Παρέμβαση Μαργαρίτας Στενιώτη στον «πόλεμο» δικαστών – δικηγόρων: «Όλοι μαζί – Όχι εμείς και εσείς»

Η πρώην πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και επικεφαλής της μειοψηφίας παίρνει θέση για τις τελευταίες εξελίξεις

NEWSROOM
Παρέμβαση Μαργαρίτας Στενιώτη στον «πόλεμο» δικαστών – δικηγόρων: «Όλοι μαζί – Όχι εμείς και εσείς»

Στο κείμενο που ακολουθεί, η Πρόεδρος Εφετών, πρώην Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και επικεφαλής της μειοψηφίας, Μαργαρίτα Στενιώτη, καταθέτει τις απόψεις της για τη σχέση δικαστών και δικηγόρων και για τον τρόπο με τον οποίο η θεσμική συνεργασία τους επηρεάζει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της απονομής της Δικαιοσύνης.

Με αναφορές στον ρόλο, την ευθύνη και την αποστολή των δύο πλευρών, η κυρία Στενιώτη υπογραμμίζει την ανάγκη για αλληλοσεβασμό, διάλογο και θεσμική ισορροπία, μία μέρα πριν από την έκτακτη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕνΔΕ στο πλαίσιο της δημόσιας αντιπαράθεσης με τους δικηγόρους.

Αναλυτικά η παρέμβαση της Μαργαρίτας Στενιώτη

ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ:  ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ – ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ

“Η αρμονική συνύπαρξη Δικαστικών Λειτουργών και Δικηγόρων αποτελεί  προϋπόθεση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Αν και από διαφορετική θεσμική θέση, ο καθένας, ο στόχος μας είναι κοινός. Η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Προς επίτευξη του κοινού σκοπού οι λειτουργοί και συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης οφείλουμε να αναδεικνύουμε αυτά που μας ενώνουν και να επιλύουμε, με διάλογο, όσα «θεωρούμε» ότι μας χωρίζουν, γιατί, πραγματικά, δεν μας χωρίζει τίποτε. Δεν είμαστε εμείς και εσείς, είμαστε όλοι μαζί. Είμαστε θεματοφύλακες της Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου και οφείλουμε να αχθούμε υπεράνω των φθοροποιών τριβών της καθημερινότητας, που, σίγουρα, θα υπάρχουν, να υπερβούμε συντεχνιακές αγκυλώσεις και να κάνουμε πράξη τη θεσμική συνεργασία και το διάλογο. Έναν διαρκή, καλόπιστο και ισότιμο θεσμικό διάλογο, χωρίς προκαταλήψεις και αλαζονεία από καμία πλευρά. Η ανάγκη αυτή καθίσταται ακόμη ισχυρότερη, καθότι γίνονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις του δικαιοδοτικού συστήματος στην χώρα μας, που, μάλιστα,  έχουν  αναγορευθεί σε σπουδαία διαρθρωτική συνιστώσα της οικονομικής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταρρυθμίσεις που, υπό τον μανδύα του εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης, πολλές φορές, περιορίζουν δικαιώματα των πολιτών. 

Ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης γράφει (για τον ποινικό Δικαστή, ισχύει, όμως, για όλους τους Δικαστές): «ο Δικαστής  είναι εγγυητής της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε πολίτη και αποτελεί, πέρα από φορέα της κρατικής εξουσίας, και θεμελιώδη θεσμό του Κράτους Δικαίου. Ο Συνήγορος, ως φορέας του Αντίλογου και της Αμφισβήτησης, συνιστά θεμελιώδη θεσμό της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, τα ολοκληρωτικά και καταπιεστικά καθεστώτα απεχθάνονται το ρόλο του Συνηγόρου και δεν αποδέχονται την εγγυητική λειτουργία του Δικαστή». Από την παραπάνω αναφορά προκύπτει ότι η πολιτεία έχει εμπιστευθεί υψηλή αποστολή σε Δικαστές και Δικηγόρους και γι’ αυτό το λειτούργημα του Δικαστικού Λειτουργού όπως και του Δικηγόρου έχει διεθνώς περιβληθεί με αυξημένο κύρος. Τη σπουδαιότητα της αποστολής τους οφείλουν να γνωρίζουν τα πρόσωπα που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη, τα οποία πρέπει να έχουν και συναίσθηση της ευθύνης τους. Ο Δικαστής οφείλει να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα, να είναι αμερόληπτος, να εγγυάται ότι η συμπεριφορά του, μέσα και έξω από το Δικαστήριο, ενισχύει την εμπιστοσύνη στην κρίση του και τονώνει το αίσθημα ασφάλειας δικαίου του πολίτη.

Αυτό συνιστά την σημαντική προσφορά αλλά και ευθύνη των Δικαστών έναντι της Δημοκρατίας, οι οποίοι με ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία, ήθος και αξιοπρέπεια και τιμώντας  τη «δικαστική παράδοση, που αποτελεί το εσωτερικό ηθικό αντίδοτο της υγιούς συλλογικής συμπεριφοράς των Δικαστών και αναβαθμίζει την ατομική συμπεριφορά του Δικαστή» απονέμουν Δίκαιο. Από την άλλη πλευρά, η συμπεριφορά εντός του Δικαστηρίου αλλά και εκτός των Δικηγόρων, είναι αυτή που δίνει αληθινό νόημα και περιεχόμενο στην έννοια του συλλειτουργού. Η αλληλοεκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοκατανόηση θα οδηγήσει σε μία Δικαιοσύνη  ποιοτική και αποτελεσματική, δημοκρατικό προαπαιτούμενο κάθε Κράτους Δικαίου. Η θεσμική αποστολή του Δικηγόρου και η θεσμική παρουσία του στην απονομή της δικαιοσύνης, ερείδεται σε νομικά κείμενα, διεθνή, με αυξημένη τυπική ισχύ, και εθνικά. Πλήθος νομικών κειμένων θωρακίζουν τον θεσμικό ρόλο των λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, ώστε η σύνταξη ενός κοινού Κώδικα Δεοντολογία, που συζητείται ιδιαίτερα τελευταία, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον κείμενο, που η αποτελεσματικότητά του θα εξαρτάται απόλυτα από τον ανθρώπινο παράγοντα. Είναι ζήτημα ανθρώπων και όχι νομικών διατάξεων. 

Ο Δικηγόρος οφείλει να «απονέμει τον προσήκοντα σεβασμό προς τις δικαστικές Αρχές, παρά των οποίων επίσης δικαιούται να απολαμβάνει του αυτού σεβασμού».  Όλοι οφείλουμε να προασπίζουμε την τιμή και την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός μας. Οι Δικαστές να δεχόμαστε την κριτική των αποφάσεων μας, αρκεί να λαμβάνει χώρα με κριτήρια επιστημονικά και οι Δικηγόροι να φροντίζουν όχι μόνο για τα συμφέροντα των εντολέων τους αλλά και του δικαιϊκού συστήματος ως συνόλου. Οι εκτροπές προς ανάρμοστες συμπεριφορές και οι  παρεκκλίσεις από την επιβαλλόμενη ευπρέπεια, από οποιονδήποτε παράγοντα της απονομής της Δικαιοσύνης  και εάν προέρχεται, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους προβλεπόμενους από νομοθετικά κείμενα τρόπους και όχι με δημόσιες αντιπαραθέσεις. Η δημόσια αντιπαράθεση πλήττει το Κύρος της Δικαιοσύνης και  αποτέλεσμα έχει το ήδη μειωμένο ποσοστό εμπιστοσύνης των πολιτών προς το θεσμό (20%, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα) να μειώνεται ακόμη περισσότερο.  Η παρεκτροπή και η απώλεια ελέγχου δεν αρμόζει σε λειτουργούς και συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης. Με νηφαλιότητα και συναίσθηση της ευθύνης μας οφείλουμε να  εμπνεύσουμε προς όλους το σεβασμό στη Δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν το στόχο αξίζει να αναμετρηθούμε”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr