Δ. Βερβεσός: Είναι άραγε οι «αναβολές» και ο «δικηγορικός πληθωρισμός» το μείζον πρόβλημα της Ελληνικής Δικαιοσύνης;
Ο πρόεδρος του ΔΣΑ και πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος απαντά στην πρόταση της προέδρου του Αρείου Πάγου για κατάργηση των αναβολών και στην πρόσκληση να υποβληθεί από κοινού με τους δικηγόρους.

Ακούγοντας κανείς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου στο πρόσφατο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας με τον ΣΕΒ (απορίας άξια τυγχάνει η επιλογή του συνδιοργανωτή), θα νόμιζε κανείς ότι αποκλειστική σχεδόν αιτία των τεράστιων καθυστερήσεων που παρατηρούνται στη Δικαιοσύνη είναι οι αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι, μια άποψη που έρχεται σε επίρρωση της την εξίσου προσφιλούς σε δικαστικούς κύκλους αιτίαση ότι ευθύνεται ο υπερπληθυσμός των δικηγόρων, που παράγει αχρείαστες υποθέσεις. Δυστυχώς, τέτοιες λαϊκιστικού τύπου προσεγγίσεις ενισχύονται από τον δημόσιο λόγο μεμονομένων συνδικαλιστικών εκπροσώπων του δικηγορικού σώματος, που επιλέγουν να αποδίδουν τα κακώς κείμενα στη δικαιοσύνη και στις δήθεν «στρεβλώσεις του κλάδου» και όχι στις χρόνιες αβελτηρίες του δικαστικού συστήματος.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Κατ’ αρχάς, αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις έχουν εστιάσει σχεδόν μονοσήμαντα στο ζήτημα των αναβολών. Το αποτέλεσμα είναι ότι για τις αστικές υποθέσεις, στη μεν τακτική διαδικασία, που είναι εκείνη στην οποία παρατηρούνται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις εγγίζοντας την τριετία δεν προβλέπεται εκ τω νόμω καμία αναβολή (!!!), ενώ στις ειδικές διαδικασίες επιτρέπεται μόνο μία αναβολή. Αντίστοιχα, στις ποινικές υποθέσεις για την αναβολή λόγω κωλύματος συνηγόρου προβλέπεται μια αναβολή για σπουδαίο λόγο, για κώλυμα δε δικηγόρου άλλη μία με αυστηρά κριτήρια απόδειξης της ανωτέρας βίας.
Παροράται, δε, στη σχετική συζήτηση ότι αναβολές στις ποινικές υποθέσεις χορηγούνται κυρίως και ως επί το πλείστον για μια σειρά από άλλους λόγους. Έτσι με μεγαλύτερη συχνότητα χορηγούνται αναβολές λόγω παρέλευσης ωραρίου αλλά και για κρείσσονες αποδείξεις (352 ΚΠΔ), καθώς επίσης λόγω άλλης εκκρεμούς συναφούς ποινικής ή αστικής δίκης (άρθρ. 59 και 61 ΚΠΔ) κοκ.
Παρά τις όποιες αναβολές χορηγούνται, σχεδόν πάντα μένουν αδίκαστες στα πινάκια ποινικές υποθέσεις, οι οποίες αναβάλλονται λόγω ωραρίου. Συνεπώς, η αναβολή μπορεί να επιδρά μεν στη συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία δίδεται, αλλά δεν επιδρά στο συνολικό ρυθμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης του πινακίου της συγκεκριμένης δικασίμου. Είναι φανερό ότι το μείζον πρόβλημα αφορά στον μη ρεαλιστικό προσδιορισμό υποθέσεων και την υπερφόρτωση των πινακίων με υποθέσεις που όλοι ξέρουν ότι δεν θα δικαστούν. Παράλληλα, πριν εκτοξευθεί ο λίθος του αναθέματος στους δικηγόρους, δεν πρέπει να ξεχνούν οι λιθοβόλοι ότι τις αναβολές ζητούν μεν οι δικηγόροι, αλλά τις χορηγούν οι δικαστές. Το «τανγκό» θέλει πάντα δύο.
Σε σχέση δε με την άλλη κατηγορία που επιρρίπτεται στον κλάδο για τη συμβολή του στις καθυστερήσεις αυτή του υπερπληθωρισμού ως «παθογένεια» σύμφωνα με την ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης λεκτέα τυγχάνουν τα εξής:
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών για τις αστικές υποθέσεις είναι αποκαλυπτικά: Tο 2010 εισήλθαν στο δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το 2023 102.285 υποθέσεις, ήτοι υπήρξε μείωση του αριθμού εισερχομένων υποθέσεων κατά 54,5%. Από τις εισερχόμενες το 2020 υποθέσεις, ο αριθμός των υποθέσεων διαγνωστικής δίκης, για τις οποίες απαιτείτο η έκδοση αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης ήταν 142.075 (ποσοστό 63,3%) ενώ το 2023 μόλις 76.769 (ποσοστό 75%). Την ίδια στιγμή ο αριθμός των δικηγόρων Αθηνών αυξήθηκε σε ποσοστό 12,4% (από 21.430 σε 24450).
Δηλαδή, το ίδιο χρονικό διάστημα όχι μόνο δεν αυξήθηκαν οι υποθέσεις, ούτε και παρέμεινε σταθερός ο αριθμός τους, αλλά μειώθηκε δραματικά πάνω από 50%! (μείωση κατά 54,5%).
Αποδεικνύεται λοιπόν περίτρανα ότι για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν έχουν ευθύνη ούτε οι αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι, ούτε ο υπερπληθυσμός των δικηγόρων και η δήθεν πληθώρα νέων υποθέσεων, που εισέρχονται στο δικαστικό σύστημα δήθεν εξ αυτής της αιτίας.
Εν τω μεταξύ, ο αριθμός των δικαστών (ανά 100.000 κατοίκους) έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα και πλέον υπερβαίνει κατά πολύ της διάμεση τιμή των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης:
– 2022: Ελλάδα: 37,3 | Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 17,6
– 2012: Ελλάδα: 23,3 | Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 17,7
Ταυτόχρονα, στις ποινικές υποθέσεις, σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία από το Πρωτοδικείο Αθηνών, που αποτυπώνονται στην πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αποτελεσματικότητα των αλλαγών που εισήχθησαν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ οι τριμελείς συνθέσεις έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ, ωστόσο η αύξηση των μονομελών συνθέσεων δεν είναι τέτοια, ώστε να προσδιορίζονται περισσότερες συνθέσεις συνολικά στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Η έρευνα αποδίδει την αδυναμία προσδιορισμού περισσότερων συνεδριάσεων στην έλλειψη διαθέσιμων αιθουσών, στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως στην έλλειψη εισαγγελέων που είναι διαθέσιμοι να παραστούν σε πρόσθετες συνεδριάσεις.
Δεν είναι άραγε σε γνώση της κυρίας εριτίμου Προέδρου του Αρείου Πάγου όλα τα παραπάνω στοιχεία; Αν δεν είναι, καλό είναι να ενημερώνεται πριν εκφράσει τις θέσεις της. Αν όμως είναι, τότε η άνω παρέμβασή της δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς για την στόχευσή της.
Τα αίτια των καθυστερήσεων πρέπει, λοιπόν, όπως έχουμε πολλές φορές πει, να αναζητηθούν όχι στους δικηγόρους, αλλά στις χρόνιες παθογένειες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, και ιδίως στους μακρούς χρόνους προσδιορισμού των υποθέσεων (ιδίως στην τακτική διαδικασία), στους χρόνους έκδοσης των αποφάσεων, στην τυπική και όχι ουσιαστική Επιθεώρηση Δικαστηρίων, στην έλλειψη εισαγγελέων και γραμματέων, στην έλλειψη πλήρους ψηφιοποίησης, και εν γένει στην απουσία υποδομών, σε όλες δηλαδή τις αδυναμίες του συστήματος που με συνέπεια αναδεικνύουμε στο δημόσιο διάλογο.
Η συλλήβδην στοχοποίηση του δικηγορικού σώματος για τις καθυστερήσεις είναι αποπροσανατολιστική γιατί μας απομακρύνει από τον εντοπισμό και την λυσιτελή καταπολέμηση των αιτίων της δικαστικής βραδύτητας. Όσοι κατηγορούν αυτούς που κάνουν κριτική στη λειτουργία της Δικαιοσύνης θεωρώντας κάθε κριτική ως υπονόμευση του έργου της, που υπηρετεί το λαϊκισμό καλό είναι όταν αυτοί προβαίνουν σε κριτικές λειτουργίας των δικηγόρων να μην «ρίχνουν οι ίδιοι νερό στο μύλο» του λαϊκισμού.
Γι’ αυτό απαιτείται εγρήγορση, συστράτευση και καλόπιστη συνεργασία, όλων των παραγόντων της Δικαιοσύνης, προκειμένου να φανεί αντάξια της αποστολής της, υπηρετώντας τους Έλληνες πολίτες, στο όνομα των οποίων -και μόνον- απονέμεται.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr