Αμετάβλητη παρέμεινε η πρωτόδικη ποινή για την αιματηρή επίθεση με τσεκούρι στη ΔΟΥ Κοζάνης τον Ιούλιο του 2020, καθώς ο κατηγορούμενος παραμένει καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και σε επιπλέον 26 χρόνια και 30 μέρες για απόπειρα δολοφονίας, οπλοχρησία και οπλοκατοχή.
Αιματηρή επίθεση με τσεκούρι στη ΔΟΥ Κοζάνης: Η απολογία
Κατά τη σημερινή απολογία του ο κατηγορούμενος έκανε αναδρομή στους λόγους που, όπως είπε, τον οδήγησαν στα γεγονότα του 2020, υποστηρίζοντας ότι η στάση των αστυνομικών και οι εικόνες βίας τον έκαναν να σχηματίσει «δικαιολογημένο μίσος» προς το κράτος. Επισήμανε επίσης ότι έχει δεχθεί βία σε αστυνομικό τμήμα «για να τον σπάσουν, να τον ξεφτιλίσουν» όπως τόνισε.
Είπε ότι οι εικόνες των ξυλοδαρμών και των τραυματισμένων που είδε, καθώς και τα χημικά που «δεν τα γλίτωσε», τον στιγμάτισαν σωματικά και ψυχικά και ότι η χρήση χημικών πάνω του προκάλεσε πρόβλημα στους νεφρούς του. «Έβλεπα τα ματωμένα κεφάλια, έβλεπα τους ξυλοδαρμούς, τα χημικά δεν τα γλίτωσα. Μου δημιουργήθηκε πρόβλημα στα νεφρά μου. Μέχρι τότε οι δράσεις μας ήταν ειρηνικές αλλά όλα αυτά δημιούργησαν ένα δικαιολογημένο μίσος προς το κράτος».
Δήλωσε ότι όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο ενός ανθρώπου από ξυλοδαρμό το προηγούμενο βράδυ πριν την επίθεση, ένιωσε πως κάτι «πρέπει να γίνει» και αποφάσισε ότι θα το κάνει εκείνος, καθώς όπως είπε δεν είχε οικογένεια. «Σκοπός ήταν να σταματήσει αυτό το κακό, όχι να τιμωρήσω το κράτος. Κάτι έπρεπε να αλλάξει. Δεν γινόταν να συνεχίσουμε έτσι. Γεμάτος μίσος αποφάσισα να πάω στην εφορία».
Περιέγραψε με λεπτομέρεια την προετοιμασία και την πρακτική του επιλογή των εργαλείων που χρησιμοποίησε —σάκο, τσεκούρι, μαχαίρι, σουγιά— και αφηγήθηκε τα στιγμιότυπα της επίθεσης μέσα στην υπηρεσία, δηλώνοντας ανοικτά την πρόθεσή του εκείνη την ημέρα. «Πήρα ένα σάκο και έβαλα μέσα ένα ντοσιέ πάνω για να μη φαίνονται τα όπλα, πήρα ένα κλαδευτήρι του πατέρα μου που το γύρισα πίσω γιατί δεν ήθελα να τον μπλέξω, στη συνέχεια πήρα ένα τσεκούρι, ένα μαχαίρι και ένα σουγιά».
Ομολόγησε ότι πήγε με την πρόθεση να σκοτώσει και ότι δεν περίμενε να βγει ζωντανός. Κατά την απολογία του κατέθεσε λεπτομερώς τις κινήσεις του μέσα στο κτίριο, την επίθεση κατά των υπαλλήλων και την αντίδραση του διευθυντή, την οποία ανέφερε ως την πρώτη προσπάθεια ηρεμίας που συνάντησε. «Ανέβηκα πάνω. Δεν είχα αίσθηση του χρόνου, ούτε αναστολές. Είχα μίσος, μόνο μίσος. Είπα μήπως δω κανένα σημάδι και με σταματήσει. Ανέβηκα πάνω στην υποδοχή και έδωσα τα πραγματικά μου στοιχεία. Είπα ότι θέλω να πάω στις φορολογικές δηλώσεις. Δεν θυμάμαι πως ανέβηκα πάνω. Το πρώτο που ήθελα ήταν να βρω το γραφείο του διευθυντή. Έβγαλα το τσεκούρι και επιτέθηκα στους τρεις υπαλλήλους».
Εξέφρασε ότι δεν μετάνιωσε για την πράξη αφού, όπως είπε, θεώρησε ότι έτσι δεν θα σταματούσε η βία του κράτους, αλλά παραδέχθηκε ότι όταν είδε το βλέμμα μιας υπαλλήλου «σάστισε» και σταμάτησε. «Την τρίτη γυναίκα τη χτύπησα μια φορά, δεν έπεσε κάτω και την ξαναχτύπησα. Είχε το βλέμμα που μου έλεγε ότι ήθελε να σωθεί, εκεί σάστισα και είπα μέσα μου φτάνει. Αυτή έπιασε το τσεκούρι για να με σταματήσει και δεν αντιστάθηκα, αν είχα διάθεση να συνεχίσω θα συνέχιζα επιθετικά. Ο διευθυντής ήρθε αργότερα στα δέκα μέτρα, κοντοστάθηκε και μου είπε “ηρέμησε, ηρέμησε”, ήταν η πρώτη φορά που κάποιος μίλησε. Πήγα με την πρόθεση να σκοτώσω, αυτό το ομολογώ. Δεν μετάνιωσα γιατί δεν θα σταματούσε η βία του κράτους. Τώρα έχει μειωθεί. Δεν είχα πρόθεση να φύγω από εκεί μέσα, δεν περίμενα να βγω ζωντανός. Δεν θα πήγαινα φυλακή, θα με σκότωναν οι αστυνομικοί».
Πηγή: xronos-kozanis.gr