Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Μαρία Ντούμα: Το τεκμήριο της αθωότητας

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μαρία Ντούμα: Το τεκμήριο της αθωότητας

Της Μαρίας Ντούμα*

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 175/2018) έχει κρίνει για το προστατευόμενο από το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-ΕΣΔΑ (ne bis in idem) τεκμήριο αθωότητας ότι: «… το Ε.Δ.Δ.Α., ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου…».

Επομένως, από την παραδοχή αυτή προκύπτει μεν συνεκτίμηση όχι όμως δέσμευση του δικαστηρίου από τυχόν ήδη εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση.

Στο άρθρο 5 παράγραφο 2 του Κώδικά Διοικητικής Δικαιοσύνης προβλέπεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση χωρίς κανένα όρο, ‘όμως η αμετάκλητα αθωωτική ποινική απόφαση δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο μόνο εφόσον η αθώωση δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης θεμελιωτικού του ποινικού αδικήματος στοιχείου το οποίο δεν αποτελεί και θεμελιωτικό στοιχείο της διοικητικής παράβασης.

Επομένως η ενεργοποίηση της απολύτου προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας -με την έννοια της δέσμευσης διοικητικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της ιδίας υποθέσεως μετά την αθώωση- προϋποθέτει πρωτίστως ταυτότητα των θεμελιωτικών στοιχείων της ποινικής και διοικητικής παράβασης.

Κατά συνέπεια, στη διοικητική δίκη -εν όψει και του ότι το Συμβούλιο Επικρατείας θεωρεί χωρίς κανένα ενδοιασμό την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. ίσης βαρύτητας με αυτή των εθνικών δικαστηρίων- η ως άνω διάταξη δίνει μία σαφή κατεύθυνση και δεν έχουν δημιουργηθεί ερμηνευτικά προβλήματα όπως στην πολιτική δίκη για τα όρια λειτουργίας του τεκμηρίου και επομένως και της δέσμευσής τους από το ποινικό δεδικασμένο.

Στον Άρειο Πάγο δεν υπάρχει ενότητα στην νομολογία ως προς την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α.

Σε μία σειρά αποφάσεων γίνεται δεκτό ότι η πολιτική απόφαση που θα εκδοθεί μετά από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση δεν πρέπει να οδηγεί σε αμφισβήτησή της με παραδοχές αντίθετες απ΄ αυτές της ποινικής απόφασης και επί λέξει «με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου».

Αντίθετα σε άλλες αποφάσεις του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτό ότι το πολιτικό δικαστήριο μπορεί με επαρκή αιτιολογία να οδηγηθεί σε αντίθετη από την προηγηθείσα αθωωτική ποινική απόφαση και επι λέξει δέχεται ότι «..ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του.

Κατά την άποψη αυτή επιβάλλεται το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη απόφασή του (Α.Π. 1422/2017, Α.Π. 344/2016, Α.Π. 1398/2015, 215/2013)».

Επειδή το θέμα αυτό είναι μείζον, δισεπίλυτο και με μεγάλες συνέπειες στη ζωή μας έχει προβληματίσει πολύ.

Το ζήτημα -λόγω της διχογνωμίας στη νομολογία του Αρείου Πάγου- είχε παραπεμφθεί με την 889/2018 απόφαση τμήματος αυτού στην Ολομέλεια.

Στην Ολομέλεια (8/2019) όμως και πάλι υπήρξε διχογνωμία για «..το ζήτημα αν παραβιάζεται το κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. τεκμήριο αθωότητας, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο, για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, υποχρεώνεται σε αστική αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, για το οποίο αθωώθηκε».

Με την 8/2019 απόφασή της η Ολομέλεια παρέπεμψε και αυτή το ζήτημα προς επίλυση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί η εκδίκαση.

Η «αδυναμία» των δικαστών του ανωτάτου δικαστηρίου να λάβουν μία ομόφωνη ή έστω με μεγάλη πλειοψηφία απόφαση για το ζήτημα αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο σημαντικό είναι για την ζωή μας και για την ασφάλεια του δικαίου.

Σε περίπτωση που επικρατήσει η άνευ όρων δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από την προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση, θα έχουμε σίγουρα αποφάσεις που θα οδηγούν και σε αδικίες, διότι είναι εντελώς διαφορετικά τα θεμελιωτικά στοιχεία της ποινικής από την αστική-αδικοπρακτική ευθύνη και αλλού αποσκοπούν η κάθε μία.

Ενδεικτικώς αναφέρω ότι μπορεί να υπάρξει απαλλαγή από την κατηγορία λόγω έλλειψης δόλου όμως στο αστικό δίκαιο η αποζημιωτική ευθύνη δεν θεμελιώνεται μόνο σε δόλο αλλά και στην αμέλεια.

Η ρύθμιση του ως άνω άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικονομίας έχει -κατά την άποψή μου – το ορθό μέτρο για την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας και στην πολιτική δίκη, διότι με αντίστοιχη ρύθμιση στην πολιτική δικονομία θα υφίσταται απόλυτος σεβασμός του – με την έννοια της επέκτασης του δεδικασμένου των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων και στην πολιτική δίκη- μόνο εφόσον όμως συντρέχει ταυτότητα (σ.σ.: «Ταυτόσημο» είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στις ακυρωτικές αποφάσεις) των θεμελιωτικών στοιχείων –(υποκειμενικών και αντικειμενικών)- των δύο παραβάσεων αστικής/αδικοπρακτικής και ποινικής.

*Δικηγόρος, συγγραφέας

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ