Δικαίωση Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης: Υπήρξαν απρόβλεπτες νομοθετικές παρεμβάσεις σε βάρος ιδιοκτησίας που κατείχε από το 1934
Μη προβλέψιμη και η αλλαγή ερμηνείας από τον Άρειο Πάγο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 45.000 ευρώ από την Ελλάδα για έλλειψη συνέπειας στις ενέργειες του κράτους.

Σε νέα καταδίκη εις βάρος της Ελλάδας προχώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κάνοντας δεκτή προσφυγή της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης σχετικά με οικόπεδο ιδιοκτησίας της από το 1934 το οποίο το Δημόσιο έκρινε πως έχει περάσει στην περιουσία του.
Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ, «η προσφεύγουσα κοινότητα δεν μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της στάσης του κράτους, και ούτε μπορούσε να προβλέψει την ερμηνεία που έδωσαν στην εθνική νομοθεσία τα εθνικά δικαστήρια το 2019».
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου υπήρξε έλλειψη συνέπειας στις ενέργειες του κράτους κατά τη διάρκεια των ετών σε αντίθεση με την αρχή της «χρηστής διακυβέρνησης» και για το λόγο αυτό όχι μόνον έκανε δεκτή την προσφυγής της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, αλλά επιδίκασε και αποζημίωση 45.000 ευρώ σε αυτήν από το κράτος.
Ειδικότερα, μετά από μια πυρκαγιά το 1917 που κατέστρεψε το κέντρο της πόλης, το οποίο για αιώνες είχε φιλοξενήσει την Ισραηλιτική κοινότητα, μια μεγάλη έκταση στο κέντρο απαλλοτριώθηκε τον Δεκέμβριο του 1920 για να στεγάσει Εβραίους των οποίων η περιουσία είχε καταστραφεί. Ένα από τα απαλλοτριωμένα οικόπεδα, το υπ’ αριθμ. 26, το οποίο ήταν περίπου 7.400 τ.μ. και ανήκε στον I.S.M., Ιταλό πολίτη Ισραηλιτικής καταγωγής. Η προσφεύγουσα κατέβαλε το ποσό που είχε οριστεί το 1934 ως προσωρινή αποζημίωση για την απαλλοτρίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο όνομα του πρώην ιδιοκτήτη και δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της πληρωμής αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεκαετίες μετά κι ενώ το Δημόσιο άρχισε να εγείρει αξιώσεις για το οικόπεδο, η προσφεύγουσα κοινότητα άσκησε αναγνωριστική αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου για να αναγνωριστεί ως αποκλειστική ιδιοκτήτρια του. Η αγωγή απορρίφθηκε αμετάκλητα.
Το ΕΔΔΑ, όμως, έκρινε ότι η ερμηνεία του Αρείου Πάγου της εγχώριας νομοθεσίας και η εφαρμογή της στην υπόθεση αυτή δεν ήταν προβλέψιμη. «Δεν ήταν εύλογο να περιμένει κανείς ότι η προσφεύγουσα θα γνώριζε ότι το ακίνητο που είχε ήδη περιέλθει στην ιδιοκτησία της το 1934 θα επηρεαζόταν το 1950 και το 1955 από θεσπισθείσα μεταγενέστερη νομοθεσία. Η Ισραηλιτική Κοινότητα δεν μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της στάσης του κράτους όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οικοπέδου, ούτε μπορούσε να προβλέψει την αλλαγή της ερμηνείας που έδωσε στη νομοθεσία ο Άρειος Πάγος μόλις το 2019 παρά την ύπαρξη αντίθετης προγενέστερης νομολογίας για το ίδιο ζήτημα» αναφέρει στην απόφασή του.
Δικαίωση Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης: Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Ιδιαίτερα επικριτικό εμφανίζεται το ΕΔΔΑ στην απόφασή του για τους χειρισμούς από το ελληνικό Δημόσιο και τα εγχώρια δικαστήρια, σημειώνοντας μεταξύ άλλων:
«Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αποδοχή από την Ελλάδα του δικαιώματος ατομικής προσφυγής βάσει της Σύμβασης περιοριζόταν σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά τις 20 Νοεμβρίου 1985. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα κοινότητα είχε χάσει την κυριότητά της επί του επίμαχου οικοπέδου μόνο με την τελική απόφαση σε μια σειρά από σειρές δικαστικών διαδικασιών που είχαν λήξει με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2019, η προσφυγή της κοινότητας βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ενέπιπτε στο πεδίο αυτό.
Κατά την εξέταση του κατά πόσον η διαπίστωση αυτή ήταν προβλέψιμη για την προσφεύγουσα κοινότητα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο Άρειος Πάγος είχε αναγνωρίσει ότι το οικόπεδο με αριθ. 26 είχε υπαχθεί στην ιδιοκτησία της προσφεύγουσας το 1934 με την καταβολή του ποσού που είχε οριστεί ως προσωρινή αποζημίωση για την απαλλοτρίωση. Ακόμη και ο διορισμός των επιτρόπων το 1947, είτε η προσφεύγουσα κοινότητα είχε ενημερωθεί είτε όχι, δεν είχε αλλάξει την κυριότητα του οικοπέδου. Οι επίτροποι είχαν διοριστεί απλώς για να διαχειρίζονται το οικόπεδο, το οποίο είχε δεσμευθεί αλλά δεν μεταβιβάστηκε στην κυριότητα του κράτους. Παρ’ όλα αυτά, ο Άρειος Πάγος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το οικόπεδο είχε περιέλθει στην κυριότητα του Δημοσίου βάσει της νομοθεσίας του 1950 και 1955 σχετικά με την εχθρική περιουσία, παρόλο που το οικόπεδο δεν ανήκε σε Ιταλούς πολίτες από το 1934.
Αυτό ήταν αντίθετο με τη νομολογία του ίδιου του Αρείου Πάγου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε κρίνει ότι, προκειμένου η νομοθεσία σχετικά με τη μεταβίβαση εχθρικής περιουσίας να έχει εφαρμογή σε συγκεκριμένη περιουσία, η περιουσία έπρεπε να ανήκε στην Ιταλία ή σε Ιταλό πολίτη στις 22 Οκτωβρίου 1947 ή στη Γερμανία ή σε Γερμανό πολίτη στις 24 Ιανουαρίου 1946. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο η προϋπόθεση αυτή δεν είχε εκπληρωθεί – ακόμη και ο διορισμός των επιτρόπων δεν είχε αλλάξει το γεγονός αυτό. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε γιατί οι περιστάσεις δικαιολογούσαν ένα διαφορετικό συμπέρασμα.
Τέτοιες προφανώς αντικρουόμενες αποφάσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμες σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αντιληφθεί πώς η προσφεύγουσα κοινότητα θα μπορούσε να προβλέψει ότι η νομοθεσία σχετικά με την εχθρική περιουσία αφορούσε τη δική της περιουσία. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας από τον Άρειο Πάγο το 2019 και η εφαρμογή της δεν είχε προβλεφθεί.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την επιστολή του κράτους τον Δεκέμβριο του 1955, με την οποία αναγνώριζε ότι είχε διαδεχθεί τους κληρονόμους του I.S.M. όσον αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης, καθώς και την αγωγή που ασκήθηκε το 1966 με αίτημα τον καθορισμό του οριστικού τιμήματος. Ακολούθως, μέχρι τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η πάγια στάση του κράτους ήταν να προβεί σε ενέργειες που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση αποζημίωσης, η οποία θα μπορούσε μόνο να ενισχύσει την πεποίθηση της προσφεύγουσας κοινότητας ότι ήταν η νόμιμη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου – μόνο μετά το 1975 είχε αρχίσει να ισχυρίζεται ότι το οικόπεδο της ανήκε πραγματικά. Η έλλειψη συνέπειας στη στάση του κράτους με την πάροδο των ετών είχε έρθει σε αντίθεση με την αρχή της «χρηστής διακυβέρνησης», η οποία απαιτούσε οι δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια».
Πηγή: echrcaselaw.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι 6 “κόκκινες κάρτες” από τους δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου για αλλαγές στη λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών Έκρηξη στη Θεσσαλονίκη: Νέα προθεσμία για να απολογηθεί έλαβε ο 36χρονος Έρευνα: Ένας στους επτά ενήλικες στην Ελλάδα έχει βιώσει σεξουαλική βία κατά την παιδική ηλικία Καταπέλτης ο Συνήγορος του Πολίτη για την πρακτική του ΕΣΥ να στέλνει για μεταφορά ασθενείς με ιδιωτικά μέσαΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr