Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Βασίλης Φαϊτάς: Οι ψευδαισθήσεις περί έκδοσης απόφασης εντός εξαμήνου σε ένα σύστημα οι νομοτέλειες του οποίου αναπαράγουν διαφορές

Οι διοικητικοί δικαστές δεν συμφωνούμε με τις αλλαγές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών έχει αποφασίσει να αντιδράσει σθεναρά. Ελπίζουμε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ανταποκριθεί στην επίμονη αξίωσή μας για διάλογο.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Βασίλης Φαϊτάς: Οι ψευδαισθήσεις περί έκδοσης απόφασης εντός εξαμήνου σε ένα σύστημα οι νομοτέλειες του οποίου αναπαράγουν διαφορές dikastiko.gr

Στις 25.6.2025 παρουσιάστηκαν από τον Υπουργό και Υφυπουργό Δικαιοσύνης προτάσεις τροποποιήσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις οποίες θα προβλέπονται νέες, ακόμα πιο ασφυχτικές, προθεσμίες έκδοσης δικαστικής απόφασης, με στόχο, κατά το Υπουργείο, να επιτευχθεί ο μέσος όρος των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το ένα έτος (περίπου 350 ημέρες) για την έκδοση οριστικής απόφασης και τα δύο έτη (περίπου 650 ημέρες) για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Ο δε δικαστής θα πρέπει να εκδίδει την απόφαση εντός εξαμήνου και σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου αυτού θα είναι αντιμέτωπος με την πειθαρχική διαδικασία. Αναφέρονται μεν κάποιες εξαιρέσεις (ρήτρα διαφυγής), οι οποίες όμως δεν αλλάζουν την ουσία. Παράλληλα προβλέπονται αλλαγές στην προδικασία, προς το σκοπό της επιτάχυνσης, οι οποίες όμως το μόνο που φαίνεται ότι θα πετύχουν θα είναι να τίθενται σε διακινδύνευση δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων (σε συνδυασμό με ασφυχτικές προθεσμίες που θα τίθενται σε αυτούς).

Η ταχεία επίλυση διαφορών, η οποία ασφαλώς θα ήταν ευκταία, δεν μπορεί να επιτευχθεί με δικονομικές αλλαγές όταν όλες οι αιτίες που οδηγούν μαζικά τους πολίτες στη Δικαιοσύνη είναι εδώ, όταν όλες οι αδυναμίες του δικαστικού συστήματος είναι εδώ. Αλλαγές σαν τις παραπάνω έχουν τόσο νόημα όσο μία διαταγή ότι το τρόλεϊ θα περνάει κάθε 5 λεπτά όταν δεν έχεις ανανεώσει τον στόλο των τρόλεϊ, δεν έχεις προσλάβει προσωπικό και δεν έχεις λύσει το συγκοινωνιακό. Τελικά μοναδικός αποδέκτης θα είναι ο δικαστής, το έργο του οποίου θα εντατικοποιηθεί περαιτέρω, με όποιο κίνδυνο αυτό συνεπάγεται για την ορθή επίλυση διαφορών, ευρισκόμενος ο ίδιος συνεχώς υπό την απειλή πειθαρχικού ελέγχου για αδυναμίες που στην πραγματικότητα ανήκουν στο κράτος. 

Η λογική των εν λόγω νομοθετικών προτάσεων αντανακλά την αντίληψη ότι για καθυστέρηση στη  απονομή της Δικαιοσύνης ευθύνονται οι δικαστές, οι οποίοι γενικά καθυστερούν αδικαιολόγητα τη δημοσίευση των αποφάσεων που τους ανατίθενται. Αλλά και πολλοί διάδικοι που καταφεύγουν καταχρηστικά στη Δικαιοσύνη επιβαρύνοντας το δικαστικό σύστημα. Ακόμα και αν υπάρχουν (προφανώς υπάρχουν) λίγοι δικαστές που δεν αποδίδουν, ακόμα κι αν υπάρχουν (προφανώς υπάρχουν) μερικοί πολίτες που ασκούν προφανώς αβάσιμα ένδικα βοηθήματα, τα φαινόμενα αυτά, όλως επιμέρους, δεν αποτελούν κρίσιμο παράγοντα επιβράδυνσης του δικαστικού έργου.       

-Η πιο βασική παράμετρος της αδυναμίας του δικαστικού συστήματος να ανταποκριθεί στην ανάγκη ταχείας επίλυσης των διαφορών συνδέεται με εκείνες τις νομοτελειακές αντιθέσεις της κοινωνίας και αντιφάσεις της οικονομίας σήμερα οι οποίες αναπαράγουν αναγκαία υπέρμετρες και ολοένα πιο σύνθετες διαφορές. 

Επισημαίνοντας ότι η συζήτηση ισχύει τόσο για την πολιτική όσο και για την διοικητική δικαιοσύνη, θα αναφέρω ένα δυο ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων αντιθέσεων που κατατείνουν σε σώρευση υπέρμετρου αριθμού διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια: α) Η βιομηχανική ανάπτυξη και οι επενδύσεις συνδέθηκαν διαχρονικά με κρατικές παρεμβάσεις στήριξής τους (ιδίως οικονομικές ενισχύσεις). Η αντίφαση που διαμορφώνεται συνίσταται στο ότι οι ενισχύσεις αυτές προέρχονται από κεφάλαια που εν πολλοίς δημιουργούνται από τη φορολογία των πολλών ή από τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων (ήδη από την εποχή του α.ν. 1611/1950 είχε επιβληθεί η κατάθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας με τόκο εμφανώς χαμηλότερο του πληθωρισμού, που καθοριζόταν από τη Νομισματική Επιτροπή, προς το σκοπό, σύμφωνα με τις πανηγυρικές εκφράσεις των αρμοδίων της εποχής, «να συμβάλλουν τα ασφαλιστικά ταμεία στην εκβιομηχάνιση της Ελλάδας»). Έτσι από τη μια διαμορφώθηκε ένα φορολογικό σύστημα που, αναλογικά, φορολογεί υπέρμετρα εργαζόμενους, συνταξιούχους και μικρούς επαγγελματίες (το φαινόμενο αυτό το βιώνουμε και εμείς οι εν ενεργεία και συνταξιούχοι δικαστές), ενώ προβλέπει ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Από την άλλη η αξιοποίηση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων «για να χρηματοδοτηθεί η Ανάπτυξη» συνετέλεσε καθοριστικά στην απαξίωσή τους  (μόνο για την περίοδο 1951 – 1975 οι απώλειες των Ταμείων σε τόκους έχουν υπολογιστεί σε ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 58 δις ευρώ) και εν τέλει προκάλεσε τη μείωση των συντάξεων και των παροχών πρόνοιας, αν και οι ασφαλισμένοι είχαν καταβάλει τις εισφορές τους. Έτσι γεννώνται αμέτρητες διαφορές αφού χιλιάδες πολίτες θεωρούν ότι αδικούνται. β) Η αδυναμία/άρνηση του Κράτους να καλύψει προς όλους και ολοκληρωμένα τις σύγχρονες ανάγκες για παροχές υγείας και πρόνοιας, την ώρα που η πρόοδος της επιστήμης, η οποία έχει εκτοξευθεί σε σχέση με προηγούμενες εποχές, το επιτρέπει, γεννά ομοίως επιπλέον διαφορές. γ) Η ιεράρχηση αναπτυξιακών/οικονομικών προτεραιοτήτων που διευκολύνουν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (αναφέρεται ενδεικτικά η σύγχρονη προτεραιότητα μετατροπής της χώρας σε κόμβο μεταφοράς εμπορευμάτων και ενέργειας, καθώς και η αντίστοιχη για ανάπτυξη πολυτελών τουριστικών συγκροτημάτων) έναντι εκείνων που θα κατέτειναν σε έργα υποδομής για το σύνολο της κοινωνίας (αντιπλημμυρικά έργα κ.λπ.), με περαιτέρω συνέπεια να είναι επιλέξιμες προτεραιότητες που προϋποθέτουν χωρικές ρυθμίσεις που κατατείνουν στην παραχώρηση δασών, αιγιαλών και άλλων κοινόχρηστων χώρων σε επενδυτές, σε παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης μιας περιοχής, στην άρση «εμποδίων» αρμοδιότητας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, στις νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων κ.λπ. αναπαράγει επίσης υπέρμετρο αριθμό διαφορών. 

Ο νομοθέτης πάντως  λαμβάνει μέτρα, ώστε υποθέσεις ενδιαφέροντος των ισχυρών οικονομικών παραγόντων να εκδικάζονται κατά προτεραιότητα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι απεργίες των εργαζομένων μπορούν να κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές ακόμα και αυθημερόν, την ώρα που ο εργαζόμενος περιμένει μακρά χρονικά διαστήματα για να εκδικαστεί μια αγωγή εργατικής διαφοράς.

-Από την άλλη, παρά τη διαχρονική πίεση από τις δικαστικές ενώσεις, η Δικαιοσύνη υποχρηματοδοτείται με αποτέλεσμα να λειτουργεί με ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές. Η υποχρηματοδότηση, διαχρονικό πρόβλημα, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις ανάγκες σε δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και στο κτηριακό πρόβλημα που εξακολουθεί ακόμα να ταλανίζει πολλά δικαστήρια. Η υποχρηματοδότηση συνδέεται με τη λογική κόστους – οφέλους που εισάγεται και στη Δικαιοσύνη. Με βάση τη λογική αυτή καταργήθηκαν τα ειρηνοδικεία, τόσο αναγκαία για τις μικρότερες διαφορές που αφορούσαν μεγάλο κομμάτι του λαού, ιδίως στην περιφέρεια. Με βάση τη λογική αυτή, εξάλλου, καταργήθηκαν χρήσιμες μεταβατικές έδρες διοικητικών δικαστηρίων, ενώ αμφισβητείται και η ανάγκη διατήρησης φυσικών κυρίων εδρών διοικητικών δικαστηρίων και προετοιμάζεται η μετατροπή πολλών από αυτές σε ‘‘τηλεματικές’’, κάτι που θα συρρικνώσει έτι περαιτέρω τα δικονομικά δικαιώματα των πολιτών. Η τηλεματική διαδικασία ενέχει τον κίνδυνο της ‘‘στεγανοποίησης’’ του δικαστή και της δυσχέρανσης του ελέγχου του, στον οποίο κατά το Σύνταγμα αποσκοπεί η δημόσια συνεδρίαση, ενώ, η κατάργηση της φυσικής έδρας των δικαστηρίων αποξενώνει ακόμη περαιτέρω τον δικαστή από την κοινωνία που δικάζει. 

-Η κακή νομοθέτηση (έλλειψη κατ’ ουσία διαβούλευσης, κατάθεση και ψήφιση τροπολογιών σε άσχετα νομοθετήματα, τροποποιήσεις νόμων που μόλις έχουν τεθεί σε ισχύ, επικαλύψεις διατάξεων κλπ.), η κακοδιοίκηση, αλλά και η μη συμμόρφωση της Διοίκησης στην παγιωμένη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις αποδοχών και συντάξεων (με συνέπεια την προσφυγή εκάστου ενδιαφερόμενου στο αρμόδιο Δικαστήριο, αν και το κρίσιμο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί) επιτείνει το πρόβλημα. 

Ο νομοθέτης τα τελευταία χρόνια επέλεξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σώρευσης υπέρμετρου αριθμού διαφορών όχι κοιτώντας τις αιτίες, αλλά λαμβάνοντας μέτρα στην κατεύθυνση της θέσπισης δικονομικών βαρών και άλλων εμποδίων πρόσβασης στα δικαστήρια. Αναφέρω ενδεικτικά, όσον αφορά τη διοικητική δικαιοσύνη, πέραν από όσα ήδη αναφέρθηκαν αναφορικά με την κατάργηση δικαστηρίων ή φυσικών εδρών αυτών, ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε υπερβολικά το κόστος της δίκης, θεσπίστηκαν νέες ενδικοφανείς διαδικασίες, μετακυλίστηκε από το δικαστήριο στον διοικούμενο το βάρος σειράς διαδικαστικών πράξεων, περιορίστηκε η εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, γενικεύτηκαν οι μονομελείς συνθέσεις, υποτιμήθηκε το περιεχόμενο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Τα παραπάνω μέτρα επέφεραν πράγματι σημαντική μείωση της εισροής υποθέσεων διαφόρων κατηγοριών, αφού οι πολίτες συχνά αποθαρρύνονται να ξεκινήσουν ή αδυνατούν να ολοκληρώσουν δικαστικούς αγώνες. Έγινε δηλαδή μία τεχνητή αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, όπως είναι αυτονόητο, δεν αντανακλά άμβλυνση των αντιφάσεων που αναπαράγουν διοικητικές διαφορές. 

Στη λογική αυτή κινούνται οι αλλαγές που αναγγέλθηκαν για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίστοιχες προτάσεις, κατά τη γνώμη μου, θα επιχειρηθεί να εισαχθούν και στη διοικητική δικαιοσύνη. Αποτελούν ένα ακόμη στάδιο υλοποίησης ευρύτερων σχεδιασμών για τη Δικαιοσύνη, όπως έχουν αποτυπωθεί τόσο στο Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και σε άλλη συναφή κείμενα, όπως η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, το τελικό κείμενο της οποίας συντάχθηκε στις 14.11.2020, οι οποίοι υλοποιούν την κατεύθυνση της ΕΕ να τεθεί η Δικαιοσύνη στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης και, ειδικότερα, να καταστεί πυλώνας προσέλκυσης επενδύσεων. 

Οι διοικητικοί δικαστές δεν συμφωνούμε με τις αλλαγές αυτές. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών έχει αποφασίσει να αντιδράσει σθεναρά. Εξάλλου, ήδη έχει αντιδράσει και η Ένωση Ευρωπαίων Διοικητικών Δικαστών (AEAJ) στην οποία η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, έφερε το ζήτημα. Η AEAJ, ειδικότερα, σε μείζονος σημασίας δήλωσή της, εξέφρασε την ανησυχία της για διατάξεις όπως η ήδη ισχύουσα του άρθρου 50 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022) με την οποία επιβάλλεται προθεσμία οκτώ μηνών μετά τη συζήτηση της υπόθεσης για την έκδοσης της απόφασης, ενώ αποδοκίμασε κάθε μηχανισμό (διαδικασία περικοπής μισθού, πειθαρχική διαδικασία κ.λπ.) που τιμωρεί τους δικαστές για τη μη επίτευξη τέτοιων στόχων. 

Η υπεράσπιση του δικαιώματος του λαού για ελεύθερη, δωρεάν και αποτελεσματική προσφυγή στο δικαστήριο είναι η βασική ευθύνη όσων υπηρετούν τη Δικαιοσύνη (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων). Κάθε πρότασή μας για τη βελτίωση του δικαστικού συστήματος για να έχει νόημα πρέπει να αποτυπώνει την αρχή αυτή. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών έχει ήδη αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες θέτοντας σειρά προτάσεων προς την κοινωνία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης. Ελπίζουμε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ανταποκριθεί στην επίμονη αξίωσή μας για διάλογο.

* Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης Δ.Δ., Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ