειοκρατίας και του δικαστικού αυταρχισμού και πλήττει στοιχειώδεις αρχές της πολιτικής δικονομίας όπως η αρχή της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης,  της αμεσότητας, της ισότητας των διαδίκων, της οικονομίας της δίκης κ.λ.π.

Και βέβαια για άλλη μια φορά επαυξάνει το χρόνο και την ευθύνη της δικηγορικής εργασίας, που αν είναι πληρωμένη μετακυλίεται στους διαδίκους με συνέπεια να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν μόνο οι οικονομικά ισχυροί και  είναι απλήρωτη καθιστά ακόμα δυσχερέστερη τη δικηγορική εργασία και κυρίως εκείνη των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων.

Δύο παραδείγματα παραλείψεων με σοβαρότατες επιπτώσεις στην καθημερινότητα της δικαστικής λειτουργίας και της δικηγορίας είναι αρκετά για να καταδείξουν τόσο την κυβερνητική αναλγησία και χρόνια ανικανότητα, όσο και την διεκδικητική αφασία των δικηγορικών συλλόγων :

1) Ακόμα και η αναγραφή με ευθύνη της κυβέρνησης της δήλης ημέρας λήξης των προθεσμιών κατάθεσης προτάσεων, προσθήκης αντίκρουσης κλπ στις εκθέσεις κατάθεσης αγωγών και δικογράφων της νέας τακτικής παραλείπεται Αποτέλεσμα, ακόμα και για αυτό η ευθύνη μετακυλίεται στους διαδίκους, δικηγόρους και στις γραμματείες, συχνά με σοβαρά προβλήματα δυσερμηνείας και ανασφάλειας και κίνδυνο ερημοδικιών.

2) Η συστηματική παράλειψη πρόβλεψης σύμπραξης γραμματέα και την  τήρηση πρακτικών στα ασφαλιστικά μέτρα και τις προσωρινές διαταγές από τους κατά τα λοιπά θιασώτες του… «ψηφιακού εκσυγχρονισμού» !

ΙΙΙ Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ : ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η απάντησή μας στο νόμο οφείλει πρώτα απ’ όλα να δοθεί μέσα από μια ξεκάθαρη οπτική γωνία του τι ζητάμε Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο, παρά η πλήρης και ανεμπόδιστη, αδάπανη εξασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής και έννομης προστασίας προς όφελος των πολιτών που προσφεύγουν στα δικαστήρια και ιδιαίτερα των κοινωνικά αδύνατων (εργαζόμενων, δικαιούχων διατροφής κτλ.), χωρίς κόστος, αφού η φορολόγηση υποτίθεται ότι γίνεται για να καλύπτεται το κόστος των κοινωνικών υποδομών, ανάμεσα στις οποίες προεξάρχουσα είναι η απονομή δικαιοσύνης, χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια, με ταχύτητα και με αποτελεσματικότητα. Και η δικηγορική εργασία, όπου επιλέγεται και είναι αναπόφευκτο να παρέχεται, να αμείβεται σύμφωνα με την αξία της.

Συνεπώς απαιτείται η εκπόνηση ενός διεκδικητικού επιθετικού προγραμματικού πλαίσιου. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να προτάσσονται κατευθύνσεις οι οποίες εξασφαλίζουν την παροχή του δικαιώματος έννομης προστασίας και συχνά βαδίζουν μακρύτερα από την συγκεκριμένη αντιπαραβολή και αντιπαράθεση διατάξεων. Όχι στα δικαστήρια παραμάγαζα των τραπεζών και την απρόσιτη πρόσβαση στη δικαστική προστασία. Να αντιτάξουμε κατευθύνσεις διεκδικήσεων που να αποκαθιστούν, κατοχυρώνουν και διευρύνουν το πολλαπλά τραυματισμένο συνταγματικό δικαίωμα της έννομης και δικαστικής προστασίας. Τέτοιες είναι, εντελώς ενδεικτικά, μεταξύ άλλων : 

1) Κατάργηση της νέας τακτικής διαδικασίας και σύγκλιση όλων των αστικών δικών στο μοντέλο των ειδικών διαδικασιών, με εξέταση μάρτυρα στο ακροατήριο και κατάθεση προτάσεων στην έδρα. Γενίκευση της ηχογράφησης στην τήρηση των πρακτικών και έγκαιρη λήψη τους σε όλες τις αστικές δίκες.

2) Κατάργηση όλων των παραβόλων για την άσκηση ή τη συζήτηση ενδίκων μέσων, κατάργηση του δικαστικού ενσήμου και τέλους απογράφου, τουλάχιστον για τις αγωγές διατροφής, εργατικών, αμοιβών κτλ.

3) Αποκατάσταση αρμοδιοτήτων πολυμελών δικαστηρίων και σταδιακή κατάργηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας των μονομελών σε κάθε διαδικασία, τακτική και ειδική.

4) Αποκατάσταση της αποκλειστικότητας των προνομίων όλων των εργατικών απαιτήσεων χωρίς τον περιορισμό της διετίας απέναντι σε κάθε άλλη απαίτηση.

5) Είσπραξη των ποσών που επιδικάζονται σε εργατικές διαφορές, διατροφές και αμοιβές από το κράτος και εκχώρηση των ένδικων απαιτήσεων των δικαιούχων κατά των οφειλετών προς αυτό. Κράτος δικαίου δεν σημαίνει απλώς και μόνο η παροχή δικαστηρίων και μάλιστα με υψηλό κόστος και τρομερό χρόνο καθυστέρησης, αλλά και η αποτελεσματική ικανοποίηση του δανειστή, όπως γίνεται με το Ι.Κ.Α. όταν προσφεύγει ο ασφαλισμένος σε βάρος του εργοδότη του. Ο ασφαλισμένος αποκτά τα αντίστοιχα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ανεξάρτητα εάν το Ι.Κ.Α. εισπράξει ή όχι τις εισφορές από τον εργοδότη του.

6) Αποκατάσταση της παράστασης διαδίκων χωρίς δικηγόρο και χωρίς έγγραφη διαδικασία σε ασφαλιστικά μέτρα, μικροδιαφορές και εργατικές διαφορές.

7) Σύμπραξη γραμματέα και ηχογράφηση των συνεδριάσεων στα ασφαλιστικά μέτρα και στις προσωρινές διαταγές. Δημοσιότητα και όχι κλειστά γραφεία στις σχετικές συνεδριάσεις.

8) Κατάργηση κάθε γραφειοκρατικού μοντέλου, ενίσχυση των μορφών αμεσότητας της αστικής δίκης, προφορικότητα και δημοσιότητα της διαδικασίας, απλοποίηση διαδικασιών, απογραφειοκρατικοποίηση, ιδιωτικά και όχι συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, ελεύθερη αποδεικτική εκτίμηση και ει δυνατόν έκδοση απόφασης σε μία δικάσιμο μετά από διάσκεψη και μελέτη και των εγγράφων. 

9) Κατάργηση του ανυπόληπτου και αναξιόπιστου αποδεικτικού μέσου των ενόρκων βεβαιώσεων και εξέταση μαρτύρων μόνο στο ακροατήριο αντιμωλία.

10) Κατάργηση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, της διαιτησίας και κάθε μορφής ιδιωτικής δικαιοσύνης και, σε κάθε περίπτωση, παροχή με νόμο αναγκαστικού δικαίου δικαιώματος του αντισυμβαλλομένου να αμφισβητεί τη ρήτρα υπαγωγής σε αυτές που έχει υπογράψει κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης μέσα σε εύλογο χρόνο από τη λήξη της.

11) Επαναφορά της δικαστικής ύλης στα δικαστήρια και διαμόρφωση του ποσού των γραμματίων προείσπραξης σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και τον δικηγορικό κώδικα. Ανάλογη διαμόρφωση των δικαστικών δαπανών. Επαναφορά της χαμένης δικηγορικής ύλης και αναδιάταξή της με παράσταση σε συμβόλαια, συμβάσεις, ενστάσεις, ενδικοφανείς προσφυγές, διοικητικές διαδικασίες  κλπ

* Γράφει ο Κώστας Παπαδάκης, Δικηγόρος, πρώην μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr