Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Τα περί την ανάκριση της δολοφονίας Λαμπράκη δικαστικά πρόσωπα

Απόδοση τιμής στις μορφές αυτές - Γράφει, ο Επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος

NEWSROOM
Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος: Τα περί την ανάκριση της δολοφονίας Λαμπράκη δικαστικά πρόσωπα

Θεσσαλονίκη. Βράδυ 22ας Μαΐου 1963. Στο κέντρο της πόλης οι καιροί σκοτεινοί. Μιά «ανοιξιάτικη ψιχάλα ράντιζε τα σταματημένα τρίκυκλα» (Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», εκδ. Λιβάνη, 1996, σελ. 25). Με ανάπτυξη 180 ανδρών της αστυνομικής δύναμης  Θεσσαλονίκης, και  με την παρουσία ολόκληρης της ηγεσίας της αστυνομίας της πόλης, δηλαδή: 1) του Στρατηγού, Επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορ. Ελλάδος, 2) του Συνταγματάρχη, Αστυνομικού Δντή Θεσ/κης, 3) του Αντισυνταγματάρχη, Αστυνομικού Υποδιευθυντή Θεσ/κης και 4) του Μοίραρχου, Δκτή του Ε΄ Α.Τ. Θεσ/κης, γίνεται η δολοφονία του Βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.

Είναι σαφές πια σήμερα, εκείνο που η ανάκριση και οι ασχοληθέντες υπηρεσιακά με την υπόθεση, ανακριτής και εισαγγελείς, είχαν διαπιστώσει από την πρώτη στιγμή και προσπαθούσαν να συλλέξουν τις αποδείξεις γι’ αυτό:  Ότι δηλαδή η δολοφονία δεν έγινε από τους «Γιάγκους και Βάγγους» με την ανοχή των αρχών. Αντιθέτως. Το ίδιο το Κράτος «ισχυρώς οργανωμένον … δια των επισήμων οργάνων του έδρασε παρακρατικώς, ποδηγετήσαν απλώς τας εγκληματικάς υπηρεσίας ανθρώπων της κοινωνικής υποστάθμης» (Χ. Σαρτζετάκης, Επιτελών το καθήκον μου, τομ. Α΄, εκδ. Κέρκυρα, Αθήναι 2016, σελ. 7).

Οι ίδιοι οι ηγέτες της Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη, όπως κατέδειξε η ανακριτική έρευνα, είχαν βρεί τους φυσικούς αυτουργούς και τους είχαν δώσει την εντολή της δολοφονίας του Βουλευτή και οι ίδιοι είχαν στήσει το σκηνικό της αντισυγκέντρωσης «των αγανακτισμένων», όπως με το πρόσχημα αυτό γίνει η δολοφονία και όλα τα άλλα έκτροπα εκείνης της νύχτας.

Η ανάκριση, με ανακριτή τον Χρήστο Σαρτζετάκη, που ήταν και νέος στο δικαστικό σώμα και νέος ως ανακριτής (είχε αναλάβει το ανακριτικό γραφείο μόλις στις 9 Μαΐου), μέσα από μύριες δυσκολίες προσπαθούσε να εξιχνιάσει το έγκλημα και να καταλογίσει τις ευθύνες. Τα εμπόδια που ορθώνονταν κάθε μέρα, επίτηδες από τα διάφορα παράκεντρα εξουσίας, καθιστούσαν το έργο της ανάκρισης πολύ δύσκολο. Περί των προσκομμάτων που παρεμβάλλοντο στην ανάκριση, θα ομιλήσει και θα αναγνωρίσει στη Βουλή τον Ιούνιο 1963 ο υπηρεσιακός Υπουργός Δικαιοσύνης, εν ενεργεία Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλειος Σακελλαρίου (βλ. εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 11.3.1985, σελ. 19, ως και  (Χ. Σαρτζετάκη, όπ.π., σελ. 207 έως 217).

Η αστυνομία, εφόσον τελούσε υπό κατηγορία, δεν κουνούσε το χέρι της προς υποβοήθηση της ανάκρισης και της εισαγγελικής αρχής, αλλ’ αντιθέτως καθημερινά και παντοιοτρόπως υπονόμευε το έργο τους. Έτσι η ανάκριση μόνη της «σαν παγοθραυστικό» άνοιγε δρόμους «μέσα σε τούτο τον παγετώνα της αδιαφορίας» (Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», όπ.π., σελ. 240). Ό,τι δεν έκανε η Ασφάλεια, η Αστυνομία, «το’ καναν οι δημοσιογράφοι. Αυτοί παίζαν τους αστυνομικούς. Οι χωροφύλακες παίζαν τους κλέφτες» ((Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», σελ. 244).

Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης υπηρετούσαν δύο Εισαγγελείς Πρωτοδικών και ο αρχαιότερος εξ αυτών ήταν προϊστάμενος. Αλλ΄επειδή ήταν υπό μετάθεση δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση και ουσιαστικά προϊστάμενος και ασχοληθείς με την υπόθεση ήταν ο δεύτερος σε αρχαιότητα, ο Δημήτριος Παπαντωνίου, ο οποίος μαζί με τον ανακριτή εργάστηκε υπερμέτρως, εργαζόμενος ως και ο ανακριτής νυχθημερόν, κατά το διάστημα από 22 Μαΐου έως 31 Ιουλίου 1963, αφού από 1 Αυγούστου προϊστάμενος ανέλαβε ο Στυλιανός Μπούτης. Αμφότεροι οι εισαγγελείς και μόχθησαν και ίδρωσαν και κυριολεκτικά θυσιάστηκαν στα πεδία της Δικαιοσύνης, βοηθούντες τον νεαρό ανακριτή με την πολύχρονη πείρα τους, ιστάμενοι παρά το πλευρό του, στην εξιχνίαση του εγκλήματος.

Τίποτα δεν απεικονίζει περισσότερο την στενή και απόλυτη συνεργασία που είχαν ανακριτής και άνω εισαγγελείς, από τα λόγια που είπε ο Εισαγγελέας Δ. Παπαντωνίου προς τον Ανακριτή Χρ. Σαρτζετάκη, όταν απερχόμενοι από μία σύσκεψη με τον Εισαγγελέα του ΑΠ, ούτε 20 μέρες μετά το έγκλημα, και σχολιάζοντες την κίνηση του Εισαγγελέα ΑΠ να καλέσει για να ενημερωθεί τον Στρατηγό Επιθεωρητή Χωροφυλακής Μήτσου, είπε ο Παπαντωνίου προς τον Ανακριτή: «που να ξέρη ότι αυτός (εννοών τον Μήτσου) είναι ο οργανωτής των γεγονότων» (Χ. Σαρτζετάκης, όπ.π., σελ. 161).  

Ακόμη εναργέστερα απεικονίζει το πνεύμα εκείνων των ημερών,  η φράση που ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Στυλιανός Μπούτης εκμυστηρεύτηκε, με περισσή λεβεντιά, στον Ανακριτή: «Χρήστο μου, ας έρθουν να με σκοτώσουν, αν θέλουν, αλλά μασκαράς εγώ δεν γίνομαι ποτέ» (: το περιστατικό έχει δημοσιοποιήσει ο ίδιος ο Ανακριτής, βλ. Χρ. Σαρτζετάκη, Αρμεν1965, σελ. 573 επ.). Τέτοια ήταν η πολύ μεγάλη ψυχή του βραχύσωμου Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη:  Παλλόμενη από την ιδέα του Δικαίου και των αρχών της δικαστικής ανεξαρτησίας και δοσμένη ολόπλευρα στην τήρηση της νομιμότητας, μέσα σε εκείνες τις πολύ μαύρες ημέρες και εποχές. Ο Εισαγγελέας και ο Ανακριτής είχαν γίνει «κάρφος εν οφθαλμώ στους κροτοδεινόσαυρους» (: Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», εκδ. Λιβάνη, 1996,  σελ. 305).

Βέβαια και οι δύο εισαγγελείς (Παπαντωνίου και Μπούτης) είχαν λάβει παραγγελία, όταν ήταν προϊσταμενεύων ο πρώτος, και κανονικός προϊστάμενος ο δεύτερος, να μεταβούν στον Άρειο Πάγο, για να αναφέρουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σχετικά με την πορεία της υποθέσεως. Κυρίως όμως τους είχε καλέσει ο Ανώτατος Εισαγγελέας επειδή ήθελε να τους πείσει διά υπηρεσιακού εκφοβισμού να «δουν κάπως απαλά» τις εγκληματικές ενέργειες των αστυνομικών.

Ο Δ. Παπαντωνίου, όπως αναφέρει ο ίδιος, σε «μνημόνιον» που εγχειρίσθηκε στον Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη Αντώνιο Φλώρο στις 14-12-1963, όταν εισήλθε εντός του Γραφείου του ΕισΑΠ «εύρε αυτόν ωργισμένον δια την πορείαν της ανακρίσεως» και «εξέφρασε [ο ΕισΑΠ] την έκπληξίν του» για την προ ημερών προφυλάκιση ενός αξιωματικού της Χωροφυλακής και όταν ο Παπαντωνίου του ανέφερε γεγονότα που δικαιολογούσαν την προφυλάκιση, είπε: «εύχομαι, διότι αν αθωωθή εις το ακροατήριον, θα σας ζητηθή λόγος δια την σύμπραξίν σας εις την προφυλάκισιν»!

Ακολούθως, ο ΕισΑΠ εξακόντισε ίδιες απειλές και κατά του Ανακριτή και παρήγγειλε στον Παπαντωνίου να μεταφέρει τις απειλές του στον Ανακριτή. Αλλά ο Εισαγγελέας Παπαντωνίου δεν ήταν απ’ αυτούς που δεν έλεγαν την γνώμη τους: Και αμέσως αντέταξε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι μετάδοση τέτοιων απόψεων-απειλών και προς τον ίδιο και προς τον Ανακριτή, είναι δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους όταν κληθούν να αποφασίσουν για την προφυλάκιση ή μη και άλλων αξιωματικών της Χωροφυλακής, και μάλιστα ανωτάτων, που έρχεται η σειρά τους, ο ΕισΑΠ απήντησε «ότι ομιλεί γενικώς» και προσέθεσε: «πάντως η περί λογοδοσίας [όσων αποφασίσουν την προφυλάκιση] γνώμη του ισχύει εις πάσαν περίπτωσιν»! (βλ. Χ. Σαρτζετάκη, όπ.π., σελ. 231 έως 234). 

Ο Εισαγγελέας Παπαντωνίου με το άκουσμα των τελευταίων λόγων του Ανωτάτου Εισαγγελέως της Χώρας, με το που εξήλθε από τον Άρειο Πάγο, πήγε κατευθείαν στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Παραιτηθείσης, από 11 Ιουνίου 1963 της Κυβέρνησης  Καραμανλή, στην υπηρεσιακή Κυβέρνηση Υπουργός Δικαιοσύνης είχε αναλάβει ο εν ενεργεία Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Σακελλαρίου. Διακεκριμένος, άριστος νομικός, πολύγλωσσος, με πληρέστατη νομική κατάρτιση (όλοι οι τόμοι των Ποινικών Χρονικών της 10ετίας του 1960 είναι γεμάτοι από αγορεύσεις και προτάσεις του) και απολύτως, απολύτως αφοσιωμένος στην εκτέλεση του καθήκοντός του.

Με όσα του ανέφερε ο Παπαντωνίου, «ο Υπουργός Δικαοσύνης εξανέστη, ηγέρθη από το κάθισμά του και κινών την χείρα του είπε ότι η επέμβασις αυτή του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ήτο τελείως ανεπίτρεπτος και παράνομος»  και είπε στον Παπαντωνίου ότι δεν πρέπει να επηρεασθούν στο έργο τους εισαγγελέας και ανακριτής «από τας απόψεις οιουδήποτε, έστω και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου» (βλ. Χ. Σαρτζετάκη, όπ.π., σελ. 231-232). 

       Αλλά οι θλιβερές επεμβάσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τους εισαγγελείς της υποθέσεως δεν έχουν τελειωμό. Μια μέρα πριν ο Στυλιανός Μπούτης ανέβει στη Θεσσαλονίκη για εμφάνιση στη θέση του, είχε περάσει στις 31-7-1963, κατόπιν ειδικής προς τούτο κλήσης-παραγγελίας, από το γραφείο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Μέσα στο γραφείο του Ανώτατου Εισαγγελέα,   όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον «νουθετήσει» και να τον «πείσει» ότι πρέπει χωριστεί η υπόθεση  και «να σχηματισθούν τρείς δικογραφίες», ακούστηκε, ως απάντηση, δυνατή και ξάστερη η φωνή του Στυλιανού Μπούτη: «Θα επιτελέσω το καθήκον μου. Και ευθύς αμέσως απεχώρησα του Εισαγγελικού Γραφείου», λέει σε κάποια κατοπινή αναφορά του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Και τούτο, παρόλο που ένα λεπτό πριν, ο Ανώτατος Εισαγγελέας της Χώρας, μπροστά στην αντίδραση του Στυλιανού Μπούτη περί κατακερματισμού της υπόθεσης, είχε προσπαθήσει να τον εκφοβίσει υπηρεσιακά, λέγοντάς του: «Θα λογοδοτήσουν σε μένα οι Σαρτζετάκηδες, Παπαντωνίηδες. Πήγαινε κι εσύ να προστεθείς σ’ αυτούς» (βλ. εφημερίδα «Ποντίκι» της 22.7.2004, σελ. 21). [Εδώ το μόνο που πρέπει να σημειωθεί  είναι, ότι ο Ανώτατος αυτός Εισαγγελέας της Χώρας είναι αυτός που ορκίσθηκε πρώτος «πρωθυπουργός» της χούντας των  συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967!].

Με την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη ο Στυλιανός Μπούτης, προτού καλά, καλά εγκλιματιστεί τόσο στο περιβάλλον της πόλης όσο και στο υπηρεσιακό, ανέλαβε από πλευράς Εισαγγελίας, την υπόθεση της  δολοφονίας. Δέχθηκε τότε πιέσεις, και πάλι πιέσεις και εκ νέου πιέσεις, πανταχόθεν, από κάθε μεριά. Υπέστη απίστευτες ευτελείς προσωπικές επιθέσεις, ευθείες απειλές, ακόμη και κατά της ζωής του, πολλές από τις οποίες με άγριο τρόπο διατυπωμένες (Δεν περίμενε δα κανείς κομψότητα και ηπιότητα εκφράσεων από παρακρατικούς και τραμπούκους του υποκόσμου, όπως ήσαν πολλοί από τους ενεχόμενους στην υπόθεση!).

Και όλες αυτές οι πιέσεις και απειλές γίνονταν, για να αποκλίνει ο  Εισαγγελέας από την κατά νόμον επιτέλεση του καθήκοντός του: Για να «κουκουλωθεί» δηλαδή η υπόθεση, για να περάσει η χυδαία άποψη ότι επρόκειτο «μάλλον για ένα απλούν τροχαίον ατύχημα», ότι «δεν εσκοπείτο ο θάνατος του βουλευτού, αλλά απλώς το ‘στραπατσάρισμά του’», ότι «δεν είναι δυνατόν να υποπτεύεται τις ανωτάτους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, οίτινες έχουν αναλώσει την ζωήν των εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος» και άλλα τέτοια βδελυρά και αποκρουστικά. Όμως, ο Ηπειρώτης Στυλιανός Μπούτης, με τη γενναία καρδιά και τη σουλιώτικη λεβεντιά, δεν δίστασε ούτε μια στιγμή, δε λύγισε ποτέ, παρά τον αδίστακτο πόλεμο που δεχόταν (βλ. Παν. Παναγιωτόπουλο, Στυλιανός Μπούτης: Ένας λησμονημένος Εισαγγελέας που τίμησε τη Δικαιοσύνη, ΠοινΔικ 2014, σελ. 79-80).

Ο ίδιος ο Ανακριτής αναφέρει ότι: «Εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  εξέθεσα [στις 12-6-1963, όταν αυτός πήγε στην Θεσσαλονίκη για να δει εκ του σύνεγγυς τα της υποθέσεως, σε ευρεία σύσκεψη δικαστικών] την πορείαν της ανακρίσεως και αυτός, κατά την συζήτησίν μας, διετύπωσε την άποψιν ότι αι αστυνομικαί αρχαί Θεσσαλονίκης επεδίωκον μάλλον το ‘στραπατσάρισμα’ του Λαμπράκη, όχι την θανάτωσίν του» !!! (Χ. Σαρτζετάκης, Επιτελών το καθήκον μου, τομ. Α΄, εκδ. Κέρκυρα, Αθήναι 2016, σελ. 166).  Αλλά είπαμε, ότι ο ΕισΑΠ ήταν ο κατοπινός«πρωθυπουργός» της χούντας της 21 Απριλίου 1967.

Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, και υπουργός ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο «παλατάκι», ο αρχηγός της Χωροφυλακής βρισκόταν κάθε λίγο στη Θεσσαλονίκη, καθώς και ο προσωπικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με συνεχείς παρεμβάσεις προσπαθούσε να περισώσει τους διοργανώσαντες την τέλεση του εγκλήματος ανώτατους αστυνομικούς, ο Στυλιανός Μπούτης και ο Χρήστος Σαρτζετάκης, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, έχοντες προ οφθαλμών μόνο το νόμο και τη συνείδησή τους και με αυστηρή προσήλωση στο καθήκον τους, ήταν αυτοί που στις 13 Σεπτεμβρίου 1963 προφυλάκισαν 4 αξιωματικούς της   Χωροφυλακής, ενεχομένους στη δολοφονία του βουλευτή. Δηλαδή, 1) τον υποστράτηγο, επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, 2) τον συνταγματάρχη, αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης, 3) τον αντισυνταγματάρχη, αστυνομικό υποδιευθυντή Θεσσαλονίκης και 4) τον μοίραρχο, διοικητή του Ε΄ Α.Τ. Θεσσαλονίκης.

Αναλαβών δε ο Στυλιανός Μπούτης, την εκτέλεση των ενταλμάτων, και φοβούμενος, από όσα είχε δεί κατά την ανάκριση, να αποστείλει αυτά ταχυδρομικώς δια της υπηρεσιακής οδού (είχαν διαβρωθεί και σχεδόν καταλυθεί υπηρεσίες τινές του Κράτους), απέστειλε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών στην Αθήνα, ο οποίος και τα ενεχείρισε στον Αρχηγό της Χωροφυλακής.

Το γεγονός της προφυλάκισης, προκάλεσε τεκτονικούς σεισμούς στην κοινωνία, στην κυβέρνηση, στην Ελλάδα ολόκληρη, στο εξωτερικό, παντού. Έχει γραφεί, ότι «εκείνοι οι δύο δικαστικοί λειτουργοί, ο Στυλιανός Μπούτης (ας τον βάλουμε πρώτον, γιατί  βρέθηκε ξαφνικά στη φωτιά και παρά τις απειλές ότι κι αυτός θα δολοφονηθεί στάθηκε όρθιος και αταλάντευτος) και ο Χρήστος Σαρτζετάκης, επετέλεσαν το καθήκον τους στο ακέραιο. Για πρώτη φορά μετά τη δίκη του Κολοκοτρώνη είχαμε ένα ανάλογο δείγμα και η εντύπωση από την πράξη τους ήταν χωρίς προηγούμενο» (Γιάννης Βούλτεψης, Υπόθεση Λαμπράκη, τόμ. Β΄, 1998, εκδ. Αλκυών, σελ. 89).

Με την προφυλάκιση όλης της ηγεσίας της Αστυνομίας της πόλης «ο ήλιος πήρε ένα άλλο νόημα ξαφνικά εκείνη τη μέρα […] έγινε της δικαιοσύνης ήλιος νοητός» (: Βασίλης Βασιλικός, «Ζ», εκδ. Λιβάνη, 1996,  σελ. 358).

Αν μέχρι τότε υπήρχαν μόνο λεκτικές απειλές σε βάρος της ζωής  Ανακριτή και Εισαγγελέα, μετά την προφυλάκιση ξέσπασε μέγας πόλεμος εναντίον τους. Το παρακράτος, κατά ομάδες είτε συντεταγμένες, και με την ανοχή της νόμιμης εξουσίας, είτε ατάκτων ολόλυζε, ασχημονούσε και ζητούσε την άμεση θανάτωση του Εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη και του Ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη. Ο Ανακριτής σε «απολύτως προσωπική-εμπιστευτική» αναφορά προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης θα κάνει λόγο για «αηδή εκστρατεία στρατολογηθέντων ανυποδήτων, ως επί το πολύ χωρικών, οι οποίοι επ’ αφορμή της προφυλακίσεως […] περιέτρεχον τας οδούς της πόλεως κραυγάζοντες επί ώρας ‘θανατηφόρα’ συνθήματα κατά του Εισαγγελέως Μπούτη και του υποφαινομένου ανακριτού».

Μόλις χρειάζεται να τονιστεί, τι τεράστια αποθέματα θάρρους και σθένους πρέπει να είχαν όλοι οι πιο πάνω δικαστές και εισαγγελείς  κατά την εκτέλεση των ως άνω υπηρεσιακών ενεργειών τους, που σήμερα ναι μεν φαίνονται φυσικές και απλές για τον κάθε δικαστικό λειτουργό, αλλά τις εποχές εκείνες φάνταζαν υπέρμετρα δύσκολες.

Η πίστη τους ωστόσο στην τήρηση της νομιμότητας, το δικαστικό τους σθένος  και η γρανιτένια πυγμή τους και πάνω από όλα η άδολη και καθαρή συνείδησή τους,  πρέπει να αποτελούν διηνεκώς υπόδειγμα για τις νεότερες γενιές των Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων.

*Του Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, Επίτιμου Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr