Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Νέος Δικαστικός Χάρτης: Ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρ. Λινός περιγράφει την πραγματικότητα σε αριθμούς του μεγαλύτερου δικαστηρίου της χώρας – Αναλυτικά στατιστικά

Το 2022 κατατέθηκαν συνολικά 102.212 δικόγραφα στο Πρωτοδικείο Αθηνών - 6,1 μήνες για να εκδοθεί απόφαση *μετά την συζήτηση) σε υποθέσεις της τακτικής μονομελούς, 5,5 μήνες σε υποθέσεις γαμικών διαφορών και διαφορών από σχέσεις γονέων και τέκνων

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Νέος Δικαστικός Χάρτης: Ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρ. Λινός περιγράφει την πραγματικότητα σε αριθμούς του μεγαλύτερου δικαστηρίου της χώρας – Αναλυτικά στατιστικά ministryofjustice.gr

Τα στοιχεία για την πολιτική δικαιοσύνη που παρέθεσε ο πρόεδρος της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών Χριστόφορος Λινός σε μελέτη του πριν από ένα χρόνο παραθέτει αναλυτικά το dikastiko.gr καθώς είναι απολύτως ενδεικτικά και συμβάλλουν στην ουσιαστική συζήτηση για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της χώρας. Οι αριθμοί δείχνουν πως οι καθυστερήσεις είναι πολυπαραγοντικό πρόβλημα μεταξύ των οποίων και η κακή νομοθέτηση εκ μέρους της Πολιτείας.

Ο κ.Λινός προτείνει αναδιάρθρωση, ανασχεδιασμό και ενδυνάμωση στην οργάνωση του δικαστικού συστήματος της Χώρας μας, στη νομοθεσία, στην ποιότητα και το περιεχόμενο των δικογράφων. Οι θέσεις αυτές διατυπώθηκαν προ ενός έτους σε ομιλία του για τον “χρόνο απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης: Αποτίμηση της παρούσας κατάστασης – κριτική αξιολόγηση” που εκφωνήθηκε στην Εταιρία Δικαστικών Μελετών, στις 23.2.2023.

Το dikastiko.gr παρουσιάζει αναλυτικά την μελέτη-ομιλία:

Χρόνος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης: Αποτίμηση της παρούσας κατάστασης – κριτική αξιολόγηση”

Αξιότιμα μέλη και αγαπητές φίλες και φίλοι της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών καλησπέρα σας.

Όταν ο αγαπητός Πρόεδρος της Εταιρίας, ο κύριος Χαμηλοθώρης, μου πρότεινε να σας αναπτύξω το θέμα του χρόνου απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, έσπευσα με ιδιαίτερη χαρά να αποδεχθώ την τιμητική αυτή πρόσκλησή του για έναν κυρίως λόγο. Γιατί θεώρησα μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία στη δημόσια συζήτηση που εδώ και καιρό διεξάγεται για το θέμα, από ειδικούς και μη, να ακουστεί και η φωνή του Πρωτοδικείου της Αθήνας, του μεγαλύτερου δικαστηρίου της Χώρας, από το οποίο αποτελεί κοινό μυστικό ότι διέρχεται περίπου το 50% με 55% της πρωτοβάθμιας δικαστηριακής ύλης πανελληνίως. Άρα, κατά τη γνώμη μου, για την ορθή προσέγγιση του ζητήματος του χρόνου απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης και την εξαγωγή των κατάλληλων συμπερασμάτων, σημείο αναφοράς πρέπει να αποτελεί το Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο από την 1η Οκτωβρίου του 2022 έχω την ιδιαίτερη τιμή και το μεγάλο βάρος να διευθύνω από κοινού με τους άξιους συνεργάτες μου, τους Πρωτοδίκες κύριο Νικόλαο Ντόβα και κυρία Νίκη Ρεβύθη.

Τώρα, σε σχέση με την ανάπτυξη του θέματος από εμένα, αυτή θα ακολουθήσει την εξής σειρά: Σε ένα πρώτο επίπεδο θα σας εκθέσω, μέσω εντελώς επικαιροποιημένων στατιστικών στοιχείων, τους χρόνους που απαιτούνται σήμερα στο Πρωτοδικείο της Αθήνας προκειμένου να διεκπεραιωθεί μια υπόθεση. Εδώ ειδικότερα θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του χρόνου που μεσολαβεί ανά διαδικασία και τμήμα του Πρωτοδικείου από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης έως τη συζήτησή του αφενός και του χρόνου που μεσολαβεί από τη συζήτηση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης έως την έκδοση απόφασης αφετέρου. Έτσι, επειδή οι αριθμοί συνήθως λένε την αλήθεια, θα έχουμε μια καλή εικόνα του εάν και σε ποιες διαδικασίες υφίσταται πρόβλημα υπέρβασης του εύλογου χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια, και αφού έχουμε εντοπίσει ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, θα επιχειρήσω να σας αναλύσω τις αιτίες του και στο τέλος θα σας υποβάλω και ορισμένες προτάσεις για την αντιμετώπισή του.

Α) Ξεκινώντας λοιπόν από τους χρόνους που απαιτούνται σήμερα στο Πρωτοδικείο της Αθήνας για την περαίωση μιας υπόθεσης και ειδικότερα από το χρόνο που μεσολαβεί από την κατάθεση μιας αγωγής ή αίτησης έως τη συζήτησή της παρατηρούμε ότι:

Νεα τακτική διαδικασία

Στη νέα τακτική διαδικασία, δηλαδή στη διαδικασία που εγκαθίδρυσε, από 1.1.2016, ο νόμος 4335/2015, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το νόμο 4842/2021:

  1. i) Στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η κατάσταση έχει ως εξής:

– Στο Τμήμα του Ενοχικού Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί το Φεβρουάριο του 2022. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Απριλίου του 2023. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 14 μήνες.

– Στα Τμήματα του Γενικού Εμπορικού Δικαίου, του Εμπραγμάτου Δικαίου, όπως και το Τμήμα που εξετάζει τις κτηματολογικές διαφορές, επιτυγχάνεται ο άμεσος προσδιορισμός των αγωγών εντός 30 ημερών από την παρέλευση των προθεσμιών που ο ΚΠολΔ ορίζει κλιμακωτά για την επίδοση της αγωγής, την κατάθεση των προτάσεων και των αμοιβαίων αντικρούσεων. Δηλαδή, στα εν λόγω τρία τμήματα ο χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 6 μήνες προκειμένου για εναγομένους κατοίκους ημεδαπής και σε 8 μήνες προκειμένου για εναγομένους κατοίκους αλλοδαπής ή άγνωστης διαμονής.

– Στο Τμήμα του Ειδικού Εμπορικού Δικαίου (πρόκειται για το τμήμα που εξετάζει διαφορές από σήμα και αθέμιτο ανταγωνισμό) σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί τον Οκτώβριο του 2022. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Ιουνίου του 2023. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 8 μήνες.

– Στο Τμήμα του Κληρονομικού Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2022. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Φεβρουαρίου του 2024. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 1 έτος και 5 μήνες.

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ 2

  1. ii) Στο Μονομελές Πρωτοδικείο η κατάσταση έχει ως εξής:

– Στο Τμήμα του Ενοχικού Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί το Μάιο του 2021. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Μαΐου του 2024. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 3 χρόνια.

– Στο Τμήμα του Γενικού Εμπορικού Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί το Μάιο του 2021. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Μαρτίου του 2024. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 2 έτη και 10 μήνες.

– Στο τμήμα του Εμπραγμάτου Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί τον Ιούλιο του 2021. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Μαρτίου του 2023. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 1 χρόνο και 8 μήνες.

– Στο Τμήμα που εξετάζει τις κτηματολογικές διαφορές σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί το Μάιο του 2021. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Απριλίου του 2025. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής ή αίτησης έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 3 χρόνια και 11 μήνες.

– Στο Τμήμα του Κληρονομικού Δικαίου σήμερα προσδιορίζονται αγωγές που είχαν κατατεθεί τον Ιανουάριο του 2022. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται σε δικασίμους του Μαρτίου του 2023. Άρα, στο εν λόγω τμήμα, o χρόνος από την κατάθεση της αγωγής έως τον προσδιορισμό της ανέρχεται σε 1 χρόνο και 2 μήνες.

Στο Τμήμα των Εφέσεων, εφέσεις που κατατίθενται σήμερα προσδιορίζονται για το Μάιο του 2026, δηλαδή μετά 3 χρόνια και 3 μήνες.

Σύνοψη

Κατά συνέπεια και κάνοντας μια προσπάθεια σύνοψης, από τα προαναφερόμενα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι πρόβλημα από το χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ κατάθεσης ενός εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και της συζήτησής του παρατηρείται κυρίως στα Τμήματα Ενοχικού Δικαίου (Πολυμελές = 14 μήνες/Μονομελές = 3 χρόνια), Κληρονομικού Δικαίου (Πολυμελές = 1 έτος και 5 μήνες/Μονομελές = 1 έτος και 2 μήνες), Γενικού Εμπορικού Δικαίου αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (2 έτη και 10 μήνες), Εμπραγμάτου Δικαίου αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (1 έτος και 8 μήνες) και βεβαίως στο Τμήμα που εκδικάζει τις κτηματολογικές διαφορές αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (σχεδόν 4 έτη) και στις Εφέσεις (πάνω από 3 χρόνια).

Λινός για πολιτική Δικαιοσύνη

EUROKINISSI

Ειδικές διαδικασίες 

Στις ειδικές διαδικασίες, στις οποίες βεβαίως, κατ’ αντίθεση προς όσα ισχύουν με τη νέα τακτική διαδικασία, δεν υπάρχει το στάδιο των προθεσμιών που πρέπει να παρέλθουν από την κατάθεση της αγωγής έως τον ορισμό της συζήτησής της, ο χρόνος μεταξύ κατάθεσης μιας αγωγής και προσδιορισμού της συζήτησής της διαμορφώνεται ως εξής:

– Στην διαδικασία των εργατικών διαφορών, αγωγές που κατατίθενται σήμερα, προσδιορίζονται να συζητηθούν τον Απρίλιο του 2023.

– Στη διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, αγωγές που κατατίθενται σήμερα, προσδιορίζονται να συζητηθούν τον Σεπτέμβριο του 2023. 

– Στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αγωγές που κατατίθενται σήμερα, προσδιορίζονται να συζητηθούν το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2023.

– Στη διαδικασία διαφορών από αμοιβές και απαλλοτριώσεις, αγωγές που κατατίθενται σήμερα, προσδιορίζονται να συζητηθούν επίσης το Μάρτιο του 2023.

– Στη διαδικασία των ανακοπών κατά της εκτέλεσης, ανακοπές που κατατίθενται σήμερα, προσδιορίζονται να συζητηθούν το Νοέμβριο του 2029. ΠΡΟΒΛΗΜΑ, θα αναφερθώ στη συνέχεια

– Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ο προσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων γίνεται τόσο στο Μονομελές όσο και στο Πολυμελές το Μάρτιο του 2023, με εξαίρεση τις αιτήσεις του κτηματολογικού νόμου, οι οποίες προσδιορίζονται να συζητηθούν το Μάιο του 2027.

Σύνοψη 

Κατά συνέπεια, και κάνοντας μια προσπάθεια σύνοψης της κατάστασης που υπάρχει στις ειδικές διαδικασίες, από τα προαναφερόμενα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι πρόβλημα από το χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ κατάθεσης ενός εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και της συζήτησής του παρατηρείται στις ανακοπές κατά της εκτέλεσης και την εκουσία του κτηματολογίου. 

Ασφαλιστικά μέτρα

Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτήσεις χορήγησης τέτοιων μέτρων οι οποίες κατατίθενται σήμερα προσδιορίζονται για τον Απρίλιο και Μάιο του 2023, ενώ οι αιτήσεις χορήγησης προσωρινής διαταγής που κατατίθενται σήμερα προσδιορίζονται σε διάστημα 7 έως 12 ημερών.

Αφού εξετάσαμε την τρέχουσα κατάσταση των χρόνων που σε κάθε διαδικασία και τμήμα του Πρωτοδικείου μεσολαβούν από την κατάθεση ενός εισαγωγικού δικογράφου της δίκης έως τον προσδιορισμό του, ας περάσουμε τώρα στους χρόνους που μεσολαβούν από τη συζήτησή του έως την έκδοση απόφασης. Πρόκειται για εκείνο το χρονικό διάστημα στο οποίο κυρίως αναλώνεται η δημόσια συζήτηση της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Παρακάτω θα δούμε αν αυτό γίνεται δικαίως ή αδίκως.

Καταρχάς, για να εκτιμήσουμε το εν λόγω χρονικό διάστημα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, κατά νόμο, οι αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται καταρχήν εντός 8μήνου από την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για ανακοπές κατά της εκτέλεσης, οπότε οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται εντός 2μήνου από τη συζήτηση της υπόθεσης και για αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, οπότε οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται εντός μήνα από τη συζήτηση της υπόθεσης.

Για να δούμε λοιπόν τι συμβαίνει στο Πρωτοδικείο Αθηνών.

Σύνοψη

Όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο Πρωτοδικείο στατιστικά στοιχεία ο μέσος όρος των ημερών που μεσολαβούν από τη συζήτηση μιας υπόθεσης έως την έκδοση της απόφασης ανέρχεται σε:

– 143 ημέρες ή 4,5 μήνες σε υποθέσεις της τακτικής πολυμελούς

– 184 ημέρες ή 6,1 μήνες σε υποθέσεις της τακτικής μονομελούς,

– 167 ημέρες ή 5,5 μήνες σε υποθέσεις γαμικών διαφορών και διαφορών από σχέσεις γονέων και τέκνων

– 126 ημέρες ή 4,2 μήνες στις εργατικές διαφορές

– 188 ημέρες ή 6,2 μήνες στις μισθωτικές διαφορές

– 199 ημέρες ή 6,6 μήνες στις αμοιβές και τις απαλλοτριώσεις

– 95 ημέρες ή 3,1 μήνες στις ανακοπές κατά της εκτέλεσης και

– 62 μέρες, δηλαδή 2 μήνες στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων.

Επίσης, από τους τελευταίους πίνακες εκκρεμότητας που απέστειλε στις 15.2.2022 το Πρωτοδικείο στον Άρειο Πάγο προκύπτει ότι από τους 428 υπηρετούντες στο Πρωτοδικείο δικαστές υπέρβαση του 8μήνου εμφάνισαν 132 δικαστές, υπέρβαση του 2μήνου στις ανακοπές κατά της εκτέλεσης εμφάνισαν 7 δικαστές, ενώ υπέρβαση της προθεσμίας του ενός μήνα που ισχύει στα ασφαλιστικά μέτρα παρουσίασαν 38 δικαστές.

Οι προθεσμίες και η ανταπόκριση

Κατά συνέπεια, και κάνοντας μια προσπάθεια σύνοψης της κατάστασης, από τα προαναφερόμενα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δικαστών του Πρωτοδικείου Αθηνών ανταποκρίνεται στους προβλεπόμενους στο νόμο χρόνους έκδοσης των αποφάσεων, πρόβλημα με το χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ της συζήτησης ενός εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και της έκδοσης της απόφασης παρατηρείται κυρίως σε ορισμένες διαδικασίες, ενώ σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα αυτό είναι μικρότερο από το πρόβλημα που εντοπίστηκε όπως προανέφερα στο χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ της κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου και της συζήτησής του.

Β) Μέχρι τώρα είδαμε σε ποιες περιπτώσεις παρατηρείται υπέρβαση του εύλογου χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης. Τώρα και εισέρχομαι στο δεύτερο τμήμα της εισήγησής μου, ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις αιτίες της υπέρβασης αυτής.

Αιτίες

Οι αιτίες θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητηθούν σε τέσσερα επίπεδα: α) στην οργάνωση του δικαστικού συστήματος της Χώρας μας, β) στη νομοθεσία, γ) στην ποιότητα και το περιεχόμενο των δικογράφων και δ) στους ίδιους τους δικαστές.

Ας τις εξετάσουμε μία προς μία:

α) Οργάνωση του δικαστικού συστήματος

Όπως ανέφερα στην αρχή, το Πρωτοδικείο της Αθήνας απορροφά το 50% με 55% της πρωτοβάθμιας δικαστηριακής ύλης της Χώρας, κάτι που βέβαια είναι εύλογο από τη στιγμή που ο μισός περίπου πληθυσμός της Ελλάδας βρίσκεται εγκατεστημένος στην Αττική. Την επεξεργασία όμως της ύλης αυτής η Πολιτεία την έχει αναθέσει σε 428 (ή 409 αφαιρουμένων των τελούντων σε άδειες μακράς διάρκειας) δικαστές επί συνόλου 1.167 πρωτοβάθμιων πολιτικών δικαστών, δηλαδή με άλλα λόγια την έχει αναθέσει στο 35 μόλις τις % του συνόλου των δικαστών πρώτου βαθμού

Άρα τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα της οργανικής δύναμης του Πρωτοδικείου που μοιραία επηρεάζει τους χρόνους απονομής δικαιοσύνης, το ζήτημα δε αυτό συνδέεται και με το ευρύτερο πρόβλημα της μη ορθολογικής χωροταξίας των πολιτικών δικαστηρίων, που εξ όσων γνωρίζω θα απασχολήσει στο μέλλον την Εταιρία Δικαστικών Μελετών.

Σε συνέχεια της προηγούμενης διαπίστωσης, παρατηρούμε ότι στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατατίθεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δικογράφων. Συγκεκριμένα, το 2022 κατατέθηκαν συνολικά 102.212 δικόγραφα, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά την τακτική μονομελούς (20.150 δικόγραφα), τα ασφαλιστικά μέτρα (14.667 δικόγραφα) και τις ανακοπές κατά τις εκτέλεσης (11.003 δικόγραφα) . Επομένως, ο μεγάλος αριθμός των κατατιθέμενων δικογράφων επηρεάζει δυσμενώς και αυτός τους χρόνους απονομής Δικαιοσύνης. 

Οι δικηγόροι

Με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος της Χώρας ως αιτίας βραδείας απονομής δικαιοσύνης συνδέεται, κατά τη γνώμη μου, και ο μεγάλος για τα πληθυσμιακά μας δεδομένα αριθμός των δικηγόρων. Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από μελέτη του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και από Πίνακα Αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, συγκαταλέγεται στις χώρες με τους περισσότερους δικηγόρους συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό της (περισσότεροι από 350 δικηγόροι ανά 100.000 κατοίκους), κάτι, που όπως είναι λογικό, πολλαπλασιάζει τις διαφορές που έρχονται στα δικαστήρια και συνακόλουθα και το χρόνο που απαιτείται για την επίλυσή τους. Αλήθεια, πόσες φορές δικάζοντας αναρωτηθήκαμε πως η συγκεκριμένη διαφορά έφτασε σε δικαστική αίθουσα;

Δικαστικοί υπάλληλοι 

Επίσης, συνδεόμενη με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος ως αιτίας καθυστέρησης της απονομής δικαιοσύνης είναι και η υποστελέχωση των δικαστηρίων και ιδίως του Πρωτοδικείου της Αθήνας από δικαστικούς υπαλλήλους. Είναι εντυπωσιακό αλλά την περίοδο που διανύουμε, στην Αθήνα ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων ανέρχεται σε μόλις 402 έναντι 428 (409) δικαστών. Τι σημαίνει αυτό; Μεγάλες καθυστερήσεις και ταλαιπωρία δικηγόρων και πολιτών στην όλη διαδικασία διακίνησης των υποθέσεων. Από την κατάθεση των δικογράφων, τον προσδιορισμό τους έως και τη δημοσίευση των αποφάσεων. 

β) Η δεύτερη αιτία καθυστερήσεων στην απονομή Δικαιοσύνης εντοπίζεται στο επίπεδο της νομοθεσίας και μάλιστα όχι μόνον της κοινής. Έτσι, ήδη η απαίτηση του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, προϊόν μάλλον διαχρονικής δυσπιστίας προς το πρόσωπο των δικαστών, θέτει ένα πρώτο εμπόδιο στην απόδοση δικαίου σε γρήγορο χρόνο. Συνέπεια αυτού είναι συχνά ο δικαστής, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να πείσει για την ορθότητα της κρίσης του, να καταφεύγει σε σχοινοτενείς νομικές σκέψεις, εκτενείς και αναλυτικούς συλλογισμούς, όπως και σε υπερβολικές παραπομπές στη νομολογία.

Λινός για πολιτική Δικαιοσύνη

EUROKINISSΙ

Βέβαια, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν περνάμε στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, όπου η πολυνομία, η συνύπαρξη παράλληλων και ενίοτε αντιφατικών μεταξύ τους κανόνων δικαίου, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις κωδίκων και η ανατροπή παγιωμένων και δοκιμασμένων στο χρόνο ρυθμίσεων αντιμάχονται σαφώς το στόχο της ταχείας απονομής δικαιοσύνης. Αλλά και όταν ο κοινός νομοθέτης επιχειρεί να υπηρετήσει το στόχο αυτό, ενίοτε αποτυγχάνει οικτρά καθώς ξεπερνιέται από την ίδια την πραγματικότητα.

Σας αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

1) Νόμος 4800/2021 για τις μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις γονέων και τέκνων. Πρόκειται για το νόμο που, μεταξύ άλλων, προέβλεψε τη συνεπιμέλεια των ανηλίκων, ανέθεσε και στους δύο γονείς τη λήψη των αποφάσεων για τα ζητήματα υγείας και τα ζητήματα εκπαίδευσης του τέκνου, ενώ θέσπισε και τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο στο 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας (άρθρα 1510, 1519 και 1520 ΑΚ). Εδώ και χωρίς σε καμία περίπτωση να κρίνω την ορθότητα του νόμου, προβλέφθηκε μεταβατική διάταξη (άρθρο 18), κατά την οποία «συμφωνίες των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επικοινωνία με το τέκνο που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου ισχύουν εκτός αν το δικαστήριο προβεί σε διαφορετική ρύθμιση, ύστερα από αίτηση ενός εκ των γονέων, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου (16.9.2021). Ποια ήταν η συνέπεια της πρόβλεψης αυτής, όπως και συνολικά του νόμου αυτού; Να κατακλειστεί το τμήμα των ασφαλιστικών μέτρων σε πρώτο χρόνο και το τμήμα οικογενειακού δικαίου ακολούθως από αιτήσεις και αγωγές νέας ρύθμισης των ζητημάτων επιμέλειας και επικοινωνίας γονέων και τέκνων, τα οποία είχαν ήδη ρυθμισθεί στο παρελθόν από τους γονείς, να κατακλειστούν τα τμήματα αυτά από αιτήσεις μεταρρύθμισης ακόμα και των μεταρρυθμιστικών αποφάσεων, καθώς και από αιτήσεις ανάκλησης αυτών. Τελικά δηλαδή ο εν λόγω νόμος πολλαπλασίασε τις διαφορές που έρχονται προς επίλυση στα δικαστήρια, χωρίς να είμαι βέβαιος ότι με την κατάσταση αυτή υπηρετείται το πραγματικό συμφέρον των παιδιών. 

2) Ανακοπές κατά της εκτέλεσης και αιτήσεις αναστολής πλειστηριασμών.

Άρθρο 933 παρ. 2 ΚΠολΔ που ορίζει ότι η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεσή της και άρθρο 938 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με το οποίο επί ακινήτων, η άσκηση του ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις διατάξει την αναστολή.

Τι παρατηρούμε ότι έχει συμβεί εδώ; Παρατηρούμε μια νομοθέτηση που είναι ανθρωπίνως αδύνατο να εφαρμοστεί στο Πρωτοδικείο της Αθήνας. 

Για πιο λόγο; Διότι η άρση της αναστολής των πλειστηριασμών οδήγησε στην κατάθεση χιλιάδων δικογράφων ανακοπών (11.003 μόνο το 2022), τα οποία βεβαίως είναι αδύνατον να προσδιοριστούν μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεσή τους, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός τους να γίνεται για το Νοέμβριο του 2029, το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου να κάνει, ως βεβαίως οφείλει, δεκτές αιτήσεις προτίμησης της συζήτησης των ανακοπών αυτών όταν επίκειται ο πλειστηριασμός, τα πινάκια των ανακοπών από 25 υποθέσεις που ο κανονισμός του πρωτοδικείου προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο να φτάνουν ενίοτε και πάνω από τις 80 υποθέσεις, οι δε 25 δικαστές που υπηρετούν στο Τμήμα των Ανακοπών να υπερβάλλουν εαυτούς για να εκδώσουν απόφαση προ του επισπευδόμενου πλειστηριασμού, οι δε δικηγόροι να ασκούν με μεγάλη πίεση χρόνου και κακήν κακώς εφέσεις, προκειμένου να μπορέσουν στη συνέχεια να ζητήσουν αναστολή εκτέλεσης από το εφετείο. 

Λοιπόν είναι φανερό ότι μια τέτοια νομοθεσία έχει καταστεί ουσιαστικά ανεφάρμοστη και οδηγεί σε καταστάσεις ακραίες όπου δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για ταχεία και αποτελεσματική Δικαιοσύνη.

γ) Αιτία καθυστέρησης στην απονομή Δικαιοσύνης είναι εν μέρει και το περιεχόμενο των δικογράφων που κατατίθενται.

Και εξηγούμαι: Ενώ υπάρχουν δικόγραφα που αναμφίβολα βοηθούν τον δικαστή να εντοπίσει τα κρίσιμα, νομικά και πραγματικά, σημεία μιας διαφοράς και να οδηγηθεί σε ασφαλή δικανική κρίση σε εύλογο χρονικό διάστημα, δυστυχώς δεν είναι λίγες οι φορές που αντιμετωπίζουμε πολυσέλιδες αγωγές με σωρεία νομικά αβάσιμων κύριων και επικουρικών βάσεων, με πλήθος νομικά αβάσιμων κύριων και παρεπόμενων αιτημάτων, ενώ ανάλογη κατάσταση παρουσιάζεται και με τις προτάσεις, όπου συναντάμε μεγάλο αριθμό νομικά αβάσιμων αυτοτελών ισχυρισμών. Ποια είναι η συνέπεια αυτού του φαινομένου; Ο δικαστής, προκειμένου να ανταποκριθεί και στην απαίτηση που αναφέρθηκα προηγουμένως για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, να αναλώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του στην απόρριψη αυτών των βάσεων, αιτημάτων και ενστάσεων, χωρίς να αφιερώνει το χρόνο αυτό στην αντιμετώπιση της ουσίας της διαφοράς. Επιπλέον, πέραν της προβολής φανερά αβάσιμων ισχυρισμών, καθυστέρηση στην ταχεία απονομή δικαιοσύνης προκαλεί και η αλόγιστη ενίοτε προσφυγή στην υποκειμενική σώρευση αγωγών, δηλαδή στην κατάθεση δικογράφων με πλήθος εναγόντων (το βλέπουμε ιδίως στα εργατικά), καθένας από τους οποίους μπορεί να έχει διαφορετικές απαιτήσεις. Φυσικά, η εκ μέρους του δικαστή ορθή εξέταση καθεμιάς από τις απαιτήσεις αυτές προϋποθέτει πολύ χρόνο, τον οποίο θα μπορούσε να αφιερώνει σε άλλες υποθέσεις.

δ) Ας εξετάσουμε τώρα και τον περίφημο ρόλο του δικαστή στην καθυστέρηση απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης.

Πράγματι, συμμετοχή στο φαινόμενο της βραδείας απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης έχουν και οι δικαστές.

Εδώ θα μπορούσε να επισημανθεί κυρίως η δυσκολία ορισμένων δικαστών να επεξεργασθούν σωστά μια δικογραφία και να εντοπίσουν τα κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς σημεία, η δυστοκία ορισμένων συναδέλφων να καταλήξουν στην κρίση τους, η παράθεση αφόρητων λεπτομερειών στο τμήμα της απόφασης που είναι αφιερωμένο στο τι εκθέτει ο ενάγων με την αγωγή του, καθώς και η ανάλωση κάποιων δικαστών σε εκτεταμένες αιτιολογίες, ακόμη και σε υποθέσεις που ο ίδιος ο νομοθέτης αρκείται σε συνοπτική αιτιολογία. Αναφέρομαι βασικά στα ασφαλιστικά μέτρα που ενώ το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζει ότι η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει συνοπτική αιτιολογία, εξακολουθούμε και σήμερα να συναντάμε πολυσέλιδες αποφάσεις που δεν διαφέρουν σε τίποτα από οριστικές αποφάσεις, παρά μόνο αντικαθίσταται η λέξη αποδείχθηκε από τη λέξη πιθανολογήθηκε. 

Παρόλα αυτά, τα οποία κατά τη γνώμη μου έχουν τη σημασίας τους αλλά δεν είμαι μείζονος σπουδαιότητας, -και σε αντίθεση με ο,τι γενικώς, ακρίτως και ενίοτε σκοπίμως διαρρέεται δημόσια- οι δικαστές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως η βασική αιτία καθυστέρησης απονομής πολιτικής δικαιοσύνης. 

Έτσι, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία που σας εξέθεσα υπέρβαση των νόμιμων προθεσμιών έκδοσης των πολιτικών αποφάσεων εμφανίζει λίγο παραπάνω από το 1/3 περίπου των υπηρετούντων στο Πρωτοδικείο της Αθήνας δικαστών, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η υπέρβαση αυτή χρονικά δεν είναι μεγάλη, ενώ κρίνεται και δικαιολογημένη λαμβανομένου υπόψη του πλήθους των υποθέσεων που οι δικαστές ανά δικαστικό έτος χρεώνονται. Και πάλι σας υπενθυμίζω ότι οι δικαστές του Πρωτοδικείου Αθηνών καλούνται να διεκπεραιώσουν το 50% με 55% της πρωτοβάθμιας δικαστηριακής ύλης πανελληνίως, ενώ αποτελούν μόλις το 35% των δικαστών του πρώτου βαθμού της Χώρας. Η δυνασανολογία των μεγεθών είναι νομίζω σαφής.

Βεβαίως, είναι γεγονός ότι υπάρχει και μια μικρή μερίδα συναδέλφων η οποία εμφανίζει χαρακτηριστική καθυστέρηση, οφειλόμενη συνήθως σε οικογενειακούς/προσωπικούς λόγους και σε ελάχιστες περιπτώσεις σε αδιαφορία ή ραθυμία. Αλλά στις περιπτώσεις αυτές, όπως είναι γνωστό, επιλαμβάνονται τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Αρείου Πάγου. 

Γ) Αφού λοιπόν εντοπίσαμε τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει υπέρβαση του εύλογου χρόνου απονομής πολιτικής δικαιοσύνης και αναζητήσαμε τις αιτίες της υπέρβασης αυτής, ας εξετάσουμε τώρα –και εισέρχομαι στο τελευταίο τμήμα της εισήγησής μου– το τι μπορεί να γίνει για την αντιμετώπιση και βελτίωση της κατάστασης.

Νομίζω ότι η αποκάλυψη των αιτίων της καθυστερημένης απονομής δικαιοσύνης, μας υποδεικνύει και τις κατάλληλες λύσεις. Και εξηγούμαι:

α) Είδαμε ότι βασική αιτία καθυστέρησης έχει να κάνει με τη μη ορθολογική οργάνωση του δικαστικού μας συστήματος.

Τι επισήμανα περισσότερες φορές; Ότι το Πρωτοδικείο της Αθήνας επιχειρεί να επεξεργασθεί το 50 με 55% της δικαστηριακής ύλης με μόλις των 35% των δικαστών του πρώτου βαθμού. Άρα τι χρειαζόμαστε εδώ : Ενίσχυση της οργανικής δύναμης του Πρωτοδικείου. Με την αύξηση αυτή θα έχουμε τη δυνατότητα να προσθέσουμε πινάκια και να δικάζονται περισσότερες υποθέσεις, μιας και οι περισσότερες πολιτικές δίκες συνήθως ολοκληρώνονται σύντομα κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη θέσπιση της νέας τακτικής διαδικασίας και την κατάργηση της εξέτασης των μαρτύρων και της έννοιας της αναβολής. Με την αύξηση αυτή των πινακίων θα πετύχουμε έτσι να μειώσουμε και τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται στο χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ του χρόνου κατάθεσης ενός δικογράφου και της συζήτησής του. Βέβαια και θέλω να το υπογραμμίσω αυτό, η αύξηση της οργανικής δύναμης του Πρωτοδικείου Αθηνών πρέπει να στοχευμένη, δηλαδή να μη συνδυαστεί με γενικευμένη αύξηση του συνολικού αριθμού των δικαστών της Χώρας, αλλά να συνδυαστεί με επανεξέταση των αναγκών των επιμέρους δικαστικών σχηματισμών. Τι θέλω να πω; Δεν είναι λύση η γενική αύξηση του αριθμού των δικαστών, η οποία μόνη της μάλλον πολλαπλασιάζει τη δικαστηριακή ύλη και υποβαθμίζει την ποιότητα των δικαστών, αλλά λύση είναι η ενίσχυση εκείνων των δικαστηρίων που εμφανίζουν, με βάση στατιστικά δεδομένα, αυξημένη κίνηση, η επανεξέταση της εδαφικής τους αρμοδιότητας ή ακόμη και η επανεξέταση της ανάγκης ύπαρξης άλλων δικαστηρίων με μικρότερη κίνηση. Βεβαίως το ζήτημα αυτό έχει να κάνει με την αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη της Χώρας.

Επίσης, ενέργειες πρέπει να γίνουν προς την κατεύθυνση αναθεώρησης του αριθμού των δικηγόρων αφού, όπως είδαμε, και αυτός συνδέεται με το χρόνο απονομής της δικαιοσύνης. Πραγματικά πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μια σοβαρή μελέτη για το πόσους νομικούς επαγγελματίες και κυρίως δικηγόρους μπορεί να απορροφήσει η αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Ήδη, πρέπει να επανεξετασθεί ο αριθμός των εισαγόμενων φοιτητών στις Νομικές Σχολές, όπως και ο τρόπος με τον οποίο οι απόφοιτοι τους μπορούν να εγγράφονται στους δικηγορικούς συλλόγους. Η απόκτηση άδειας δικηγόρου είναι κατά την άποψή μου μια πολύ σοβαρή υπόθεση και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την αντίστοιχη σοβαρότητα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Αν γίνει αυτό, είναι βέβαιο ότι θα αναβαθμιστεί η θέση του δικηγόρου στο νομικό μας σύστημα και σίγουρα θα βελτιωθεί και η ποιότητα των δικογράφων στην οποία αναφέρθηκα πρωτύτερα, ως παράγοντα καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης.

Ακόμη, είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε άμεση αύξηση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι ενώ υπό ιδανικές συνθήκες πρέπει να είναι τριπλάσιοι των δικαστών, ήδη στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, όπως σας είπα, είναι λιγότεροι από τους υπηρετούντες δικαστές. Αν δεν προσληφθούν δικαστικοί υπάλληλοι, οι εικόνες με τις ουρές δικηγόρων και πολιτών και οι καθυστερήσεις στη διακίνηση των δικογράφων δεν πρόκειται να εξαλειφθούν. Στο σημείο αυτό να πω ότι με μεγάλη ανυπομονησία αναμένουμε την πραγματοποίηση του πρώτου διαγωνισμού πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων μέσω της Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων, τη λειτουργία της οποίας έχει ήδη εξαγγείλει το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Είδαμε νωρίτερα ότι σημαντικός λόγος καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης είναι και η νομοθεσία. Τι θα μπορούσε να γίνει σε αυτό το επίπεδο; Ιδανικά, στο πλαίσιο μελλοντικής συνταγματικής αναθεώρησης, θα μπορούσε να τροποποιηθεί το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντ. ώστε να αφήνεται η ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να ορίζει περισσότερες κατηγορίες υποθέσεων στις οποίες να αρκεί η ύπαρξη συνοπτικής αιτιολογίας. Βεβαίως, κανείς δεν λέει ότι ο δικαστής πρέπει να αποφαίνεται αφορισματικά ως πραίτορας, τουλάχιστον όμως στις υποθέσεις που απαιτούν τη σύντομη έκδοση απόφασης πρέπει να αρχίσουμε να εμπιστευόμαστε περισσότερο τον δικαστή και να ξεφύγουμε από την απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Το σημαντικότερο: Σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας ας λάβει τέλος η τόσο συχνή νομοθέτηση και κυρίως ας σταματήσουν οι τροποποιήσεις των βασικών μας κωδίκων και η συχνή αλλαγή παγιωμένων ρυθμίσεων προκειμένου να υπάρχει η ελάχιστη νομική σταθερότητα. Επιτέλους, ας δεσμευθούν τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία ότι για ορισμένα χρόνια δεν θα τροποποιούνται οι κώδικες. Αυτό ήδη γίνεται στη νομοθεσία της Ε.Ε. όπου η τυχόν τροποποίηση των κανονισμών και οδηγιών γίνεται μόνο αφότου παρέλθει πενταετία και πάντα αφού προηγηθεί σχετική μελέτη αντικτύπου περί της ανάγκης κάποιας νομοθετικής μεταβολής.

Εναλλακτικοί τρόποι

Πέραν αυτών, προς τη κατεύθυνση της βελτίωσης του χρόνου απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης μπορούν να συμβάλλουν και κάποια άλλα μέτρα: Αναφέρομαι στην ενίσχυση των εναλλακτικών τρόπων απονομής δικαιοσύνης (εξώδικη επίλυσης της διαφοράς και δικαστική μεσολάβηση), στην εμβάθυνση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και τη γενίκευση της δυνατότητας ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, η οποία κάποια στιγμή θα μπορούσε να γίνει και υποχρεωτική. Ήδη, πρόσφατα σε στενή συνεργασία με τον Δ.Σ.Α. στο Πρωτοδικείο της Αθήνας πετύχαμε να κατατίθενται ηλεκτρονικά και οι ανακοπές κατά της εκτέλεσης, κάτι που λογικά θα περιορίσει κάπως την ταλαιπωρία δικηγόρων και υπαλλήλων την οποία υφίστανται με τη φυσική κατάθεση των δικογράφων, ενώ κάποια στιγμή πρέπει να δοθεί και η δυνατότητα στους δικαστές να μπορούν να δημοσιεύουν τις αποφάσεις του ηλεκτρονικά εξ αποστάσεως από οποιοδήποτε σημείο και εάν βρίσκονται.

Τέλος, πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναληφθούν και σε σχέση με τους ίδιους τους δικαστές. Αναφέρομαι κυρίως στην εκπαίδευσή τους στη Σχολή Δικαστών, το στάδιο διδασκαλίας στην οποία πρέπει να περιοριστεί και αντιστρόφως να αυξηθεί το στάδιο της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευόμενων δικαστών, αφού μετά από χρόνια προπτυχιακών και μεταπτυχιακών νομικών σπουδών, το σημαντικό είναι να έλθουν οι νέοι συνάδελφοι στα δικαστήρια και να καταλάβουν από την πρώτη στιγμή πώς απονέμεται στην πράξη η Δικαιοσύνη, πως μελετάμε ένα δικόγραφο, πως συντάσσουμε μια λιτή και περιεκτική απόφαση χωρίς επίδειξη νομικών γνώσεων και πολλαπλές αιτιολογίες που δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό.

Όσα προανέφερα αποτελούν ενδεχομένως κάποιες λύσεις για την αντιμετώπιση της καθυστερημένης απονομής δικαιοσύνης και πιθανότατα να υπάρχουν και άλλες λύσεις που θα καταδειχθούν και από τον αγαπητό κύριο Γιαννούλα, η εισήγηση του οποίου ακολουθεί, αλλά και θα διατυπωθούν στη συζήτηση που θα γίνει στην επόμενη συνεδρίασή μας στις 16 Μαρτίου. Και σίγουρα πρέπει να ληφθούν κάποια σοβαρά μέτρα και όχι ημίμετρα για την ενίσχυση της ταχείας απονομής δικαιοσύνης, η οποία συμβάλλει στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος και στην εν γένει εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά είναι και παράγων οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας. Ωστόσο και θα ήθελα να το επισημάνω αυτό γιατί δεν ακούγεται συχνά, χρειάζεται και μια πρόσθετη προσοχή να μην στρέφουμε το ενδιαφέρον μας αποκλειστικά στο χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, αλλά να έχουμε ταυτόχρονα στο νου μας και την ανάγκη για ορθή απονομή δικαιοσύνης, δηλαδή για δικαιοσύνη που θα χαρακτηρίζεται από ποιότητα και θα δίνει δίκαιες και ουσιαστικές λύσεις στις διαφορές των πολιτών. Πρέπει δηλαδή με άλλα λόγια να προσέξουμε ώστε με το δημόσιο διάλογο που διεξάγεται για τους αργούς χρόνους απονομής της δικαιοσύνης και την πίεση για την εξεύρεση τρόπων επιτάχυνσής της, να μην καταλήξουμε να καταστήσουμε τη δικαιοσύνη καθαρά διεκπεραιωτική, αποτελούμενη από μονίμως αγχωμένους ή και ακόμα χειρότερα φοβισμένους δικαστές που το μόνο που θα τους απασχολεί θα είναι η σύντομη έκδοση των αποφάσεων.

Και κλείνοντας πάνω σε αυτό επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω μια προσωπική μου εμπειρία. Στο παρελθόν είχα την τιμή να υπηρετήσω στη Μ.Ε.Α. στην Ε.Ε., εκπροσωπώντας τη Χώρα στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται εκεί των ενωσιακών νομοθετημάτων που εμπίπτουν στον τομέα της αστικής και εμπορικής συνεργασίας. Εκεί λοιπόν στο πλαίσιο μιας ομάδας εργασίας που εξέταζε τον Κανονισμό για τις κληρονομικές διαδοχές και το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έχει το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, στο σχέδιο του κανονισμού όριζε ότι το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο πρέπει να εκδίδεται εντός 10 ημερών. Μας ρώτησε λοιπόν η Επιτροπή συμφωνείτε; Τότε η Γερμανίδα δικαστής ζήτησε και πήρε το λόγο και είπε: Εμείς Διαφωνούμε και ξέρετε γιατί; Γιατί στη Γερμανία έχουμε δικαστική ανεξαρτησία και δεν μας αρέσει να επιβάλλουμε προθεσμίες στους δικαστές μας. Κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή και κάποιες διαφορές μπορούν να εξετάζονται σύντομα και κάποιες άλλες όχι. Επειδή λοιπόν έχουμε και στην Ελλάδα δικαστική ανεξαρτησία θεωρώ πρέπει να προσέξουμε. Ναι μεν γρήγορη δικαιοσύνη, αλλά να είναι δικαιοσύνη με την ουσιαστική έννοια του όρου.

Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας!

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ