Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Νικόλαος Σαββίδης: Δικαιώματα υπόπτου και κατηγορουμένου κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης

Το υπό εξέταση δικαίωμα του κατηγορουμένου και του υπόπτου συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα ακρόασης και με το τεκμήριο αθωότητας.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Νικόλαος Σαββίδης: Δικαιώματα υπόπτου και κατηγορουμένου κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης Pixabay

1. Στην ποινική διαδικασία ανακύπτουν ζητήματα που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τον δικαστή, καθότι απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να ζητήσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο πραγματογνώμονας αποτελεί «βοηθό» του δικαστή.

2. Στο άρ. 102 ΚΠ∆, κατοχυρώνεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει αίτημα προς τον ανακριτή για διεξαγωγή αποδείξεων, μεταξύ άλλων δηλαδή και για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς αντίκρουση της κατηγορίας.

∆ιαφορετικό, όμως, περιεχόμενο έχει το δικαίωμα του κατηγορουμένου και του υπόπτου να διορίζουν τεχνικό σύμβουλο, όταν διενεργείται πραγματογνωμοσύνη. Τούτο διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υποβάλλεται κάποιο αίτημα προς τον ανακριτή, αλλά μεριμνούν τα παραπάνω πρόσωπα για τον διορισμό του τεχνικού συμβούλου.

Στο άρ. 274 ΚΠ∆ προβλέπεται ότι εκείνος που ενεργεί την εξέταση πρέπει να ερευνά κάθε περιστατικό που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Ο ανακριτής εξετάζει κάθε αιτιολογημένο αίτημα του κατηγορουμένου για διεξαγωγή αποδείξεων και, αφού προηγουμένως διατυπώσει τη γνώμη του ο εισαγγελέας, υποχρεούται με διάταξή του να αιτιολογεί την τυχόν απορριπτική κρίση του επί του αιτήματος.

Το υπό εξέταση δικαίωμα του κατηγορουμένου και του υπόπτου συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα ακρόασης και με το τεκμήριο αθωότητας.

Στο παρελθόν γινόταν δεκτό ότι η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος του κατηγορουμένου για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον ανακριτή δεν θεμελίωνε απόλυτη ακυρότητα, δεδομένου ότι υπήρχε δυνατότητα προσφυγής στο συμβούλιο κατ’ άρθρο 307 εδ. α ́ ΚΠ∆4. Σύμφωνα με τον νέο ΚΠ∆ η αναιτιολόγητη ή σιωπηρή απόρριψη του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ ́ ΚΠ∆5.

3.1. Ο εισαγγελέας και οι διάδικοι, έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν αίτημα εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων ωσότου εκείνοι αρχίσουν το έργο τους. Έτσι, εκείνος που διορίζει τους πραγματογνώμονες πρέπει να γνωστοποιήσει εγγράφως και όχι απλώς να ανακοινώσει προφορικά τα στοιχεία τους στα παραπάνω πρόσωπα, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο ή αν πρόκειται να διενεργηθεί προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη.

Στην προκαταρκτική εξέταση ο ύποπτος έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα και ως εκ τούτου η υποχρέωση έγγραφης γνωστοποίησης ισχύει και στο στάδιο αυτό. Το υπό εξέταση δικαίωμα του εισαγγελέα και των διαδίκων εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν, κατ’ εξαίρεση, δεν είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση.

Σε περίπτωση που κατά παράβαση των ανωτέρω δεν γνωστοποιηθούν τα στοιχεία του πραγματογνώμονα στον κατηγορούμενο, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ ́ ΚΠ∆6. Η παράλειψη έγγραφης γνωστοποίησης στον ύποπτο των ονοματεπωνύμων των πραγματογνωμόνων προκαλεί επίσης απόλυτη ακυρότητα. Η συγκεκριμένη άποψη γινόταν δεκτή και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠ∆7.

Η παράλειψη γνωστοποίησης μετατοπίζει το χρονικό σημείο στο οποίο μπορεί να υποβληθεί η αίτηση εξαίρεσης, με αποτέλεσμα στο στάδιο της προδικασίας να μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά μέχρι τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα, ενώ στο ακροατήριο έως την ορκωμοσία των πραγματογνωμόνων. Η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται χωρίς να απαιτείται οριστική αποστέρηση υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου και ως εκ τούτου (θεμελιώνεται) ανεξάρτητα από το ότι, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο στάδιο ζητήθηκε από τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο η εξαίρεση του πραγματογνώμονα.

3.2. Οι λόγοι εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων καθορίζονται κατά τρόπο ανάλογο με τους λόγους εξαίρεσης των δικαστικών προσώπων. Υφίστανται δύο κατηγορίες λόγων εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων, στην πρώτη εντάσσονται οι λόγοι αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων και στη δεύτερη τα γεγονότα που προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας. Λόγο εξαίρεσης μπορεί να αποτελέσει και οποιοδήποτε κώλυμα διορισμού πραγματογνώμονα.

Η ύπαρξη συγγένειας μεταξύ πραγματογνωμόνων, που έχουν διοριστεί στην ίδια ποινική υπόθεση, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, θεμελιώνει λόγο εξαίρεσης.

Ο λόγος εξαίρεσης που οφείλεται σε σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και σε αγχιστεία, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Ο πραγματογνώμονας εξαιρείται αν αδικήθηκε από το δικαζόμενο αδίκημα, αν είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου ή του παθόντα ή αν υπήρξε στο παρελθόν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ίδια υπόθεση.

3.3. Περαιτέρω, μεροληπτική είναι η κρίση που χαρακτηρίζεται από προειλημμένη επιδίωξη ή διαμορφωμένη προδιάθεση ωφέλειας ή βλάβης ενός προσώπου. Γεγονότα που μπορούν να θεμελιώσουν υπόνοιες μεροληψίας είναι, μεταξύ άλλων, το άμεσο προσωπικό συμφέρον του πραγματογνώμονα από την έκβαση της υπόθεσης, η ιδιαίτερη φιλία ή οικειότητα ή έχθρα με τους διαδίκους αλλά όχι με τους δικηγόρους τους και η ιδιαίτερη σχέση καθήκοντος ή εξάρτησης μεταξύ πραγματογνώμονα και διαδίκου.

4. Τεχνικός σύμβουλος είναι το πρόσωπο που διορίζεται από τον κατηγορούμενο, τον ύποπτο ή εκείνον που υποστηρίζει την κατηγορία, προκειμένου να παρακολουθήσει τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και να προβεί σε παρατηρήσεις. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου και του υπόπτου σε διορισμό τεχνικού συμβούλου θεμελιώνεται στα άρ. 204 και 244 ΚΠ∆ και τυχόν παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την ενάσκησή του από τα συγκεκριμένα πρόσωπα προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Ο τεχνικός σύμβουλος διορίζεται από κάποιον διάδικο, με αποτέλεσμα το έργο του να συνίσταται συνήθως στην υπεράσπιση των συμφερόντων του συγκεκριμένου διαδίκου. Οι τεχνικοί σύμβουλοι χαρακτηρίζονται συχνά «τεχνικοί συνήγοροι» των διαδίκων.

Ως τεχνικοί σύμβουλοι διορίζονται πρόσωπα που διαθέτουν σχετικές με το ερευνώμενο αντικείμενο επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, αρκεί να μη συντρέχει στο πρόσωπό τους κάποια περίσταση που συνιστά κώλυμα διορισμού πραγματογνωμόνων. Ο διορισμός και το όνομα του τεχνικού συμβούλου γνωστοποιούνται εγγράφως στο δικαστήριο ή στον ανακριτή.

5. Η έγγραφη γνωστοποίηση των πραγματογνωμόνων ή της ανάθεσης διενέργειας πραγματογνωμοσύνης σε ειδικό εργαστήριο είναι υποχρεωτική, εκτός αν είναι επιβεβλημένη η άμεση διενέργειά της ή αν διεξάγεται προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Με τη γνωστοποίηση πρέπει να καλείται ο διάδικος να διορίσει, αν το επιθυμεί, τεχνικό σύμβουλο με δική του δαπάνη σε εύλογο χρόνο.

6. Με τον νέο ΚΠ∆ διευρύνθηκε, στην ορθή κατεύθυνση, το πεδίο εφαρμογής της δυνατότητας διορισμού τεχνικού συμβούλου. Στα πρόσωπα που δικαιούνται να διορίσουν τεχνικό σύμβουλο έχει ενταχθεί ο ύποπτος και εκείνος που παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας. Επίσης, στα στάδια της προδικασίας που προβλέπεται η γνωστοποίηση του διορισμού πραγματογνωμόνων, έχει ενταχθεί πλέον η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση. Πλέον κατοχυρώνεται το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου και όταν διενεργείται πραγματογνωμοσύνη για πλημμέλημα. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, δεν εμποδίζεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων.

Όταν η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται από τα προβλεπόμενα στο άρ. 184 ΚΠ∆ εργαστήρια, ο ανακρίνων υποχρεούται να γνωστοποιήσει την ανάθεσή της, ενώ τυχόν παραβίαση της σχετικής υποχρέωσης ως προς τον κατηγορούμενο και τον ύποπτο προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Το δικαίωμα υποβολής αιτήματος εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων και το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στον νέο ΚΠ∆, συμβάλλουν σημαντικά στον έλεγχο της πραγματογνωμοσύνης και στη διασφάλιση της πληρέστερης διάγνωσης της αλήθειας στην ποινική διαδικασία.

* Νικόλαος Σαββίδης, Δικηγόρος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμων ΔΠΘ

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο δέκατο τέταρτο τεύχος του Nova Criminalia, της νέας περιοδικής έκδοσης  της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Δεκέμβριο του 2021

Πηγές:

Βλ. ΑΠ 1310/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Θ. ∆αλακούρα, Η πραγματογνωμοσύνη, ΠοινΧρ 2020, σ. 561 επ., σ. 260.

Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, 2012, σ. 310, Α. Καρρά, Π∆∆, 2020, σ. 401, Α. Παπαδαμάκη, Π∆, 2019, σ. 211.

Βλ. ∆. Συμεωνίδη, Κατασχέσεις, 2010, σ. 213 επ., Γ. Νούσκαλη σε Λ. Μαργαρίτη, Ο ΝΚΠ∆, Τόμ. Ι, 2020, σ. 471 επ., Ν. Σαββίδη, Η υπέρβαση εξουσίας, 2018, σ. 87 επ., Ε∆∆Α Poropat κατά Σλοβενίας της 9.5.2017, αρ. προσφυγής 21668/2012.

Βλ. ΣυμβΕφΘρ 54/2017, ΠοινΧρ 2018, σ. 471 επ.

Βλ. Θ. ∆αλακούρα, Ο ΝΚΠ∆, 2020, σ. 86, Α. Καρρά, Π∆∆, 2020, σ.492, Α. Κωνσταντινίδη, Π∆∆, 2020, σ. 185.

Βλ. Θ. ∆αλακούρα, Ο ΝΚΠ∆, 2020, σ. 160, Α. Καρρά, Π∆∆, 2020, σ. 427, Α. Κωνσταντινίδη, Π∆∆, 2020, σ. 264, Λ. Μαργαρίτη, Πραγματογνωμοσύνη, Ποιν∆ικ 2021, σ. 536 επ., ΣυμβΠλημΡοδ 115/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΠλημΧαλκ 257/2011, Ποιν∆ικ 2012, σ. 616 επ., ΣυμβΑΠ 903/2010, ΠοινΧρ 2011, σ. 265 επ.

Βλ. ΣυμβΠλημΠειρ 536/2016, ΠοινΧρ 2017, σ. 231 επ.

Βλ. Α. Καρρά, Π∆∆, 2020, σ. 402, ΑΠ 461/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

Βλ. ΓνωμΕισΑΠ 4/2018, ΠοινΧρ 2018, σ. 552 επ.

Βλ. ΑνάφΕισΑΠ (Εγκύκλιο) 12/2020, Αρμ 2020, σ. 2090 επ.

Βλ. ΣυμβΠλημΑθ 732/2019, ΠοινΧρ 2019, σ. 310 επ., Θ. ∆αλακούρα, Ο ΝΚΠ∆, 2020, σ. 165.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ