Η μάχη εντός των Ειρηνοδικών για την ενοποίηση Ειρηνοδικείων με Πρωτοδικεία: Οι υπέρ, οι κατά και τα επιχειρήματα

Πως αντιδρούν ενόψει του προωθούμενου νέου Δικαστικού Χάρτη, που έχει εξαγγείλει ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Φλωρίδης.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Η μάχη εντός των Ειρηνοδικών για την ενοποίηση Ειρηνοδικείων με Πρωτοδικεία: Οι υπέρ, οι κατά και τα επιχειρήματα EUROKINISSI

Σε αντίπαλα στρατόπεδα οι Ειρηνοδίκες καθώς ήδη φαίνεται να χωρίζονται σε διαφορετικές πλευρές μπροστά στο νέο Διοικητικό Χάρτη, που όπως έγραψε το dikastiko.gr ετοιμάζει ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης και περιλαμβάνει την ενοποίηση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων.

Ειρηνοδίκες από όλη τη χώρα έχουν αρχίσει να καταθέτουν υπομνήματα για τις επικείμενες διατάξεις και απ’ ότι φαίνεται υπάρχει διχασμός στις απόψεις και τα επιχειρήματά τους, καθώς κάποιοι εμφανίζονται υπέρμαχοι του κυβερνητικού σχεδιασμού, ενώ άλλοι δηλώνουν πως δεν θα οδηγήσει σε βελτίωση απονομής Δικαιοσύνης.

«Δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην ανωτέρω ενοποίηση, η οποία όχι μόνο δε θα εισφέρει στην επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της Δικαιοσύνης, τουναντίον θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλέον καθυστερήσεις και ουσιώδη προβλήματα στην υπηρεσιακή ζωή απάντων των Δικαστικών Λειτουργών του πρώτου βαθμού, Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών» αναφέρουν στο υπόμνημά τους οι Κωνσταντίνος Δασύλλας, Ειρηνοδίκης Κέρκυρας, Αντιγόνη Πινακίδου, Δ. Ειρηνοδίκης Παγγαίου, Κωνσταντίνα Σαμαρά, Ειρηνοδίκης Αρναίας και Σταματία Κλάγκου, Ειρηνοδίκης Καλαμάτας.

Στον αντίποδα οι Ειρηνοδίκες Λουκία Μηλιώτη, Αγγελική Μυκωνιάτη, Αγγελική Νανοπούλου και Ελένη Τζουνάκου σημειώνουν πως «είναι φανερό ότι η ένταξη των Ειρηνοδικείων στον ενιαίο δικαστικό ιστό αποτελεί αίτημα της εποχής μας, το σπουδαιότερο μέτρο για την ορθολογική οργάνωση της δικαιοσύνης. Ανεξάρτητα από τις δυσχέρειες που εμφανίζει, η πολιτεία οφείλει να προχωρήσει και μάλιστα το ταχύτερο».

Σε αντίπαλα στρατόπεδα οι Ειρηνοδίκες: Τι αναφέρουν οι «κατά» του σχεδίου ενοποίησης με Πρωτοδικεία

«Ενόψει του εξαγγελθέντος σχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, η εφαρμογή του οποίου συνεπάγεται πρακτικώς την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων με τα Πρωτοδικεία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η σχεδιαζόμενη ενοποίηση εξαγγέλθηκε με γνώμονα την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, οι παρακάτω υπογράφοντες, άπαντες υπηρετούντες Ειρηνοδίκες, δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην ανωτέρω ενοποίηση, η οποία όχι μόνο δε θα εισφέρει στην επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της Δικαιοσύνης, τουναντίον θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλέον καθυστερήσεις και ουσιώδη προβλήματα στην υπηρεσιακή ζωή απάντων των Δικαστικών Λειτουργών του πρώτου βαθμού, Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών» δηλώνουν οι Κωνσταντίνος Δασύλλας, Ειρηνοδίκης Κέρκυρας, Αντιγόνη Πινακίδου, Δ. Ειρηνοδίκης Παγγαίου, Κωνσταντίνα Σαμαρά, Ειρηνοδίκης Αρναίας και Σταματία Κλάγκου, Ειρηνοδίκης Καλαμάτας.

Όπως αναφέρουν δεν προκύπτουν «αδρανή» Ειρηνοδικεία. «Με τον περιορισμό της δικαστικής ύλης των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 δεν προκύπτουν «αδρανή» Ειρηνοδικεία που υπολείπονται σε δικαστική ύλη, αλλά Ειρηνοδικεία που, στην πλειοψηφία τους, επιστρέφουν εν μέρει στην προ του Ν. 3869/2010 υφιστάμενη συνθήκη του οριακά διαχειρίσιμου όγκου προς διεκπεραίωση δικογραφιών, αφού δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο σύγχρονος Ειρηνοδίκης δεν έχει υπηρεσιακά καμία σχέση με τον Ειρηνοδίκη των περασμένων δεκαετιών, που είχε περιορισμένο συγκριτικά αντικείμενο και όγκο εργασίας. Επισημαίνεται ενδεικτικά ότι ο Ειρηνοδίκης σήμερα, πέραν της άσκησης αυστηρά δικαιοδοτικών καθηκόντων μέσω της εκδίκασης πληθώρας πολιτικών υποθέσεων, αναλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα και τα κάτωθι:

– Να εκδίδει διατάξεις σύστασης και τροποποίησης σωματείων, καθώς και κληρονομητηρίων

– Να δημοσιεύει διαθήκες

– Να συντάσσει ένορκες βεβαιώσεις

– Να τελεί σε υπηρεσιακή ετοιμότητα στα περιφερειακά Ειρηνοδικεία της χώρας 24 ώρες το 24ωρο, επί επτά ή περισσότερες μέρες το μήνα, ανάλογα με το πόσο διαρκεί η υπηρεσία του, για ενδεχόμενη κατ’ οίκον έρευνα που θα προκύψει στις περιοχές αρμοδιότητάς του Πρωτοδικείου.

– Να επιθεωρεί τα βιβλία των δικαστικών επιμελητών, κατ’ αναπλήρωση των καθηκόντων του Εισαγγελέα Πρωτοδικών

– Να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει μεγάλο όγκο προανάκρισης ελλείψει Πταισματοδίκη στην έδρα του Πρωτοδικείου, χωρίς καμία προηγούμενη προς τούτο εκπαίδευση και πολλές φορές χωρίς την αυτονόητη συνδρομή της αρμόδιας Εισαγγελίας, συνθήκη που επικρατεί σε πάρα πολλά Ειρηνοδικεία της χώρας.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ανωτέρω αρμοδιοτήτων βαρύνουν αποκλειστικά τους Ειρηνοδίκες, ενώ δεν επιφορτίζουν στο ελάχιστο τους Πρωτοδίκες».

Τα στοιχεία που παραθέτουν οι «ενάντιοι» στη συγχώνευση

Στο υπόμνημά τους οι «ενάντιοι» στο σχέδιο λένε πως «ως σημεία αναφοράς επιλέχθηκαν το πρώτο τρίμηνο των ετών 2017 και 2023. Το έτος 2017 επιλέχθηκε αφενός μεν ως το πρώτο χρονολογικά έτος για το πρώτο εξάμηνο του οποίου υφίστανται αυτοτελώς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου στατιστικά στοιχεία (έτσι ώστε η σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του έτους 2023 να είναι ευχερής), αφετέρου δε διότι εντός του έτους 2017 τοποθετήθηκαν και ξεκίνησαν να υπηρετούν οι 194 νεοδεορισθέντες από τον διαγωνισμό που διενεργήθηκε εντός του έτους 2015 Δόκιμοι Ειρηνοδίκες.

Σημειώνεται εδώ άλλη μια μεγάλη παρανόηση που ανακυκλώνεται εντελώς αβάσιμα σε κάθε συζήτηση σχετική με την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη και την ενδεχόμενη μεταφορά δικαστικής ύλης από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, ότι δηλαδή δήθεν ο απόλυτος αριθμός των Ειρηνοδικών από το έτος 2015 και εντεύθεν «σχεδόν διπλασιάστηκε». Η αλήθεια είναι όμως διαφορετική, καθώς η αύξηση οργανικών θέσεων που συντελέστηκε δυνάμει του Ν. 4335/2015 αύξησε τον αριθμό των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών μόνο κατά 140. Όλοι οι μεταγενέστεροι διορισμοί που συντελέστηκαν από τον Πίνακα Επιτυχόντων του Διαγωνισμού του έτους 2015 έγιναν προς κάλυψη κενών, καθώς κατά τα έτη εκείνα και τα αμέσως επόμενα οι αποχωρήσεις λόγω αφυπηρέτησης Ειρηνοδικών Α΄ τάξης ήταν πολλές. Δεν ισχύει επομένως σε καμία περίπτωση ότι οι Ειρηνοδίκες αντεπεξήλθαν «γιατί ήταν πάρα πολλοί».

Και προσθέτουν ότι «κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2017 ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν στις 343.563. Αντιστοιχούσαν δηλαδή 375 περίπου υποθέσεις προς διεκπεραίωση σε κάθε Ειρηνοδίκη (αριθμός οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών 916, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου Α΄ της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015). Ο αριθμός αυτός, πρωτοφανής για τη δικαστική ιστορία της χώρας και τον κλάδο των Ειρηνοδικών, εκτινάχθηκε σε αυτό το δυσθεώρητο ύψος κατά βάση – αν και όχι αποκλειστικά – από την εισροή των υποθέσεων του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι κατά το Α΄ τρίμηνο του έτους 2013, δηλαδή τέσσερα μόλις χρόνια πριν, ανερχόταν σε 237.120 υποθέσεις. Ειδικότερα, εκ των 343.563 υποθέσεων 173.414 (σχεδόν ακριβώς οι μισές) αφορούσαν σε αιτήσεις του Ν. 3869/2010, 42.950 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παλαιάς τακτική διαδικασίας και 11.164 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της νέας τακτική διαδικασίας, ενώ οι υπόλοιπες ήταν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, μικροδιαφορών, ειδικής διαδικασίας (αυτοκίνητα, μισθώσεις, εργατικά, πιστωτικοί τίτλοι) και εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι υποθέσεις αυτές διεκπεραιώθηκαν με εντυπωσιακή για τα δικαστικά χρονικά ταχύτητα, καθώς έξι μόλις έτη μετά (Α΄ τρίμηνο έτους 2023) ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν σε μόλις 171.333, σημειώνοντας μείωση της τάξης του 50,13% (η αντιστοίχιση πλέον ανέρχεται σε 187 υποθέσεις ανά Ειρηνοδίκη). Ειδικότερα, οι υποθέσεις του Ν. 3869/2010 ανέρχονταν σε 43.619 (μείωση 74,85%), οι υποθέσεις της παλαιάς τακτικής διαδικασίας πρακτικά εκμηδενίστηκαν και ανέρχονταν στις 1.885 (μείωση 95,61%), ενώ αντίστοιχες μειώσεις σημειώθηκαν στα ασφαλιστικά μέτρα (4.011 υποθέσεις έναντι 5.926 το έτος 2017 – μείωση 32,32%), στις μικροδιαφορές (19.894 υποθέσεις έναντι 47.173 το έτος 2017 – μείωση 57,83%) και στις επιμέρους ειδικές διαδικασίες (αυτοκίνητα 25.652 υποθέσεις έναντι 28.742 το έτος 2017 – μείωση 10,75%, εργατικά 5.071 υποθέσεις έναντι 8.370 το έτος 2017 – μείωση 39,41%, μισθώσεις 6.166 υποθέσεις έναντι 6.488 το έτος 2017 – μείωση 4,96% και πιστωτικοί τίτλοι 5.704 υποθέσεις έναντι 5.858 το έτος 2017 – μείωση 2,63%). Οριακή αύξηση σημείωσαν μόνο οι υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (8.848 υποθέσεις έναντι 9.152 το έτος 2017 – αύξηση 3,44%) και της νέας τακτικής διαδικασίας (11.164 υποθέσεις έναντι 24.528 το έτος 2017 – αύξηση 119,71%, όπου όμως η αύξηση δεν υποδηλώνει κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια, καθώς οι υποθέσεις που εκδικάζονται σύμφωνα με τη νέα τακτική διαδικασία ξεκίνησαν να εντάσσονται στη δικαστική ύλη μόλις κατά το έτος 2016, με αποτέλεσμα η αρχική απεικόνιση των 11.164 υποθέσεων κατά το έτος 2017 να μην είναι ενδεικτική του πραγματικά συσσωρευόμενου όγκου υποθέσεων αυτής της κατηγορίας)».

Σημειώνουν ότι «όλα τα ανωτέρω επιτεύχθηκαν ταυτόχρονα με τη σχεδόν αυτόματη (λόγω της φύσης των υποθέσεων) διεκπεραίωση ολόκληρων κατηγοριών από άλλες υποθέσεις, οι οποίες βαρύνουν αποκλειστικά τα Ειρηνοδικεία, πρόκειται δε για τις πράξεις, διατάξεις και πρακτικά που εκδίδουν οι Ειρηνοδίκες για σωματεία, κληρονομητήρια και διαθήκες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στα επίσημα στατιστικά του Υπουργείου. Πρόκειται για δικαστική ύλη ήσσονος μεν δυσκολίας ως προς τη διεκπεραίωση, γεγονός που όμως αντισταθμίζεται ουσιαστικά από την ανάγκη ταχύτατης επεξεργασίας και άμεσης διεκπεραίωσης αυτής, καθώς οι εν λόγω πράξεις, διατάξεις και πρακτικά εκδίδονται συνηθέστατα αυθημερόν ή πάντως εντός ελάχιστων ημερών από την κατάθεση των σχετικών αιτήσεων».

Τα στοιχεία για τα Πρωτοδικεία

«Αντίστοιχα στα Πρωτοδικεία, κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2017 ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση ανερχόταν στις 244.637, έχοντας σημειώσει μείωση από τον αντίστοιχο αριθμό τέσσερα έτη πριν (292.450 υποθέσεις κατά το Α΄ τρίμηνο του έτους 2013). Ειδικότερα, εκ των 244.637 υποθέσεων 146.564 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παλαιάς τακτική διαδικασίας, 13.997 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της νέας τακτικής διαδικασίας, ενώ οι υπόλοιπες ήταν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, ειδικής διαδικασίας (οικογενειακό, αυτοκίνητα, μισθώσεις, εργατικά, πιστωτικοί τίτλοι) και εκούσιας δικαιοδοσίας. Έξι έτη μετά (Α΄ τρίμηνο έτους 2023) ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Πρωτοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν σε 328.687 (η αντιστοίχιση πλέον ανέρχεται σε 281 υποθέσεις ανά Πρωτοδίκη), σημειώνοντας συνολική αύξηση της τάξης του 34,36%. Ειδικότερα, οι υποθέσεις της παλαιάς τακτικής διαδικασίας ανέρχονταν στις 60.721 (μείωση 58,57%), οι υποθέσεις της νέας τακτικής διαδικασίας αυξήθηκαν σε 72.432 (αύξηση 417,48%), ενώ αντίστοιχη μεγάλη ή μικρότερη αύξηση σημειώθηκε και στο σύνολο σχεδόν της λοιπής δικαστικής ύλης των Πρωτοδικείων [ασφαλιστικά μέτρα 45.660 υποθέσεις έναντι 12.460 το έτος 2017 – αύξηση 266,45%, εκούσια δικαιοδοσία 27.780 υποθέσεις (εκ των οποίων εκούσια Μονομελούς 26.79 και εκούσια Πολυμελούς 982) έναντι 12.317 το έτος 2017 (εκ των οποίων εκούσια Μονομελούς 10.289 και εκούσια Πολυμελούς 2.028) – αύξηση 125,54%, επιμέρους ειδικές διαδικασίες: Οικογενειακό 17.333 υποθέσεις έναντι 14.300 – αύξηση 21,21%, αυτοκίνητα 11.400 υποθέσεις έναντι 10.533 το έτος 2017 – αύξηση 8,23%, εργατικά 12.193 υποθέσεις έναντι 12.010 το έτος 2017 – αύξηση 1,52%, μισθώσεις 8.646 υποθέσεις έναντι 9.107 το έτος 2017 – μείωση 5,06%, πιστωτικοί τίτλοι 14.733 υποθέσεις έναντι 5.786 το έτος 2017 – αύξηση 154,63%]».

Τα Ειρηνοδικεία διαχρονικά ταχύτερα

Οι Ειρηνοδίκες προσθέτουν πως «τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης συνηγορούν στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με τα Πρωτοδικεία, τα Ειρηνοδικεία αναδεικνύονται διαχρονικά ως τα ταχύτερα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στην διεκπεραίωση της εισφερόμενης σε αυτά δικαστικής ύλης. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα ενσωμάτωσης των Ειρηνοδικείων στη δομή των Πρωτοδικείων αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο, καθώς τα Πρωτοδικεία, ως δικαστήρια ήδη επιφορτισμένα και με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης παράλληλα με τις υποθέσεις αστικής φύσης όπου καλούνται να αποφανθούν δικαιοδοτικά, φαίνεται βάσει στατιστικών να υστερούν σημαντικά στην ταχύτητα σε σχέση με το σχηματισμό του Ειρηνοδικείου».

Και καταλήγουν: «Φρονούμε ακράδαντα ότι, αν υλοποιηθεί το σκοπούμενο σχέδιο της ενοποίησης, η Δικαιοσύνη στο σύνολο του πρώτου βαθμού θα οδηγηθεί μοιραία στο αντίθετο αποτέλεσμα των μεγαλύτερων καθυστερήσεων, καθώς το δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας θα στερηθεί δια παντός ένα γρήγορο και ευέλικτο δικαστήριο, όπως το Ειρηνοδικείο».

Δείτε ΕΔΩ το υπόμνημα των Ειρηνοδικών που είναι υπέρ της ενοποίησης:

Ο αντίλογος από τους υπέρμαχους της ενοποίησης: Η ύπαρξη δύο κατηγοριών πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και δικαστών της ίδιας δικαιοδοσίας αποτελεί φανερή οργανωτική ανωμαλία

Ανατρέχοντας σε πόρισμα του 1983 οι Ειρηνοδίκες Λουκία Μηλιώτη, Αγγελική Μυκωνιάτη, Αγγελική Νανοπούλου και Ελένη Τζουνάκου που τάσσονται υπέρ του νέου Δικαστικού Χάρτη σημειώνουν: «Σαράντα έτη μετά, το πόρισμα του Μαΐου του 1983 της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών παραμένει επίκαιρο. Σύμφωνα με το πόρισμα αυτό, η ύπαρξη δύο κατηγοριών πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και δικαστών της ίδιας δικαιοδοσίας, αν και εφαρμόζουν το ίδιο ουσιαστικό δίκαιο με την ίδια δικονομία, αποτελεί φανερή οργανωτική ανωμαλία. Ύστερα από την παρακμή της συμβιβαστικής αποστολής των Ειρηνοδικών, από την εξάλειψη των τοπικών εθίμων και από την ανάπτυξη των συγκοινωνιακών μέσων και επικοινωνιών, η διατήρηση της δυαδικής αυτής δικαστικής οργάνωσης εμφανίζεται ως ιστορικό κατάλοιπο, αδικαιολόγητο στην εποχή μας. Η διατήρηση των Ειρηνοδικείων έχει, εξάλλου, τα ακόλουθα μεγάλα μειονεκτήματα: α) εμφανίζει την δικαιοσύνη δισυπόστατη και ένα τμήμα της να απονέμεται από δικαστές δεύτερης διαλογής (καθόσον δεν προάγονται / εξελίσσονται), β) καθηλώνει ισόβια στον ίδιο βαθμό μία κατηγορία δικαστών, που καταλήγουν έτσι στην απογοήτευση, στον επιστημονικό και στον ψυχολογικό μαρασμό, γ) στερεί από μία μεγάλη κατηγορία δικαστών (τους Ειρηνοδίκες) τη διάσκεψη, που αποτελεί αναντικατάστατο σχολείο γνώσεων, μεθόδου, πείρας και δικαστικών παραδόσεων. Καταδικάζει άρα τους Ειρηνοδίκες στη μόνωση, στην αμηχανία ή στον αυτοσχεδιασμό, με αποτέλεσμα να εκτίθεται καμιά φορά η σοβαρότητα και η αξιοπιστία της δικαιοσύνης, δ) δημιουργεί πολλαπλές δυσχέρειες στη νομοθετική οριοθέτηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων, που όχι σπάνια συγκαλύπτουν αυθαίρετες ή και διαβλητές επιλογές (υποβάθμιση ορισμένων υποθέσεων και αναβάθμιση άλλων, με κριτήρια εξωνομικά), ε) εισάγει δικονομική αβεβαιότητα σε θέματα καθ’ ύλην αρμοδιότητας και διαδικασίας, ενώ παράλληλα αντιστρατεύεται την ενότητα της νομολογίας στο πεδίο του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου, στ) οδηγεί σε μεγάλη κυριολεκτικά, σπατάλη χρήματος και δικαστικής ενέργειας, αφού σημαίνει δύο παράλληλες κατηγορίες πρωτοβάθμιων δικαστών. Συντηρεί την ανορθολογική κατανομή των υποθέσεων, με μεγάλη επιβάρυνση ορισμένων και υποαπασχόληση άλλων, ματαιώνει την ορθή κατάστρωση της δικαστικής χωρογραφίας και της δικαστικής επιθεώρησης, κατεβάζει το γενικό επίπεδο».

Τα 16 σημεία για την ανάγκη ενοποίησης

«Ύστερα από τις σκέψεις αυτές, κατά το πόρισμα του 1983, είναι φανερό ότι η ένταξη των Ειρηνοδικείων στον ενιαίο δικαστικό ιστό αποτελεί αίτημα της εποχής μας, το σπουδαιότερο μέτρο για την ορθολογική οργάνωση της δικαιοσύνης. Ανεξάρτητα από τις δυσχέρειες που εμφανίζει, η πολιτεία οφείλει να προχωρήσει και μάλιστα το ταχύτερο. Η πολιτεία οφείλει παράλληλα να αναγνωρίσει τον σπουδαίο ρόλο του Ειρηνοδίκη στο δικαστικό μας σύστημα με την τήρηση παράλληλης επετηρίδας. Εξάλλου, η διαφορά των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, που εισήλθαν στο Δικαστικό Σώμα με ειδικούς διαγωνισμούς, με τους υπηρετούντες Πρωτοδίκες εντοπίζεται στην μη φοίτηση των Ειρηνοδικών στη Σχολή Δικαστών, διαστρέβλωση που πλέον αντιμετωπίστηκε με το άρθρο 84 ν. 4689/2020 για τους νέους Ειρηνοδίκες που εισέρχονται στη Σχολή Δικαστών και προβλέπει την ίδια διάρκεια κατάρτισης των εκπαιδευομένων στη Σχολή για όλες τις κατευθύνσεις στους δεκαέξι (16) μήνες» υποστηρίζουν.

Σύμφωνα με το υπόμνημά τους κρίνουν πως η δημιουργία μεγάλων – κεντρικών πρωτοδικειακών σχηματισμών, εκτός από την εναρμόνιση αυτών στη σύγχρονη πραγματικότητα, παρέχει αναμφισβήτητα τα εξής πλεονεκτήματα:

  1. Ενίσχυση των Πρωτοδικείων, ώστε να μειωθεί ο χρόνος εκδίκασης των ενώπιόν του υποθέσεων.
  2. Ευχέρεια συγκρότησης σε όλα τα Δικαστήρια τμημάτων για την εκδίκαση υποθέσεων συγκεκριμένων αντικειμένων με περισσότερους Δικαστές (από την προαγωγή των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία).
  3. Ενίσχυση των υπαρχόντων τμημάτων των Πρωτοδικείων.
  4. Εξειδίκευση των Δικαστών με συγκεκριμένο αντικείμενο, για ορισμένο χρονικό διάστημα (κυκλική εναλλαγή των Δικαστών στα τμήματα).
  5. Βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας εκδίκασης υποθέσεων και έκδοσης αποφάσεων και στην εν γένει βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης.

Σημειωτέον πως, καθ’ ο μέρος αφορά στους μικρούς σχηματισμούς (λχ μονοεδρικά Ειρηνοδικεία ή Ειρηνοδικεία με μικρό αριθμό υπηρετούντων, εκ των οποίων και περιπτώσεις Ειρηνοδικών που τελούν σε νόμιμη άδεια), θα εκλείψουν καθυστερήσεις ή άλλες υπηρεσιακές δυσχέρειες με την ίδρυση μεγάλων Δικαστηρίων.

  1. Ευχέρεια διασκέψεων μεταξύ των Δικαστών που υπηρετούν στο ίδιο Δικαστήριο – Συζήτηση επί νομικών ζητημάτων.
  2. Δυνατότητα υπηρεσιακής εξέλιξης (εν προκειμένω των Ειρηνοδικών).
  3. Δυνατότητα μικρότερης χρονικά απασχόλησης των Δικαστών στην έδρα του Δικαστηρίου (υπηρεσίες, δικάσιμοι κλπ), ώστε να είναι δυνατή η αφιέρωση περισσότερου χρόνου στη μελέτη της νομοθεσίας, νομολογίας, δικογραφιών και στην έκδοση αποφάσεων.
  4. Μείωση του αριθμού των μεταθέσεων των Δικαστών (οι υπηρεσιακές ανάγκες θα εξυπηρετούνται από μεγαλύτερο αριθμό Δικαστών).
  5. Επιτάχυνση της προαγωγής των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών, Εφετών κ.ο.κ., καθώς διαμέσου της εισδοχής Ειρηνοδικών στη θέση Πρωτοδικών, με παράλληλη επετηρίδα, θα αυξηθούν οι θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών και άνω, ώστε ήδη υπηρετούντες Πρωτοδίκες να δύνανται να καταλάβουν θέση Προέδρου Πρωτοδικών νωρίτερα από το αναμενόμενο κ.ο.κ., ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα διασαλευθεί προς τα χείρω η υπάρχουσα υπηρεσιακή τους κατάσταση.
  6. Ευχέρεια στην ακόμη ακριβέστερη ισοκατανομή των χρεώσεων μεταξύ των Δικαστών.
  7. Βελτίωση της οργάνωσης των Δικαστηρίων, εξαιτίας του μεγαλύτερου αριθμού υπηρετούντων Δικαστών σε κάθε Δικαστήριο (Πρωτοδικείο).
  8. Σε περίπτωση κατάργησης μικρών σχηματισμών, όπου δηλαδή τυχόν αξιολογηθεί μη αναγκαία η διατήρησή τους ως μεταβατικών / περιφερειακών εδρών, θα επέλθει συγκέντρωση της γραμματείας και όλης της υλικοτεχνικής υποδομής σε λιγότερα Δικαστήρια, κατάσταση η οποία θα επιτρέπει την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υποστήριξη των διαδίκων, των πληρεξουσίων Δικηγόρων και των Δικαστών στο έργο τους, καθώς και τον ορθολογικότερο έλεγχο και την κατανομή του προσωπικού μεταξύ των δικαστικών σχηματισμών.
  9. Διευκόλυνση στη δημιουργία βάσεων δεδομένων (αποφάσεων αδημοσίευτων στο νομικό τύπο).
  10. Διευκόλυνση της ψηφιοποίησης όλων των Δικαστηρίων και της προσαρμογής τους σε όλες τις σύγχρονες εξελίξεις (πχ ορισμός εκπροσώπου τύπου Δικαστηρίων, ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης Δικαστηρίων).
  11. Σε περίπτωση κατάργησης μικρών σχηματισμών, όπου δηλαδή τυχόν αξιολογηθεί μη αναγκαία η διατήρησή τους ως μεταβατικών / περιφερειακών εδρών, θα επέλθει μείωση των λειτουργικών εξόδων των Δικαστηρίων (μισθώματα, έξοδα συντήρησης και λειτουργίας, αναλώσιμα κλπ) και διευκόλυνση στον ορθολογικό προσδιορισμό τους (Ν. 3900/2010, ΤΑΧΔΙΚ).

Δείτε ΕΔΩ το υπόμνημα των Ειρηνοδικών που είναι υπέρ της ενοποίησης:

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ