Αθωώθηκε για κατηγορία βιασμού, αλλά τον… ακολούθησε στην εύρεση εργασίας μέσω πιστοποιητικού ποινικής κατάστασης – Δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Έκρινε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Το νομοθετικό πλαίσιο δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας ή οδηγίες για τη διαχείριση τέτοιων ευαίσθητων δεδομένων.

NEWSROOM
Αθωώθηκε για κατηγορία βιασμού, αλλά τον… ακολούθησε στην εύρεση εργασίας μέσω πιστοποιητικού ποινικής κατάστασης – Δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Αποζημίωση 25.000 ευρώ για παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής επιδίκασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε πολίτη, που προσέφυγε καταγγέλλοντας πως στο πιστοποιητικό ποινικής κατάστασης το οποίο εκδόθηκε για ανεύρεση εργασίας αναγραφόταν η κατηγορία βιασμού και η αθώωσή του.

Ειδικότερα, ο προσφεύγων, τα έτη  2011 και 2012, υπέβαλε αιτήσεις για εργασία ως καθηγητής και ως οδηγός ταξί, για τις οποίες εκδόθηκαν πιστοποιητικά ποινικής κατάστασης (ECRC) από την αστυνομία. Σε αυτά αναγραφόταν, ότι είχε κατηγορηθεί για βιασμό ανήλικης και  ότι είχε αθωωθεί από το δικαστήριο.

Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας, παρά την αθώωσή του, ήταν άδικη, δυσανάλογη και του στέρησε ουσιαστικά τη δυνατότητα εργασίας του, καθώς οι μελλοντικοί εργοδότες θα εστίαζαν στη σοβαρότητα της κατηγορίας, ανεξαρτήτως της αθώωσης.

Είχε μάλιστα προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, που απέρριψαν τις προσφυγές του, κρίνοντας ότι η αποκάλυψη ήταν αναλογική και θεμιτή για την προστασία ανηλίκων και ευάλωτων ατόμων, και ότι η αθώωση δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναφοράς της σχετικής πληροφορίας σε ECRC, εφόσον υπάρχει σχετική διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας.

Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο επεσήμανε την έλλειψη σαφούς και ειδικού νομοθετικού πλαισίου για το πώς πρέπει να γίνεται η διαχείριση και η χρήση τέτοιων πληροφοριών, ειδικά όταν πρόκειται για κατηγορίες που κατέληξαν σε αθώωση μετά από δίκη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο αυθαίρετης ή δυσανάλογης βλάβης του ατόμου.

Κατά την προσφυγή του στο ΕΔΔΑ επικαλέστηκε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ), υποστηρίζοντας ότι η αποκάλυψη της πληροφορίας αυτής δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», καθώς το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν παρείχε σαφείς και επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας, δεν υπήρχε εξειδικευμένη καθοδήγηση για τέτοιες περιπτώσεις, ούτε είχε ο ίδιος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του πριν τη γνωστοποίηση της πληροφορίας στους εργοδότες, ούτε υπήρχε μηχανισμός ανεξάρτητου ελέγχου της κρίσης της αστυνομίας.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Κατά το ΕΔΔΑ, το ζήτημα που τέθηκε αφορούσε το κατά πόσον η γνωστοποίηση από την αστυνομία, στο πλαίσιο ελέγχου για εργασιακούς σκοπούς, πληροφοριών σχετικά με το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε κατηγορηθεί για βιασμό και αθωώθηκε, καθώς και η περιγραφή των περιστάσεων του φερόμενου αδικήματος, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εν λόγω γνωστοποίηση αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και επαγγελματική ζωή του προσφεύγοντος, καθώς εμπόδισε ουσιαστικά την πρόσβασή του σε συγκεκριμένες μορφές απασχόλησης, παρά την αθώωσή του. Παράλληλα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε βάσει ενός νομοθετικού πλαισίου, το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, παρείχε υπερβολικά ευρεία διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές, χωρίς να υπάρχουν επαρκή νομοθετικά ή κανονιστικά εχέγγυα για την αποτροπή αυθαίρετης ή δυσανάλογης παρέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τον χρόνο των επίμαχων γνωστοποιήσεων (2011 και 2012) δεν υπήρχε ούτε σαφής νομοθετική πρόβλεψη, ούτε σαφές και προσβάσιμο κανονιστικό πλαίσιο ή οδηγίες αναφορικά με το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούσαν να γνωστοποιηθούν πληροφορίες σχετικές με αθωωτική απόφαση. Δεν υπήρχε ειδική πρόβλεψη για την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας, ούτε διαδικασία για τη διατύπωση απόψεων του ενδιαφερομένου πριν από τη γνωστοποίηση, ούτε δυνατότητα ανεξάρτητης προσφυγής κατά της γνωστοποίησης κατά την συγκεκριμένη  περίοδο.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε επιπλέον ότι η ευαισθησία των επίμαχων πληροφοριών απαιτούσε συνολική και σαφώς διατυπωμένη νομοθετική πρόβλεψη, τόσο ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών αρχών όσο και ως προς τη διαχείριση από μέρους των εργοδοτών των πληροφοριών που λαμβάνουν. Τέτοια πρόβλεψη δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και η πρακτική εφαρμογή του κατά τον επίμαχο χρόνο δεν εξασφάλισαν επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης ή δυσανάλογης επέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στον σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Ως εκ τούτου, η επίμαχη γνωστοποίηση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 της Σύμβασης.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr