Μιχάλης Καλαντζόπουλος: Οφειλόμενη απάντηση στο άρθρο του τέως Αρεοπαγίτη Λέανδρου Ρακιντζή

Ο πρώην δικαστικός λειτουργός στοχοποιεί συλλήβδην το δικηγορικό σώμα για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, επικαλούμενος μονομερώς το «δημόσιο συμφέρον»

NEWSROOM
Μιχάλης Καλαντζόπουλος: Οφειλόμενη απάντηση στο άρθρο του τέως Αρεοπαγίτη Λέανδρου Ρακιντζή

Πρόσφατα τέθηκε υπ’ όψιν μου άρθρο του τέως Αρεοπαγίτη Λεονάρδου Ρακιτζή, υπό τον τίτλο «Πόσο νόμιμη είναι η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους». Από την εισαγωγική του φράση — «Την εποχή που ήμουν Δικαστής άρχιζε το δικαστικό έτος με αγιασμό στα δικαστήρια. Τώρα πληροφορούμαι ότι αρχίζει με αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους!» — διαφαίνεται ο τόνος απαξίωσης που διαπερνά όλο το κείμενο.

Ο πρώην δικαστικός λειτουργός στοχοποιεί συλλήβδην το δικηγορικό σώμα για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, επικαλούμενος μονομερώς το «δημόσιο συμφέρον». Ωστόσο, η ρητορική του εξυπηρετεί, περισσότερο από κάθε τι άλλο, πολιτικές σκοπιμότητες και υπονομεύει την ουσιαστική συζήτηση για την αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος.

Η αποχή ως νόμιμη συλλογική δράση

Η προσπάθεια του κ. Ρακιντζή να αποδώσει στην αποχή των δικηγόρων χαρακτήρα «αντισυνταγματικής απεργίας» καταρρίπτεται από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

  • Με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών ΣτΕ 68/2016 απερρίφθη αίτηση προσωρινής αναστολής κατά των αποφάσεων αποχής των Δικηγορικών Συλλόγων (εκτίμηση ότι, υπό τους δεδομένους περιορισμούς και την αρχή της αναλογικότητας, η αποχή δεν συνιστά αυτομάτως αντισυνταγματική πράξη).
  • Στη συνέχεια, με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ 1466/2016, το Δικαστήριο εξέτασε την ουσία του ζητήματος και διαμόρφωσε πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο η αποχή των δικηγόρων αποτελεί μορφή συλλογικής δράσης, διακριτή από την απεργία, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τη διάρκεια και το εύρος της, ώστε να μη θίγεται υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών.

Η άποψη ότι το ΣτΕ θα όφειλε να ελέγξει ακυρωτικά τις αποφάσεις αποχής, επειδή δήθεν τα αιτήματα είναι «ιδιοτελή», βασίζεται σε παραπλανητικές και ανακριβείς προϋποθέσεις και αποκρύπτει την πραγματική ερμηνεία της νομολογίας του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.

Η προσπάθεια διάκρισης των αιτημάτων του κλάδου σε «συντεχνιακά» και «γενικού συμφέροντος» είναι προσχηματική. Για παράδειγμα, η υπερφορολόγηση των δικηγόρων, που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τους ασκούμενους, αντικειμενικά μετακυλίεται στον πολίτη, καθιστώντας την πρόσβασή του στη Δικαιοσύνη ακριβή και δυσπρόσιτη. Συνεπώς, πρόκειται για κρίσιμο θεσμικό ζήτημα, όχι για «προνόμιο».

Ψευδείς αιτιάσεις και παραπλανητικά επιχειρήματα

Ο πρώην δικαστικός λειτουργός, αγνοώντας ή παραποιώντας την πραγματικότητα, απαξιώνει ακόμη και αιτήματα που αφορούν την πρακτική άσκηση του επαγγέλματος — όπως η χρήση κινητών στην κυρία ανάκριση. Αντίστοιχα, το αίτημα για  διατήρηση των κινητών τηλεφώνων, κρίνεται επί τη βάσει του αυτονόητου σεβασμού που πρέπει να αποδίδεται στους συλλειτουργούς της δικαιοσύνης, από την πολιτεία και την δικαστική εξουσία. Άλλωστε είναι γνωστό τίνι τρόπω διαρρέει στον τύπο το περιεχόμενο της ανάκρισης, ο οποίος φυσικά δεν είναι η μαγνητοφώνηση της διαδικασίας από τον παραστάντα σε αυτή δικηγόρο, όπως, όλως αμετροεπώς ισχυρίζεται ο τέως δικαστικός λειτουργός. Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε παράνομη μαγνητοφώνηση ποινικής διαδικασίας, επιφέρει, τόσο πειθαρχικές, όσο και ποινικές κυρώσεις. Με αυτή την παράλογη λογική θα πρέπει να αφαιρείται το κινητό τηλέφωνο τόσο από τον δικαστή πόσο μάλλον από τον δικαστικό γραμματέα

Η καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης:

Ο ισχυρισμός ότι οι αποχές των δικηγόρων προκαλούν καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν αντέχει σε σοβαρή ανάλυση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Έκθεσης CEPEJ 2022 (Council of Europe / CEPEJ), η Ελλάδα διαθέτει περίπου 37,2–37,3 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους και, ταυτοχρόνως, ο μέσος χρόνος εκδίκασης πολιτικών/αστικών υποθέσεων πρώτου βαθμού φτάνει περίπου 746 ημέρες (σε σύγκριση με ευρωπαϊκή διάμεσο περίπου 239 ημέρες). Τα αίτια είναι κυρίως διαρθρωτικά: ελλιπής ψηφιοποίηση, αναχρονιστικές διαδικασίες, ελλείψεις υποδομών και προσωπικού, επαρκείς και ουσιαστικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών στο χρόνο εκδόσεως αποφάσεων  — όχι οι θεσμικά κατοχυρωμένες, στοχευμένες αποχές των δικηγόρων.

Πολιτικές στοχεύσεις και προσωπικές φιλοδοξίες:

Η δημόσια τοποθέτηση του κ. Ρακιντζή συμπίπτει χρονικά με την κυβερνητική προώθηση νομοθετικών σχεδίων για τη Δικαιοσύνη τα οποία έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αυτού του είδους οι «παρεμβάσεις» αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη και υπονομεύσουν τις θεσμικές αντιδράσεις. Άλλωστε η στοχοποίηση του δικηγορικού σώματος από ορισμένους πρώην δικαστές δεν είναι τυχαία· συχνά εξυπηρετεί προσωπικές φιλοδοξίες για θέσεις σε ανεξάρτητες αρχές ή άλλες κρατικές θέσεις, μέσα από την προβολή ενός ψευδεπίγραφου προφίλ «αυστηρού και δήθεν αμερόληπτου θεματοφύλακα». Είναι βέβαιο, όμως, ότι τέτοιες επιλεκτικές τοποθετήσεις ουδόλως εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά, (και μετά το αλλά έρχεται η αλήθεια) προσωπικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

*Μιχάλης Κ. Καλαντζόπουλος, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος ΔΣΑ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr