Ναυάγιο στο Αγαθονήσι: “Χαστούκι” από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τους χειρισμούς των ελληνικών Αρχών

Καταγράφει ελλείψεις στην επιχείρηση έρευνας και διάσωσης, σοβαρά προβλήματα ανεξαρτησίας των ερευνών (προανάκριση, διοικητική ένορκη εξέταση και προκαταρκτική εξέταση) και στις ιατροδικαστικές εκθέσεις.

NEWSROOM
Ναυάγιο στο Αγαθονήσι: “Χαστούκι” από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τους χειρισμούς των ελληνικών Αρχών

Καταπέλτης είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για ναυάγιο σκάφους στο Αγαθονήσι τον Μάρτιο του 2018, που μετέφερε 22 συνολικά μετανάστες από την Τουρκία προς την Ελλάδα, εκ των οποίων 16 έχασαν τη ζωή τους.

Μετά από προσφυγή τριών διασωθέντων του ναυαγίου και ενός συγγενή ατόμων, που επέβαιναν στο σκάφος και βρισκόταν ήδη στη χώρα, το ΕΔΔΑ, διαπίστωσε σημαντικές ελλείψεις τόσο στη διαδικαστική όσο και στην ουσιαστική διάσταση της υπόθεσης.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση που δημοσιεύει το www.echrcaselaw.com το Δικαστήριο εκτίμησε ότι «οι ελληνικές αρχές, οι οποίες όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των επιζώντων προσφευγόντων και των συγγενών τους που επέβαιναν στο σκάφος που έπλεε στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018, δεν έκαναν ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτές για να τους προσφέρουν το επίπεδο προστασίας που απαιτείται».

Ναυάγιο στο Αγαθονήσι: Ελλείψεις στην έρευνα

Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο εντόπισε σημαντικά προβλήματα στην ανεξαρτησία των ερευνών, στην ελλιπή διαχείριση των στοιχείων αλλά και σοβαρές ελλείψεις στις ιατροδικαστικές εκθέσεις. Ειδικότερα, αναφέρει:

Πρώτον, τα άτομα που ήταν υπεύθυνα για τις τρεις έρευνες (προανάκριση, διοικητική ένορκη εξέταση και προκαταρκτική εξέταση) ανήκαν στο Λιμενικό Σώμα, όπως και τα άτομα που ενδεχομένως ευθύνονταν για το περιστατικό. Το Γενικό Επιτελείο Λιμενικού Σώματος υπάγεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας, ενώ οι εισαγγελείς που εποπτεύουν τις έρευνες ανήκουν στη στρατιωτική ιεραρχία, όπως και το Λιμενικό Σώμα. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι την 28η Μαρτίου 2018, ενώ η προανάκριση ήταν ακόμα σε εξέλιξη, το Γενικό Επιτελείο Λιμενικού Σώματος εξέδωσε δελτίο τύπου στο οποίο αποσυνέδεε τα περιστατικά των 16 και 17 Μαρτίου, γεγονός που δημιουργούσε ισχυρό τεκμήριο έλλειψης ανεξαρτησίας.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κρίσιμα στοιχεία δεν λήφθηκαν υπόψη. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει στις 15 Μαρτίου 2019 την ηχογράφηση του φωνητικού μηνύματος της F.K. στο οποίο φωνάζει «Το σκάφος βυθίζεται! Βυθιζόμαστε!», οι αρχές δεν έλαβαν κανένα μέτρο για να εξετάσουν το μήνυμα, να ζητήσουν τη μετάφρασή του και να επαληθεύσουν την αυθεντικότητά του. Το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος είχε ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του ναυαγίου.

Τρίτον, το Δικαστήριο εντόπισε σοβαρές ελλείψεις στις ιατροδικαστικές εκθέσεις. Οι εκθέσεις δεν προσδιόριζαν ούτε λάμβαναν υπόψη τον ακριβή τόπο, τις συνθήκες και την ώρα ανεύρεσης των σωμάτων, την ώρα και τις συνθήκες μεταφοράς τους, την ώρα έναρξης και λήξης της ιατροδικαστικής εξέτασης, τη διάρκεια και τη θερμοκρασία συντήρησης των σωμάτων πριν από την αυτοψία. Επιπλέον, όλες οι εκθέσεις περιείχαν για όλα τα θύματα την ίδια ανάλυση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα θύματα δεν βρέθηκαν στο ίδιο μέρος και την ίδια στιγμή και ότι δεν είχαν τα ίδια σωματικά χαρακτηριστικά. Κυρίως, δεν υπήρχαν φωτογραφίες των σωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων και των δακτύλων, οι οποίες θα επέτρεπαν την επαλήθευση των σημείων διαβροχής, καθοριστικού στοιχείου για τον προσδιορισμό του χρόνου που τα σώματα παρέμειναν στο νερό πριν από την ανεύρεσή τους.

Οι εθνικές Αρχές διέθεταν επαρκείς πληροφορίες

Ως προς το ουσιαστικό σκέλος της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «αντίθετα με ό,τι εκτίμησαν οι αρμόδιες εισαγγελείς, οι εθνικές αρχές διέθεταν επαρκείς πληροφορίες για να τις ειδοποιήσουν για το ενδεχόμενο ναυαγίου του σκάφους που μετέφερε τους επιζώντες προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Αγαθονησίου τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2018 και ότι επομένως όφειλαν να γνωρίζουν, εκείνη τη στιγμή, ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή των ατόμων που βρίσκονταν στο σκάφος».

Κρίσιμο κατά το Δικαστήριο είναι το πρόβλημα με την ημερομηνία του ναυαγίου, όπου έγιναν δύο «ενημερώσεις» με αξιωματικούς της ακτοφυλακής στις 17 και 18 Μαρτίου 2018, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, οι επιζώντες δήλωσαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 17 Μαρτίου 2018. Οι προσφεύγοντες, ωστόσο, αμφισβητούν έντονα αυτόν τον ισχυρισμό και υποστηρίζουν ότι από την αρχή δήλωσαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 16 Μαρτίου 2018.

Οι εισαγγελείς κατέληξαν ότι το ναυάγιο συνέβη στις 17 Μαρτίου 2018 και όχι στις 16 Μαρτίου όπως ισχυρίζονταν οι προσφεύγοντες, και ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για ποινική ευθύνη των αρχών.

Όπως όμως επισημαίνεται, το ΕΔΔΑ εντόπισε πολλαπλές αδυναμίες στην επιχείρηση έρευνας και διάσωσης μεταξύ των οποίων σύγχυση μεταξύ των περιστατικών αρ. 222 και 223, πιθανή ανεπαρκής κατηγοριοποίηση της φάσης κινδύνου, έλλειψη ηλεκτρονικής καταγραφής των διαδρομών των σκαφών της ακτοφυλακής, καθυστέρηση στην επαλήθευση των γεωγραφικών συντεταγμένων που παρασχέθηκαν, απουσία γραπτών σημάτων προς άλλες αρχές και πρόωρος τερματισμός της επιχείρησης παρά το γεγονός ότι δεν είχαν εντοπιστεί οι αγνοούμενοι.

Αδυναμίες στην αντίδραση των Αρχών

Όσον αφορά την αντίδραση των αρχών, το Δικαστήριο εντόπισε πολλαπλές αδυναμίες και ειδικότερα:

Πρώτον, το επίδικο περιστατικό (αρ. 223) φαίνεται να συγχέεται, τουλάχιστον αρχικά, με το περιστατικό αρ. 222, όπως προκύπτει από το δελτίο τύπου του Γενικού Επιτελείου Λιμενικού Σώματος και την απόφαση του εισαγγελέα Σάμου.

Δεύτερον, το Δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες για την καταλληλότητα του χαρακτηρισμού που δόθηκε στο επίδικο περιστατικό (αρ. 223), δηλαδή «λέμβος σε δυσχερή θέση», καθώς δεν είναι σίγουρο αν αυτός ο χαρακτηρισμός συμπίπτει με τη «φάση κινδύνου» που αναφέρεται στη Σύμβαση SAR. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλείσει ότι λόγω της σύγχυσης μεταξύ των περιστατικών αρ. 222 και 223, οι αρχές δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να αξιολογήσουν και να επαληθεύσουν σε ποια φάση κινδύνου βρισκόταν το επίδικο σκάφος. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει την καθυστέρηση των αρχών στην επαλήθευση των τελευταίων γνωστών συντεταγμένων του σκάφους.

Τρίτον, όσον αφορά την έκταση των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν από τα τρία PLS στις 16 Μαρτίου 2018, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρξε ηλεκτρονική καταγραφή των διαδρομών τους, ούτε λεπτομερής χαρτογράφηση των ζωνών έρευνας. Επιπλέον, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των S.L. και I.K., οι διαδρομές που υποδείχθηκαν από τους πλοιάρχους των PLS 612 και 171 στις μαρτυρίες τους αποκλίνουν από εκείνες που εμφανίζονται στις δορυφορικές εικόνες. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο μπόρεσε μόνο να συμπεράνει ότι δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα εάν η θαλάσσια περιοχή στην οποία βρισκόταν το σκάφος που μετέφερε τους επιζώντες προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους, σύμφωνα με τη θέση που μεταδόθηκε από τον D.D., ερευνήθηκε διεξοδικά στις 16 Μαρτίου 2018.

Τέταρτον, η έρευνα «λέμβου σε δυσχερή θέση» στο πλαίσιο του επίδικου περιστατικού, όπως και για το περιστατικό αρ. 222, αντί για «άτομα στη θάλασσα» δεν αποτελούσε επαρκή προσέγγιση, καθώς ο εντοπισμός ατόμων στη θάλασσα, τα οποία πολύ πιθανόν είχαν ήδη διασκορπιστεί μετά το ναυάγιο του σκάφους τους, αντιπροσώπευε προφανώς πιο λεπτή εργασία.

Πέμπτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γραπτοί σηματισμοί (έντυπο σήμα) που εκδόθηκαν από τις λιμενικές αρχές Λέρου και Σάμου προς το JRCC και από το JRCC προς τις λιμενικές αρχές Σάμου και Λέρου σχετικά με τα περιστατικά αρ. 222 και 223 της 16ης Μαρτίου 2018 είναι πανομοιότυποι. Επιπλέον, από την ανάγνωση αυτών των εγγράφων, είναι αναμφισβήτητο ότι οι εν λόγω σηματισμοί αφορούν στην πραγματικότητα όλοι αποκλειστικά το περιστατικό αρ. 222. Από την άποψη του Δικαστηρίου, αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε σήμα σχετικά με το επίδικο περιστατικό στις 16 Μαρτίου 2018.

Έκτον, προκύπτει από τον φάκελο ότι οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τα τρία PLS έγιναν ουσιαστικά στο πλαίσιο της διαχείρισης του περιστατικού αρ. 222 και, ιδίως, της μεταφοράς από την Αγαθονήσι στη Σάμο των 63 υπηκόων τρίτων χωρών που αποβιβάστηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ενώ το τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης είχε ενεργοποιηθεί ως απάντηση στο περιστατικό αρ. 222, το οποίο τερματίστηκε πολύ γρήγορα, δεν ενεργοποιήθηκε χωριστά για το περιστατικό αρ. 223. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι οι αρχές τερμάτισαν την επιχείρηση έρευνας και διάσωσης που ξεκίνησε για το εν λόγω περιστατικό, μετά από διάρκεια περίπου τριών ωρών, παρόλο που τα άτομα που επέβαιναν στο σκάφος δεν είχαν εντοπιστεί.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr