Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Πέτρος Ν. Πανταζής: Οι κίνδυνοι ποινικής εμπλοκής του συνηγόρου

Ο δικηγόρος ως συμμέτοχος σε αδίκημα του εντολέα του

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Πέτρος Ν. Πανταζής: Οι κίνδυνοι ποινικής εμπλοκής του συνηγόρου LinkedIn

Ι!

Ψευδής καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση κλπ.

            1.1.- Είναι γνωστό, ότι ο δικηγόρος δεν εκφράζει δικές του ατομικές απόψεις, αλλά μεταδίδει τη φωνή του εντολέως του και έχει καθήκον να φέρει εις πέρας την ανατεθείσα σε αυτόν εντολή. Για τους λόγους αυτούς η μέχρι τώρα κρατούσα νομολογία δέχεται ότι, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 20 και 367 ΠΚ, δεν υφίσταται ευθύνη του πληρεξουσίου δικηγόρου για παραβάσεις, τελεσθείσες δια των υπ’ αυτού συντασσομένων αγωγών, προτάσεων, εκθέσεων και υπομνημάτων, διότι ο συνήγορος δεν ενεργεί, εν προκειμένω, «ιδίω ονόματι»,   αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων του εντολέως του και έχει σαφή υποχρέωση να υπερασπιστεί, ενώπιον των δικαστηρίων, τον εντολέα του, έστω κι αν γίνεται οξύς ή υπερβολικός στις εκφράσεις του (Διάταξη ΕισΕφΑθ 24 – 239/2024 σε ΠραξΛογΠΔ 4/2024), εφόσον ο ίδιος δεν γνώριζε την αναλήθεια εκείνων που εξέθετε ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών οργάνων (ΑΠ 1395/96 ΠοινΧρ ΜΖ/1418, ΣυμβΕφΑθ 29/2020 σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠατρ 610/2006 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

1.2.- Τα ανωτέρω παγίως νομολογούμενα, προκύπτουν και βάσει του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), όπου στο μεν άρθρο 5 περ. δ! ορίζεται ότι ο δικηγόρος «δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε», στο άρθρο 3 παρ. 1 διαλαμβάνεται ότι εκείνο που προέχει στην εντολή που δίδει ο εντολέας προς τον δικηγόρο «είναι το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν», ενώ στο άρθρο 37 παρ. 1, εν τέλει, ορίζεται με σαφήνεια ότι «ο δικηγόρος αποδεχόμενος την εντολή έχει υποχρέωση να ενεργεί κατά την εντολή».

1.3.- Άρα, η συγγραφή και κατάθεση αγωγών, μηνύσεων και υπομνημάτων από δικηγόρο, δεν μπορεί να αποτελέσει από κοινού τέλεση αδικήματος συκοφαντικής δυσφήμησης, ψευδούς καταμήνυσης, μαζί με τον εντολέα του, εφόσον η δικηγορική ενέργεια (: η κατάθεση), έγινε στα πλαίσια α) της ανατεθείσης σε αυτόν εντολής και β) των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του, ως συνηγόρου υπεράσπισης ή/και πολιτικής αγωγής του εντολέως του, κατά το άρθρο 39 παρ. 1 ΝΔ 3056/54 και νυν κατά το άρθρο 38 παρ. 2 Ν. 4194/13.  Μάλιστα, όπως γίνεται δεκτό και στο υπ’ αριθμ  29/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών:

«…ο κατηγορούμενος, ως έμμισθος δικηγόρος του ΝΠΔΔ…, ουδέν άλλο έπραξε παρά να υποβάλλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών έγγραφο με τίτλο: «Αναφορά πιθανής διάπραξης ποινικών και πειθαρχικών παραπτωμάτων», λαβών προς τούτο ρητή εντολή του εντολέως του, που ήταν το Δ.Σ. του … δυνάμει της από .. απόφασης του Δ.Σ. του άνω … για διαβίβαση της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Τούτο προκύπτει με περισσή σαφήνεια από το Πρακτικό της συνεδρίασης του Δ.Σ. του … όπου αναφέρεται ρητά ότι «αποφασίζει κατά πλειοψηφία […] να αποσταλεί η παρούσα απόφαση  με όλα τα έγγραφα που έχουν διανεμηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο και αφορούν το εν λόγω θέμα στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών […]» (βλ. τα Πρακτικά της συνεδρίασης υπ’ αρ. … της …)

Εξ αυτού προκύπτει ότι η προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών αναφορά υπεβλήθη από τον κατηγορούμενοι σε εκτέλεση της εντολής τον Δ.Σ. του … και σ’ αυτήν αναφέρονται περιληπτικά τα λαβόντα χώρα κατά την συνεδρίαση του Δ.Σ. γεγονότα.

Τούτων όμως των γεγονότων ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ούτε την αλήθεια ούτε την αναλήθεια. Και είχε δεσμίαν αρμοδιότητα υλοποίησης της εντολής της απόφασης του Δ.Σ., την οποία και εκτέλεσε και’ άρθρο 37 παρ. 2 (νυν 38 παρ. 2) ΚΠΔ ως έμμισθος δικηγόρος του … Και η τοιαύτη υποβολή στον Εισαγγελέα της φερόμενης ως μηνυτήριας αναφοράς του Δ.Σ. του … κατά του εγκαλούντος, … ήταν, όπως ο προσφεύγων κατηγορούμενος αναφέρει την κρινόμενη έκθεση προσφυγής του, «καθαρά υπηρεσιακή» υποχρέωση, χωρίς να έχει τούτος τον υπερχειλή εκείνον δόλον που απαιτείται τόσον για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, όσο και για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Διότι ο προσφεύγων-κατηγορούμενος δεν ενεργούσε «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων του εντολέως του…».-

1.4.- Κομβικό σημείο, λοιπόν, είναι η γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών του εντολέως του, που ο δικηγόρος εξέθεσε ενώπιον των δικαστικών οργάνων, ώστε να κριθεί εάν υπάρχει ο υπερχειλής εκείνος δόλος, που απαιτείται τόσον για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, όσο και για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

1.4.1.- Ας προτάξουμε, λοιπόν, το ακόλουθο παράδειγμα: Ο δικηγόρος Χ, ως συνήγορος και πληρεξούσιος του εντολέα του, υποβάλει, για λογαριασμό του, μήνυση κατά του Ψ, για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως. Στην ανοιγείσα ποινική διαδικασία, ο μηνυόμενος Ψ απαλλάσσεται αμετακλήτως από την, ως άνω, κατηγορία. Εν συνεχεία, ο ίδιος δικηγόρος Χ, για λογαριασμό του ιδίου εντολέα του, σε υπόμνημα που υποβάλει σε έτερη ποινική διαδικασία (ή σε αστική αγωγή), σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της αμετάκλητης απαλλαγής του Ψ, τον αναγράφει ως «ο υπεξαιρέτης εγκληματίας Ψ, που ενσωμάτωσε στην περιουσία του ποσό χρημάτων από εμένα», ενώ γνωρίζει (αφού υπήρξε δικηγόρος πολιτικής αγωγής  στην κατά του Ψ ποινική δίκη) ότι ο Ψ έχει απαλλαγεί αμετακλήτως από την κατηγορία της υπεξαίρεσης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δικηγόρος Χ έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα συκοφαντικής δυσφήμησης, από κοινού με τον εντολέα του ?

1.4.2.- Αν και τα όρια είναι, όπως προαναφέραμε, δυσδιάκριτα και, σε κάθε περίπτωση, ο δικηγόρος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για παραβάσεις που τυχόν τελεί με την σύνταξη αγωγών, εγκλήσεων κλπ., που συντάσσονται με εντολή του εντολέως του και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής αυτής, εντούτοις, εφ΄ ης στιγμής ο δικηγόρος Χ γνωρίζει ότι ο Ψ έχει αθωωθεί αμετακλήτως και, παρά ταύτα, σε μεταγενέστερο χρόνο από την απαλλαγή του, συνεχίζει να τον αποκαλεί «υπεξαιρέτη», υπέχει ποινική ευθύνη. Πολλώ δε μάλλον, όταν δύναται, τόσο κατά το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 4194/13, όσο και κατά το άρθρο 6 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, να αρνηθεί να αναλάβει την υπόθεση που του αναθέτουν, α) αν κατά τη γνώμη του είναι παράνομη ή ολοφάνερα άδικη, ή  β) είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης ή αντιβαίνει στις αρχές του.

1.4.3.- Εντελώς, διαφορετική, όμως, είναι η περίπτωση, που ο δικηγόρος απλώς μεταφέρει όσα τού εξιστόρησε ο εντολέας του, χωρίς να γνωρίζει τους διαδίκους και, άρα, χωρίς να γνωρίζει εάν τα όσα μεταφέρει στις δικαστικές αρχές, ως πληρεξούσιος δικηγόρος, είναι αληθή ή ψευδή (ΑΠ 1362/2000 ΠραξΛογΠΔ 2000/573, ΣυμβΑΠ 912/1998 σε ΠοινΔικ 1999/24, ΣυμβΑΠ 807/1994 ΝοΒ 1995/443, ΑΠ 761/1998 ΠΧρ ΛΘ/27, ΣυμβΑΠ 1959/1999 ΠοινΔικ 2000/346, ΣυμβΑΠ 480/2000 ΠοινΔικ 2000/797). Ελλείπει, συνεπώς, η οποιαδήποτε γνώση του (δόλος!) περί της αληθείας ή αναληθείας των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ο δικηγόρος δεν μπορούσε να γνωρίζει, παρά μόνον διά του εντολέα του    και από αυτόν και χωρίς να είναι σε θέση να βεβαιώσει την αλήθεια ή αναλήθειά τους. Εδώ, θα αναφέρουμε το υπ’ αριθμ 611/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, κατά το οποίο ο εκεί κατηγορούμενος δικηγόρος απαλλάχθηκε, επειδή το υπόμνημα, που υπέγραψε και κατέθεσε για λογαριασμό του εντολέα του, στο οποίο διατύπωνε την άποψη ότι ο αντίδικος έχει τελέσει το αδίκημα της εκβίασης, κατατέθηκε πριν εκδοθεί Εισαγγελική διάταξη, με την οποία αρχειοθείτο η μήνυση του εντολέα του για εκβίαση και, άρα, όταν ο δικηγόρος υπέγραψε και κατέθεσε το, ως άνω, υπόμνημα, δεν γνώριζε την αναλήθεια του ισχυρισμού περί εκβίασης:

«…δεν προέκυψε ότι ο ίδιος [δηλ. ο κατηγορούμενος δικηγόρος] γνώριζε την αναλήθεια των περιλαμβανομένων στο υπόμνημα αυτό πραγματικών περιστατικών, λαμβανομένου υπόψη ότι ο συγκατηγορούμενός του …… [δηλ. ο εντολέας του δικηγόρου] συνεργαζόταν με διαφόρους δικηγόρους και αφετέρου ότι η προαναφερόμενη από 28-4-2005 έγκλησή του αναφορικά με το αποδιδόμενο αδίκημα της εκβίασης απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη μετά από την υποβολή της από 28-4-2006 έγκλησης – υπομνήματος με την υπ’ αριθμ. Α3/07 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 173/2007 ομοία του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών…η δε ασκηθείσα…από τον ……… αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάστηκε με άλλο δικηγόρο…».-

1.5.- Ως γνωστόν, βέβαια, στην περίπτωση που ο δικηγόρος δεν γνωρίζει το «ψευδές» των ισχυρισμών του εντολέα του και, άρα, δεν μπορεί να διαπράξει συκοφαντική δυσφήμηση, θα πρέπει να κριθεί εάν συντρέχει περίπτωση διαπράξεως απλής δυσφήμησης ή εξύβρισης (ΑΠ 1490/10 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, η σύνταξη και κατάθεση δικογράφων, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, γίνεται πάντοτε κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, που έχει από τον νόμο, ούτως ώστε να αποκλείεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεώς του κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 και 2 ΠΚ (παγία νομολογία – ενδεικτικώς: ΑΠ 542/03 ΠΧρ ΝΔ/121, ΣυμβΠλημΛαρ 450/92 ΠΧρ ΜΔ/244).-

            1.6.- Επιπλέον, η σύνταξη δικογράφων και η χρησιμοποίηση, σε αυτά,  ακόμη και εκφράσεων οξύτητας, κατ’ εντολήν του διαδίκου – εντολέα του δικηγόρου, δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στην έννοια της εξυβρίσεως, εκτός εάν προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. Υφίσταται δε τέτοιος σκοπός όταν: α) Ο τρόπος εκδηλώσεως δεν ήταν, πράγματι, αναγκαίος για να εκφρασθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψεως του δράστη για την προάσπιση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος ή την εκτέλεση του νομίμου καθήκοντός του και β) ο δράστης, μολονότι το γνώριζε, πραγματοποίησε την εκδήλωση για να βλάψει την τιμή του άλλου προσώπου.-

            1.7.- Μάλιστα, όπως έχει περιγράψει χαρακτηριστικά και ο Εισαγγελέας κ. Λάμπρος Σοφουλάκης (βλ. Σκέψεις για την έννοια της ευπρέπειας κατά το άρθρο 48 του Δικηγορικού Κώδικα σε ΑρχΝομ 1989/391) «ο δικηγόρος θα πρέπει λοιπόν, να αποφύγει τον έντονο πειρασμό του εντυπωσιασμού του ακροατηρίου και του εντολέα του, ο οποίος ίσως τον ωθεί στο να διαποικίλει τον λόγο του με εκφράσεις οξύτητας, που φθάνουν ενίοτε στα κράσπεδα του χώρου της εξύβρισης, να διατηρεί γρήγορο μεν τον νου, αλλά σώφρονα τον λογισμό του και να αναπτύξει τα επιχειρήματά του μέσα από ήρεμους και πειστικούς διάλους, που θα δώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στο δικαστήριο, χωρίς να θίξουν υπολήψεις».-

            1.8.- Ακόμα, όμως, και όταν χρησιμοποιούνται ιδιαιτέρως οξείς και δυσμενείς χαρακτηρισμοί και διατυπώνονται επικριτικοί ισχυρισμοί, δεν υφίσταται «σκοπός εξυβρίσεως». Και τούτο επειδή, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις (όπως εν προκειμένω εξετάζουμε), ο σκοπός δεν είναι να προσβληθεί η τιμή του προσώπου, αλλά να αναπτυχθεί ο σχετικός ισχυρισμός, ώστε συντρέχει περίπτωση  δικαιολογημένου ενδιαφέροντος για την προστασία του εκάστοτε προστατευομένου δικαιώματος ή, έστω, υπάρχει η πεποίθηση ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται επιτυχώς το συμφέρον (βλ. ενδεικτικώς και ΑΠ 93/04 ΠοινΛογ 2004/137, ΑΠ 1711/2003 αδημοσ., ΑΠ 897/03 ΠοινΛογ 2003/983, ΑΠ 898/03 ΠοινΛογ 2003/988, ΑΠ 179/03 ΠοινΛογ 2003/208, ΑΠ 533/02 ΠοινΛογ 2002/628, ΑΠ 261/01 ΠοινΛογ 2001/229, ΑΠ 167/00 ΝοΒ 2001/247, ΣυμβΑΠ 94/00 ΠοινΔνη 2000/592, ΠλημΠειρ 1/01 ΑρχΝομολ 2001/300).-

1.9.- Εφαρμόζεται, δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, ακόμα κι όταν υπάρχει απλώς πεποίθηση για την ύπαρξη δικαιώματος (ΑΠ 878/98 ΠΧρ ΜΘ/465), πεποίθηση ότι το δικαίωμα αυτό εξυπηρετείται με τις συγκεκριμένες εκφράσεις (ΑΠ 898/03 ενθ’ ανωτ. ΑΠ 878/98 ενθ΄ ανωτ.), καθώς και όταν το δικαίωμα ασκείται όπως το ερμηνεύει και το εννοεί ο ασκών (ΑΠ 757/03 ΠοινΛογ 2003/759). Ως δε νομολογιακό προηγούμενο, αξίζει να αναφέρουμε τις:

1.10.1.- ΑΠ 542/03 ΠΧρ ΝΔ/121:

«…ο οποίος για να αποδείξει ότι δεν τέλεσε υπεξαίρεση διέλαβε στο υπόμνημά του για τον μάρτυρα τη φράση – στιχομυθία “αυτός o κολοκύθας”…είχε την πεποίθηση ότι τα γεγονότα που διέλαβε για τον εγκαλούντα ήταν αληθινά, η καταχώρησή τους έγινε με αποκλειστικό σκοπό την προάσπιση του δικαιώματός του να αντικρούσει τη σε βάρος του κατηγορία και να αποφύγει την παραπομπή του σε δίκη για τις βαρύτατες κατηγορίες της κακ/κης υπεξαίρεσης και της απιστίας δικηγόρου…και δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης…».-

1.10.2.- ΑΠ 672/75 ΠΧρ ΚΣΤ/49:

 «…Δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο ονειδιστικές εκφράσεις σε απολογητικό υπόμνημα δικαστή, που στρέφονται κατά μηνυτή δικηγόρου…».-

1.10.3.- ΑΠ 1229/91 ΠΧρ ΜΒ/163:                              «…Στον  κατηγορούμενο  αποδίδεται  ότι  συνέταξε  ως δικηγόρος  του  Σ.Γ. το από 31-12-1988 απολογητικό υπόμνημα το οποίο ο Γ. είχε εγχειρίσει στον  Πταισματοδίκη  Αμαρουσίου  όταν κλήθηκε   να  απολογηθεί  για  την  κατηγορία  της  λαθραίας  εξαγωγής συναλλάγματος που του  είχε  ασκηθεί  με  μηνυτήρια  αναφορά  της  ήδη εγκαλούσας αναιρεσείουσας Μ.Π. με την οποία βρισκόταν σε αντιδικία και σε  άλλες  ποινικές δίκες από εναντίον του καταμηνύσεις από μέρους της ίδιας  εγκαλούσας  και  συγγενών  της.  Στο  επίμαχο   υπόμνημα περιλαμβάνονται οι φράσεις:  “αλλά  τι  να  πει κανείς  εις  την  μηνύτριαν  και  προς  Υμάς  δια το ποιόν της; Εκ των υποβαλλομένων εγγράφων θα διακριβώσετε  ότι  πρόκειται  περί  προσώπου δικομανούς,   αργοσχόλου   και   διεστραμμένου,  χρήζοντος  ψυχιατρικής παρακολουθήσεως“.  Ο  Σ.Γ.  κηρύχθηκε  αθώος  κατά πλειοψηφία  της εξυβρίσεως (καθώς και της ανυποταξίας), ενώ και στην απόφαση του Αναθεωρητικού  Δικαστηρίου  αναφέρεται  ότι  απαλλάσσεται ελλείψει  δόλου  λόγω  μη  αναγνώσεως  απ`  αυτόν  του  υπομνήματος.  Η πολιτικώς ενάγουσα υπέβαλε την από  11-8-1989  έγκλήσή  της  μετά  την ενώπιον  του  Διαρκούς Στρατοδικείου δίκη. Το υπόμνημα αυτό υποβλήθηκε κατά την παραπάνω ποινική δίκη με μοναδικό σκοπό τη διαφύλαξη  και προστασία  των δικαιωμάτων του πελάτου του Σ. Γ. και θέλησε μ` αυτό να εκθέσει στο Δικαστήριο ως επιχείρημα για  την  απαλλαγή  του  τις  εις βάρος  του  αλλεπάλληλες καταμηνύσεις για διάφορες πράξεις από μέρους της πολιτικώς  ενάγουσας,  όπως  οι  προσκομιζόμενες  από  28-12-1987,1-8-1988,    12-10-1987,    8-11-1989    αυτής,    για   πλαστογραφίες πιστοποιητικών, εξαγωγή συναλλάγματος, ψευδορκία κλπ.  και  άλλες  του συζύγου  και  του  γιού της, χωρίς να προκύπτει τυχόν δυσμενής για τον καταμηνυόμενο έκβασή των, δηλαδή περιστατικά που ήταν πρόσφορα για την υπεράσπιση του ανωτέρω. Κατά τους  ισχυρισμούς  του  κατηγορούμενου  η πολιτικώς  ενάγουσα  μετά  από  δυσμενή για το γιό της έκβαση ποινικής δίκης στο εξωτερικό (που αναφέρεται στις  παραπάνω  καταμηνύσεις  της) έχει   απωλέσει  την  ψυχραιμία  της  και  έχει  περιέλθει  σε  τέτοια ψυχολογική κατάσταση, διαπνεόμενη και  από  εξημμένο  μίσος  κατά  της οικογένειας  Γ.  ώστε  παρασύρεται  στο  να υποβάλλει συνεχώς μηνύσεις ακόμα και κατά των υπερασπιστικών δικηγόρων.  Τις  απόψεις  του  αυτές θέλησε  να τονίσει λέγοντας ότι είναι δικομανής (δηλαδή εμφανίζεται ως φιλόδικος εις υπερβολικό βαθμό) και διεστραμμένη, ώστε  να  χρειάζεται ψυχιατρική  παρακολούθηση,  που  οπωσδήποτε θεωρούσε αναγκαίες για την υπεράσπιση του πελάτη του, εκφέροντας και αξιόλογες  κρίσεις ως προς τις εν γένει ενέργειες της πολιτικώς ενάγουσας, και με την έννοια αυτή οι επίμαχες φράσεις δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για συνήθεις στα δικόγραφα εκφράσεις. Με τις εν λόγω φράσεις, που ανέγραψε προφανώς κατόπιν εντολής του πελάτου του ως εκ του τρόπου  διατυπώσεώς  των  και  των  εν  γένει περιστάσεων δεν είχε σκοπό εξυβρίσεως της πολιτικώς ενάγουσας, αυτός, ως δικηγόρος, που δεν προκύπτει ούτε αν αυτή ήταν γνωστή του. Δεν υφίστανται  συνεπώς  σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις εις βάρος του και ορθώς το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατ` αυτού, για το λόγο δε τούτο απορριπτέα κατ` ουσίαν η έφεση…Μετά από τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας πολιτικώς ενάγουσας κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος που  αποφάνθηκε  να  μη  γίνει  κατηγορία  κατά του κατηγορούμενου για εξύβριση… έκρινε ότι  δεν  υπάρχουν  αποχρώσεις  ενδείξεις  για   την   παραπομπή   του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για να δικαστεί για  την πράξη αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ, αφού οι πιο  πάνω  εκδηλώσεις  έγιναν  για  την εκτέλεση  των  νόμιμων καθηκόντων του ως συνηγόρου του Σ.Γ. και για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων αυτού και  δεν  προέκυψε  σκοπός  εξύβρισης, ούτε  οι  πιο  πάνω  φράσεις  περιέχουν  τα  στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, έτσι δε όπως έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ορθά εφάρμοσε  και  ερμήνευσε  τις  διατάξεις  των άρθρων 361 και 367 του Ποινικού Κώδικα….»            1.10.4.- ΑΠ 187/94 ΠΧρ ΜΔ/361«…Αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμησης αν η πράξη έγινε για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δεν προκύπτει, από τον τρόπο εκδήλωσης, σκοπός εξύβρισης. ..οι κατ/νες υπέβαλαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους τις από 3-3-1986 έγγραφες προτάσεις τους, στις οποίες διέλαβαν τον ισχυρισμό ότι η διαθέτης…παρέδωσε προς φύλαξη στον εγκαλούντα, ο οποίος συνδεόταν στενώς με εκείνη και ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος της και ότι ο τελευταίος απέκρυψε μετά τον θάνατό της την ως άνω διαθήκη από συμπαιγνία με τον ενάγοντα…».-               1.10.5.- ΑΠ 1305/89 ΠΧρ Μ/566:  «…Προτάσεις κατηγορουμένου – εναγομένου σε αστική δίκη. Χαρακτηρισμός του μάρτυρα του ενάγοντος ως επαγγελματία ψευδομάρτυρα. Ορθό το απαλλακτικό βούλευμα, διότι ο ως άνω χαρακτηρισμός του τότε εναγομένου ετέθη προς άσκηση νομίμου δικαιώματός του προς απόκρουση της κατ’ αυτού αγωγής και αυτός δι’ αυτής θέλησε να τονίσει την συγγενική σχέση του εξετασθέντος μάρτυρος (πατήρ προς υϊόν) και επομένως η κατάθεση αυτή δεν πρέπει να είναι αξιόπιστος…».-

1.11.- Βεβαίως, δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο, ο εντολέας (μηνυθείς για εξύβριση ή συκοφαντική δυσφήμηση από τον αντίδικό του) να αποδίδει στον δικηγόρο εκφράσεις, γεγονότα και ισχυρισμούς, που περιελήφθησαν σε δικόγραφα, ώστε να αποσείσει την δική του ευθύνη, αναφέροντας (αλλάζοντας, εν τω μεταξύ, δικηγόρο!) ότι δεν αποδίδουν την δική του εκδοχή, δεν τα έγραψε αυτός αλλά ο τότε δικηγόρος του και άλλα παρεμφερή, που όλοι τα γνωρίζουμε…

1.12.- Για τον λόγο αυτό, η στοιχειώδης πρόνοια για όλους τους πληρεξουσίους δικηγόρους, είναι η εξής: Κάθε έγγραφο (αγωγή, υπόμνημα, μήνυση κλπ.) είτε να υπογράφεται από τον εντολέα σε κάθε σελίδα, είτε να βεβαιώνεται ρητώς η έγκριση του περιεχομένου του με e-mail ή φαξ.-

            1.13.- Το ίδιο πρέπει να γίνεται και στην σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου: Ο δικηγόρος, πρέπει να ζητά από τους μάρτυρες να του αποστείλουν το κείμενο της ένορκης βεβαίωσης με e-mail, γραμμένο από τους ίδιους τους μάρτυρες, με δικά τους λόγια, ώστε να προκύπτει ρητώς ότι το λεκτικό προήλθε απ’ αυτούς. Σε περίπτωση δε, που προβαίνει σε μικρές συντακτικές ή γραμματικές διορθώσεις, πρέπει να αποστέλλει το τελικό, προς υπογραφή, κείμενο  στον μάρτυρα και να ζητά την επιβεβαίωση του περιεχομένου της ένορκης βεβαίωσης με e-mail.-

ΙΙ!

Καταδολίευση δανειστών

            2.1.- Στο αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, ο οφειλέτης απαλλοτριώνει την περιουσία του, ενίοτε με μεταβίβαση ακινήτων, με σκοπό βλάβης του δανειστή του. Ζήτημα είναι στο σημείο αυτό, η συμμετοχή του δικηγόρου σε τυχόν κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων δωρεάς, γονικής παροχής, αγοραπωλησίας κλπ.

            2.2.- Κρίσιμο ζήτημα, είναι η γνώση (δόλος) του δικηγόρου, ότι α) ο εντολέας του – αυτουργός τελεί το συγκεκριμένο αδίκημα, με σκοπό βλάβης ή ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή και β) ο εντολέας του, κατά τον χρόνο που προέβη στην απαλλοτριωτική πράξη, δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία επαρκή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ή ότι το απαλλοτριωθέν περιουσιακό του στοιχείο ήταν το μοναδικό, έτσι ώστε να θεμελιωθεί ο δόλος του συνεργού – δικηγόρου  (παγία νομολογία – ενδεικτικώς: ΑΠ 37/2009, ΑΠ 2710/2008, ΑΠ 951/2008, ΑΠ 1443/2010, ΑΠ 544/2007, ΑΠ 404/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).-

            2.3.- Επ’ αυτού, αναφέρουμε την αδημοσίευτη ΤριμΕφΠλημΑθ 1736/2015, που απήλλαξε τον εκεί κατηγορούμενο δικηγόρο, ως άμεσο συνεργό καταδολίευσης δανειστών, ο οποίος είχε παραστεί σε συμβόλαιο, δια του οποίου η εντολέας του (και οφειλέτης της εγκαλούσας) είχε μεταβιβάσει ακίνητό της, διότι το δικαστήριο  έκρινε ότι ναι μεν ο δικηγόρος ήξερε, εκ της ιδιότητός του, ότι η πελάτισσά του είχε την συγκεκριμένη αντιδικία και οφειλή προς την εκεί μηνύτρια – δανείστρια, πλην όμως δεν γνώριζε το πόση ακριβώς ήταν η λοιπή περιουσία της εντολέως του, ώστε να αξιολογήσει εάν ήταν ή όχι επαρκής, προς ικανοποίηση της απαίτησης της εγκαλούσας.-

2.4.- Εάν, λοιπόν, ο εντολέας γνωστοποιήσει στον δικηγόρο, ότι προτίθεται να εκποιήσει την περιουσία του, με σκοπό να μην πληρώσει την οφειλή προς τον δανειστή του, ο δικηγόρος οφείλει παραχρήμα: α) να τον ενημερώσει, εγγράφως, για τους κινδύνους ποινικής (397 ΠΚ) και αστικής (939 επ. ΑΚ) εμπλοκής του, εάν  προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, και β) να αποδεσμευθεί από το καθήκον υπερασπίσεως, για τη συγκεκριμένη νομική υπόθεση, απέχοντας από κάθε περαιτέρω ενέργεια, η οποία οδηγεί αμέσως ή εμμέσως στην πραγμάτωση της απαλλοτρίωσης του εντολέα του από την περιουσία του.-

ΙΙΙ!

Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας

            3.1.- Όπως είναι γνωστόν, το άρθρο 212 ΚΠοινΔ, ορίζει πως «η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξετασθούν στη προδικασία ή στη κύρια διαδικασία: α) κληρικοί, σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση, β) οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι συμβολαιογράφοι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους. Οι συνήγοροι και οι τεχνικοί σύμβουλοι κρίνουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους εάν και σε ποιό μέτρο πρέπει να καταθέτουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους… H απαγόρευση της παρ. 1, στις περιπτώσεις α!, β! και γ!, ισχύει ακόμα και αν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο, από μέρους εκείνου που τους το εμπιστεύθηκε».-

            3.2.- Το δικηγορικό απόρρητο, έχει τριπλή σημασία, καθόσον αποτελεί α) επαγγελματικό προνόμιο, β) θεσμό δημοσίας τάξεως και γ) προστατευτικό θεσμό του ιδιωτικού συμφέροντος. Ως μεν θεσμός δημοσίας τάξεως, περιορίζει, σε πολύ σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα των δικαστηρίων να το άρουν, ενώ, ως προστατευτικός θεσμός του ιδιωτικού συμφέροντος, προστατεύει κάθε πελάτη, για όσα θα εκμυστηρευθεί στον δικηγόρο του (Μακρίδου: Το δικηγορικό απόρρητο, σελ. 124). Ο δικηγόρος, είναι υποχρεωμένος να τηρεί απαραβίαστη την απαιτούμενη, υπέρ του πελάτη του, εχεμύθεια, για όσα ο τελευταίος τού εμπιστεύτηκε και η, κατά παράβαση αυτού του άρθρου, αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης συνηγόρου, συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Αν δε απορριφθεί η σχετική πρόταση της ακυρότητας από το Δικαστήριο, θεμελιώνεται αναιρετικός λόγος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. β! ΚΠοινΔ.-

3.3.- Στα πλαίσια, λοιπόν, της ποινικής δίκης, (ακόμη και) η συναίνεση του πελάτη, είναι ανίκανη να άρει την απόλυτη απαγόρευση μαρτυρίας του συνηγόρου, για γεγονότα που πληροφορήθηκε / έμαθε από τον εντολέα του, λόγω του επαγγέλματός του και της ιδιότητάς του ως συνήγορος υπερασπίσεως (έτσι και Γιαννόπουλος σε ΕλλΔικ 1986, σελ. 390 και Σαρλής, ομοίως σε ΕλλΔικ 1987/263, αλλά και Φιλιππίδης, ΠΧρ 1952/113 και Ζαγκαρόλας, ΠΧρ 1959 σελ. 489).-

            3.4.- Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 39 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων, ο οποίος ορίζει ότι «όταν ο δικηγόρος καλείται με απόφαση δικαστηρίου  ή διάταξη εισαγγελέα ή κλήση ανακριτή ή προανακριτικού υπαλλήλου να καταθέσει ως μάρτυρας είτε κατά τη προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία οφείλει να     αρνηθεί να καταθέσει για όσα του έχει εμπιστευτεί ο εντολέας του, ανεξάρτητα αν στο μεταξύ έχει λήξει η εντολή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εναπόκειται στον δικηγόρο η απόφαση να καταθέσει και σε ποιο μέτρο για πράγματα που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του, σταθμίζοντας την υποχρέωσή του ως θεμελιώδη υποχρέωση του δικηγορικού λειτουργήματός του».-

            3.5.- Λόγος άρσεως του αδίκου του αδικήματος του άρθρου 371 παρ. 1 ΠΚ, είναι η διάταξη της παρ. 4 του ιδίου άρθρου, κατά την οποία «η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη, εάν [ο δικηγόρος] απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος ή στη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος του, δημοσίου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά».-

            3.5.1.- Εδώ, βεβαίως, διαφαίνεται μία αντίφαση, μεταξύ της διάταξης του άρθρου 212 ΚΠοινΔ και της παρ. 4 του άρθρ. 371 ΠΚ, στο μέτρο που στο μεν πρώτο εισάγεται, ως απόλυτος απαγορευτικός κανόνας, η απαγόρευση εξέτασης του συνηγόρου ως μάρτυρα, τόσο στην προδικασία, όσον και στην κυρία διαδικασία, επιβάλλοντας περιορισμούς στην απόδειξη, προκειμένου να διατηρηθεί μυστικός ένας κύκλος γεγονότων της ιδιωτικής ζωής κάθε ανθρώπου, στο δε δεύτερο ο δικηγόρος μπορεί να φανερώσει ιδιωτικά απόρρητα του εντολέα του, που τα έμαθε εξαιτίας ακριβώς της δικηγορικής ιδιότητάς του, ακόμη και καταθέτοντας ως μάρτυρας σε ποινικό ή πολιτικό δικαστήριο, στο μέτρο που απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος ή στη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος, δημοσίου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.-

            3.5.2.- Άποψή μας είναι ότι, η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ υπερισχύει αυτής του άρθρου 371 παρ. 4 ΠΚ, εφόσον  η αξία του επαγγελματικού απορρήτου και, ειδικότερα, της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικηγορικό επάγγελμα – λειτούργημα, προηγείται της αξίας που έχει για την έννομη τάξη η ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας (βλ. Συμεωνίδου – Καστανίδου Δικηγορικό απόρρητο και νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων σε ΠΧρ ΝΣΤ/289). Στην αντίθετη περίπτωση, ο κάθε δικηγόρος θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον του εντολέα του, για λόγους οικονομικούς (π.χ., επειδή ο εντολέας του δεν του κατέβαλε την αμοιβή που ζητούσε), οχυρωμένος πίσω από την αόριστη έννοια της «διαφύλαξης δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος», αποκαλύπτοντας ότι ο πελάτης του, τού εμπιστεύθηκε την διάπραξη του κατηγορουμένου εγκλήματος ! Με άλλα λόγια, η υποχρέωση του δικηγόρου να αρνηθεί τη μαρτυρία, προστατεύει τη σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ πελάτη και δικηγόρου, σχέση η οποία προϋποθέτει ο εντολέας να γνωρίζει, σε βαθμό απόλυτης βεβαιότητας, ότι όσα εμπιστευθεί στο δικηγόρο του, δεν θα αποκαλυφθούν εν συνεχεία (βλ. και σχολιασμός στο τεύχος 4 του Nova Criminalia, κάτωθι της υπ’ αριθμ. 991/18 απόφασης του ΑΠ).-

3.6.- Συμπερασματικά:

            α) Ο δικηγόρος μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας, στο δικαστήριο που εκδικάζει υπόθεση του εντολέα του, στο μέτρο που η κατάθεσή του συμπορεύεται με το συμφέρον του εντολέα του και, φυσικά, δεν είναι πληρεξούσιος δικηγόρος στην ίδια δίκη.-

            β) Ο δικηγόρος  δεν μπορεί (: απαγορεύεται) να καταθέσει, εκθέτοντας τα όσα τού εμπιστεύτηκε ο πελάτης του, καθόσον βαρύνεται και δεσμεύεται, με υποχρέωση εχεμύθειας (επαγγελματικό απόρρητο). Όπως δε έχει γράψει και ο αείμνηστος Ζαγκαρόλας (Οι δικηγόροι ως μάρτυρες, ΠΧρ Θ/491) «αν δεχθούμε ότι ο δικηγόρος μπορεί να αποκαλύπτει στο δικαστήριο εμπιστευτικές ανακοινώσεις στις οποίες προέβησαν προς αυτόν οι εντολείς του, με την πεποίθηση ότι απευθύνονται σε λειτουργό της Θέμιδας και πρόσωπο άξιο εμπιστοσύνης, τότε τα δικηγορικά γραφεία μεταβάλλονται σε παγίδες για τους αφελείς και καταρρακώνεται το γόητρο του δικηγορικού λειτουργήματος».-

            γ) Οίκοθεν νοείται, ότι οι παραπάνω υποχρεώσεις του δικηγόρου αίρονται, όταν ο ίδιος πρέπει να υπερασπισθεί τον εαυτό του από κατηγορίες που στρέφονται εναντίον του, με μηνυτή / ενάγοντα κλπ. τον πρώην εντολέα του (π.χ. για απιστία δικηγόρου). Στην περίπτωση αυτή, εκτός από την παραπάνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρ. 371 ΠΚ, έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 25 ΠΚ.-

ΙV!

Υπόθαλψη εγκληματία

            4.1.- Σύνηθες είναι το φαινόμενο, ο δικηγόρος να εκπροσωπεί πελάτες φυγόποινους ή φυγόδικους, οι οποίοι διαφεύγουν της συλλήψεως. Σε αυτές τις περιπτώσεις, επίσης σύνηθες είναι ο δικηγόρος να συναντάται με τον εντολέα του, εν γνώσει του (: του δικηγόρου) ότι αυτός (: ο εντολέας του) είναι φυγόδικος / φυγόποινος, είτε με σκοπό να υπογραφεί σχετική εξουσιοδότηση για παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, κατάθεση αιτήσεων, υπομνημάτων κλπ., είτε με σκοπό να συνεννοηθούν για τα μέσα και τον τρόπο της υπερασπίσεώς του.-

            4.2.- Στο πλαίσιο αυτό, δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της υπόθαλψης εγκληματία (231 ΠΚ) ? Η απάντηση, φυσικά, είναι μονοσήμαντη και υποχρεωτικώς αρνητική: Ο δικηγόρος, ακόμη κι’ αν γνωρίζει τον αληθή τόπο κατοικίας του, φυγοδίκου, εντολέα του και δεν ενημερώνει την Αστυνομική Αρχή, ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη του φυγοδίκου πελάτη του και η εκτέλεση των ποινών, δεν είναι δυνατόν να τελέσει το εν λόγω αδίκημα, αφού στην περίπτωση που τελούσε την ενέργεια αυτή, θα τελούσε το αδίκημα του άρθρου 371 ΠΚ.-

4.3.- Περί αυτού, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, σε σχετικό έγγραφό του (από 30/06/2014), σχετικώς με τη δυνατότητα να αποδοθεί κατηγορία σε δικηγόρο, λόγω ποινικής ευθύνης του πελάτη του, αναφέρει επί λέξει τα εξής:

“…Επομένως, από όλα τ’ ανωτέρω α) δεν μπορεί να αποδίδεται κατηγορία στον δικηγόρο περί απόκρυψης στοιχείων, όταν ενεργεί εντός του πλαισίου της επιβεβλημένης σε αυτόν επαγγελματικής εχεμυθείας και β) δεν μπορεί να αποδοθεί κατηγορία στον δικηγόρο για το λόγο ότι ο πελάτης του δεν προβαίνει σε ενέργεια όπως εμφάνιση στο Α.Τ., παράδοση στις αρμόδιες αρχές κλπ., πολύ περισσότερο να ανάγεται στις περιπτώσεις αυτές “προτροπή” του δικηγόρου σε παρόμοιες ενέργειες και ενδεχόμενη συμμετοχή του στην ποινική ευθύνη του πελάτη του, ιδίως όταν οι πράξεις του είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης και επιλογής του τελευταίου, όταν εν προκειμένω η υποχρέωση του δικηγόρου περιορίζεται στην γνωστοποίηση προς τον πελάτη του του θεσμικού πλαισίου και των πιθανών νομικών συνεπειών εκ της παραβάσεως των σχετικών διατάξεων”.-

            4.4.- Ad hoc, αναφέρουμε την υπ’ αριθμ. 34Δ/15.09.2014 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι τόσον οι γιατροί, όσο και οι δικηγόροι του φυγόδικου ασθενούς και εντολέα τους, αντιστοίχως, οφείλουν να περιορίζονται στην παροχή ιατρικών και νομικών υπηρεσιών σε βάρος του καταδικασθέντος προσώπου, όπως έχουν υποχρέωση βάσει των καθηκόντων τους  και, άρα, ο ίδιος ο νόμος επιβάλει τη συμμόρφωση των ιατρών και των δικηγόρων στην διάταξη του άρθρου 371 ΠΚ και δεν δύνανται αυτοί να ενεργήσουν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 231 παρ. 1 ΠΚ.-

4.5.- Φυσικά, εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση που ο δικηγόρος προσφέρει κατάλυμα στον εντολέα του, που έχει αποδράσει ή φυγοδικεί, ή του παραδίδει το όχημά του, προκειμένου αυτός να απομακρυνθεί και να αποφύγει τη σύλληψη. Κρίσιμο σημείο, λοιπόν, είναι το εάν ο δικηγόρος συναντά τον πελάτη του εντός των ορίων του δικηγορικού λειτουργήματος, καθόσον δεν τελεί το αδίκημα ο δικηγόρος που απλώς συναντά τον φυγόδικο πελάτη του, για λίγη ώρα, προς παροχή νομικών συμβουλών.-

Πέτρος Ν. Πανταζής

Δικηγόρος Πειραιώς

ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών

Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ