Νίκος Δ. Βιτώρος: H υποτροπή στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 5272/2025

Κατά γενική παραδοχή, η επί το επιεικέστερο μεταβολή των όρων στοιχειοθέτησης της υποτροπής επιφέρει αναδρομικά τα αποτελέσματά της μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, καθώς η υποτροπή εντάσσεται στους θεσμούς του ουσιαστικού ποινικού δικαίου

NEWSROOM
Νίκος Δ. Βιτώρος: H υποτροπή στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 5272/2025

Mέσα στον κυκεώνα των αλλαγών που ο Ν. 5272/2025 επέφερε στο ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η θέσπιση περίπτωσης ειδικής υποτροπής του δράστη. Πράγματι, με τη διάταξη του άρθρου 14 Ν. 5172/2025, εισήχθη το νέο άρθρο 10Α Ν. 3500/2006, με βάση την παρ. 1 του οποίου: «1. Αν τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 έχουν τελεστεί από υπότροπο, τα όρια της ποινής αυξάνονται σύμφωνα με το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95). Υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας που τέλεσε εντός των προηγούμενων δέκα (10) ετών από τον χρόνο τέλεσης της πράξης.»

Κατά γενική παραδοχή, η επί το επιεικέστερο μεταβολή των όρων στοιχειοθέτησης της υποτροπής επιφέρει αναδρομικά τα αποτελέσματά της μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, καθώς η υποτροπή εντάσσεται στους θεσμούς του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (Βλ. Μαργαρίτη, σε Μαργαρίτη/Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, 2000: “ενόψει του ουσιαστικού χαρακτήρα της υποτροπής, σωστότερο είναι να δεχθεί κανείς την εφαρμογή των όρων του 2 παρ. 1 ΠΚ”).

Το ίδιο, εξάλλου, δέχεται η νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού: Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 20 και 22 παρ. 1 και 2 εδ. γ’ του ν. 4139/2013,που περιόρισαν την έννοια του υποτρόπου κάποιου περί ναρκωτικών, σε όποιον καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα διακίνησης ναρκωτικών μέσα στην προηγούμενη δεκαετία, χωρίς να έχει κριθεί ως εξαρτημένος χρήστης, με αποτέλεσμα ο τοξικομανής δράστης των εγκλημάτων τού άρθρου 20 του ιδίου ν. να τιμωρείται πάντα σε βαθμό πλημμελήματος και να μη δύναται να κριθεί ως υπότροπος. Με βάση το συγκεκριμένο πλαίσιο, κρίθηκε ότι οι νεότερες διατάξεις είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο, ο οποίος φέρει την ιδιότητα του εξαρτημένου χρήστη, και ως εκ τούτου αναδρομικώς εφαρμοστέες, έναντι του προγενέστερου άρθρου 23 του ν. 1729/87, που δεν απέκλειε τη στοιχειοθέτηση υποτροπής και στο πρόσωπο του τοξικομανούς (ενδεικτικά: ΑΠ 808/2014, δημοσιευμένη στην Τράπεζα «Ισοκράτης» – www.dsanet.gr).

Στην περίπτωση που εδώ μας απασχολεί, εντούτοις, πρόβλεψη (ειδικής) υποτροπής δεν υφίστατο στο σώμα του Ν. 3500/2006, αλλά καθιερώνεται το πρώτον με την ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία. Το ερώτημα που προκύπτει, είναι προφανές: Δύνανται οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει η ιδιότητα του «υπότροπου» δράστη να επέλθουν και στην περίπτωση που η δεύτερη αξιόποινη πράξη τελέσθηκε μετά την εισαγωγή του Ν. 5172/2025, αλλά η πρώτη αξιόποινη πράξη (δηλαδή η πράξη που αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της υποτροπής) τελέσθηκε πριν τη νομοθετική τροποποίηση;

Το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί, ειδικότερα, υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι με την εισαγωγή του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) καταργήθηκαν τόσο οι περί (γενικής) υποτροπής διατάξεις, όπως περιέχονταν στο σώμα του ΓΜ του ΠΚ, δηλαδή στα άρθρα 88 και 89 αυτού, όσο και ενσωματώθηκε στην ποινική μας νομοθεσία το άρθρο 463 ΠΚ, με βάση την παρ. 5 του οποίου:

«5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα καταργούνται όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους με τις οποίες καθορίζονται παρεπόμενες ποινές ή άλλες συνέπειες που καταργούνται με αυτόν».

Για μία σημαντική μερίδα της νομολογίας, η εισαγωγή του άρθρου 463 ΠΚ, συμπαρέσυρε σε κατάργηση και όλες τις προβλεπόμενες στους ειδικούς νόμους περιπτώσεις ειδικής υποτροπής. Σε αυτό το μήκος κύματος, η ΑΠ 808/2020 (ΝοΒ 2021/1485) έκρινε ότι, εφόσον με τον νέο ΠΚ καταργήθηκαν οι διατάξεις που αναφέρονται στους υπότροπους εγκληματίες για τους οποίους προβλεπόταν βαρύτερη μεταχείριση (άρθρα 88 – 89 παλαιού ΠΚ), ενώ παράλληλα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463 παρ. 5 του νέου ΠΚ καταργήθηκαν οι διατάξεις των ειδικών νόμων, με τις οποίες καθορίζονται συνέπειες που καταργούνται με αυτόν, η κατάργηση επεκτείνεται και στη δυνατότητα υποτροπής που καθιέρωνε ο προαναφερθείς Ν. 4139/2013 περί ναρκωτικών (Ομοίως έκριναν οι ΑΠ 809/2023, ΑΠ 1082/2023, ΑΠ 1040/2022, ΑΠ 1042/2022, ΑΠ 1354/2022, ΑΠ 1363/2022, ΑΠ 808/2020 ΤΝΠ ΑΠ 428/2022, ΑΠ 1581/2022 – βλ. σχετική νομολογία, συγκλίνουσα και αντίθετη σε: Χιόνη – Χιότουμαν, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1082/2023 – Η υποτροπή στον ν. 4139/2013 μετά τον ν. 5090/2024, ΠοινΔικ 2024/481-482).

Σημειώνεται, βέβαια, ότι το άρθρο 463 ΠΚ καταργήθηκε από την 1.5.2024 κι εντεύθεν, δυνάμει του άρθρου 136 Ν. 5090/2024. Ωστόσο, η ενδιάμεση ισχύς του, με τη συνακόλουθη κατάργηση τόσο της γενικής υποτροπής, όσο και με την (κατά την ισχυρότερη άποψη) συγκατάργηση των δυσμενών συνεπειών της υποτροπής, όπου αυτή προβλεπόταν σε ειδικούς ποινικούς νόμους, καθιστά ακόμη δυσχερέστερη την απάντηση στο εάν η προβλεπόμενη με το νεοπαγές άρθρο 10Α Ν. 3500/2006 υποτροπή, δύναται να εφαρμοσθεί επί προγενέστερων καταδικών επί πράξεων οι οποίες τελέστηκαν πριν από την ισχύ του, δηλαδή πριν από την ψήφιση του Ν. 5172/2025.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, η σχετική συζήτηση τίθεται πλέον σε μία νέα βάση, που αυτονόητα διαμορφώνεται από το γεγονός ότι με την εισαγωγή του νέου ΠΚ καταργήθηκαν τόσο οι περί (γενικής) υποτροπής διατάξεις, αλλά αποκλείστηκε και η εφαρμογή των ανάλογων δυσμενών συνεπειών, από την ειδική ποινική νομοθεσία, δυνάμει του άρθρου 463 ΠΚ. Πράγματι, μέχρι την εισαγωγή του Ν. 5172/2025, το σύνολο του ποινικού οπλοστασίου δεν διαθέτει σε ισχύ τον θεσμό της υποτροπής στο γενικό μέρος του ΠΚ, ενώ – κατά την ανωτέρω κρατούσα άποψη – είναι εξουδετερωμένη και η σχετική δυνατότητα υποτροπής, όπου αυτή υπήρχε στους ειδικούς ποινικούς νόμους.

Είναι σαφές ότι η ενεργοποίηση της υποτροπής αναντίρρητα απαιτεί την στοιχειοθέτηση της πρώτης πράξης, μετά την καταδίκη επί της οποίας ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή της προβλεπόμενης επαυξημένης ποινής, στην περίσταση της καθ’ υποτροπή τέλεσης της δεύτερης πράξης. Η καταδίκη, εντούτοις, ακόμη και για την πρώτη πράξη, προκειμένου να την «εξοπλίσει» με την πρόσθετη απαξία που θα οδηγήσει στην κατάφαση της υποτροπής, μετά την καταδίκη για μία μεταγενέστερη ομοειδή πράξη, πρέπει να λαμβάνει χώρα υπό νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει, είτε σε γενικό, είτε σε ειδικό επίπεδο, τη δυνατότητα της υποτροπής. Με αυτά τα δεδομένα, προβάλλει ως πειστικότερη η απάντηση ότι δεν δύναται να εφαρμοστεί το νέο άρθρο 10Α Ν. 3500/2006, παρά μόνον για προγενέστερες καταδίκες που έχουν λάβει χώρα μετά την εισαγωγή του, δηλαδή μετά την 29.1.2025.

*Nίκος Δ. Βιτώρος, Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου 

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος αριθμ. 23 / Ιουλίου 2025 του περιοδικού της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Nova Criminalia 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ