Ευ. Βενιζέλος: «Πρώτα ο σεβασμός του Συντάγματος, μετά η αναθεώρηση»
Η ομιλία του Ευ. Βενιζέλου στην εκδήλωση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση που διοργάνωσαν το Insocial και το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής

Σε εκδήλωση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, που διοργάνωσαν το Insocial και το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στην ΕΣΗΕΑ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος τόνισε ότι η χώρα δεν πάσχει από συνταγματικές ελλείψεις αλλά από κρίση αξιοπιστίας των θεσμών.
Με αιχμές για τις υποκλοπές, τη Novartis, τα Τέμπη και τη λειτουργία της Βουλής, υπογράμμισε ότι «πριν συζητήσουμε αναθεώρηση, πρέπει να ξαναχτίσουμε το κύρος των θεσμών», ενώ επέκρινε την κυβέρνηση για «ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας» και ανέλυσε τις παγίδες της επόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας.
Ευ. Βενιζέλος για Συνταγματική Αναθεώρηση: Ολόκληρη η ομιλία
«Αγαπητέ μου Πρόεδρε του ΠΑΣΟΚ, αγαπητέ Νίκο, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σου και για τον χαιρετισμό σου, που νομίζω ότι έδωσε τον τόνο της συζήτησης για την αναθεώρηση από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ευχαριστώ φυσικά και την αγαπημένη μου Ευαγγελία Λιακούλη και τον Χρήστο Κακλαμάνη για τα τόσα καλά λόγια που είπε καθ’ υπερβολή, τα τόσο συγκινητικά και χαίρομαι γιατί συντονίζει ένας ομότεχνός μου της νεότερης γενιάς που τον έχασε το πανεπιστήμιο, αλλά τον κέρδισε η πολιτική. Αγαπητέ Νίκο Χριστοδουλάκη, ευχαριστούμε πάρα πολύ για την πρόσκληση. Θα μου επιτρέψετε να προσφωνήσω ιδιαιτέρως και τον παλιό μου φίλο, Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί σε πολλές αναθεωρητικές διαδικασίες μεταξύ άλλων.
Φίλες και φίλοι,
ο σεβασμός του Συντάγματος προηγείται της αναθεώρησής του, αυτή είναι η αρχή που πρέπει να διαπερνά όλες μας τις αντιδράσεις και όλες μας τις τοποθετήσεις σε σχέση με την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Άρα πρέπει να είμαστε σαφείς πώς το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η συνταγματική περιγραφή των θεσμών, το πρόβλημα της χώρας είναι η βαθιά κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, η βαθιά κρίση εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους θεσμούς συνολικά, θεσμούς πολιτικούς, όπως είναι η Βουλή, η κυβέρνηση, τα κόμματα, αλλά και θεσμούς δικαιοκρατικούς, πρωτίστως η δικαιοσύνη, αλλά και οι ανεξάρτητες αρχές. Ζούμε σε ένα περιβάλλον κρίσης νομιμοποίησης, κρίσης συμμετοχής, κρίσης αντιπροσώπευσης και αυτό είναι μία ασυμμετρία την οποία πρέπει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα να ξεπεράσουμε εάν θέλουμε να συζητήσουμε για την εθνική στρατηγική και για ένα νέο αφήγημα το οποίο συγκινεί την κοινωνία, τους νέους ανθρώπους, αλλά και τους μεγαλύτερους, γιατί τώρα πια στην κοινωνία οι μεγαλύτερες ηλικίες, οι μεσαίες και μεγαλύτερες, αυτές που θα λέγαμε ότι είναι κρίσιμες για τα silver politics, έχουν πολύ μεγάλη σημασία και πρέπει να ακούμε και αυτούς, όπως βεβαίως και τη νέα γενιά.
Η χώρα μας λοιπόν έχει πρόβλημα σεβασμού και εφαρμογής του Συντάγματος και ειδικότερο πρόβλημα αξιοποίησης των ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα της χώρας και που έχουν εισαχθεί πρωτίστως στην αναθεώρηση του 2001, αλλά ακόμη και στην αναθεώρηση του 2019 με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόβλεψη της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας η οποία παραμένει ανενεργός γιατί ποτέ δεν τέθηκε σε ισχύ ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος.
Πρόβλημα εφαρμογής και σεβασμού του Συντάγματος υπάρχει και όταν παρακολουθούμε το κραυγαλέο φαινόμενο των ανεκτέλεστων αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων και έχουμε πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν και τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ όπως γνωρίζουμε στην υπόθεση των υποκλοπών, κατά μείζονα λόγο αυτό συμβαίνει και με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρα η πρώτη προτεραιότητα της χώρας, εάν θέλει να διέλθει χωρίς μεγάλες απώλειες από την παγκόσμια θαλασσοταραχή η οποία έχει πλησιάσει προ πολλού στη Νότια Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, είναι η αναστήλωση του κύρους των θεσμών. Εάν δεν επιτύχουμε την αναστήλωση του κύρους των θεσμών, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε τις πολιτικές, τις οικονομικές, τις αναπτυξιακές και τις αξιακές τελικά προϋποθέσεις για να πορευτεί η χώρα σε αυτή τη νέα προκλητική εποχή.
Τι ζούμε τις ημέρες αυτές; Η χώρα συμπυκνώνεται στις αίθουσες του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπου, όπως είπα και προχθές, στο ένα ακροατήριο, του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, διεξάγεται η δίκη για τις υποκλοπές. Η δίκη για τις υποκλοπές εκκαθαρίζεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, με τόσο δηλαδή επιεικείς κατηγορίες. Εντούτοις, το ακροατήριο, η βάσανος της εξέτασης των μαρτύρων στο ακροατήριο, αναδεικνύει τις διαστάσεις της υπόθεσης, οι οποίες στην προδικασία και στην κοινοβουλευτική διαδικασία συγκαλύφθηκαν. Άρα έχουμε ένα τεράστιο θεσμικό πρόβλημα και πρέπει η Βουλή να αντιδράσει απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν τώρα στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, αλλά και η ηγεσία της δικαιοσύνης, τα ανώτερα και αρμόδια δικαστικά όργανα.
Στη διπλανή αίθουσα δικάζεται κατ’ έφεση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η υπόθεση των «κουκουλοφόρων» μαρτύρων της Novartis με καθυστέρηση έξι ετών και βεβαίως το μεγάλο θέμα είναι ότι αποκαλύπτεται πως υπάρχουν πάμπολλα εκατομμύρια, τα οποία διερευνά η Αρχή για το ξέπλυμα του χρήματος.
Αναμένουμε στις αρχές Μαρτίου να ξεκινήσει στη Λάρισα η δίκη των μη πολιτικών προσώπων για τα Τέμπη και διεξάγονται στο Ειδικό Δικαστήριο δύο ανακριτικές διαδικασίες σε σχέση με τα Τέμπη. Με ποιες κατηγορίες; Παράβαση καθήκοντος, δηλαδή ένα απλό επικουρικό πλημμέλημα, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκκαθαρίζει ποινικά την υπόθεση αυτή.
Και η Βουλη; Στη Βουλή κυριαρχεί, λοιπόν, η Εξεταστική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Πώς φτάσαμε στην Επιτροπή; Στην Επιτροπή αυτή φτάσαμε όπως φτάσαμε, μέσα από μία πρωτοφανή διαδικασία ταπείνωσης του Κοινοβουλίου. Μέσα από μία διαδικασία κατά την οποία η πλειοψηφία έδειξε ότι φοβάται τους βουλευτές της και ουσιαστικά τους απομάκρυνε από την αίθουσα διά της καταχρηστικής άσκησης της δυνατότητας συμμετοχής με επιστολική ψήφο στη διαδικασία.
Η επίκληση του δικαιώματος σιωπής την οποία ζούμε, με λίγο γκροτέσκο τρόπο σήμερα στη Βουλή, είναι σεβαστό δικονομικό δικαίωμα. Πράγματι είναι μία εγγύηση που περιβάλλει τον κατηγορούμενο, είναι όμως άλλο αυτό και άλλο η καταφρόνηση του Κοινοβουλίου, ο ευτελισμός της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Άρα έχουμε πρόβλημα κύρους της Βουλής, πρόβλημα κύρους της Δικαιοσύνης, πρόβλημα κύρους των ανεξαρτήτων Αρχών όταν εδώ και χρόνια έχουν τεθεί ευθέως στο στόχαστρο της κυβέρνησης και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Τηλεπικοινωνιών αλλά και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο Συνήγορος του Πολίτη.
Υπάρχει και ένα άλλο θέμα το οποίο δεν πρέπει να το ξεχνάμε, η απόφαση για την έκπτωση των βουλευτών των Σπαρτιατών, η οποία παραμένει ανεκτέλεστη, διότι το δικαστήριο πρόβλεψε στην απόφαση του ότι δεν χρειάζεται η επαναληπτική εκλογή, δηλαδή η ολοκλήρωση των εκλογών 2023 στις αντίστοιχες περιφέρειες. Είναι άλλο πράγμα όμως η επαναληπτική εκλογή και άλλο πράγμα η αναπληρωματική εκλογή όταν παραμένει κενή έδρα και δεν έχουμε εισέλθει στο τελευταίο έτος της βουλευτικής περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2.
Άρα, πρώτον, σεβασμός και εφαρμογή του Συντάγματος πριν από οποιαδήποτε σοβαρή και αξιόπιστη συζήτηση για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Τώρα, όταν λέμε Σύνταγμα πλέον στις ημέρες μας, εννοούμε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούσαμε το 1975, μετά την πτώση της δικτατορίας, τελείως διαφορετικό από αυτό που εννοούσαμε στην πρώτη αναθεώρηση του 1985-1986, ακόμη και από αυτό που εννοούσαμε το 2001, γιατί δεν είχαν διαμορφωθεί τα δεδομένα τα νομολογιακά, ούτε από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, ούτε από το Δικαστήριο του Στρασβούργου και τώρα πλέον πρέπει να τα έχουμε όλα αυτά υπόψη μας. Τι είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος; Άσκηση της δευτερογενούς συντακτικής εξουσίας. Τι είναι η συντακτική εξουσία; Είναι η συνταγματική όψη της κυριαρχίας του κράτους. Πόσο ακέραιη είναι η κυριαρχία ενός κράτους που έχει προ πολλού καταστεί κράτος μέλος, που είναι ένα κράτος περιορισμένης και διαιρεμένης κυριαρχίας, όχι γιατί μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, αλλά γιατί μετέχουμε καταρχάς στη διεθνή έννομη τάξη, είμαστε κράτος μέλος του ΟΗΕ, υπαγόμαστε στις προδιαγραφές του Διεθνούς Δικαίου, φυσικά και της ενωσιακής έννομης τάξης.
Αυτό σημαίνει ότι μέσα από την ερμηνεία του Συντάγματος, σε αναφορά προς το Ενωσιακό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο, συντελούνται όχι μόνο στην Ελλάδα, παγκοσμίως, σε όλον το δυτικό κόσμο, πάρα πολλές άτυπες συνταγματικές μεταβολές. Το Σύνταγμα αλλάζει κανονιστικό περιεχόμενο μέσα από την ερμηνεία του και ιδίως μέσα από τη συνύπαρξή του με άλλες έννομες τάξεις που διεκδικούν την εφαρμογή τους επίσης στην Ελλάδα και σε σχέση με τους Έλληνες πολίτες και κάθε έναν ευρισκόμενο στην ελληνική έννομη τάξη.
Αυτές λοιπόν οι άτυπες μεταβολές αλλάζουν το Σύνταγμα. Επίσης υπάρχουν ζητήματα, για τα οποία μία εγχώρια διαδικασία μεταβολής του Συντάγματος, μία «εθνική» αναθεώρηση του εθνικού Συντάγματος, μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι απλώς φενάκη, ψευδαίσθηση και να οδηγήσει σε πολύ μεγάλες παρεξηγήσεις και τριβές.
Με αυτά στο νου, πρέπει να θυμηθούμε ότι, όπως ειπώθηκε ήδη πάρα πολύ ωραία, για πρώτη στην ελληνική συνταγματική Ιστορία, για πρώτη φορά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, για πρώτη φορά από το 1821 και το Σύνταγμα της Επιδαύρου, για πρώτη φορά από το 1827, από το 1830, μπορούμε να μετρήσουμε από όπου θέλετε, για πρώτη φορά μετά το Σύνταγμα του 1844 επί Όθωνος, έχουμε από το 1975 και μετά, αναθεώρηση του Συντάγματος καθ’ ον τρόπο προβλέπει το Σύνταγμα, δηλαδή τηρουμένων των διαδικαστικών και ουσιαστικών προδιαγραφών μόλις το 1985-1986. Τόσο αργά και με τόση καθυστέρηση. Και εάν κάτι χαρακτηρίζει τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι ότι σε αυτά η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος και τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης έχουν γίνει σεβαστά. Συγκρουσιακά όμως το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου του 1975 με την αντιπολίτευση σύσσωμη να έχει αποχωρήσει. Η αναθεώρηση του 1986 ψηφίστηκε με την αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει. Πότε λοιπόν επέρχεται στη χώρα η συνταγματική συμφιλίωση; Πότε το Σύνταγμα γίνεται Σύνταγμα ευρείας αποδοχής; Σύνταγμα αποδεκτό από όλες τις μεγάλες, ιστορικές παρατάξεις; Μόλις το 2001.
Το 2001 λοιπόν, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, η αναθεώρηση αυτή στην πραγματικότητα καθιστά το Σύνταγμα κείμενο κοινής αποδοχής από όλες τις παρατάξεις και κατά τεκμήριο από όλη την κοινωνία. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, o συναινετικός δηλαδή χαρακτήρας της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001, γιατί νομίζω ότι αυτός έχει θέσει και τον πήχη που πρέπει να υπερπηδά κάθε αναθεώρηση. Η αναθεώρηση του 2008 ήταν τελικά μία αναθεώρηση αδιάφορη, σημειακή, μόνο για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, χωρίς να έχει πει αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τώρα φθάνουμε στη μόνη αναθεώρηση στην οποία άλλη πλειοψηφία ξεκινά και άλλη πλειοψηφία ολοκληρώνει την αναθεώρηση. Το 1986, το 2001 και το 2008, η ίδια πλειοψηφία ξεκινά στην πρώτη Βουλή και τελειώνει στη δεύτερη. Το 2019 άλλη πλειοψηφία, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, ξεκινά στην πρώτη Βουλή και η απόλυτη πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την ολοκληρώνει. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα ήταν να ακυρωθούν πολύ σημαντικές συνταγματικές εγγυήσεις που αφορούν πραγματικά, θεσμικά αντίβαρα. Εκεί λοιπόν που θέλαμε για την εκλογή των μελών των ανεξαρτήτων αρχών από τη διάσκεψη των Προέδρων, δηλαδή από ένα όργανο μεταβλητής σύνθεσης υπέρ της εκάστοτε πλειοψηφίας 4/5 πήγαμε στα 3/5, εκεί που θέλαμε πλειοψηφία 3/5 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, τώρα αρκεί η σχετική πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί και με 75 βουλευτές, όσοι δηλαδή είναι οι απολύτως αναγκαίοι για τη λήψη απόφασης. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εναλλαγής των κομμάτων και αυτό είναι το αποτέλεσμα του μεγάλου λάθους να πιστεύεις ότι εάν δώσεις την πλειοψηφία των 180 βουλευτών στην πρώτη Βουλή, αυτό θα το σεβαστεί η δεύτερη Βουλή. Αυτό λοιπόν είναι ένα κολοσσιαίο μάθημα.
Αλλά το ΠΑΣΟΚ πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να κάνει μία μεγάλη άσκηση αυτογνωσίας και να είναι υπερήφανο για τον εαυτό του και το συντακτικό του έργο και πρέπει να θυμηθεί τι έκανε. Το 1986 λοιπόν, υπό συγκρουσιακές συνθήκες, γιατί προηγήθηκε βεβαίως η άρνηση ανανέωσης της θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η πρόταση για εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη και προκλήθηκε όλη η γνωστή σύγκρουση για την ψήφο Αλευρά και όλα τα παρεπόμενα, είχαμε μία αναθεώρηση η οποία οριστικοποίησε τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και κατάργησε τις λεγόμενες αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, την αρμοδιότητά του πρωτίστως να προβαίνει σε αντικοινοβουλευτική/ αντιπλειοψηφική διάλυση της Βουλής και να παύει την κυβέρνηση, ούτε λίγο ούτε πολύ. Τι απέγινε η κριτική εκείνη, η λυσσαλέα κριτική κατά της αναθεώρησης του 1986; Ποτέ δεν προτάθηκε η επάνοδος των αρμοδιοτήτων και η Νέα Δημοκρατία το 2019 μείωσε την πλειοψηφία που απαιτείται για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και την έκανε σχετική. Άρα όχι μόνο απεδέχθη την επιλογή του 1986, αλλά την οδήγησε στα άκρα με τον τρόπο αυτό. Βλέπετε πώς δικαιώνεται η αναθεώρηση του 1986;
Το 2001 που όλα έχουν ψηφιστεί συναινετικά, πλην αυτών για τα οποία υπήρχε θεμελιώδης, υπαρξιακή αντίδρασης της αντιπολίτευσης, την οποία σεβάστηκε η τότε κυβερνητική πλειοψηφία, έχουμε ένα κεκτημένο το οποίο ακόμη και τώρα, μετά από 25 χρόνια, εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο εθνικό ενδιαφέρον βεβαίως, αλλά έχει και πάρα πολύ μεγάλο διεθνές και συγκριτικό ενδιαφέρον. Άρθρο σαν το 25 δεν υπάρχει σε πολλά Συντάγματα, ένα άρθρο που να προβλέπει ρητά τους κανόνες ερμηνείας του κεφαλαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που να προβλέπει ρητά την υποχρέωση σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας, την τριτενέργεια, δηλαδή την οριζόντια εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, την αρχή της ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και βεβαίως ρητά την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Τι να θυμηθώ; Τις προσθήκες για το απόρρητο των επικοινωνιών στο άρθρο 19; Τις προσθήκες για τα προσωπικά δεδομένα στο άρθρο 9Α ; Για την κοινωνία της πληροφορίας στο 5Α ; Την οριοθέτηση του χρόνου προφυλάκισης που είναι μία θεμελιώδης εγγύηση του κράτους δικαίου, της προσωπικής ασφάλειας στο άρθρο 6; Την κατάργηση των ατομικών διοικητικών μέτρων; Τις πρόσθετες εγγυήσεις ιδιοκτησίας σε σχέση με τις απαλλοτριώσεις; Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα; Την προστασία των δασών; Την καθιέρωση των ανεξαρτήτων αρχών ,των πέντε συνταγματικών; Την ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 28 για τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Τις μεταπλειοψηφικές εγγυήσεις που προβλέπει μόνο το ελληνικό Σύνταγμα, που απαιτεί πλειοψηφία 2/3 για την άμεση εφαρμογή ενός νέου εκλογικού νόμου και για την ψήφιση του νόμου για τη συμμετοχή των αποδήμων στην εκλογική διαδικασία,; Τις αρμοδιότητες των Επιτροπών της Βουλής οι οποίες επίσης μένουν αναξιοποίητες ή τις ρυθμίσεις για τη δικαιοσύνη; Που τώρα μας φαίνονται λίγες, αλλά τότε ήταν πολύ σημαντικές, τετραετές όριο θητείας για τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συμμετοχή των κατώτερων Δικαστών στα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια με την ιδιότητα του παρατηρητή, απαγόρευση άσκησης διοικητικών καθηκόντων από τους Δικαστές, χειραφέτηση μεγάλων κλάδων δικαστικών λειτουργών, όπως είναι οι τακτικοί Διοικητικοί Δικαστές, οι Ειρηνοδίκες, η πρόβλεψη για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού της πολιτικής δικαιοσύνης και οι εισαγγελικοί λειτουργοί, γιατί πια προβλέφθηκε ότι μετέχουν στη διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Για να μη μιλήσω για τεχνικότερα θέματα τα οποία μπορεί να είναι κουραστικά για εσάς, όπως είναι οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία, για τη δυνατότητα εισαγωγής ενιαίας δικαιοδοσίας στο άρθρο 94, για τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με την κατοχύρωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ακόμη οι αρμοδιότητες για την αποκέντρωση, για την τοπική αυτοδιοίκηση, για τους δύο βαθμούς, για τις τοπικές υποθέσεις, για την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων στο άρθρο 103, όλο δηλαδή το συνταγματικό πλαίσιο των προσλήψεων.
Άρα, φίλες και φίλοι, για να μιλήσουμε για αναθεώρηση, πρέπει πριν και πάνω από όλα τα άλλα να μιλήσουμε για τις πολιτικές προϋποθέσεις αναθεώρησης. Για να έχουμε αναθεώρηση, πρέπει να έχουμε συναίνεση και για να έχουμε συναίνεση, όχι ως ατμόσφαιρα, αλλά ως συνταγματικό κανόνα, πρέπει να επιτυγχάνεται η συγκέντρωση των αυξημένων πλειοψηφιών. Τι λέει το Σύνταγμα; Ότι ή θα συγκεντρώσεις 151 ψήφους στην πρώτη Βουλή και 180 στη δεύτερη, ή το αντίστροφο, 180 στην πρώτη και 151 στη δεύτερη.
Τι μας έχει διδάξει όμως η Ιστορία; Ότι αποφασιστικής σημασίας είναι η δεύτερη Βουλή, η δεύτερη Βουλή αποφασίζει το περιεχόμενο, τη νομοτεχνική κατάστρωση, η δεύτερη Βουλή δεν δεσμεύεται πρακτικά από τις κατευθύνσεις της πρώτης, παρότι η νομολογία αφήνει το ζήτημα αυτό ανοιχτό, διότι εάν δεν δίνονται σαφείς κατευθύνσεις, αυτές ούτως ή άλλως δεν έχουν καμία νομική αξία. Άρα είναι πρώτο θέμα συζήτησης, εάν θέλουμε να εκλογικεύσουμε τις διατάξεις, να παρέμβουμε στη διαδικασία του άρθρου 110, κάτι που επιτρέπεται εφόσον διατηρούνται τα δομικά του χαρακτηριστικά και να προβλέψουμε ότι η αυξημένη πλειοψηφία των 180 θα απαιτείται σε κάθε περίπτωση στη δεύτερη Βουλή, ενώ στην πρώτη Βουλή, για την κίνηση της διαδικασίας θα αρκεί η πλειοψηφία των 151 βουλευτών εφόσον παρεμβάλλονται βουλευτικές εκλογές.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι να προβλέψουμε τι γίνεται όταν αλλάζει η πολιτική σύνθεση της δεύτερης Βουλής σε σχέση με τη πρώτη και επειδή αυτό δεν μπορούμε να το προβλέψουμε ρητά, η μόνη λύση είναι να διατηρούμε οπωσδήποτε την αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών για τη δεύτερη Βουλή. Τώρα, εφόσον λοιπόν επιτρέπεται να συντελεστεί η αναθεώρηση του Συντάγματος με την απλή πλειοψηφία, την απόλυτη δηλαδή, δεν πρέπει το ΠΑΣΟΚ να επιτρέψει καμία διάταξη να εισαχθεί για αναθεώρηση στη δεύτερη Βουλή με απλή πλειοψηφία, πρέπει η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 να διατηρηθεί οπωσδήποτε για τη δεύτερη Βουλή.
Αλλά τι λέμε; Μήπως έχουμε χάσει λίγο τη μεγάλη εικόνα, τη μεγάλη πολιτική εικόνα; Προβλέπουμε ότι από τις εκλογές που θα γίνουν, θα συγκροτηθεί οπωσδήποτε μία κυβέρνηση και η χώρα θα συνεχίσει μία αναθεωρητική διαδικασία η οποία θα έχει ξεκινήσει στην παρούσα Βουλή με την πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας; Ότι η Νέα Δημοκρατία διαθέτοντας παραπάνω από 151 βουλευτές θα έχει διαμορφώσει μία ατζέντα και αυτή την ατζέντα θα την παραλάβει, έστω με την ανάγκη να συγκεντρωθούν 180 βουλευτές, η επόμενη Βουλή, η πρώτη που θα προκύψει;
Νομίζω ότι το μέγα ζήτημα που τίθεται, το οποίο είναι ιστορικό, αλλά είναι και νομικό, είναι εάν δεν μπορέσει η Βουλή που θα ακολουθήσει, η δεύτερη δηλαδή, να ασκήσει τις αρμοδιότητές της οι οποίες ασκούνται κατά την πρώτη σύνοδο. Αν θα διαλυθεί πριν ασκήσει την αρμοδιότητά της αυτή, τι απογίνεται η αναθεωρητική αρμοδιότητα που της έχει ανατεθεί; Μεταφέρεται στη μεθεπόμενη Βουλή ή πρέπει να ξεκινήσει μία αναθεωρητική διαδικασία από τον σχηματισμό της κυβέρνησης και τη σταθεροποίηση των κοινοβουλευτικών σχέσεων και μετά;
Στην ελληνική συνταγματική Ιστορία το έχουμε ζήσει αυτό αλλά υπό έκτακτες συνθήκες, υπό συνθήκες εμφυλίου πολέμου, το ζήσαμε αυτό από το 1946 μέχρι το 1952 με αλλεπάλληλες Βουλές οι οποίες διαλύονταν και τελικά ψηφίστηκε από την τρίτη Βουλή το Σύνταγμα, αλλά τώρα είμαστε σε ομαλές συνταγματικές περιόδους και πρέπει να έχουμε αποσαφηνίσει εάν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία, αλλιώς το να μιλάμε για τις αναγκαίες αναθεωρητικές συναινέσεις, δηλαδή για την ανάγκη να βρούμε 180 βουλευτές, ενώ προηγείται η ανάγκη να βρούμε τη δεδηλωμένη πλειοψηφία για τον σχηματισμό κυβέρνησης σύμφωνα με την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, όπως την έχει διατυπώσει ο Νίκος Ανδρουλάκης, νομίζω ότι είναι εν πάση περιπτώσει κάπως πρωθύστερο και πρέπει η χώρα να καταστεί διακυβερνήσιμη πριν το Σύνταγμα καταστεί αναθεωρήσιμο. Αυτό είναι απολύτως αναγκαίο.
Θα μπορούσαμε, στο πλαίσιο των ιδεών περί της διαδικασίας ακόμη και την πενταετία που απαιτείται από το τέλος μίας αναθεώρησης, να τη μετατρέψουμε σε πενταετία από τη θέσπιση της διάταξης που αναθεωρείται, η κάθε διάταξη χωριστά να δοκιμάζεται από όταν θεσπίστηκε για πέντε χρόνια.
Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος μίας άλλης ψευδαίσθησης. Όπως σας είπα προηγουμένως δεν υπάρχει αμιγώς εθνική διαδικασία αναθεώρησης του εθνικού Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι επαυξημένο, όπως λέω επιστημονικά, ζούμε υπό συνθήκες πολλαπλότητας των εννόμων τάξεων και υπάρχει σκληρός, διεθνής έλεγχος των εθνικών Συνταγμάτων και δικαστικός και νομικοπολιτικός. Θυμίζω ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει ελέγξει χωρίς κανένα φραγμό το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, για την ακρίβεια την άμεση εφαρμογή του επαγγελματικού ασυμβιβάστου για τους βουλευτές της Βουλής που ψήφισε το Σύνταγμα, τη βουλευτική ασυλία, τη μη εκτέλεση των εθνικών δικαστικών αποφάσεων, ζητήματα του άρθρου 17, ζητήματα του άρθρου 6 πάμπολλα, ζητήματα του άρθρου 13 ακόμη περισσότερα. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ελέγξει τη διάταξη για τον βασικό μέτοχο, τη διάταξη για την απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τις αρμοδιότητές της η Δικαιοσύνη και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ακόμη και προχθές εξέδωσε μία πολύ σημαντική απόφαση για τον έλεγχο της αναλογικότητας των περιορισμών στην άσκηση επαγγελμάτων και θεώρησε ότι η ελληνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει μηχανισμό ελέγχου της αναλογικότητας αυτών των περιορισμών, δηλαδή της διαδικασίας απελευθέρωσης της αγοράς.
Επίσης δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στα θεμελιώδη δικαιώματα το εθνικό Σύνταγμα προσθέτει κάτι, αλλά προσθέτει πολύ λίγα πράγματα. Δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από ό,τι προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ό,τι προβλέπει το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, ό,τι προβλέπει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε μπορούμε στα κοινωνικά δικαιώματα να κινηθούμε χωρίς να υπάρχει μία υπονοούμενη ρήτρα δημοσιονομικής δυνατότητας αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, πρέπει να έχουμε δημοσιονομική επάρκεια. Μη δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι έχουμε περάσει σε καμία οριστική και πλήρη κανονικότητα, ότι έχουμε φύγει από την κρίση και βρισκόμαστε πια σε συνθήκες απόλυτης και αδιατάρακτης ασφάλειας, ως μία χώρα που δεν κινδυνεύει από τίποτα ποτέ.
Με την ευκαιρία αυτή να συγχαρώ τον Κυριάκο Πιερρακάκη για την εκλογή του ως Προέδρου του Eurogroup, κάτι που συνιστά και εθνική αλλά και προσωπική επιτυχία. Πρέπει να πω ότι για κάποιον, όπως είμαι εγώ, που ξέρει τι σημαίνει Eurogroup υπό δύσκολες, σκοτεινές συνθήκες, σε μία περίοδο κατά την οποία παιζόταν η υπόσταση της χώρας, η οικονομική και η δημοκρατική, η εκλογή του Έλληνα Υπουργού στη θέση του Προέδρου του Eurogroup σημαίνει διάφορα πράγματα πολύ κρίσιμα.
Πρώτον, σημαίνει ότι οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη δηλώνουν έτοιμοι να μελετήσουν τα μαθήματα που διδάσκει η ελληνική κρίση. Δεύτερον, σημαίνει πως αποδέχονται ότι στο «εργαστήριον η Ελλάς» δοκιμάστηκαν τροποποιήσεις των υβριδικών συνθηκών και νέοι θεσμοί, χωρίς τους οποίους η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις επόμενες κρίσεις, την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, την πληθωριστική κρίση. Η έννοια της κρίσης δεν υπήρχε στις υβριδικές συνθήκες πριν την ελληνική περιπέτεια και το «εργαστήριον η Ελλάς». Βέβαια η εκλογή αυτή πρέπει να λειτουργήσει και ως ένα μάθημα προς εμάς, στο εσωτερικό, ότι είμαστε εκεί επειδή πρέπει να έχουμε το νου μας και πρέπει να φροντίσουμε με τις ασκούμενες πολιτικές και με την αίσθηση εθνικού συμφέροντος και ιστορικής προοπτικής να καταστήσουμε την επιστροφή στην κανονικότητα πραγματική, ολοκληρωμένη, βαθιά.
Έρχομαι λοιπόν τώρα στα παγκόσμιας εμβέλειας ζητήματα. Μπορεί το Σύνταγμά μας και κάθε εθνικό Σύνταγμα να πει κάτι σοβαρό για την κλιματική κρίση; Μπορεί να πει κάτι σοβαρό για την τεχνητή νοημοσύνη; Μπορούμε βεβαίως να στείλουμε μηνύματα ότι έχουμε ωραίες ιδέες, αλλά πραγματική ρύθμιση για την κλιματική κρίση, τι σημαίνει σε ένα εθνικό Σύνταγμα όταν δεν μπορούν να επιτευχθούν οι αναγκαίες διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες όχι απλώς δεν προχωρούν αλλά οπισθοχωρούν τους τελευταίους μήνες; Τι σημαίνει ρύθμιση για την τεχνητή νοημοσύνη; Δεν σημαίνει δυστυχώς τίποτα. Αυτό το οποίο συνέβη τις τελευταίες εβδομάδες, από τις 19 Νοεμβρίου και μετά είναι ότι με την πρόταση νέου κανονισμού που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το digital omnibus, έχουμε πλήρη εγκατάλειψη της έως τώρα επικρατούσας ευρωπαϊκής αντίληψης σε σχέση με το κανονιστικό πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Αυτό που ζητούσε πάντα η αμερικανική διοίκηση και η αγορά έγινε δεκτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μειώνονται οι ρυθμίσεις. Η ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα που είναι υπερδύναμη των ρυθμίσεων, αλλά είναι μία μικρή ή μάλλον μία μεσαία δύναμη στην αγορά της τεχνολογίας, των νέων τεχνολογιών, έγινε αποδεκτό. Άρα πρέπει να ξέρουμε ότι κινούμαστε πλέον σε ένα νέο περιβάλλον. Μπορεί να μην περάσει εύκολα αυτό από το Συμβούλιο ή από το Κοινοβούλιο, αλλά ήδη η αγορά έλαβε μεγάλα μηνύματα. Εμείς λοιπόν πρέπει να δούμε πώς θα μπούμε στον χάρτη πραγματικά, όχι φιλοξενώντας data centers ως ενεργειακό πρόβλημα, αλλά πώς μπορούμε να μετέχουμε στην παραγωγή γνώσης, στο διανοητικό κεφάλαιο, στη δημιουργία του πλούτου ο οποίος συνδέεται με τις νέες τεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά αυτό δεν θα λυθεί συνταγματικά και δεν θα λυθεί σε εθνικό επίπεδο.
Άρα τι είναι αυτό που πρέπει να δούμε; Αυτά που μπορεί να ρυθμίσει ένα εθνικό Σύνταγμα, ένα εθνικό Σύνταγμα μίας προοδευτικής χώρας, γιατί και η Σλοβακία προέβη σε αναθεώρηση του Συντάγματός της πριν από λίγες ημέρες και εισήγαγε διατάξεις για την ύπαρξη μόνο δύο φύλων, για την απαγόρευση του γάμου των ομοφύλων και πρόβλεψε και ειδική ρήτρα ότι για τα θέματα αυτά υπερισχύει το εθνικό Σύνταγμα και όχι το Ενωσιακό Δίκαιο. Μία διπλανή χώρα, η Σλοβενία, έχει ρητή συνταγματική διάταξη που απαγορεύει τις μονοκομματικές κυβερνήσεις, αυτή έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη νέα ρύθμιση του σλοβακικού Συντάγματος.
Έχει σημασία να θυμίσουμε τον κατάλογο των θεμάτων; Έχει μία κάποια σημασία, αφού λύσουμε όλα τα προκαταρκτικά, διαδικαστικά και πολιτικά ζητήματα τα οποία ανέφερα.
Είναι θέμα η σχέση κράτους και Εκκλησίας; Πάντα είναι θέμα και πάντα ισχύει η πρότασή μας να προστεθεί στο άρθρο 3 ερμηνευτική δήλωση ότι η ύπαρξη του άρθρου 3 σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί περιορισμούς του άρθρου 13, δηλαδή στη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα. Αυτό λύνει οριζόντια και απλά όλα τα θέματα.
Μπορούμε να κάνουμε παρεμβάσεις σε σχέση με την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης; Βεβαίως, μπορούμε να κάνουμε νέα βήματα. Δεν νοείται, καταρχάς, να έχουμε ανεξάρτητες Αρχές που εκλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία 3/5, που πρέπει όμως να συγκροτείται σε κοινοβουλευτική Επιτροπή που έχει σταθερή σύνθεση και όχι στη Διάσκεψη των Προέδρων, άρα πρέπει τα 3/5 να είναι 3/5 κοινοβουλευτικής Επιτροπής, της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για παράδειγμα και όχι της Διάσκεψης των Προέδρων. Δεν νοείται να θέλεις τρία πέμπτα, άρα συναίνεση για να εκλέξεις τα μέλη των ανεξαρτήτων Αρχών και μόνον το Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Άρα πρέπει και η ηγεσία της Δικαιοσύνης, μετά τη γνώμη των Ολομελειών, μετά την ακρόαση ενώπιον της Βουλής, να επιλέγεται με αυξημένη πλειοψηφία από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αυτή είναι μία απλή, καθαρή και λειτουργική θέση.
Η απαγόρευση ανάθεσης καθηκόντων στις ανεξάρτητες Αρχές για τους δικαστικούς λειτουργούς, βεβαίως πρέπει να εισαχθεί. Δεν ξέρω αν πρέπει να είναι τέσσερα χρόνια, γιατί μετά ο δικαστής θα είναι 72 χρονών, αλλά πάντως δύο χρόνια μπορεί να είναι σίγουρα.
Στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, που είναι το μεγάλο θέμα, γιατί οι άνθρωποι περιμένουν να δουν τι θα γίνει με το νέο οικοδομικό κανονισμό, τι θα γίνει με τις συντάξεις, τι θα γίνει με τις εκκρεμότητες. Βεβαίως και μπορούμε να προβλέψουμε και μηχανισμό προληπτικού ελέγχου αλλά και μεγάλη πιλοτική δίκη συνταγματικού χαρακτήρα, με θεσμικούς διαδίκους, μια που έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτός ο θεσμός της πιλοτικής δίκης και μπορούν όλα τα θέματα συνταγματικότητας με πρωτοβουλία θεσμικών διαδίκων να εκκαθαρίζονται σε μία μεγάλη πιλοτική δίκη ενώπιον της Ολομέλειας του αρμοδίου δικαστηρίου.
Οι ανεξάρτητες αρχές, ή θα ξαναπάμε στα 4/5 ή θα αλλάξει το όργανο και θα πάμε στα 3/5 στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Για τη λειτουργία της Βουλής για την κυβέρνηση, άκουσα και τις ωραίες προτάσεις που έγιναν προηγουμένως και από την Ευαγγελία και από τον Χρήστο, τον Πρωθυπουργό που συγκεντρώνει στα χέρια του την πλήρη και απόλυτη εξουσία δεν τον προσδιορίζει το Σύνταγμα, εάν προκύψει μία κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, ο Πρωθυπουργός θα είναι άλλου τύπου, ήταν ούτως ή άλλως άλλου τύπου Πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και άλλου τύπου Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Ράλλης, άλλου τύπου Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου και άλλου τύπου Πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς που ήταν Πρωθυπουργός συμμαχικής κυβέρνησης. Το σύνδρομο της αποστασίας προσδιορίζει τον ρόλο του Πρωθυπουργού στην Ελλάδα, το ουσιαστικό Σύνταγμα της χώρας είναι δύο σύνδρομα της δεκαετίας του ‘60, στην εξωτερική πολιτική το σύνδρομο της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η κρίση που προέκυψε, η φθορά που υπέστη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν επιτρέπει σε καμία πολιτική ηγεσία να αναλάβει σοβαρές και μεγάλες πρωτοβουλίες στα εθνικά θέματα. Τώρα όμως εάν αλλάξει η αίσθηση του χρόνου και εάν πυκνωθεί ο χρόνος, θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε χωρίς το σύνδρομο της Ζυρίχης και του Λονδίνου και το δεύτερο είναι το σύνδρομο της αποστασίας. Επειδή λοιπόν η αποστασία αμφισβήτησε τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου με καθοριστικό τον ρόλο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τώρα φυσικά ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να είναι αναμφισβήτητος και δεν μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει στο εσωτερικό του κόμματός του και ο πανίσχυρος αρχηγός του κόμματος γίνεται πανίσχυρος Πρωθυπουργός σε μία μονοκομματική κυβέρνηση.
Αυτή είναι η ετερογονία των ιστορικών σκοπών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να λειτουργεί η αντιπολίτευση στη Βουλή, γιατί τα δικαιώματα της Βουλής έχουν σημασία ως δικαιώματα της αντιπολίτευσης ή ότι δεν μπορεί να λειτουργεί η δικαιοσύνη ή ότι δεν μπορούν να λειτουργούν οι ανεξάρτητες αρχές ή ότι δεν πρέπει να λειτουργούν τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αρκεί να έχεις να πεις, αρκεί να έχεις να αναδείξεις, αρκεί να έχεις να προτείνεις, αυτό έχει σημασία, αυτό δεν το παράγει κανένα Σύνταγμα. Τη μάχη των ιδεών, τη μάχη των αφηγήσεων, τη μάχη των νέων προτάσεων, τη μάχη του μέλλοντος, την οργανώνει θεσμικά το Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να την υποκαταστήσει το Σύνταγμα, άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να έχουμε να πούμε επί της ουσίας πράγματα. Παρόλα αυτά εάν η αντιπολίτευση δεν αποκτήσει δικαιώματα σε σχέση με την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης, η Βουλή δεν θα γίνει ποτέ ένα όργανο το οποίο είναι πραγματικά πλουραλιστικό.
Βέβαια πρέπει να κάνουμε ένα βήμα σε σχέση με την μεταπλειοψηφική εγγύηση που περιβάλει την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η ισχύς του από τις μεθεπόμενες εκλογές καταστρατηγείται όταν έχεις άμεση διάλυση και άμεση διεξαγωγή δύο ή τριών εκλογών. Άρα πρέπει να πούμε πλέον ότι η εφαρμογή του δεν θα γίνεται μετά τις μεθεπόμενες εκλογές αλλά έναν τουλάχιστον χρόνο μετά τη διάλυση ή τη λήξη της θητείας της Βουλής που το ψήφισε.
Και, σε σχέση με την ποινική ευθύνη των υπουργών, η πρόσκληση που απεύθυνε ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι βαρύνουσα, πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτή την αντίδραση της κοινωνίας, πρέπει η νέα ρύθμιση να τεθεί υπό την κρίση και την επεξεργασία της Επιτροπής Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έχει ζητηθεί η γνώμη μου για ένα απολύτως συναφές ζήτημα στην Κύπρο, που είναι η αναθεώρηση του Κυπριακού Συντάγματος, για το ρόλο και τις αρμοδιότητες του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος είναι και νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης και γενικός κατήγορος και άρα τίθεται ζήτημα διαχωρισμού. Και η Κύπρος έχει θέσει το ζήτημα στην κρίση της Επιτροπής Βενετίας, δηλαδή της Επιτροπής δημοκρατίας διά του Δικαίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι ένα όργανο υψηλού, διεθνούς κύρους και βεβαίως θα έλεγα ότι πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση στην εφαρμογή και για τους υπουργούς των προβλέψεων του Συντάγματος για το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο των βουλευτών. Εάν προσαρμοστεί το σύστημα και για τους υπουργούς έχουμε και έλεγχο της Βουλής όσο πρέπει, αλλά και πρωτοβουλία της δικαιοσύνης όσο πρέπει και αυτό υπό τον έλεγχο, όπως είπα και προηγουμένως, ενός υψηλού κύρους οργάνου, διεθνικού όπως λέγεται, transnational, ελέγχου νομικοπολιτικού, που ασκεί το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έχουμε μεγάλες εμπειρίες, έχουμε την εμπειρία του βρώμικου ’89, έχουμε την εμπειρία των δικών μας διώξεων κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των υπουργών του, που ανεστάλη για να ξεκινήσουμε τη διαδικασία αναθεώρησης το 1995, έχουμε το Βατοπέδι, έχουμε τη Novartis και προς τις δύο κατευθύνσεις και ως σκευωρία αλλά μετά και ως απόδοση ποινικών ευθυνών, έχουμε τα Τέμπη, έχουμε τον ΟΠΕΚΕΠΕ, έχουμε νομολογία πάρα πολύ σοβαρή και από το Στρασβούργο και από το Λουξεμβούργο, άρα έχουμε βάση για έναν σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο, ο οποίος ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ευαισθησίες και δεν ενδίδει στο λαϊκισμό.
Ο διάλογος πρέπει να παρέχει την αίσθηση ότι αξίζει τον κόπο, δηλαδή για να κινητοποιηθεί η κοινωνία, για να κινητοποιηθεί η επιστημονική κοινότητα πρέπει να νιώθει ότι κάτι θα γίνει, ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μία πραγματική, αναθεωρητική διαδικασία, αυτό ακόμη δεν έχει συμβεί.
Ένας άλλος διάλογος που είναι σοβαρός, πέραν του διεθνούς που προσέθεσα, είναι ο διαθεσμικός διάλογος. Ο διαθεσμικός διάλογος είναι αναγκαίος και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ως διαθεσμικό διάλογο εννοώ τον διάλογο μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και της δικαστικής εξουσίας πρωτίστως. Εάν δεν μπορείς να κάνεις οργανωμένο τέτοιο διαθεσμικό διάλογο, πάρα πολλά ζητήματα θα παραμένουν εκκρεμή και θα ανακυκλώνονται και το κράτος δεν θα λειτουργεί και η οικονομία θα δυσανασχετεί επειδή δεν έχουμε ένα δικαστικό σύστημα το οποίο βοηθά τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Άρα, το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, αλλά είναι θεσμικό, είναι πολιτικό, κοινωνικό, αναπτυξιακό, νοοτροπιακό, είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να λειτουργεί όπως υπαγορεύει η ιστορία του και το αξιακό του σύστημα, πρέπει δηλαδή να λειτουργήσει, πρώτον, ως ο θεσμικός εγγυητής όλων αυτών των διαδικασιών και, δεύτερον, ως ο παραγωγός και εισηγητής ιδεών που ξεπερνούν τις αγκυλώσεις, πρέπει να έχεις γνώση και μία διάθεση υπέρβασης και καινοτομίας προκειμένου να λες νέα, συγκεκριμένα και εφαρμόσιμα πράγματα με πειστικό τρόπο.
Άρα δύο λειτουργίες, την εγγυητική και την καινοτομική, προκειμένου να έχει το ΠΑΣΟΚ τον πρώτο ρόλο για το μέλλον της χώρας και τον πρώτο ρόλο για την αναθεώρηση του Συντάγματος».
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr