Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Αποκάλυψη: Ολόκληρο το δικαστικό έγγραφο που «βάλλει» κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας για την ηγεσία των δικαστηρίων

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αποκάλυψη: Ολόκληρο το δικαστικό έγγραφο που «βάλλει» κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας για την ηγεσία των δικαστηρίων

Ένα δικαστικό έγγραφο- φωτιά που θέτει υπό δικαστική διερεύνηση τις ταραγμένες – προεκλογικές – μέρες του Ιουνίου, όταν η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε  να επιλέξει την νέα ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων , προκαλώντας πολιτικό τσουνάμι εντός της Δικαιοσύνης , αποκαλύπτει το dikastiko.gr .

Πρόκειται για ολόκληρο το κείμενο της αίτησης ακύρωσης που  κατέθεσαν (δια του καθηγητή Παν. Λαζαράτου)  ο Σύμβουλος της Επικρατείας Δημ,  Μακρής (που ήταν ένα από τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν αλλά ο κ. Παυλόπουλος δεν υπέγραψε το διάταγμα διορισμού του ως αντιπροέδρου του ΣτΕ)   και οι δικηγόροι Μαν. Φωτάκης και Δημ. Ιωαννίδης .

Το κείμενο βάλλει νομικά κατά΄του προέδρου της Δημοκρατίας για την παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας «εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών στις θέσεις των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας».

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «…πέραν τούτου, με πρόδηλο έννομο συμφέρον ασκεί το παρόν ένδικο βοήθημα ο αιτών δικαστής και υπό την ιδιότητά του ως επιλεγέντος από το Υπουργικό Συμβούλιο για την πλήρωση μίας εκ των θέσεων Αντιπροέδρου στο Συμβουλίου της Επικρατείας. Η προαγωγή σε μία εκ των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης συνιστά το επιστέγασμα της σταδιοδρομίας του, είχε δε εύλογη προσδοκία για την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας με την έκδοση και του διατάγματος προαγωγής του. Το έννομο δε συμφέρον του είναι και ενεστώς, καθώς στην προσφάτως εξ υπαρχής κινηθείσα από την παρούσα Κυβέρνηση διαδικασία πλήρωσης των επίμαχων θέσεων ο αιτών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προεπιλεγέντων Συμβούλων της Επικρατείας. Τέλος, ο αιτών δικαστικός λειτουργός διαθέτει έννομο συμφέρον και εξ απόψεως της ηθικής βλάβης που υπέστη, λόγω της μη ολοκληρώσεως της διαδικασίας προαγωγής του στην πιο πάνω θέση, δίχως σχετική αιτιολογία, με αποτέλεσμα τη μη διασφάλιση του προσωπικού του κύρους και της ανεξαρτησίας του.

«Παράνομη»

Όπως συνοψίζουν μάλιστα οι (μη) ενέργειες του Προεδρου της Δημοκρατίας είναι παράνομές και διαρκής : «…Τούτων έπεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να εκδώσει προεδρικά διατάγματα, δυνάμει καθόλα νόμιμων και συνταγματικών πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου. Επομένως, η αρμοδιότητα του προς έκδοση ήταν δέσμια και η μη τήρηση αυτή καθιστά την παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας παράνομη….. Η ανωτέρω παράλειψη όμως του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοικήσεως, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου».

 ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

  1. Του Μακρή Δημητρίου του Ιωάννου
  2. Του Φωτάκη Μανώλη του Γεωργίου
  3. Του Ιωαννίδη Δημητρίου του Κωνσταντίνου,

ΚΑΤΑ

1) Της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκδώσει το προεδρικό διάταγμα προαγωγής των επιλεγέντων, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, δικαστικών λειτουργών στις θέσεις τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2) Κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως.

ΚΑΙ

Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται, εν προκειμένω, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

****************************

  1. I. Συνοπτική έκθεση του τιθέμενου νομικού ζητήματος.

Δια της παρούσης αιτήσεως ακυρώσεως τίθεται το ζήτημα της παρανομίας της προσβαλλομένης παραλείψεως εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αντιβαίνουσας στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. αυτοτελώς και εν συνδυασμώ ερμηνευόμενου α) με τα άρθρα 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1, 85 Σύντ., βάσει των οποίων συνάγονται ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας στην έννομη τάξη σε σχέση με εκείνον της Κυβερνήσεως και συναφώς η έκταση των ανατεθεισών σε αυτόν αρμοδιοτήτων β) με τα άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Σύντ. και 2, 19 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, βάσει των οποίων κατοχυρώνεται το κύρος και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της ομαλής λειτουργίας και της ορθολογικής οργάνωσης των δικαστηρίων.

  1. II. Σύντομο ιστορικό.

Η προαγωγή στις θέσεις των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται σε δύο στάδια μιας ενιαίας διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Προηγείται η επιλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο των δικαστικών λειτουργών προς πλήρωση των παραπάνω θέσεων, σύμφωνα με τον εκτελεστικό της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως ν. 1756/1988, και, κατόπιν της προτάσεως τούτης, ακολουθεί η προαγωγή των ως άνω επιλεγέντων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής τους.

Α. Η επιλογή των δικαστικών λειτουργών από το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

  1. Κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 90 Συντ. και της παρ. 3 του άρθρου 49 του, κυρωθέντος με το ν. 1756/1988, «Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως η παράγραφος τούτη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3841/2010, στις3 Μαΐου 2019 κινήθηκε, με την εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η διαδικασία επιλογής δικαστικών λειτουργών για την πλήρωση των θέσεων του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθώς και τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες επρόκειτο να κενωθούν στις 30 Ιουνίου 2019, με την αποχώρηση των ήδη υπηρετούντων στις εν λόγω θέσεις δικαστών, λόγω συμπληρώσεως του τιθέμενου στην παρ. 5 του άρθρου 88 Συντ. ορίου ηλικίας.
  1. Σημειωτέον ότι η διαδικασία δεν εκκίνησε πρόωρα αλλά σε συμφωνία με τις νομοθετικές χρονικές προβλέψεις. Συγκεκριμένα, κινήθηκε μόλις τρεις μέρες μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας (30 Απριλίου) για την πλήρωση των θέσεων που πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους.
  1. Με τις από 3.5.2019 τρεις εισηγήσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, προτάθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο η προεπιλογή, αντιστοίχως: α) τριών Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και τριών Αρεοπαγιτών για την πλήρωση της θέσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου, β) δύο Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, μίας Αρεοπαγίτη και τριών Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου για την πλήρωση της θέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και γ) δέκα Συμβούλων της Επικρατείας για την πλήρωση των τριών θέσεων Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
  1. Το Υπουργικό Συμβούλιο έκανε δεκτές χωρίς καμία αλλαγή τις ανωτέρω εισηγήσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτωνκαι εξέδωσε αντιστοίχως: α) την υπ’ αριθμ. 8/8-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προεπιλέχθηκαν για την πλήρωση της θέσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Αγγελική Αλειφεροπούλου του Αθανασίου, Ειρήνη Καλού του Ελευθερίου και Δήμητρα Κοκοτίνη του Βασιλείου και οι Αρεοπαγίτες Αρτεμισία Παναγιώτου του Σπυρίδωνος, Διονυσία Μπιτζούνη του Ιωάννη και Γεώργιος Χοϊμές του Ιωάννη, β) την υπ’ αριθμ. 10/8-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προεπιλέχθηκαν για την πλήρωση της θέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Ειρήνη Καλού του Ελευθερίου και Δήμητρα Κοκοτίνη του Βασιλείου, η Αρεοπαγίτης Διονυσία Μπιτζούνη του Ιωάννη και οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας του Ηλία, Χαράλαμπος Βουρλιώτης του Ιωάννη και Παναγιώτης Καραγιάννης του Σταύρου και γ) την υπ’ αριθμ. 9/8-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προεπιλέχθηκαν για την πλήρωση τριών θέσεων αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας οι Σύμβουλοι της Επικρατείας Αικατερίνη Χριστοφορίδου του Χριστόφορου-Ερμοκράτη, Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου του Αντωνίου, Παναγιώτης Ευστρατίου του Μιχαήλ, Μαργαρίτα Γκορτζολίδου του Δημητρίου, Ευαγγελία Νίκα του Νέστορα, Γεώργιος Τσιμέκας του Βασιλείου, Σπυρίδων-Κωνσταντίνος Μαρκάτης του Ιπποκράτη, Παναγιώτα Καρλή του Ιωάννη, Κωνσταντίνος Κουσούλης του Δημητρίου και Δημήτριος Μακρής του Ιωάννη.
  1. Ακολούθησε,στις 15, 16, 17 και 20 Μαΐου 2019, η ακρόαση των προεπιλεγέντων από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Συγκεκριμένα, η ακρόαση των προεπιλεγέντων για τη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου έγινε στη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου, για τη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου και για τις θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας στις συνεδριάσεις της 17ης και 20ης Μαΐου 2019. Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής δεν εξέφρασε γνώμη, με την κατά νόμο απαιτούμενη πλειοψηφία, για αριθμό δικαστικών λειτουργών ίσο προς το ήμισυ των προεπιλεγέντων.
  2. Στις26 Μαΐου 2019 διενεργήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη των εθνικών αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και κατόπιν τούτου ο τότε Πρωθυπουργός δήλωσε ότι προτίθεται να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διάλυση της Βουλής για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας κατά το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος.
  1. Στις31 Μαΐου 2019 ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο της διαδικασίας με την εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και την επιλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο των δικαστικών λειτουργών που επρόκειτο να προαχθούν, αναλαμβάνοντας καθήκοντα από 1ης Ιουλίου 2019, στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2019 το Υπουργικό Συμβούλιο έκανε δεκτές χωρίς καμία αλλαγή τις εισηγήσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και εξέδωσε, αντιστοίχως: α) την υπ’ αριθμ. 12/31-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιλέχθηκε για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, της θέσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ειρήνη Καλού του Ελευθερίου, β) την υπ’ αριθμ. 13/31-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιλέχθηκε για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, της θέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Κοκοτίνη του Βασιλείου και γ) την υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιλέχθηκαν για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, των τριών θέσεων Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας οι Σύμβουλοι της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα του Νέστορα, Κωνσταντίνος Κουσούλης του Δημητρίου και Δημήτριος Μακρής του Ιωάννη.
  1. Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι στην ίδια συνεδρίαση της 31ηςΜαΐου 2019, και μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100Α και 90 παρ. 5 Συντ., η διαδικασία επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο μίας Νομικής Συμβούλου του κράτους για την πλήρωση μίας κενής θέσεως Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και εκδόθηκε σχετικά η υπ’ αριθμ. 15/31-5-2019 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Β. Η παράλειψη προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

 

  1. Μετά την ολοκλήρωση του σταδίου της επιλογής με την έκδοση των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ακολουθεί το στάδιο της προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών, η οποία ενεργείται, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, με την έκδοση προεδρικών  διαταγμάτων. Οι πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου επέχουν θέση προτάσεως για την έκδοση των διαταγμάτων τούτων (βλ. ΣτΕ 292/1984 Ολομ.). Προς το σκοπό αυτό, σύμφωνα με πάγια διοικητική πρακτική, το Υπουργικό Συμβούλιο υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τις πράξεις επιλογής που εξέδωσε, κάθε μία από τις οποίες συνοδεύεται από σχέδιο προεδρικού διατάγματος προαγωγής, προσυπογεγραμμένο από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου που το προτείνουν, προκειμένου να εκδοθούν (δια της υπογραφής του Προέδρου της Δημοκρατίας) και να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (με εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δια του Υπουργού Δικαιοσύνης) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος προεδρικά διατάγματα.
  1. Οι από 31/05/2019 πράξεις επιλογής του Υπουργικού Συμβουλίου, η καθεμία συνοδευόμενη από σχέδιο προεδρικού διατάγματος (προσ)υπογεγραμμένο από το σύνολο των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου,υποβλήθηκαν στις 7 Ιουνίου 2019, αμέσως μόλις συγκεντρώθηκαν οι υπογραφές των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση και δημοσίευση. Συγκεκριμένα, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν, μαζί με τα αντίστοιχα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων, οι ακόλουθες πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου: η υπ’ αριθμ. 12/31-5-2019 (για την επιλογή του Προέδρου του Αρείου Πάγου), η υπ’ αριθμ. 13/31-5-2019 (για την επιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), η υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 (για την επιλογή των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας), καθώς επίσης και η υπ’ αριθμ. 15/31-5-2019 (για την επιλογή του Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους).
  1. Στις10 Ιουνίου 2019 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέδωσε, με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου (υπ’ αριθμ. 15/31-5-2019 πράξη) το διάταγμα προαγωγής σε θέση Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αυθημερόν (Γ΄ 1066/10-6-2019). Αντιθέτως, δεν εξέδωσε τα σχετικά διατάγματα για την προαγωγή στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
  1. Την επομένη, στις11 Ιουνίου 2019, εκδόθηκε, με πρόταση της Κυβερνήσεως (υπ’ αριθμ. 17/10-6-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου), το διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκηρύξεως των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 για την ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος (π.δ. 56/2019 «Διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογής Βουλευτών και σύγκληση της νέας Βουλής», ΦΕΚ Α΄ 97/11-6-2019).
  1. Ακολούθως, στις13 Ιουνίου 2019, βάσει διαμορφωμένης συνταγματικής πρακτικής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε αποδεκτή την παραίτηση του Υπουργού Εσωτερικών Αλέξανδρου Χαρίτση (π.δ. 57/2019 «Αποδοχή παραίτησης του Υπουργού Εσωτερικών», ΦΕΚ Α΄ 98/13-6-2019) και διόρισε υπηρεσιακό Υπουργό Εσωτερικών τον Αντώνιο Ρουπακιώτη (π.δ. 58/2019 «Διορισμός Υπουργού Εσωτερικών», Α΄ 98/13-6-2019) για τη διενέργεια των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019. Επήλθε έτσι μεταβολή στη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου.
  1. Ενόψει του ότι τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων που υποβλήθηκαν προς έκδοση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μαζί με τις υπ’ αριθμ. 12, 13 και 14/31-5-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου είχαν προσυπογραφεί από το σύνολο των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό τη σύνθεση που είχε στις 31 Μαΐου 2019, επομένως και από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Χαρίτση, στις21 Ιουνίου 2019 το Υπουργικό Συμβούλιο, υπό τη νέα σύνθεσή του, επιβεβαίωσε τις διενεργηθείσες επιλογές. Συγκεκριμένα, το Υπουργικό Συμβούλιο κάνοντας δεκτή την εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης εξέδωσε αντιστοίχως: α) την υπ’ αριθμ. 18/21-6-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιβεβαίωσε την προηγούμενη πράξη του, δια της οποίας επιλέχθηκε για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, της θέσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ειρήνη Καλού του Ελευθερίου, β) την υπ’ αριθμ. 19/21-6-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιβεβαίωσε την προηγούμενη πράξη του, δια της οποίας επιλέχθηκε για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, της θέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Κοκοτίνη του Βασιλείου και γ) την υπ’ αριθμ. 20/21-6-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία επιβεβαίωσε την προηγούμενη πράξη του, δια της οποίας επιλέχθηκαν για την πλήρωση, από 1ης Ιουλίου 2019, των τριών θέσεων Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας οι Σύμβουλοι της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα του Νέστορα, Κωνσταντίνος Κουσούλης του Δημητρίου και Δημήτριος Μακρής του Ιωάννη.

 

  1. Οι από 21.6.2019 ανωτέρω πράξεις επιβεβαιώσεως, μαζί με τις από 31.5.2019 πράξεις επιλογής δικαστικών λειτουργών, η καθεμία συνοδευόμενη από νέο σχέδιο προεδρικού διατάγματος (προσ)υπογεγραμμένο από το σύνολο των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό τη νέα του σύνθεση,επανυποβλήθηκαν, αμέσως μόλις συγκεντρώθηκαν οι υπογραφές των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση και δημοσίευση. Συγκεκριμένα, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (επαν)υποβλήθηκαν, μαζί με τα αντίστοιχα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων, οι ακόλουθες πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου: α) οι υπ’ αριθμ. 12/31-5-2019 και 18/21-6-2019 (για την επιλογή του Προέδρου του Αρείου Πάγου), β) οι υπ’ αριθμ. 13/31-5-2019 και 19/21-6-2019 (για την επιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), γ) οι υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 (για την επιλογή των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας).
  1. Ωστόσο, τα ως άνω προταθέντα προεδρικά διατάγματαουδέποτε εκδόθηκαν. Στις 8 και τις 9 Ιουλίου 2019 παραιτήθηκε ο τότε Πρωθυπουργός και τα υπόλοιπα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου (π.δ. 79/2019 «Αποδοχή παραίτησης του Πρωθυπουργού Αλεξίου Τσίπρα του Παύλου», ΦΕΚ Α΄ 118/8-7-2019, και π.δ. 82/2019 «Αποδοχή παραίτησης Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών», ΦΕΚ Α΄ 120/9-7-2019) και σχηματίστηκε νέα Κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 (π.δ. 80/2019 «Διορισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη του Κωνσταντίνου, Αρχηγού του Κόμματος της “Νέας Δημοκρατίας” (Ν.Δ.), ως Πρωθυπουργού», ΦΕΚ Α΄ 118/8-7-2019, π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών», ΦΕΚ Α΄ 121/9-7-2019).
  1. Η νέα κυβέρνηση δεν επιβεβαίωσε τις διενεργηθείσες επιλογέςγια τις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν επανυπέβαλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση και δημοσίευση τα σχέδια διαταγμάτων που είχαν προταθεί με τις υπ’ αριθμ. 12, 13 και 14/31-5-2019 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και επιβεβαιώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. 18, 19 και 20/21-6-2019 πράξεις του.
  1. Για τις θέσεις τουΠροέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι οποίες κενώθηκαν στις 30 Ιουνίου 2019, η παρούσα Κυβέρνηση κίνησε εκ νέου και εξ υπαρχής τη διαδικασία πληρώσεώς τους, η οποία κατέληξε στην έκδοση των από 29.8.2019 προεδρικών διαταγμάτων προαγωγής ενός αντιπροέδρου και ενός αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, στις θέσεις αυτές ( ΦΕΚ Γ΄ 1532/2-9-2019).
  1. Για τις θέσεις των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου τις Επικρατείας, έως σήμερα η Πολιτεία δεν έχει προβεί σε οιαδήποτε ενέργεια.Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει υπογράψει το επίμαχο προεδρικό διάταγμα και κατά τούτο παραλείπει αδιαλείπτως να ολοκληρώσει την διαδικασία προαγωγής των επιλεγέντων, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019, 20/21-6-2019 πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, δικαστών στις ανωτέρω θέσεις.

 

  1. Προ ολίγων ημερών, το παρόν Υπουργικό Συμβούλιο κίνησε εκ νέου και από την αρχή την κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. διαδικασία προαγωγής για την πλήρωση των τριών κενών θέσεων Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, και έχει ήδη προβεί στην προβλεπόμενη προεπιλογή, κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δέκα δικαστικών λειτουργών. Συγκεκριμένα, έχουν προεπιλεγεί οι Σύμβουλοι της Επικρατείας κ. Αικατερίνη Χριστοφορίδου, κ. Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, κ. Παναγιώτης Ευστρατίου, κ. Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, κ. Ευαγγελία Νίκα, κ. Ευθύμιος Αντωνόπουλος, κ. Γεώργιος Τσιμέκας, κ. Σπυρίδων – Κωνσταντίνος Μαρκάτης, κ. Παναγιώτα Καρλή, κ. Μαρίνα Παπαδοπούλου. Την 17/12/2019 πρόκειται να πραγματοποιηθεί η κατ’ άρθρο 1 ν. 3841/2010 ακρόαση των ανωτέρω προεπιλεγέντων Συμβούλων της Επικρατείας από την Διάσκεψη των Προέδρων, προκείμενου να εκφράσει την απαιτούμενη γνώμη.

 

III. Επί του παραδεκτού.

Η παρούσα αίτηση ακυρώσεως ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Ειδικότερα, λεκτέα τα ακόλουθα:

Α. Ως προς τη δυνατότητα δικαστικής προσβολής της προσβαλλομένης παραλείψεως.

Α1. Αναφορικά με τον τιθέμενο στην παρ. 6 του άρθρου 90 Συντ. περιορισμό.

  1. Το άρθρο 90 παρ. 6 Συντ. απαγορεύει την δικαστική προσβολή των προβλεπόμενων σε αυτό αποφάσεων ή πράξεων. Πρόκειται για ειδικό απαράδεκτο που θέτει εκποδών τις γενικές διατάξεις του Συντάγματος, ιδίως δε το άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.Ωστόσο, υφίσταται πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Σας (ΟλΣτΕ 292/1984, 1274/1993, ΣτΕ 4751-4752/1998, 1339/1988), κατά την οποία το κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 90 Συντ. απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως θεσπίζεται για τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους ορισμούς των λοιπών διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Ειδικότερα, κατά το μέρος που η παρ. 6 του άρθρου 90 Συντ. αναφέρεται στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, το απαράδεκτο αφορά τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση (ΟλΣτΕ 2512/2016, 1757/2008, 3466/2008, 4752/2008, 4356/1997). Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος.
  2. Σημειωτέον ότιμε νεότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 435/2019) έγινε δεκτό ότι για την εξέταση λόγων ακυρώσεων που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, δεν εξετάζεται μόνο η γραμματική διατύπωση της παραγράφου τούτης, αλλά και η έννοια της. Προς τούτο, το 90 παρ. 5 Συντ. δεν ερμηνεύεται αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό με τα άρθρα 26, 88, 87 παρ. 1 Συντ., 2 και 19 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Πρόκειται για ερμηνεία του άρθρου 90 παρ. 5 κατά την συνολική έννοια του στην έννομη τάξη. Συναφώς έκρινε και η μειοψηφούσα γνώμη της ΣτΕ 1304/2019 (σκ. 6).
  3. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1991/1990), η κρίσιμη συνταγματική διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1, και 20 παρ. 1, επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση να μεριμνά για τη σύσταση και ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων, διότι έτσι μόνο καθίσταται δυνατή η άσκηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Η ομαλή δε λειτουργία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας επιβάλλει την πλήρωση των θέσεων των προέδρων και αντιπροέδρων τους, οι οποίες συστήνονται ή κενώνονται. Κατά τούτο, η παράλειψη της Διοικήσεως να προβεί στην οφειλομένη αυτή νόμιμη ενέργεια παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως, διότι το θεσπιζόμενο από το άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος απαράδεκτο αφορά τις θετικές πράξεις της Διοικήσεως για τις προαγωγές στις παραπάνω θέσεις και όχι στις σχετικές παραλείψεις της, όπως είναι η παράλειψή της να κινήσει την διαδικασία πληρώσεως των θέσεων αυτών.
  4. Συναφώς, ηΣτΕ 1628/1989 σκ. 11 έκρινε τα ακόλουθα: «Επειδή η τοιαύτη παράλειψις του Υπουργού της Δικαιοσύνης παραδεκτώς προσβάλλεται δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, καθ’ όσον το υπό του άρθρου 90 παρ. 6 του ισχύοντος Συντάγματος θεσπιζόμενον απαράδεκτον αφορά εις τας περί προαγωγών, τοποθετήσεων, μεταθέσεων κλπ. αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και τας συναφείς προς αυτάς θετικάς πράξεις της Διοικήσεως ουχί δε και εις σχετικάς παραλείψεις αυτής, οία η παράλειψις του Υπουργού της Δικαιοσύνης προς υποβολήν του ειρημένου ερωτήματος, άνευ του οποίου δε δύναται να κινηθή η διαδικασία πληρώσεως των κενών θέσεων Συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ήτις, κατά τα εκτεθέντα, επιβάλλεται εξ ετέρων διατάξεων αυτού.».
  5. Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα εξής:
α. Οι πράξεις ή αποφάσεις (προεδρικά διατάγματα) της παρ. 5 του άρθρου 90 Συντ., συνεκτιμωμένης της παρ. 6 του ίδιου άρθρου, παραδεκτώς προσβάλλονται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο με επαγόμενους λόγους ακυρώσεως για i) την παράβαση των όρων που απορρέουν από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 90 παρ. 5 ii) την παράβαση των όρων που απορρέουν από την έννοια του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με άλλες συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή αρχές.

β. Το ανωτέρω υπό (α) γινόμενο δεκτό δεν ισχύει επί παραλείψεων, για την ακύρωση των οποίων δεν ισχύουν οι περιορισμοί του άρθρου 90 παρ. 6 Συντ. (ΣτΕ 1968/1989, 1991/1990, βλ. και Παραρά, Corpus 1999, σελ 527 επ.).

γ. Σε κάθε περίπτωση, επικουρικώς προβάλλεται ότι ακόμα κι αν ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο Σας ότι το υπό (β) συμπέρασμα δεν ισχύει, και άρα ότι η κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 90 παρ. 6 Συντ. περιλαμβάνει και τις τελούμενες παραλείψεις, η διαμορφωθείσα νομολογία για το παραδεκτό των προβληθέντων λόγων ακυρώσεως κατά των αποφάσεων ή πράξεων του άρθρου 90 Συντ. (βλ υπό (α)), καταλαμβάνει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τις αντίστοιχες παραλείψεις.

δ. Κατά τούτο, αίτηση ακυρώσεως στρεφόμενη κατά παραλείψεως λόγω παραβιάσεως –αυτοτελώς ή εν συνδυασμώ με άλλες διατάξεις– του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., και υπό τις δύο ανωτέρω εκδοχές, παραδεκτώς προσβάλλεται.

ε. Εν προκειμένω, η υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα προκύπτει ευθέως από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος.

στ. Ταυτοχρόνως, η εν λόγω υποχρέωση συνάγεται και από τον συνδυασμό του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. με άλλες συνταγματικές και υπερνομοθετικής διατάξεις.

η. Με τον μοναδικό, δηλαδή, λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παρανομία της προσβαλλόμενης παραλείψεως, λόγω παραβιάσεως τόσο της γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 90 παρ. 5, όσο και της έννοιας του, όπως τούτη προκύπτει υπό το φως έτερων συνταγματικών και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων.

 

Τούτων παρέπεται ότι α) με την πρώτη ερμηνευτική εκδοχή, ανεξαρτήτως των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, παραδεκτώς ασκείται η παρούσα αίτηση ακυρώσεως κατά παραλείψεως, ως μη καταλαμβανόμενη από την έκταση εφαρμογής του άρθρου 90 παρ. 6 Συντ. β) με την δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή η επίμαχη παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, καθώς ο επαγόμενος λόγος ακυρώσεως δεν εμπίπτει, κατά τα προρρηθέντα, στο απαράδεκτο του άρθρο 90 παρ. 6 Σύντ., όπως το πεδίο τούτου έχει διαμορφωθεί νομολογιακώς.

Η συνδρομή των όρων παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, συνιστά ζήτημα εξεταζόμενο στο πλαίσιο του βασίμου.

Α2. Ως προς την εξαίρεση από το δικαστικό έλεγχο των «κυβερνητικών πράξεων», κατ’ άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989.

  1. Οιρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες διακρίνονται απολύτως από τις αμιγώς διοικητικές, ασκούνται, με σκοπό τη ρύθμιση των σχέσεων της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, μέσω της εκδόσεως συγκεκριμένης κατηγορίας διαταγμάτων, των ρυθμιστικών, παραδείγματα δε αυτών αποτελούν τα διατάγματα διορισμού της Κυβερνήσεως, αποδοχής της παραιτήσεως της Κυβερνήσεως, διαλύσεως της Βουλής και της προκηρύξεως εκλογών.
  2. Τα εν λόγω διατάγματα εξαιρούνται του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου, ως «κυβερνητικές πράξεις», αναγόμενες στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989.
  3. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει, όμως, καιαμιγώς διοικητικές αρμοδιότητεςΚατά την άσκηση δε των διοικητικών του αρμοδιοτήτων δεν ενεργεί ως ρυθμιστής του πολιτεύματος.
  4. Δεν αμφισβητείται ότι τα διατάγματα του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος είναι, όπως ακριβώς και εκείνα της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ατομικού χαρακτήρα και όχι ρυθμιστικά.
  5. Τα ατομικού χαρακτήρα διατάγματα ελέγχονται ως προς τη νομιμότητά τους δικαστικά. Ο έλεγχος ιδίωςτων εν λόγω ατομικού χαρακτήρα διαταγμάτων της παρ. 5 άρθρου 90 Συντ. έχει παγιωθεί και νομολογιακώς (ΣτΕ 292/1984 Ολομ. και παγίως έκτοτε).
  6. Εφόσον η έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων δεν αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, κυβερνητική πράξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου το αυτό ισχύει και για την παράλειψη εκδόσεως τους.

Βάσει τούτων, παραδεκτώς άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας η υπό κρίση διαφορά.

Β. Ως προς το έννομο συμφέρον των αιτούντων.

Β1. Αναφορικά με τον πρώτο αιτούντα.

  1. Εκ των άρθρων 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση της δικαστικής λειτουργίας ανατίθεται σε δικαστήρια συγκροτούμενα εκ τακτικών δικαστών απολαυόντων λειτουργικής και προσωπικής   ανεξαρτησίας. Υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών, στο πλαίσιο κατοχυρώσεως της αρχής της οργανικής διακρίσεως των λειτουργιών, υφίσταται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων (άρθρα 87 έως και 91 Συντ.).Μεταξύ των εγγυήσεων τούτων περιλαμβάνεται πρωτίστως η υπό τις συγκεκριμένες συνταγματικές προβλέψεις επιλογή και υπηρεσιακή εξέλιξη  αυτών.
  2. Υπό το φως και των άρθρων 20 παρ. 1 και 6 της ΕΣΔΑ, οι ανωτέρω διατάξεις, θεμελιώνουν την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά τόσο για τη σύσταση δικαστηρίων όσο και για την ομαλή λειτουργία τους, διότι μόνο έτσι καθίσταται  δυνατή  η  άσκηση  του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η ομαλή δε λειτουργία και η ορθολογική οργάνωση των δικαστηρίων αυτών πρωτίστως επιτυγχάνεται δια της πληρώσεως των νομοθετημένων για καθένα από αυτά κενών θέσεων, κατά τον υπό του νόμου, συνάδοντος προς το Σύνταγμα, προβλεπόμενο τρόπο και διαδικασία.
  3. Άλλωστε,οι εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, ιδίως δε της ειδικής μεταχειρίσεως που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στην υπηρεσιακή τους κατάσταση, αποσκοπούν στην θωράκιση και της λειτουργικής τους ανεξαρτησίαςΗ θητεία δε των δικαστών αφενός είναι συνταγματικώς ορισμένη (άρθρο 88 παρ. 5 Συντ.) και αφετέρου συνάπτεται απολύτως με το κύρος και την ανεξαρτησία τους. Έκφανση της ανωτέρω ανεξαρτησίας αποτελεί και η κατά τους ορισμούς του Συντάγματος ανανέωση των συνθέσεων των δικαστηρίων. Τονιστέο εξάλλου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης προς την ανεξαρτησία των δικαστών (ΣτΕ 2647/2017 σκ. 16). Όπως έχει χαρακτηριστικά κριθεί: «Ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Προέδρου και αντιπροέδρων) αποτελεί ουσιώδη εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας και θεμελιώδες στοιχείο της ορθολογικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης.» (ΣτΕ 1304/2019 μειοψ. – σκ. 10).
  4. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων προκύπτει και από το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο και δη από τα άρθρα 19 και 2 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
  5. Επομένως, η επαγόμενη παρανομία της μη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., γίνεται αντιληπτή και σε συνδυασμό με τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος, αφορώσες το κύρος και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Η, ενόψει της ανευρέσεως του νοήματος της έννοιας του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., συνδυαστική ερμηνεία του άρθρου τούτου με τις ανωτέρω διατάξεις έχει προκριθεί, όπως προαναφέρθηκε, και από την ΣτΕ 435/2019 καθώς και την ΣτΕ 1304/2019 (μειοψ.).
  6. Σημειωτέον, συν τοις άλλοις, ότι ηάρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να συμπράξει στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων προαγωγής, παρά τη θετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, λόγω της υποτιθέμενης κατ’ ουσία παραβάσεως του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. και άρα και της συναπτόμενης με αυτό αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, ιδίως χωρίς οιαδήποτε αιτιολογία, θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσωπική μομφή κατά των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, κάθε Κυβέρνηση δεν προτείνει αυθαιρέτως τους δικαστές της αρεσκείας της αλλά κατά τα νομίμως προβλεπόμενα ορίζει τους ικανότερους, επί τη βάσει των νόμιμων προσόντων και των εγγυήσεων της ακολουθητέας, κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., διαδικασίας. Το συμπέρασμα δε αυτό δεν αναιρείται από την υφιστάμενη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς τούτο σε κάθε περίπτωση δεσμεύεται από το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., η συνδρομή των προϋποθέσεων του οποίου ελέγχεται δικαστικά, ως έχει ειπωθεί ανωτέρω. Σύμφωνα εξάλλου με το ΕΔΔΑ, ο διορισμός του Προέδρου, άρα και των Αντιπροέδρων, δικαστηρίου από την εκτελεστική εξουσία δεν αφήνει αμφιβολίες για την αμεροληψία του, διότι δεν συνεπάγεται ότι αυτή του δίνει οδηγίες στον τομέα των δικαστικών αρμοδιοτήτων του (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.6.2005, Ζολώτας κατά Ελλάδας, της 26.8.2003, Filippini κατά Αγίου Μαρίνου, της 28.6.1984, Cambell and Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά.). Η μη υπογραφή λοιπόν του κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. προεδρικού διατάγματος θέτει επιπλέον ζήτημα μη διασφαλίσεως του κύρους και της ανεξαρτησίας των ήδη επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών.
  7. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο87 παρ. 2 Συντ. οι δικαστές «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους», και έχουν ειδικό καθήκον να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικές διατάξεις. Από την παράγραφο τούτη σε συνδυασμό με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου και την παρ. 3 του άρθρου 26 Συντ., προκύπτει υποχρέωση του δικαστικού λειτουργού να διαφυλάσσει το κύρος και την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, την ορθολογική οργάνωσή και την εύρυθμη λειτουργία τους.
  8. Συνεπώς, εφόσον, ο αιτών Σύμβουλος της Επικρατείας, για τον οποίο ακριβώς το Σύνταγμα επιφυλάσσει τις ειδικές εγγυήσεις των άρθρων 87-91 Συντ., επάγεται παρανομία της προσβαλλόμενης παραλείψεως, η οποία συνάπτεται με παράβαση του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, της ορθολογικής οργανώσεως και της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων,  νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως.Τούτη η παραδοχή επιρρωνύεται και από την ΣτΕ 1628/1989 κατά την οποία: «Επειδή είναι προφανές το έννομον συμφέρον του  αιτούντος,  διώκοντος δια της υπό κρίσιν αιτήσεως την ακύρωσιν της ρηθείσης παραλείψεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης (ενν: να κινήσει και να συνεχίσει τη διαδικασία πληρώσεως κενωθεισών θέσεων), υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επικαλουμένου δε την οφειλομένην ως εκ  του  λειτουργήματός του  μέριμναν  δια την ομαλήν λειτουργίαν και την κατά τρόπον σύμφωνον προς το Σύνταγμα στελέχωσιν του  δικαστηρίου  τούτου  (πρβλ.  ολ.  ΣτΕ 2909/1986).».
  9. Πέραν τούτου, μεπρόδηλο έννομο συμφέρον ασκεί το παρόν ένδικο βοήθημα ο αιτών δικαστής και υπό την ιδιότητά του ως επιλεγέντος από το Υπουργικό Συμβούλιο για την πλήρωση μίας εκ των θέσεων Αντιπροέδρου στο Συμβουλίου της Επικρατείας. Η προαγωγή σε μία εκ των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης συνιστά το επιστέγασμα της σταδιοδρομίας του, είχε δε εύλογη προσδοκία για την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας με την έκδοση και του διατάγματος προαγωγής του. Το έννομο δε συμφέρον του είναι και ενεστώς, καθώς στην προσφάτως εξ υπαρχής κινηθείσα από την παρούσα Κυβέρνηση διαδικασία πλήρωσης των επίμαχων θέσεων ο αιτών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προεπιλεγέντων Συμβούλων της Επικρατείας.
  10. Τέλος, ο αιτών δικαστικός λειτουργός διαθέτειέννομο συμφέρον και εξ απόψεως της ηθικής βλάβης που υπέστη, λόγω της μη ολοκληρώσεως της διαδικασίας προαγωγής του στην πιο πάνω θέση, δίχως σχετική αιτιολογία, με αποτέλεσμα τη μη διασφάλιση του προσωπικού του κύρους και της ανεξαρτησίας του.

Β2. Αναφορικά με τον δεύτερο και τον τρίτο αιτούντα.

  1. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013):«Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου.», ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νομοθετήματος: «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της.». Ακολούθως, στο άρθρο 5 ως άνω νόμου ορίζονται τα εξής: «Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του: α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.».
  2. Από την συνδυαστική ερμηνεία των ανωτέρω νομοθετικών διατάξεων συνάγεται ότι οι ασκούντες το δικηγορικό λειτούργημα έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων αφορώντων την διασφάλιση του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
  3. Περαιτέρω, έχει κριθείότι νομιμοποιούνται ενεργητικά δικηγόροι να ζητήσουν την ακύρωση του πίνακα ενταχθέντων στο Τμήμα Διοικητικής Δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοικήσεως (Γ΄ ΣτΕ 4388, 4390/1988 7μ.).
  4. Συναφώς, οιδικηγορικοί σύλλογοι έχουν αναγνωριζόμενο από τον Κώδικα Δικηγόρων (βλ. ν.δ. 3026/1954, Α΄ 235, άρθρο 199 περ. γ΄ και ν. 4194/2013, Α΄ 208 άρθρο 90 περ. β΄, στ΄ και ζ΄) ενδιαφέρον για τη νόμιμη οργάνωση και απονομή της δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 3190/2017, 2080/2015 7μ., 113/2015 7μ., 4788/2014 7μ., 3973/2013 7μ., 3668/2006 Ολομ.).
  5. Με βάση τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως συνάπτεται απολύτως με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, την εύρυθμη λειτουργία τους και την κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα στελέχωση τους.
  6. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο δεύτερος και ο τρίτος αιτών, υπό την ιδιότητα τους αφενός ως ασκούντων το επάγγελμα του δικηγόρου και αφετέρου ως μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με έννομο συμφέρον ασκούν την παρούσα αίτηση ακυρώσεως.

Γ. Ως προς το εμπρόθεσμο της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως.

  1. Την31/05/2019 προτάθηκε με τις υπ’ αριθμ. 12-14/31-5-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου η έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής των δικαστικών λειτουργών στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι πράξεις τούτες, μαζί με την υπ’ αριθμ. 15/31-5-2019 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου για την προαγωγή του Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υποβλήθηκαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μαζί με τα αντίστοιχα σχέδια διαταγμάτων, στις 7 Ιουνίου 2019, μόλις ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των (προσ)υπογραφών των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος δε της Δημοκρατίας είχε ΑΜΕΛΛΗΤΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ, να προβεί στην έκδοση τους. Τούτο δε με βάση τα ακόλουθα, τα οποία αναλύονται ειδικότερα και κατωτέρω (υπό VI., B, 2):
  1.         Τη γραμματική διατύπωση του εκτελεστικού νόμου του συντάγματος, και συγκεκριμένα της παρ. 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ως ισχύει σήμερα, κατά την οποία η διαδικασία του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. πρέπει να ολοκληρώνεται σύντομα και ΕΓΚΑΙΡΩΣ
  1. Την τελεολογική ερμηνείατου άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 90 παρ. 5 Συντ., υπό την έννοια της υποχρεωτικής μέριμνάς της Πολιτείας για τη σύσταση και ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων, πτυχή δε της οποίας συνιστά η κατά νόμο πλήρωση των θέσεων των δικαστών.

iii.        Τα νομολογιακώς κριθέντα στις ΣτΕ 1628/1989, 1991/1990

  1. Τον άπαξ χαρακτήρα της ουσιαστικής αρμοδιότητας επιλογής των προακτέων δικαστών από το Υπουργικό Συμβούλιο, υπό το φως της διασφάλισης του κύρους και της ανεξαρτησίας των επιλεγέντων δικαστών, υπό την έννοια ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υποχρεούταν κατά το Σύνταγμα και το νόμο να αναμένει τη διενέργεια των εκλογών.
  2. Την διαμορφωμένη διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία τα διατάγματα του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εντός λίγων ημερών, από την ημέρα παραλαβής της πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου μετά του συνοδευομένου σχεδίου προεδρικού διατάγματος. Άλλωστε, τούτο συνέβη και, εν προκειμένω, με το διάταγμα προαγωγής σε θέση αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο εκδόθηκε την 10/06/2019. Η έκδοση δε του διατάγματος τούτου  εντάσσεται σε ουσιωδώς όμοια με την παρούσα διαδικασία.
  1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρανόμως παρέλειψε την έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής, αναφορικά με τις θέσεις δικαστικών λειτουργών στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας.Η υποχρέωσή του να εκδώσει αμελλητί τα διατάγματα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επανενεργοποιήθηκε μετά την επιβεβαίωση και επανυποβολή τους με τις υπ’ αριθμ. 18, 19 και 20 /21-6-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Η παράλειψη, λοιπόν, της αμελλητί εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.

 

  1. Ωστόσο, η επίμαχη παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου(κατά την οποία η διαρκής εξακολούθηση της παρανομίας της Διοίκησης, στηριζόμενη στην άπαξ τελεσθείσα παρανομία μέσω διοικητικής πράξης – ή παράλειψης- , εκκινεί νέα αυτοτελή παραγραφή για κάθε έτος στο οποίο ανάγεται η ζημία).
  1. Κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, το χρονικό σημείο στοιχειοθετήσεως της το πρώτον συντελεσθείσας παραλείψεως του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι νομικά κρίσιμο για την εξέταση του εμπροθέσμου της παρούσας, καθώς η διαρκής παρανομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είναι εξακολουθητική και αναγεννά την υποχρέωση του προς πράξη συνεχώς, καθιστά την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εμπροθέσμως ασκηθείσα.

 

  1. Άλλως και επικουρικώς, η έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος έπρεπε να διενεργηθεί το αργότεροτην 1ηΙουλίου 2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία κενώνονταν οι θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την ημερομηνία τούτη, λοιπόν, συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία, όμως σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, είναι διαρκής. Συνεπώς, και υπό αυτή την εκδοχή, η παρούσα αίτηση ακυρώσεως τοποθετείται στη σφαίρα του εμπροθέσμου.

 

  1. Άλλως και επικουρικώς, προβάλλονται τα ακόλουθα:

 

α) Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κατά το Σύνταγμα ουσιαστική αρμοδιότητα επιλογής των προακτέων δικαστών μπορεί να ασκηθεί άπαξ. Και τούτο προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία και το κύρος της Δικαιοσύνης από ενδεχόμενες αλλαγές στην επιλογή των δικαστών από επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικής συνθέσεως (της ιδίας κοινοβουλευτικής στηρίξεως ή άλλης). Η εκδοχή αυτή φωτίζεται από το άρθρο 26 του Συντάγματος και όλες τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία των δικαστών, καθώς και τις αντίστοιχες αρχές του ενωσιακού δικαίου που έχει αναδείξει η νομολογία του ΔΕΕ.

β) Διαφορετική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα να είναι δυνατόν διαδοχικά υπουργικά συμβούλια να προβαίνουν σε διαφορετική επιλογή προακτέων,  εφόσον δεν έχει υπογραφεί το προεδρικό διάταγμα. Συναφώς, θα είχε ως περαιτέρω συνέπεια να είναι δυνατή και η ανάκληση διατάγματος προαγωγών για λόγους ουσιαστικούς, η οποία είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη.

γ) Απότοκο αυτών των παραδοχών αποτελεί η υποχρέωση του νέου Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει εκδίδοντας όμοια πράξη, χωρίς να μπορεί να επιλέξει διάφορους δικαστικούς λειτουργούς εκτός των ήδη επιλεγέντων.

δ) Άλλωστε, με βάση την υποχρέωση τούτη το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο προέκυψε κατόπιν της διαλύσεως της Βουλήςμε μεταβολή στη σύνθεσή του, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 20/21-06-2019 πράξη, επαναβεβαιώνοντας την αρχική υπ’ αριθμ. 14/30-05-2019 πράξη επιλογής των δικαστικών λειτουργών που θα κάλυπταν τις θέσεις των τριών (3) αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ε) Η παράλειψη του νέου Υπουργικού Συμβουλίου να προβεί στην ως άνω επιβεβαίωση, αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπό την προϋπόθεση της κατ’ άρθρο 45 παρ. 4 π.δ. 18/89 άπρακτης παρελεύσεως τριών μηνών από την 22/07/2019, ημέρα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Τούτο δε διότι:

  1. Δεν ορίζεται άλλη προθεσμία από το γράμμα ή από το πνεύμα των εφαρμοζόμενων διατάξεων
  2. Για την εκκίνηση της τρίμηνης προθεσμίας προς διενέργεια πράξεως η αρμοδιότητα του οργάνου θα πρέπει υφίσταται οριστικώς χωρίς όρους ή περαιτέρω προϋποθέσεις

στ) Συνεπώς, η μη επανέκδοση από το Υπουργικό Συμβούλιο της πράξεως όμοιου περιεχομένου με τις υπ. αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 πράξεις, αποτέλεσε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, την 22/10/2019.

στ) Η υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκδώσει το κρίσιμο προεδρικό διάταγμα, κατ’ ενάσκηση της συνταγματικής περιωπής αρμοδιότητάς του, συμπίπτει χρονικά με την συντέλεση της παραλείψεως του Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει την από 30/05/2019 επιλογή των δικαστών.

ζ) Συνεπώς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραλείπει νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια την 22/10/2019, η εξηκονθήμερη δε προθεσμία για τη δικαστική προσβολή της πράξεως του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τούτο, πρόκειται να παρέλθει την 23/12/2019.

Η παρούσα αίτηση ακυρώσεως ασκείται, λοιπόν, εμπροθέσμως.

  1. IV. Λόγος Ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης παραλείψεως εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αντιβαίνουσας στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. αυτοτελώς και ερμηνευόμενου εν συνδυασμώ α) με τα άρθρα 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85 Σύντ., βάσει των οποίων συνάγονται ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας στην έννομη τάξη σε σχέση με εκείνον της Κυβερνήσεως και συναφώς η έκταση των ανατεθεισών σε αυτόν αρμοδιοτήτων β) με τα άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Σύντ. και 2, 19 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, βάσει των οποίων κατοχυρώνεται το κύρος και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της ομαλής λειτουργίας και της ορθολογικής οργάνωσης των δικαστηρίων.

Η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας συνδέεται με την αδράνεια του διοικητικού οργάνου (παράλειψη) να εκδώσει ρητή εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία υποχρεούται να εκδώσει κατά νόμο. Βάσει αυτού οι προϋποθέσεις για την συντέλεση παραλείψεως οφειλόμενης ενέργειας είναι σχηματικά οι ακόλουθες:

Α.  Υποχρέωση (δέσμια αρμοδιότητα) κατά νόμο της διοικητικής αρχής να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση.

Β. Παράλειψη της διοικητικής αρχής, υπό την έννοια της μη εκδόσεως της ως άνω διοικητικής πράξης δέσμιας αρμοδιότητας, εντός του κατά νόμο προβλεπόμενου χρόνου.

Α.  Ως προς την υποχρέωση (δέσμια αρμοδιότητα) κατά νόμο της διοικητικής αρχής να ρυθμίσει την έννομη σχέση.

 

Α1. Συναγωγή δέσμιας αρμοδιότητας του ΠτΔ προς έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος εκ του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., εφαρμοζόμενου αυτοτελώς.

 

  1. Το γράμμα της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος επιβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δέσμια αρμοδιότητα εκδόσεως των διαταγμάτων προαγωγής των δικαστικών λειτουργών στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο και το δεύτερου εδάφιο της διατάξεως, ορίζεται ότι οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου»,το οποίο επιλέγει τους προαγόμενους, όπως νόμος ορίζει.
  1. Στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5, επιφύλαξη υπέρ του νόμου τίθεται μόνο για την κατά την έννοια του νόμου «επιλογή»των δικαστικών λειτουργών από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και όχι για την κατά την έννοια του νόμου «προαγωγή», που διενεργείται με προεδρικό διάταγμα. Η ρήτρα, δηλαδή, «όπως νόμος ορίζει» στο τέλος του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 προσδιορίζει, στο πρώτο εδάφιο, τη φράση «με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου» και στο δεύτερο εδάφιο τη φράση «με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του». Τούτο σημαίνει ότι εφόσον η επιλογή διενεργηθεί, η προαγωγή των επιλεγέντων στις θέσεις προς πλήρωση θέσεις ρυθμίζεται αποκλειστικά και εξαντλητικά από τη συνταγματική διάταξη: ενεργείται με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν της προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο νόμος δεν επιτρέπεται να ρυθμίσει με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε καν συμπληρωματικά, τη διαδικασία προαγωγής μετά την επιλογή των προακτέων.
  2. Η αποκλειστικότητα της συνταγματικής ρυθμίσεως της προαγωγής των επιλεγέντων επιβεβαιώνεται και από τον εκτελεστικό του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. νόμο.Ειδικότερα, ο Κώδικα Οργανώσεως Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών περιέχει διατάξεις που καθορίζουν, αφενός, τα νόμιμα προσόντα που πρέπει να έχει ο δικαστικός λειτουργός που επιλέγεται προς προαγωγή (άρθρα 62 παρ. 3-4, 63 παρ. 7, 71 παρ. 4-5 και 77 παρ. 9-11) και, αφετέρου, τη διαδικασία επιλογής τους από το Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 49 παρ. 3). Και οι δύο κατηγορίες διατάξεων ρυθμίζουν αποκλειστικά το στάδιο της επιλογής. Για το στάδιο της προαγωγής των επιλεγέντων ο νόμος δεν περιέχει οποιαδήποτε ρύθμιση, αλλά περιορίζεται απλώς να επαναλάβει τη συνταγματική ρύθμιση, ορίζοντας στο πρώτο εδάφιο της περίπτ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 49 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3841/2010) ότι οι προαγωγές «ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου».
  3. Επί τη βάσει της γραμματικής διατυπώσεως αλλά και του πνεύματος της παρ. 5 άρθρου 90 Συντ., ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξαντλεί την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρμοδιότητά του δια της εκδόσεως του επίμαχου προεδρικού διατάγματος. Ασκεί δε εκ του Συντάγματος απονεμόμενη διοικητική αρμοδιότητα, ενεργεί δηλαδή ως διοικητική αρχή, για την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως (ΟλΣτΕ 292/1984). Το Σύνταγμα, δηλαδή, αναθέτει στο Υπουργικό Συμβούλιο την ουσιαστική αποφασιστική αρμοδιότηταγια την επιλογή των δικαστικών λειτουργών που θα προαχθούν στις κατονομαζόμενες στη συνταγματική διάταξη θέσεις.
Συμπερασματικά, με βάση το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ.:

 

α) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ολοκληρώνει τη διαδικασία της προαγωγής μέσω της εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος. Δεν μπορεί να αποστεί από την έκδοση του διατάγματος προαγωγής των δικαστικών λειτουργών, υπό την έννοια ότι η πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δεσμευτική για αυτόν (βλ. Σπυρόπουλο «Συνταγματικό Δίκαιο, 2018, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 439 και Τσιρωνά, in: Σπυρόπουλο/Κοντιάδη κλπ, Ερμηνεία του Συντάγματος, στο άρθρο 90 παρ. 5, σελ. 1385).

β) Άλλως και επικουρικώς, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,  περιοριζόμενο μόνο σε έλεγχο νομιμότητας, δεν καταλείπεται οιαδήποτε διακριτική ευχέρεια ως προς την έκδοση ή μη του κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. διατάγματος, όταν η πρόταση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου είναι καθόλα νόμιμη. Στην περίπτωση τούτη, πέραν πάσης αμφιβολίας συντρέχει δέσμια αρμοδιότητα.

 

γ) Αν αντιθέτως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά τον υπό (β) έλεγχο νομιμότητας, διαπιστώσει παρανομία στις πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, η μη έκδοση του προεδρικού διατάγματος δέον όπως είναι ειδικώς αιτιολογημένη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΔΔιαδ.

Α2. Συναγωγή δέσμιας αρμοδιότητας του ΠτΔ προς έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος εκ του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 παρ. 2, 35, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85 Συντ.

  1. Κατά το άρθρο 26 παρ. 2 Συντ., η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 35 παρ. 1 Συντ., κάθε πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας προσυπογράφεταιαπό τον εκάστοτε αρμόδιο Υπουργό. Τούτο σημαίνει ότι την ευθύνη των πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας επωμίζεται ο ίδιος ο Υπουργός δια της προσυπογραφής του. Οι πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτείται προσυπογραφή είναι περιοριστικώς αναφερόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 35. Η σύμπραξη των ανωτέρω πολιτειακών οργάνων ουδόλως παρίσταται ισότιμη. Η πρωτοβουλία, η διατύπωση του κειμένου των προς έκδοση πράξεων, η απόφαση είναι ανατεθειμένη στην Κυβέρνηση. Τούτο δε, συμφώνως προς τα άρθρα 82 παρ. 1 και 85 Συντ και την απορρέουσα εξ αυτών αρχή της υπεύθυνης Κυβερνήσεως στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Η μετακύλιση της ευθύνης στην Κυβέρνηση μέσω της υπουργικής προσυπογραφής εμφαίνεται και από το πολιτικά ανεύθυνο αλλά και το κατ’ αρχήν ποινικό και αστικό ανεύθυνο του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατ’ άρθρο 49 Συντ. Προκύπτει, λοιπόν, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει περιορισμένες και ειδικώς συνταγματικά καθορισμένες αρμοδιότητες, χωρίς τούτο, προφανώς, να εξικνείται μέχρι την μετατροπή του σε απλό διεκπεραιωτή υποθέσεων της Κυβερνήσεως. Άλλωστε, κατ’ άρθρο 30 Συντ., ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος. Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι εγκαθιδρύεται μέσω της διάταξης αυτής μια, γενική ρυθμιστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας, «ποικιλοτρόπως ασκούμενη», καθώς η αρχή της νομιμότητας, η οποία αποτυπώνεται ρητά, και ειδικά για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο άρθρο 50 Σεπιβάλλει τη θεώρηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων ως αποκλειστικά απαριθμούμενων σε ειδικές συνταγματικές διατάξεις, και αποκλείει την έμμεση συναγωγή περαιτέρω εξουσιών. (βλ. και Α. Μάνεσης, “Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986”, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 30-31, ανατύπωση από το τεύχος 13-14 της Νομ. Επιθεώρησης, Δίκαιο και Πολιτική, υπό τον τίτλο: “Η νομικοπολιτική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986”.). Εν πάση βέβαια περιπτώσει, ο ρυθμιστικός ρόλος του Προέδρου δεν αφορά κατ’ αρχήν το κρινόμενο ζήτημα, υπό την έννοια ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την άσκηση της κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. αρμοδιότητας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί εκ του Συντάγματος απονεμόμενη διοικητική αρμοδιότητα, δρα, δηλαδή, ως διοικητική αρχή, για την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξεως (ΟλΣτΕ 292/1984).
  1. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 50 Συντ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να έχει περαιτέρω θεσμικές αρμοδιότητες πέρα από εκείνες που του απονέμουν το Σύνταγμα και οι σύμφωνοι με αυτό νόμοι. Ο περιορισμός τούτος των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, αν και ενόψει της αρχής κράτους δικαίου φαντάζει αυτονόητος, επιβάλλει ακόμα πιο αυστηρή αντιμετώπιση των δοθέντων σε αυτόν αρμοδιοτήτων, υπό την έννοια της απαιτήσεως ρητής και σαφούς προβλέψεως των πράξεων στις οποίες δύναται να προβεί, ως θεσμικός παράγοντας. Τούτο συνάδει και με την ιστορική ερμηνεία του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενόψει ιδίως της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 1986 και την κατάργηση των «υπερεξουσιών» του.
  1. Στο σημείο τούτο επισημαντέο ότι κατ’ άρθρο 42 Συντ. εδ. β΄ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να αναπέμψει νομοσχέδιοστη Βουλή που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής. Κατά τη ρητώς απονεμημένη από το Σύνταγμα αρμοδιότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ελέγχει το νόμο ως προς την τυπική και ουσιαστική συνταγματικότητα του και μπορεί να αναστείλει την ολοκλήρωση της διαδικασίας θεσπίσεώς του, μέσω της συνταγματικά προβλεπόμενης αναπομπής.

Επ’ αυτού ειδικότερα λεκτέα τα εξής:

  1. Tο Σύνταγμα ρητώς επιτρέπει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρμοδιότητα αναπομπής για νόμους.
  2. Η αναπομπή ουδόλως συνιστά μη έκδοση ή ματαίωση του νόμου. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 42 Συντ. αν επιψηφιστεί και πάλι το αναπεμφθέν νομοσχέδιο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να το εκδώσει.

iii.        Περαιτέρω, η αναπομπή επιτρέπεται μόνο συνοδευομένη από έκθεση περιέχουσα τους λόγους της αναπομπής.

  1. Δεν υφίσταται αντίστοιχη αρμοδιότητα για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων
  2. Άλλωστε, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ουδέποτε έχει ασκήσει την παρεχόμενη εκ του άρθρου 42 Συντ. δυνατότητα.
  3. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι η μη αναπομπή νομοσχεδίων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποτελεί συνθήκη του πολιτεύματος (βλ. Παντελή «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2005, εκδόσεις Α..Α. Λιβάνη, σελ 182).
Από το συνδυασμό των ανωτέρω, ήτοι:

α) την ερμηνεία του άρθρων 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85 Συντ., η οποία σκιαγραφεί τις αρμοδιότητες του ΠτΔ μειωμένες ενόψει της αρχής της υπεύθυνης Κυβερνήσεως στο κοινοβουλευτικό σύστημα.

 

β) την αρχή της νομιμότητας, όπως ειδικώς εκφράζεται για τον ΠτΔ στο άρθρο 50 Συντ.

 

γ) την ιστορική διάσταση του θεσμικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των ανατεθεισών σε αυτόν αρμοδιοτήτων, ενόψει της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 1986, δια της οποίας μειώθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και θεωρείται ότι θεσπίστηκε γνήσιο κοινοβουλευτικό σύστημα.

δ) το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα συναγόμενο από το άρθρο 42 Συντ., για την απουσία δυνατότητας αναπομπής προεδρικών διαταγμάτων.

 

προκύπτει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το στάδιο εκδόσεως διοικητικών πράξεων, προβαίνει ΜΟΝΟ σε έλεγχο νομιμότητας, ο έλεγχος δε τούτος ασκείται μόνο όταν συντρέχουν ΠΡΟΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΩΣ λόγοι αντισυνταγματικότητας και εν γένει νομιμότητας (βλ. Μαυρία, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, 2018, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, σελ 467).

Συνεπεία τούτου, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να εκδώσει προεδρικό διάταγμα, το οποίο είναι καθόλα νόμιμα, δεν μπορεί να απόσχει από την έκδοση του.

 

Α3. Συναγωγή δέσμιας αρμοδιότητας του ΠτΔ προς έκδοση του επίμαχου διατάγματος εκ του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Σύντ. και 2, 19 Συνθ ΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.

  1. Εκ των άρθρων 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση της δικαστικής λειτουργίας ανατίθεται σε δικαστήρια συγκροτούμενα εκ τακτικών δικαστών απολαυόντων λειτουργικής και προσωπικής   ανεξαρτησίας. Υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών, στο πλαίσιο κατοχυρώσεως της αρχής της οργανικής διακρίσεως των λειτουργιών, υφίσταται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων (άρθρα 87 έως και 91 Συντ.). Μεταξύ των εγγυήσεων τούτων περιλαμβάνεται πρωτίστως η υπό τις συγκεκριμένες συνταγματικές προβλέψεις επιλογή και υπηρεσιακή εξέλιξη  αυτών.
  2. Περαιτέρω, από τις διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ.αναγνωρίζεται σε όλους το δικαίωμα να ζητήσουν έννομη προστασία στα υπό του νόμου προβλεπόμενα δικαστήρια, το δικαίωμα δε αυτό ανήκει στον κύκλο των θεμελιωδών διαδικαστικών δικαιωμάτων και ειδικότερα των δικονομικών δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν κατεξοχήν δικαιώματα θετικής δράσεως εκ μέρους του κράτους, ως αποδέκτη των δικαιωμάτων.
  3. Ερμηνευόμενα εν συνδυασμώ, τα ανωτέρω θεμελιώνουν υποχρέωση της Πολιτείας όπως μεριμνά τόσο για την σύσταση τοιούτων δικαστηρίων όσο και για την ομαλή λειτουργία τους, διότι μόνο έτσι καθίσταται  δυνατή  η  άσκηση  του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δοθέντος ότι η ομαλή λειτουργία και η ορθολογική οργάνωση των δικαστηρίων πρωτίστως επιτυγχάνεται δια της πληρώσεως των νομοθετημένων για καθένα από αυτά κενών θέσεων, κατά τον υπό νόμου, συνάδοντος προς το Σύνταγμα, προβλεπόμενο τρόπο και διαδικασία, έπεται ότι, επί τη βάσει των αυτών ως άνω διατάξεων του Συντάγματος, η Πολιτεία  υποχρεούται όπως προβαίνει αμελλητί στις νόμιμες ενέργειες προς πλήρωση των θέσεων τούτων (ΣτΕ 1628/1989, 1991/1990).
  4. Άλλωστε,οι εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, ιδίως δε της ειδικής μεταχειρίσεως που επιφυλάσσει το Σύνταγμα στην υπηρεσιακή τους κατάσταση, αποσκοπούν στην θωράκιση και της λειτουργικής τους ανεξαρτησίαςΗ θητεία δε των δικαστών αφενός είναι συνταγματικώς ορισμένη (άρθρο 88 παρ. 5 Συντ.) και αφετέρου συνάπτεται απολύτως με το κύρος και την ανεξαρτησία τους. Έκφανση της ανωτέρω ανεξαρτησίας αποτελεί και η κατά τους ορισμούς του Συντάγματος ανανέωση των συνθέσεων των δικαστηρίων. Τονιστέο εξάλλου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης προς την ανεξαρτησία των δικαστών (ΣτΕ 2647/2017 σκ. 16). Όπως έχει χαρακτηριστικά κριθεί «Ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Προέδρου και αντιπροέδρων) αποτελεί ουσιώδη εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας και θεμελιώδες στοιχείο της ορθολογικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης» (ΣτΕ 1304/2019 μειοψ. – σκ. 10).
  5. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί από το ΔΕΕ, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο ΔΕΕ εναπόκειται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό.Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται ως «δικαστήρια» στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ενώσεως ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Στα στοιχεία δε που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ιδιότητας του «δικαστηρίου» περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ανεξαρτησία του σχετικού οργάνου (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Carlos Escribano Vindel, C‑49/18, σκ. 63, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκ. 37, 38, ΣτΕ 1304 σκ. 9). Η εγγύηση δε της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο, ισχύει υποχρεωτικώς όχι μόνο σε επίπεδο Ενώσεως, για τους δικαστές και τους γενικούς εισαγγελείς του Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, αλλά και σε επίπεδο κρατών μελών, για τα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Carlos Escribano Vindel, C‑49/18 σκ.65, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 42).
  6. Τα ανωτέρω έχει δεχτεί και πρόσφατη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου Σας, η οποία (ΣτΕ 435/2019) αναφέρει λέξη προς λέξη τα εξής:

«…η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 ερμηνεύεται όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις, όπως εκείνες του άρθρου 26 του Συντάγματος περί διακρίσεως των εξουσιών, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις (κατά το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος), του άρθρου 88 του Συντάγματος, που θεσπίζει την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών (παρ. 1) και προβλέπει την αποχώρησή τους από την υπηρεσία με την συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας αναλόγως με τον κατεχόμενο βαθμό (παρ. 5), και του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει, ως αναγκαία συνέπεια της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, προκειμένου τα δικαστήρια να επιτελούν πλήρως την αποστολή τους, δηλαδή να διασφαλίζουν το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη να έχει πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο, το οποίο (δικαίωμα) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαύουν βάσει του Συντάγματος. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 και 19 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [πρβλ. α) διάταξη της Αντιπροέδρου του ΔΕΕ της 19.10.2018 στην υπόθεση C-619/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας και διάταξη του Προέδρου του ΔΕΕ της 15.11.2018 στην ίδια υπόθεση και β) απόφαση του ΔΕΕ μείζονος συνθέσεως της 27.2.2018 στην υπόθεση C-64/16, Assosiacao Sindikal des Juizes Portugueses, σκέψεις 41-44], καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ μείζονος συνθέσεως Baka κατά Ουγγαρίας της 23.6.2016 και Denisov κατά Ουκρανίας της 25.9.2018, σκέψεις 68 έως 80].

Συναφώς έκρινε και η ΣτΕ 1304/2019 (μειοψ.).

  1. Σημειωτέον, συν τοις άλλοις, ότι η άρνησητου Προέδρου της Δημοκρατίας να συμπράξει στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων προαγωγής, παρά τη θετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, λόγω της υποτιθέμενης κατ’ ουσία παραβάσεως του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. και άρα και της συναπτόμενης με αυτό αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, ιδίως χωρίς οιαδήποτε αιτιολογία, θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσωπική μομφή κατά των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, κάθε Κυβέρνηση δεν προτείνει αυθαιρέτως τους δικαστές της αρεσκείας της αλλά κατά τα νομίμως προβλεπόμενα  ορίζει τους ικανότερους, επί τη βάσει των νόμιμων προσόντων και των εγγυήσεων της ακολουθητέας, κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., διαδικασίας. Το συμπέρασμα δε αυτό δεν αναιρείται από την υφιστάμενη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς τούτο σε κάθε περίπτωση δεσμεύεται από το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., η συνδρομή των προϋποθέσεων του οποίου ελέγχεται δικαστικά, ως έχει ειπωθεί ανωτέρω. Σύμφωνα εξάλλου με το ΕΔΔΑ, ο διορισμός του Προέδρου, άρα και των Αντιπροέδρων, δικαστηρίου από την εκτελεστική εξουσία δεν αφήνει αμφιβολίες για την αμεροληψία του, διότι δεν συνεπάγεται ότι αυτή του δίνει οδηγίες στον τομέα των δικαστικών αρμοδιοτήτων του (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.6.2005, Ζολώτας κατά Ελλάδας, της 26.8.2003, Filippini κατά Αγίου Μαρίνου, της 28.6.1984, Cambell and Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά.). Επομένως, η δέσμια αρμοδιότητα υπογραφής, κατόπιν μόνο ελέγχου νομιμότητας της πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, συνάγεται και για λόγους διασφαλίσεως του κύρους και της ανεξαρτησίας των ήδη επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών.
Τούτων έπεται ότι η κατά δέσμια αρμοδιότητα έκδοση του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των επιλεγέντων από το Υπουργικό Συμβούλιο Δικαστών, επιτρεπομένου μόνο του ελέγχου νομιμότητας της πράξεως επιλογής, συνάγεται από την ίδια την έννοια του άρθρου 90 παρ. 5, ερμηνευόμενη υπό το φως των ανωτέρω συνταγματικών και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων και ειδικότερα:

α. της ομαλούς λειτουργίας και της ορθολογικής οργανώσεως των δικαστηρίων, πτυχή της οποία συνιστά η έγκαιρη πλήρωση των κενούμενων θέσεων, σύμφωνα με την κατά νόμο διαδικασία.

 

β. της ορισμένης κατά το Σύνταγμα θητείας και της τηρήσεως της προβλεπόμενης διαδικασίας ανανέωσης των συνθέσεων των δικαστηρίων, ως έκφανσης του κύρους και της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.

 

γ. της κατοχυρούμενης και από το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο εγγυήσεως της δικαστικής ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο.

 

δ. της διασφαλίσεως του κύρους και της ανεξαρτησίας των ήδη επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών.

 

Α4. Ως προς τη νομιμότητα των υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου – Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης παραλείψεως – Υπαγωγή του πραγματικού της υποθέσεως στους κανόνες δικαίου.

Με βάση τα ανωτέρω στις υπό Α1,Α2,Α3 ενότητες λεκτεά εν συνόψει τα εξής:

α. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ολοκληρώνει υποχρεωτικώς την διαδικασία της προαγωγής των δικαστικών λειτουργών μέσω της εκδόσεως του προεδρικού κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. διατάγματος.

β. Ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η δέσμευση τούτη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι τόσο απόλυτη, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δέσμευση είναι δεδομένη όταν οι αγόμενες ενώπιον του προτάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ΝΟΜΙΜΕΣ.

γ. Ακόμα κι αν κρίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι έχουν υπεισέλθει νομικά σφάλματα στις ανωτέρω προτάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, η μη έκδοση των επίμαχων προεδρικών διαταγμάτων πρέπει υποχρεωτικώς να συνοδεύεται με ειδική και σαφή  αιτιολογία.

Προκειμένου να κριθεί, λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση, αν η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν, υπό όλες τις εκδοχές, δέσμιας αρμοδιότητας, πρέπει να κριθεί αν οι επίμαχες πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν σύννομες, και περαιτέρω, αν σε κάθε περίπτωση η παράλειψη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος ήταν αιτιολογημένη.

Α4α. Ειδικώς, ως προς τη νομιμότητα των υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οι υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 και 20/21-6-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου παρίστανται σύννομες για τους ακόλουθους λόγους:

  1. Το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. απονέμει στο εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο την αρμοδιότητα επιλογήςτων δικαστικών λειτουργών προς πλήρωση των κενούμενων θέσεων δίχως κανένα χρονικό περιορισμό.

 

  1. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν δεσμευόταν να διαχειριστεί μόνο «τρέχουσες» υποθέσεις. Τούτο δε διότι:

 

2.1. Ουδείς κανόνας δικαίου, συνταγματικός ή μη, επιβάλλει στην Κυβέρνηση, σε προεκλογική περίοδο, να περιοριστεί στην διαχείριση μόνο τρεχουσών και επειγουσών υποθέσεων.

 

2.2.  Αντιθέτως, η δυνατότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να προβεί στην επιλογή των δικαστικών λειτουργών βρίσκει έρεισμα στην γραμματική διατύπωση του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου. Συγκεκριμέναστην παρ. 3 του άρθρου 49 ν. 1756/1988, ως ισχύει σήμερα, προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι η γνώμη της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής παρέχεται «μέσα σε δύο μήνες από τότε που ζητήθηκε», και μπορεί να παραλειφθεί, «αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής» (περίπτ. ε΄). Αυτοθρόως συνάγεται ότι εφόσον η διάλυση της βουλής έχει ως αποτέλεσμα απλώς την μη παροχή γνώμης από την Διάσκεψη των Προέδρων, η διαδικασία του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. δεν επηρεάζεται, πολλώ δε μάλλον δεν κωλύεται η κίνηση ή η συνέχιση της!

 

2.3. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, τέτοιος περιορισμός θα δημιουργούσε απόλυτη ανασφάλεια δικαίου, λόγω της ασάφειας του όρου «τρέχουσες υποθέσεις» και κατ’ επέκταση των ορίων του, τα οποία είναι ακαθόριστα, αδιευκρίνιστα, αμελέτητα και μη προβλεπόμενα συνταγματικά.

 

2.4.  Άλλωστε, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι έχει δημιουργηθεί σχετικό συνταγματικό έθιμο, υπό την έννοια ότι α) ουδόλως προκύπτει ομοιόμορφη και αδιάκοπη πρακτική επ’ αυτού β) ιδίως δε συντρεχούσης της απαιτούμενης «opinion iuris».  Ειδικότερα:

 

2.4.1.   Είναι περισσότερο από αμφίβολο ότι διαχρονικά οι «Υπηρεσιακές Κυβερνήσεις», αυτοπεριορίζονταν στη διαχείριση τρεχόντων ζητημάτων, και μάλιστα υποκινούμενες από πεποίθηση συντρεχούσης νόμιμης απαγορεύσεως. Μάλιστα, κάτι τέτοιο διαψεύδεται και από την πλέον πρόσφατη πραγματικότητα.  Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέδωσε, με πρόταση της απελθούσης Κυβερνήσεως, μείζονος σημασίας πράξεις, και συγκεκριμένα:

  1. Μετά την πολιτική προαναγγελία της προκηρύξεως εκλογών στις 26 Μαΐου 2019, πέντε τυπικούς νόμους (ν. 4616-4620/2019, Α΄ 86/7-6-2019, 88-89/10-6-2019, 95-96/11-6-2019), όπως ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
  2. Μετά την προκήρυξη εκλογών, δύο πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 106/27-6-2019 και 111/2-7-2019), είκοσι διατάγματα κανονιστικού χαρακτήρα (π.δ. 59-78/2019, Α΄ 99-100/13-6-2019, 101/18-6-2019, 102/19-6-2019, 103/20-6-2019, 104/26-6-2019, 105/27-6-2019, 107-108/28-6-2019, 109/1-7-2019, 110/2-7-2019, 112/3-7-2019, 113-115/4-7-2019, 116-117/5-7-2019), καθώς επίσης μεγάλο αριθμό διαταγμάτων ατομικού χαρακτήρα.

iii.                  Ιδίως δε, το ατομικό διάταγμα προαγωγής σε θέση αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ήτοι διοικητική πράξη εντασσόμενη σε ουσιωδώς όμοια με την παρούσα διαδικασία, δεδομένου ότι και η προαγωγή σε θέσεις προέδρου και αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διενεργείται, κατά ρητή παραπομπή του άρθρου 100Α, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ.

 

2.5. Για τους ίδιους λόγους, δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ο εν λόγω περιορισμός των αρμοδιοτήτων της Κυβερνήσεως συνθήκη του πολιτεύματος, για τη δημιουργία της οποίας απαιτείται σωρευτικά: i) να υπάρχουν προηγούμενα (longus usus) ii) να πίστευε ο κύκλος των ενδιαφερομένων ότι στα προηγούμενα δεσμευόταν από κανόνα iii) να υπάρχει λόγος για τον κανόνα. (βλ. Παντελή «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2005, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, σελ. 182). Τίθενται, δηλαδή, αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, δεν συντρέχουν.

 

2.6.  Άλλωστε, τα ανωτέρω δέχεται και η νομολογία του Δικαστηρίου Σας. Συγκεκριμένα, στις ΣτΕ 311-315/2018 έγινε δεκτό ότι: «από καμία συνταγματική ή νομοθετική διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου συνάγεται περιορισμός των αρμοδιοτήτων του υπηρεσιακού Υπουργού (βλ. ΣτΕ 1481/1967 Ολομέλεια, 703, 1087/1959 Ολομέλεια, 1029/1953 Ολομέλεια)».

 

2.7. Και υπό την αντίθετη όμως εκδοχή, ήτοι ακόμα και αν γινόταν δεκτή η θεωρία των «τρεχουσών υποθέσεων», ουδόλως είναι σαφές γιατί να μην ανήκουν στις τρέχουσες αυτές υποθέσεις και συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες όπως αυτή που ρητώς απονέμεται στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., για την οποία κάλλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι φρόνιμο είναι να ασκείται λίγο πριν και όχι μετά την πάροδο της 30.6. Πολλώ δε μάλλον που αυτή η προσέγγιση συνάπτεται με την αρχής τη συνέχειας των κρατικών λειτουργιών και, εν προκειμένω, ειδικότερα της συνταγματικής επιταγής για ομαλή λειτουργία των ανωτάτων δικαστηρίων.

 

2.8.  Και αληθώς υποτιθεμένου του περιορισμού της υπηρεσιακής Κυβερνήσεως στη διαχείριση τρεχουσών υποθέσεων, τούτος αφορά κυβερνήσεις συγκροτούμενες κατόπιν νομότυπης διαλύσεως της Βουλής μεσούσης της προεκλογικής περιόδου. Στην παρούσα όμως υπόθεση, κατά τα διαλαμβανόμενα και στο ιστορικό της υποθέσεως, το π.δ. διαλύσεως της Βουλής δημοσιεύθηκε στις 11/06/2019, ήτοι κατόπιν της εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 14/31-5-2019 πράξεως. Η πολιτική δήλωση του τότε Πρωθυπουργού περί διαλύσεως της βουλής και προκηρύξεως εκλογών, ουδεμία έννομη συνέπεια επέφερε. Άλλωστε, έννοιες όπως «οιονεί υπηρεσιακή Κυβέρνηση» και «κατ’ ουσίαν προεκλογική περίοδος», δεν βρίσκουν κανένα νομοθετικό ή συνταγματικό έρεισμα, και άρα ουδόλως ασκούν νομική επιρροή. Και υπό την εκδοχή λοιπόν τούτη, εφόσον θεσμικώς δεν είχε διαλυθεί η Βουλή, η Κυβέρνηση δεν καταλαμβανόταν από τον περιορισμό των τρεχουσών αρμοδιοτήτων, οπότε αρμοδίως κατά χρόνο απεφάνθη το Υπηρεσιακό Συμβούλιο.

 

  1. Το επιχείρημα ότι το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. συνιστά εξαίρεση εκ του άρθρου 26 Συντ. και εξ αυτού του λόγου πρέπει να ερμηνεύεται στενά παρίσταται ανεπέρειστο. Και τούτο διότι:

3.1. Όλες οι διατάξεις του Συντάγματος είναι ίσου τυπικού κύρους (ΑΕΔ 11/2003, ΣτΕ 292/1984, 1339/1988, 1274/1993, 4751/1998). Το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. συγκεκριμενοποιεί μορφή διασταυρώσεως λειτουργιών. Δεν συνιστά εξαίρεση.

3.2. Σε κάθε περίπτωση ο κανόνας singularia non sunt extendenda είναι μεθοδολογικώς ξεπερασμένος.

3.3.  Και υπό την εκδοχή ότι συνιστά εξαίρεση, τούτο δεν σημαίνει ότι γίνεται αποδεκτή η άποψη κατά την οποία ένα Υπουργικό Συμβούλιο στο τέλος της θητείας του δεν μπορεί να ασκεί αρμοδιότητα, ρητώς δοθείσα για ολόκληρη την θητεία του. Δεν πρόκειται περί στενής ή ευρείας ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως αλλά, κατ’ ουσίαν, για ερμηνεία contra legem.

3.4. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή διορθωτική ερμηνεία του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., δια τελολογικής συστολής, διότι:

  1. ερείδεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι κάθε Κυβέρνηση προτείνει τους Δικαστές της αρεσκείας της ενώ κατά το νομικώς δέον κάθε Κυβέρνηση ορίζει τους ικανότερους, επί τη βάσει των νόμιμων προσόντων και τις εγγυήσεις της ακολουθητέας, κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., διαδικασίας,
  2. το ερμηνευτικό αυτό εγχείρημα είναι δυσχερέστατο, έχει αυστηρές προϋποθέσεις και ποτέ δεν περιορίζει χρονικώς ρητώς απονεμόμενες συνταγματικές αρμοδιότητες

iii.        εν πάση περιπτώσει αν ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμούσε τέτοιον περιορισμό θα έπρεπε να τον θεσπίσει ρητώς και σαφώς.

3.5. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και υπό τους όρους της υποστηριζόμενης τελολογίας, κατά την οποία η επιλογή των δικαστικών λειτουργών δέον όπως διενεργείται από Κυβέρνηση έχουσα δημοκρατική νομιμοποίηση, με σκοπό την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 Συντ., δεν δικαιολογείται το ανωτέρω συμπέρασμα. Τούτο δε υπό την έννοια ότι η απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση εν προκειμένω συνέτρεχε ενόσω η προτείνουσα Κυβέρνηση είχε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (άρθρο 84 παρ. 1 Συντ.). Τούτου έπεται, ότι η πραγμάτωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής καθόλα ισχύει.  Η απαίτηση δε για «ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση» είναι απαίτηση πολιτική και κατά τούτο μη νομικώς κρίσιμη. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία η δημοκρατική νομιμοποίηση κρίνεται «ad hoc», οδηγεί σε απεριόριστη ανασφάλεια δικαίου και δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή.

Τούτων έπεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να εκδώσει προεδρικά διατάγματα, δυνάμει καθόλα νόμιμων και συνταγματικών πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου. Επομένως, η αρμοδιότητα του προς έκδοση ήταν δέσμια και η μη τήρηση αυτή καθιστά την παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας παράνομη.

Πληρούται, λοιπόν, η πρώτη και βασική προϋπόθεση για τη συντέλεση της υπό κρίση παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.

Α4β. Ειδικώς, ως προς την αιτιολογία της προσβαλλόμενης παραλείψεως

α) Ακόμα κι αν ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο Σας ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δεσμευόταν, εν προκειμένω, να εκδώσει, το κρίσιμο προεδρικό διάταγμα, για λόγους νομιμότητας, σε κάθε περίπτωση όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΔΔιαδ. να αιτιολογήσει επαρκώς και σαφώς τα νομικά σφάλματα, οποία τον ώθησαν στην μη έκδοσή του.

β) Η υποχρέωση αιτιολογίας, στην περίπτωση μη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος για λόγους νομιμότητας, συνάγεται και από ακόμα δύο λόγους:

  1. Aφενός, διότι από την άρνηση ενός εκ τα δύο συναρμόδιων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας να συμπράξει, κατά την έκταση της αρμοδιότητάς του, ώστε, να δρομολογηθεί η ολοκλήρωση της, εξ ορισμού ευαίσθητης, διαδικασίας του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., εν τοις πράγμασι, επιρρίπτεται στο έτερο όργανο η μομφή της απόπειρας παρεμβάσεως στη Δικαιοσύνη καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσει το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, επομένως και κατά παράβαση της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. (Επιχείρημα αντικειμενικού – θεσμικού πλαισίου).
  2. Αφετέρου, διότι η άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να συμπράξει στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων προαγωγής, παρά τη θετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσωπική μομφή κατά των δικαστικών λειτουργών που, παρότι επελέγησαν, παραλείφθηκε η προαγωγή τους. (Επιχείρημα υποκειμενικού πλαισίου).

γ) Τούτο όμως ουδόλως συνέβη, καθώς η Προεδρία της Δημοκρατίας ουδεμία εξήγηση παρείχε για την προσβαλλόμενη παράλειψη.

δ) Δημοσιεύματα μέσων ενημερώσεως από το κρίσιμο χρονικό διάστημα επικαλούμενα απόψεις που αορίστως αποδίδονται σε «κύκλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας», είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση i) δεν εκφράζουν αποδεδειγμένα τη βούληση της αρμόδιας προς έκδοση των διαταγμάτων διοικητικής αρχής iiδεν αποτελούν αιτιολογία, κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΔΔιαδ.

ε) Ακόμα όμως και αν συνιστούσαν αιτιολογία, τούτη θα ήταν παράνομη. Προβλήθηκαν ειδικότερα οι εξής μη νόμιμες γνώμες:

  1. «Απαγορεύεται να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα προαγωγής των δικαστών έως την 30/06/2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνεται το 67ο έτος της ηλικίας των αποχωρούντων δικαστών, κατ’ άρθρο 88 παρ. 5 εδ.βˈ Συντ».Τούτη η άποψη είναι νομικά ανεπέρειστη. Είναι άλλωστε προφανές ότι η ανάληψη καθηκόντων του προαχθέντος δικαστή θα λάμβανε χώρα ύστερα από την κένωση της θέσεως, οπότε δεν δημιουργείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαρχία. Πιο συγκεκριμένα:

 

1.1. Ουδείς κανόνας δικαίου προβλέπει ότι η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να ασκηθεί υποχρεωτικώς κατόπιν της 30ης Ιουνίου του έτους.

 

1.2. Μπορούσε κάλλιστα να ασκηθεί και λίγο πριν το χρονικό αυτό όριο, πράγμα που άλλωστε κατ’ αρχήν διευκολύνει την συνέχεια της ομαλής λειτουργίας των Δικαστηρίων και δεν αφήνει ακέφαλα Ανώτατα Δικαστήρια.

 

1.3. Άλλωστε δεν υπάρχει στην έννομη τάξη κανόνας κατά τον οποίο η ατομική διοικητική πράξη προαγωγής σε ορισμένη θέση πρέπει να εκδίδεται με άμεση ισχύ. Η μετάθεση της επελεύσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως σε μεταγενέστερο (όπως άλλωστε και σε προγενέστερο) χρόνο αποτελεί κλασική περίπτωση πρόσθετου όρου της διοικητικής πράξεως, ο οποίος είναι επιτρεπτός, παρεκτός εάν απαγορεύεται ρητώς ή απάδει προς το σκοπό του νόμου ή περιορίζει δικαιώματα χωρίς νόμιμο έρεισμα (Απόστολος Γέροντας, Σωτήρης Λύτρας, Προκόπης Παυλόπουλος, Γλυκερία Σίουτη, Σπυρίδων Φλογαΐτης, Διοικητικό Δίκαιο, Δ΄ έκδοση 2018 σελ. 290), ήτοι περιπτώσεις που εν προκειμένω είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν.

 

1.4. Σημειωτέον ότι, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αναλήψεως καθηκόντων από τις αρχές της τοπικής αυτοδιοικήσεως, η οποία λαμβάνει χώρα το μήνα Σεπτέμβριο, ενώ οι σχετικές εκλογές διεξάγονται σε προγενέστερο χρόνο. Αντιστοίχως, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέχθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2015 και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 13 Μαρτίου 2015, ληξάσης της θητείας του προκατόχου του. Τούτων προκύπτει ότι η πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου α) δεν είναι άγνωστη στην έννομη τάξη μας β) είναι συνταγματικώς ανεκτή γ) δεν συνιστά διαρχία.

 

1.5. Άλλωστε, είναι εξαιρετικά σύνηθες, τα κατά το άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος διατάγματα προαγωγών, μεταθέσεων κλπ. δικαστικών λειτουργών, με τα οποία τα αντίστοιχα διατάγματα της παρ. 5 του ίδιου άρθρου κατ’ ουσίαν ταυτίζονται, να εκδίδονται σε χρόνο προγενέστερο της επελεύσεως των αποτελεσμάτων τους (βλ. ΑΔΣΔΔ 25/2018, 25/2018).

 

1.6. Εξάλλου, ούτε αντίθετη διοικητική πρακτική έχει διαμορφωθεί. Από το σύνολο των προεδρικών διαταγμάτων του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. που εκδόθηκαν κατά την περίοδο 2015-2019, δύο μόνον αφορούν την πλήρωση θέσεως που επρόκειτο να κενωθεί στις 30 Ιουνίου. Στη μία περίπτωση, πράγματι, το διάταγμα προαγωγής εκδόθηκε την 1η Ιουλίου, μετά την αποχώρηση του μέχρι τότε υπηρετούντος, παρότι η επιλογή του προακτέου είχε ολοκληρωθεί πριν την ημερομηνία αυτή (π.δ. της 1.7.2016, Γ΄ 613, μετά την 14/8-6-2016 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου). Στην άλλη περίπτωση, αντιθέτως, το διάταγμα προαγωγής εκδόθηκε πριν την 1η Ιουλίου (π.δ. της 30.6.2015, Γ΄ 622, μετά την 17/29-6-2015 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου).

 

1.7. Περαιτέρω, τη δυνατότητα εκδόσεως διατάγματος του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. σε χρόνο προγενέστερο της κενώσεως της θέσεως επιβεβαιώνουν και δεδομένα του συγκριτικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο L133-1 του γαλλικού Code de la justice administrative: «Le vice-président du Conseil d’Etat est nommé par décret pris en conseil des ministres, sur la proposition du garde des sceaux, ministre de la justice. Il est choisi parmi les présidents de section ou les conseillers d’Etat en service ordinaire». Η θητεία του Jean-Marc Sauvé ως vice-président du Conseil d’Etat έληξε στις 28 Μαΐου 2018, λόγω καταλήψεώς του από το όριο ηλικίας. Σχεδόν δύο εβδομάδες νωρίτερα από την ημερομηνία αυτή, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας διόρισε ως νέο vice-président τον Bruno Lassere με το από 16 Μαΐου 2018 διάταγμά του (JORF n° 0112 du 17 mai 2018, texte n° 45), στο οποίο ρητώς ορίστηκε ότι ο διορισμός ισχύει από τις 29 Μαΐου 2018 («à compter du 29 mai 2018»).

 

1.8. Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση διοικητικής πρακτικής δεν συνιστά νομικώς σημαντικό επιχείρημα, παρά μόνο στην περίπτωση που ισχυριστεί κανείς ότι υφίσταται σχετικό συνταγματικό έθιμο ή συνθήκη του Πολιτεύματος, κάτι που όμως προδήλως δεν συμβαίνει.

 

  1. «Απαγορεύεται να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα προαγωγής λόγω της κατ’ άρθρο 28 του ν. 2190/1994 απαγορεύσεως διενέργειας υπηρεσιακών μεταβολών από την προκήρυξη των βουλευτικών εκλογών έως την ορκωμοσία της νέας Κυβερνήσεως». Η εν λόγω άποψη παρίσταται αυταπόδεικτα εσφαλμένη, ως μη στηριζόμενη καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο νόμο. Τούτο δε διότι, το άρθρο 28 του ν. 2190/1994, παραπέμπει για την έκταση εφαρμογής του στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου, του οποίου άρθρου η παράγραφος 1 ορίζει τους φορείς του δημόσιου τομέα που καταλαμβάνουν οι ρυθμίσεις του, ενώ στην παράγραφο 2 περ. α΄ ρητώς εξαιρούνται από την εφαρμογή του οι δικαστικοί λειτουργοί, το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και οι ιατροδικαστές. (πρβλ. ΔεφΑθ 280/2015).Άλλωστε, αναλογική εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων σε δικαστικούς λειτουργούς θα ήταν συνταγματικώς ανεπίτρεπτη και α) λόγω της ρυθμίσεως των υπηρεσιακών θεμάτων των δικαστικών λειτουργών περιοριστικώς από το ίδιο το Σύνταγμα και των συμφώνων προς αυτό νόμων (88-91 Συντ.) β) λόγω των ουσιωδώς διαφορετικών χαρακτηριστικών ανάμεσα σους ρόλους των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστικών λειτουργών στην έννομη τάξη. Κατά τούτο, σαφώς συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας νομίμως εδύνατο να προβεί στην έκδοση του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Βάσει των αναλυομένων ανωτέρω, στις υπό Α4α και Α4β ενότητες προκύπτει α) ότι το νόμιμο των προτάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου κατέστησε, υπό όλες τις εκδοχές, την αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας δέσμια και άρα την παράλειψη συμμόρφωσής του σε αυτή παράνομη και β) ότι η παρανομία δεν αίρεται εξ απόψεως αιτιολογίας λόγω του παντελώς αναιτιολογήτου της παραλείψεως ή άλλως του παρανόμου της αιτιολογίας της.

 

Β. Ως προς την παράλειψη της διοικητικής αρχής, υπό την έννοια της μη εκδόσεως της ως άνω διοικητικής πράξεως δέσμιας αρμοδιότητας, στον κατά νόμο προβλεπόμενο χρόνο.

  1. Έως σήμερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει προβεί στην έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος προαγωγής των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας στις κενούμενες θέσεις, κατά παράβαση του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., αυτοτελώς και σε συνδυασμό με τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Η μη έκδοση της εν λόγω διοικητικής πράξεως, η οποία μάλιστα συνιστά συνταγματικής περιωπής υποχρέωση, αποτελεί αυταπόδεικτα παράλειψη, και μάλιστα, κατά τα προπαρατεθέντα, δέσμιας αρμοδιότητας.
  1. Κατά την εφαρμογή της οριζόμενης στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. διαδικασίας δεν προβλέπεται ειδικώς προβλεπόμενος χρόνος για την υπογραφή και έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων. Ωστόσο, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε υποχρέωση να εκδώσει το εν λόγω προεδρικό διάταγμα ΑΜΕΛΛΗΤΙ, για τους ακόλουθους λόγους:

2.1. Τούτο επιβάλλει η σαφής γραμματική διατύπωση του κρίσιμου εκτελεστικού νόμου του συντάγματος. Συγκεκριμένα, στην παρ. 3 του άρθρου 49 του ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3841/2010, προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι, για την πλήρωση θέσεων που πρόκειται να μείνουν κενές στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κινεί τη διαδικασία «το αργότερο ως το τέλος Απριλίου» (περίπτ. δ΄),  ότι  η γνώμη της Διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής παρέχεται «μέσα σε δύο μήνες από τότε που ζητήθηκε», δηλαδή το αργότερο ως το τέλος Ιουνίου, και μπορεί μάλιστα να παραλειφθεί, «αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο» (περίπτ. ε΄). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται η σαφής βούληση του εκτελεστικού του Συντάγματος νομοθέτη, η προαγωγή στις θέσεις που κενώνονται στις 30 Ιουνίου κάθε έτους να ολοκληρώνεται σύντομα και ΕΓΚΑΙΡΩΣ.

 

2.2. Τούτο επιβάλλει και η τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 90 παρ. 5, Συντ. εν συνδυασμώ ορωμένου προς τα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 Συντ., υπό την έννοια της συναγόμενης υποχρεώσεως της Πολιτείας να μεριμνά για τη σύσταση και ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων, πτυχή δε της οποίας συνιστά η πλήρωση των θέσεων των προέδρων και αντιπροέδρων και η κατά νόμο ανανέωσή τους. Αυτό, βέβαια, συνιστά και έκφραση της αρχής της συνέχειας των κρατικών λειτουργιών και, εν προκειμένω, ειδικότερα της συνταγματικής επιταγής για ομαλή λειτουργία και ορθολογική οργάνωση των ανωτάτων δικαστηρίων.

2.3. Συναφώς έχει κρίνει και η νομολογία του Δικαστηρίου Σας, κατά την οποία η Πολιτεία υποχρεούται όπως προβαίνει αμελλητί στις νόμιμες ενέργειες προς πλήρωση των θέσεων που συστήνονται ή πρόκειται να κενωθούν. (ΣτΕ 1628/1989, 1991/1990).

2.4.  Δεν υφίστατο νόμιμος λόγος αναμονής της διεξαγωγής των εκλογών και της αλλαγής του Υπουργικού Συμβουλίου. Και τούτο επειδή η κατά το Σύνταγμα ουσιαστική αρμοδιότητα επιλογής των προακτέων δικαστών μπορεί να ασκηθεί άπαξ, προκειμένου –μεταξύ άλλων- να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία και το κύρος της Δικαιοσύνης από ενδεχόμενες αλλαγές στην επιλογή των δικαστών από επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικής συνθέσεως (της ιδίας κοινοβουλευτικής στηρίξεως ή άλλης). Η εκδοχή αυτή φωτίζεται από το άρθρο 26 Συντ. και όλες τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία των δικαστών, καθώς και τις αντίστοιχες αρχές του ενωσιακού δικαίου που έχει αναδείξει η νομολογία του ΔΕΕ. Διαφορετική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα να είναι δυνατόν διαδοχικά υπουργικά συμβούλια να προβαίνουν σε διαφορετική επιλογή προακτέων,  εφόσον δεν έχει υπογραφεί το προεδρικό διάταγμα. Συναφώς, θα είχε ως περαιτέρω συνέπεια να είναι δυνατή και η ανάκληση διατάγματος προαγωγών για λόγους ουσιαστικούς, πράγμα συνταγματικά ανεπίτρεπτο.

2.5. Άλλωστε, η αμελλητί έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων συνάγεται και από διαμορφωμένη διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία τα διατάγματα του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ. εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (δια της υπογραφής τους) εντός λίγων ημερών (κατά κανόνα, όχι περισσότερων από δύο εργάσιμες) από την ημέρα παραλαβής της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου που συνιστά την πρόταση για την έκδοση του διατάγματος συνοδευόμενη από το σχέδιο διατάγματος προσυπογεγραμμένο από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι, κατά την περίοδο 2015-2019 εκδόθηκαν τα προεδρικά διατάγματα: της 14.3.2019 (Γ΄ 378), μετά την υπ’ αριθμ. 6/14-3-2019 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου· της 17.10.2018 (Γ΄ 1211), μετά τις  υπ. αριθμ. 18-20/16-10-2018 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου· της 16.7.2018 (Γ΄ 806), μετά την υπ’ αριθμ. 8/13-7-2018 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου· της 13.11.2017 (Γ΄ 1142), μετά τις υπ’ αριθμ. 22-23/10-11-2017 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου· της 18.9.2017 (Γ΄ 913), μετά τις υπ’ αριθμ. 19-20/18-9-2017 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου· της 17.10.2016 (Γ΄ 1050), μετά τις υπ’ αριθμ. 20-21/17-10-2016 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου· της 23.10.2015 (Γ΄ 1093), μετά τις υπ’ αριθμ. 27-32/22-10-2015 πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου· της 30.6.2015 (Γ΄ 622), μετά την υπ. αριθμ. 17/29-6-2015 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου.

  1. Εν προκειμένω, με βάση και τα αναφερόμενα ανωτέρω, η παράλειψη της αμελλητί εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
  1. Η ανωτέρω παράλειψη όμως του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοικήσεως, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου.
  1. Άλλως και επικουρικώς, η έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος έπρεπε να διενεργηθεί το αργότεροτην 1η Ιουλίου 2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία κενώνονταν οι θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την ημερομηνία τούτη, λοιπόν, συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία, όμως, σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, είναι διαρκής.
  1. Άλλως και επικουρικώς, η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Προέδρου της Δημοκρατίας συντελείται την 22/10/2019, δηλαδή την ημέρα συντελέσεωςτης παραλείψεως του νέου Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει τις από 30-5-2019 και 21-06-2019 πράξεις επιλογής, λόγω παρελεύσεως του τριμήνου από την δοθείσα στις 22/07/2019 ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Κυβέρνηση. Τούτο δε υπό την έννοια ότι, η της υποχρέωση του προς έκδοση του επίμαχου διατάγματος, ταυτίζεται χρονικώς με την συντέλεση της παραλείψεως του Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει τις από 30-5-2019 και 21-06-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. αναλυτικότερα ενότητα ΙΙΙ, Γ, 6.).

  

Με βάση όλα όσα προεκτέθηκαν προκύπτουν τα εξής:

α. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., έχει υποχρέωση να εκδίδει τα κρίσιμα διατάγματα προαγωγής των επιλεγέντων δικαστών στις προς πλήρωση θέσεις.

β. Ακόμα κι αν ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο Σας ότι δεν υφίσταται τέτοια απόλυτη δέσμευση για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτή συντρέχει αναμφίβολα όταν οι εκδιδόμενες από το Υπουργικό Συμβούλιο πράξεις επιλογής παρίστανται νόμιμες και συνταγματικές.

γ. Η συναγωγή δέσμιας αρμοδιότητας, σε περίπτωση νόμιμων πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, προκύπτει ιδίως εκ των άρθρων 90 παρ. 5, 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85, 42 Συντ., από τη συνδυαστική ερμηνεία των οποίων εμφαίνεται ότι οι αρμοδιότητες του ΠτΔ είναι μειωμένες και περιοριστικώς ρυθμιζόμενες στο Σύνταγμα.

δ. Επιπλέον, από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 90 παρ. 5,  26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Σύντ. και 2, 19 Συνθ ΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, συνάγεται δέσμια αρμοδιότητα σε περίπτωση νόμιμων πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, και ενόψει της διασφαλίσεως του κύρους και της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, της ορθολογικής οργάνωσής και εύρυθμης λειτουργία τους.

ε. Υπό την εκδοχή τούτη, σε περίπτωση παρανομίας, ο Προέδρος της Δημοκρατίας μπορεί να παραλείψει, με ειδική, όμως, αιτιολογία, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΔΔιαδ.

στ. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει υποχρέωση να εκδώσει το κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. προεδρικό διάταγμα αμελλητί!

 

η. Άλλως και επικουρικώς, οφείλει να το εκδώσει το αργότερο την ημέρα κενώσεως των θέσεων, ήτοι την 1η Ιουλίου 2019.

θ. Άλλως και επικουρικώς, είχε υποχρέωση να εκδώσει το επίμαχο                διάταγμα προαγωγής την 22/10/2019, δηλαδή την ημέρα συντελέσεως της παραλείψεως του νέου Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει τις από 30-5-2019 και 21-06-2019 πράξεις επιλογής, λόγω παρελεύσεως του τριμήνου από την δοθείσα στις 22/07/2019 ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Κυβέρνηση.

 

ι. Εν προκειμένω, η πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα ανωτέρω, καθόλα νόμιμη.

ια. Άρα, ο ΠτΔ δεσμευόταν απολύτως να εκδώσει το, ερειδόμενο στις καθόλα νόμιμες πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, επίμαχο προεδρικό διάταγμα.

ιβ. Συνεπώς, η παράλειψη εκδόσεως του κρίσιμου διατάγματος από τον ΠτΔ είναι παράνομη ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. αυτοτελώς και σε συνδυασμώ με τις ανωτέρω [υπό (γ) και (δ)] συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.

ιγ.  Άλλως και επικουρικώς, η εν λόγω μη έκδοση του διατάγματος είναι παράνομη, λόγω της παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας της, άλλως δε της παρανομίας της αιτιολογίας τούτης.

 

ιδ. Επομένως, από την παράλειψη του ΠτΔ να εκδώσει την 10/06/2019 (αμελλητί, δηλαδή, από τις 07/06/2019, μέρα που έλαβε το αντίστοιχο προσχέδιο) το επίμαχο προεδρικό διάταγμα συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.

ιε. Άλλως και επικουρικώς, η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας συντελείται το πρώτον την 1η Ιουλίου 2019, ημέρα κένωσης των θέσεων.

 

ιστ. Και υπό τις δύο υπό (ιδ) και (ιε) εκδοχές, η παράλειψη τούτη είναι διαρκής καθώς ο ΠτΔ αδιαλείπτως i) δεν συμμορφώνεται στην υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και ii) δεν αίρει την ήδη συντελεσθείσα υπό (ιγ) (ιδ) παρανομία.

 

Ιζ. Άλλως και επικουρικώς, ο ΠτΔ παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια την 22/10/2019, καθώς η υποχρέωση του προς έκδοση του επίμαχου διατάγματος, κατά τα αναλυόμενα ανωτέρω, ταυτίζεται χρονικώς με την συντέλεση της παραλείψεως του Υπουργικού Συμβουλίου να επαναβεβαιώσει την από 30/05/2019 επιλογή των δικαστών.

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη παράλειψη πάσχει και δέον όπως ακυρωθεί.

****************************

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΖΗΤΟΥΜΕ

  1. Την ακύρωση της προσβαλλομένης παραλείψεως και των συναφών με αυτή πράξεων ή παραλείψεων της Διοικήσεως.
  2. Την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. άρθρο 14 παρ. 2 περ. α΄ και γ΄, π.δ. 18/89).

 

Αθήνα, 16/12/2019

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος”

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ