Κώστας Τσουκαλάς: Η αλήθεια για τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας

Ο κοινωνικός διάλογος δεν είναι σημαία ευκαιρίας, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πυροτέχνημα για να κρυφτεί η επιχείρηση πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που εκτελέστηκε με εντολή του Πρωθυπουργού την τελευταία επταετία

NEWSROOM
Κώστας Τσουκαλάς: Η αλήθεια για τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας

H κυβέρνηση μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, παρουσίασαν μέσα στη βδομάδα το σχέδιο δράσης /συμφωνία κοινωνικών εταίρων για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων , κατ’ εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 που καθυστερημένα ενσωμάτωσε η χώρα μας στην ελληνική έννομη τάξη. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός «το τερμάτισε», λέγοντας πως «είναι εντυπωσιακό πως η συμφωνία για τις συλλογικές συμβάσεις έγινε από δεξιά κυβέρνηση» και πως «πρώτη φορά είδαμε Υπουργό κεντροδεξιάς παράταξης να κάθεται ανάμεσα στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ και στον Πρόεδρο του ΣΕΒ».

Πρώτον, ο Πρωθυπουργός ή λέει συνειδητά ψέματα ή έχει εμφανείς ελλείψεις για κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο σε βασικά ζητήματα. Στην προμνημονιακή περίοδο, η συνάντηση των Υπουργών Εργασίας ταυτόχρονα με εκπροσώπους του ΣΕΒ και της ΓΣΕΕ ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική. Μάλλον δεν έχει φανεί εντυπωσιακό στον Πρωθυπουργό ότι, επί των ημερών του, η Ελλάδα έσπασε κάθε αρνητικό ρεκόρ σε αριθμό συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Δεν τον έχει εντυπωσιάσει ούτε πως, επί των ημερών του, η Ελλάδα παραμένει ουραγός των ουραγών τόσο στην αγοραστική δύναμη όσο και στον ρυθμό αύξησης του πραγματικού μισθού, αλλά και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Δεν του έχει κάνει εντύπωση πως όλοι αυτοί οι αρνητικοί δείκτες παρουσιάζονται, παρά το γεγονός ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες από όλους τους Ευρωπαίους.

Για να μιλήσουμε επιτέλους σοβαρά, όπως αξίζει σε ένα σημαντικό θέμα. Οφείλουμε να θέσουμε το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση, καθώς η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι κομβική για το μέλλον του κοινωνικού κράτους. Με τον νόμο 5163/2024 κυρώθηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς και αύξηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η Συμφωνία των Κοινωνικών Εταίρων, που παρουσιάστηκε χθες, προβλεπόταν ως υποχρεωτική κατάληξη του διαλόγου από το ίδιο το άρθρο 5 του 5163/2024, που όριζε πως έως 6 Δεκεμβρίου του 2025, το Υπουργείο, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει το πρώτο Σχέδιο Δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.5163/2024 αναφέρει «1. Με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 24, καταρτίζεται Σχέδιο Δράσης μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή λαμβάνοντας υπόψη σχετική συμφωνία τους και προτάσεις τους» ενώ  στην παρ.4. αναφέρεται «Το πρώτο Σχέδιο Δράσης της παρ. 1 εκδίδεται εντός ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος». 

Η συμφωνία, λοιπόν, που ανακοινώθηκε, ήταν αναμενόμενη και παρουσιάστηκε στην εκπνοή της; Προθεσμίας , αφού η κυβέρνηση «έπαιζε καθυστερήσεις» ως συνήθως. Αυτό δε σημαίνει πως την υποτιμούμε. Είναι ένα καθυστερημένο αλλά σημαντικό βήμα, απαραίτητο, αν έχει συνέχεια, για να εξέλθει η ελληνική αγορά εργασίας από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει μετά τις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η αποδοχή δύο προτάσεων του ΠΑΣΟΚ, που κατέθεσε από το βήμα της ΔΕΘ για επαναφορά της μετενέργειας και της επεκτασιμότητας, είναι μια καλή αρχή, ειδικά αν αναλογιστούμε πως, ένα χρόνο πριν, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε συναντηθεί με τους κοινωνικούς εταίρους εγκαινιάζοντας τον κοινωνικό διάλογο, η κυβέρνηση τον είχε χλευάσει, υποστηρίζοντας πως οι συλλογικές συμβάσεις ανήκουν στο παρελθόν. Η χορήγηση της δυνατότητας στη ΓΣΕΕ να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές συμβάσεις επικουρικά, μπορεί να επιτελέσει ένα θετικό ρόλο σε ένα μεταβατικό στάδιο, αλλά ο στόχος οφείλει να είναι η ενίσχυση του ρόλου των κλαδικών ομοσπονδιών και η ενδυνάμωσή τους ώστε να καταρτίζουν κλαδικές συμβάσεις εργασίας.

Στο ζήτημα της μετενέργειας, έχουμε την επαναφορά της στο προμνημονιακό καθεστώς, αλλά με τη διατύπωση που επελέγη, διατηρούνται μεν όλοι οι όροι της ΣΣΕ μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής, αλλά με την επιφύλαξη διαφορετικής αντιμετώπισης αν συναφθεί εν τω μεταξύ ατομική σύμβαση, η οποία μπορεί να προβλέπει και χειρότερους όρους. Θα πρέπει να επιφυλαχθούμε μέχρι να δούμε την τελική διατύπωση, ώστε να βεβαιωθούμε πως δεν θα υπάρξει παράθυρο για καταχρήσεις διευθυντικού δικαιώματος στην κατεύθυνση του εξαναγκασμού του εργαζομένου στο να καταρτίσει ατομική σύμβαση μετά τη λήξη κλαδικής σύμβασης.

Στο μείζον ζήτημα του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, δεν υπάρχει καμία αλλαγή στις προϋποθέσεις, που μετά τη θέσπιση του ν. 4635/2019 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σχεδόν απαγορευτικές. Η εξαγγελία περί δημιουργίας μηχανισμού προελέγχου των μονομερών αιτήσεων προσφυγής στη διαιτησία δημιουργεί μια εύλογη καχυποψία ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση της περιμέτρου των περιπτώσεων που μπορούν να υπαχθούν στη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.

Η κυβέρνηση δεν ακουμπά συνειδητά το μείζον ζήτημα της αντιμετώπισης των φαινομένων άρνησης συμμετοχής εργοδοτών στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, άρνησης συμμετοχής στις διαδικασίες μεσολάβησης και στις από κοινού προσφυγές στη διαιτησία, πρακτικές που λαμβάνουν χώρα συστηματικά και τορπιλίζουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Για να μπορέσουμε να ενισχύσουμε ουσιαστικά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αυξήσουμε το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, χρειάζεται συνεκτική στρατηγική, πολιτική βούληση και εμπροσθοβαρές σχέδιο.

  1. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Με αυτή την παρέμβαση, λόγω της ένταξης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σε καθεστώς κάλυψης από συλλογική σύμβαση, αυτομάτως θα υπερβούμε το 50-55% κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις, ως αφετηρία για την προσέγγιση του στόχου του 80% ποσοστού κάλυψης που θέτει η Οδηγία 2022/2041.
  2. Επαναφορά του καθεστώτος που ίσχυε πριν τον 4635/2019 για το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
  3. Πλήρης επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής συλλογικών συμβάσεων, χωρίς τις σημερινές εξαιρέσεις που εισήγαγε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το άρθρο 55 του ν. 4635/2019.
  4. Δραστική μείωση του ποσοστού της εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται ως προϋπόθεση για την επέκταση των όρων των συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου, και πιο χαμηλά από 40%, για να καταστεί ρεαλιστική η ενίσχυση της επεκτασιμότητας, καθώς τα προηγούμενα χρόνια πολλοί εργοδότες αποχώρησαν από τον φορέα εκπροσώπησής τους για να μην υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς, όπως ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις.
  5. Στήριξη της σταθερότητας των όρων των ΣΣΕ με: α) Κατάργηση του περιορισμού της μέγιστης διάρκειας των ΣΣΕ σε τρία (3) έτη. Τα μέρη θα έχουν δικαίωμα να ορίζουν τη διάρκεια των ΣΣΕ με τη συμφωνία τους, και αυτή μπορεί να είναι και αόριστη. Η λήξη της μπορεί να επέρχεται οποτεδήποτε με την καταγγελία της από οποιοδήποτε μέρος. β) Επαναφορά της μετενέργειας των (6) μηνών των όρων της ΣΣΕ που έληξε, αντί των (3) μηνών. γ) Διατήρηση όλων των όρων της ΣΣΕ, της οποίας έληξε η μετενέργεια, ως όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας των εργαζομένων που δεσμεύονταν από την εν λόγω ΣΣΕ. Συνεπώς, εάν δεν ακολουθήσει νέα ΣΣΕ, οι όροι της καθίστανται όροι της ατομικής σύμβασης του εργαζομένου και δύνανται να τροποποιηθούν μόνο με συμφωνία των μερών.
  6. Τροποποίηση των προϋποθέσεων εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στο ΓΕΜΗΣΟΕ και των οργανώσεων των εργοδοτών στο ΓΕΜΗΟΕ (άρθρα 83 και 96 Ν. 4808/2021). Είναι αναγκαίο να περιοριστούν τα υποχρεωτικώς δηλούμενα στοιχεία στα απολύτως απαραίτητα για την επικαιροποιημένη διαπίστωση της νομικής ταυτότητας και νόμιμης εκπροσώπησης της διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των οργανώσεων των εργοδοτών, και να καταργηθεί η αναστολή της συνδικαλιστικής ιδιότητας και του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν έχουν εγγραφεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ.

Ο κοινωνικός διάλογος δεν είναι σημαία ευκαιρίας, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πυροτέχνημα για να κρυφτεί η επιχείρηση πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που εκτελέστηκε με εντολή του Πρωθυπουργού την τελευταία επταετία.

Ποιος εμπόδισε την κυβέρνηση τα εξίμισι χρόνια που είναι στην εξουσία να άρει τα μνημονιακά εμπόδια στα οποία αναφέρθηκε η Υπουργός; Ποιος την υποχρέωσε, ακριβώς μετά την εκλογή της το καλοκαίρι του 2019, με τον ν. 4635/2019, να απενεργοποιήσει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, στερώντας εργαλεία διαπραγμάτευσης από τους εργαζομένους; Ποιος την εμπόδισε να επαναφέρει νωρίτερα τη μετενέργεια και να στηρίξει την επεκτασιμότητα, όπως επιμόνως ζητούσε το ΠΑΣΟΚ;

Δεν νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί η κυβέρνηση για την ακραία αρνητική επίδοση της χώρας στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας; Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 60% των εργαζομένων, κατά μέσο όρο, καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, μόνο ένας στους πέντε εργαζομένους καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

* Δικηγόρος, εκπρόσωπος Τύπου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr